Η μάχη στο Μανιάκι, 20 Μαΐου 1825: ἡ Λεωνίδειος μάχη και και ο ηρωικός θάνατος του Παπαφλέσσα!
Τὸ περιβόητο Ἐκτελεστικό, μὲ πρόεδρο τὸ Γ. Κουντουριώτη καὶ γραμματέα τὸν Μαυροκορδᾶτο, ἄρχισε νὰ συζητᾶ πὼς ὁ μόνος τρόπος γιὰ ν᾿ ἀντιμετωπιστεῖ ὁ Ἰμπραὴμ ἦταν νὰ σχηματιστεῖ, μὲ τὰ χρήματα τοῦ δεύτερου δανείου τῶν δυὸ ἑκατομμυρίων λιρῶν, μισθωτὸς στρατὸς στὴν Ἀμερικὴ ποὺ θὰ ἐρχόταν νὰ πολεμήσει στὴν Ἑλλάδα! Ὡσὰν ὁ Ἰμπραὴμ θὰ καρτέραγε νὰ φτιαχτεῖ πρὶν ὁ στρατός, νὰ μεταφερθεῖ, μὲ Ἱστιοφόρο τότε, ἀπὸ τὰ πέρατα τοῦ κόσμου στὸν τόπο μας κι ἔπειτα νὰ μᾶς πολεμήσει. Ἡ ἐξωφρενικὴ αὐτὴ πρόταση βρίσκει, σωστά, τούτη δῶ τὴν κριτικὴ τοῦ Κόκκινου: «Τὸ πράγμα φανερώνει μέχρι ποίου σημείου δὲν ἀντελαμβάνοντο τὴν φοβερὰ πραγματικότητα οἱ ἀποκλείοντες τὴν λῆψιν σοβαρῶν στρατιωτικῶν μέτρων ἐντὸς αὐτῆς τῆς Πελοποννήσου διὰ τῆς χρησιμοποιήσεώς των εἰς τὴν φυλακὴν ἢ ὑπὸ καταδίωξιν Πελοποννησίων ἀρχηγῶν, διότι αὐτοὶ ἦσαν οἱ συζητοῦντες τὴν μετάκλησιν ξένου στρατοῦ, ἀνυπάρκτου ἀκόμη, πρὸς ἀντιμετώπισιν τοῦ Ἰμβραήμ». Ἂν ὅμως οἱ ἀνώτατοι τότε ἄρχοντες, τὸ Ἐκτελεστικό, δὲν ἤθελε νὰ καταλάβει ὅ,τι καταλάβαιναν καὶ οἱ πιὸ ἁπλοὶ ἄνθρωποι, πὼς μπροστὰ στὸν τρομερὸ κίνδυνο ἔπρεπε νὰ ξεχαστοῦν τὰ πολιτικὰ πάθη καὶ οἱ Ἕλληνες, ἑνωμένοι, ν᾿ ἀντιβγοῦν στὸ νέο καὶ τόσο ἐπίφοβο ἐχθρό, εὐτυχῶς βρέθηκαν, μέσα στὴν ἴδια τὴν κυβέρνηση, ἄλλοι ποὺ συνειδητοποίησαν τὸ χρέος τοὺς πρὸς τὴν πατρίδα. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς, πρῶτος καὶ πιὸ δυναμικός, ξεχώρισε ὁ Παπαφλέσσας ποὺ ἦταν τότε ὑπουργὸς τῶν Ἐσωτερικῶν, ὁ ὁποῖος εἶχε βυθιστεῖ στὶς πολιτικὲς δολοπλοκίες καὶ στοὺς ἐμφύλιους σπαραγμοὺς ὡς τὸ λαιμό. Εἶχε κατεβεῖ καὶ τὸ τελευταῖο σκαλοπάτι τῆς σκάλας τοῦ κακοῦ. Μὰ μπρὸς στὴ νέα συμφορὰ ποὺ χτύπαγε τὴν ἐπανάσταση, ξαναβρῆκε τὸν καλύτερο ἑαυτό του, τὸν Παπαφλέσσα τῆς συνέλευσης τῆς Βοστίτσας. Καὶ τότε ὄχι μονάχα διακήρυξε πὼς χρειαζόταν νὰ δοθεῖ ἀμνηστία στοὺς φυγάδες - Ζαΐμη, Λόντο, Νικηταρᾶ - καὶ στοὺς φυλακισμένους, μὰ κι ἀποφάσισε πὼς τὰ λόγια δὲν ἔφταναν. Χρειαζόταν ἡ ἄμεση ἐνάντια στὸν Ἰμπραὴμ δράση. Καὶ τὴν πῆρε πάνω του. Παράτησε τὸ μικρόψυχο καὶ κολασμένο ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τῆς ἀνάξιας κυβέρνησης Ἀνάπλι κι ἔφυγε, στὰ τέλη τοῦ Ἀπρίλη, νὰ ξεσηκώσει τὸ Μοριᾶ ἐνάντια στὸν Ἰμπραήμ.
Ἐκεῖνες τὶς μέρες εἶχε φτάσει στ᾿ Ἀνάπλι ὁ Γάλλος στρατηγὸς Ρός, σταλμένος ἀπὸ τὸ φιλελληνικὸ κομιτάτο τοῦ Παρισιοῦ. Τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ ἢ μυστικὴ πολιτικὴ ἀποστολὴ νὰ πείσει τοὺς Ἕλληνες, ὅταν θὰ ἀποχτοῦσαν τὴν ἀνεξαρτησία τους, νὰ γυρέψουν γιὰ βασιλιὰ τὸ δούκα τοῦ Νεμούρ. Ὁ Παπαφλέσσας φεύγοντας ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι πῆρε μαζί του τὸν ὑπασπιστὴ τοῦ Γάλλου στρατηγοῦ, ἂν καὶ ἤτανε ἀντίθετος στὶς προσπάθειες ποὺ γίνονταν ν᾿ ἀποχτήσει ἡ Ἑλλάδα ξένο βασιλιά. Σύμφωνα μὲ τὸν Σπηλιάδη ἔλεγε: «Καὶ τί θὰ σημαίνω ἐγὼ πλέον εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐὰν ἔλθει βασιλεύς; Καὶ δὲν θὰ πνίξει ὁ βασιλεὺς τὸν σπόρον τῆς ἐλευθερίας, διὰ τὴν ὁποίαν ἀπολλύμεθα οἱ Ἕλληνες; Καὶ θὰ δυνηθωσι πλέον οὖτοι ν᾿ ἀποσείσωσι τὸν ζυγὸν βασιλέως πεπολιτισμένου, καὶ νὰ μὴ διατρέξωσι κινδύνους φοβερωτέρους ἢ τοὺς σημερινούς;» Κι ὁ Σπηλιάδης προσθέτει: «Καὶ ἴσως εἶχε δίκαιον».
Ὁ Παπαφλέσσας ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι τράβηξε γιὰ τὴν Τριπολιτσὰ καὶ μέσα στὶς τρεῖς μονάχα μέρες ποὺ ἔμεινε σ᾿ αὐτὴ σχημάτισε τὸν πυρήνα τοῦ ἐκστρατευτικοῦ του σώματος. Στὶς ἐκκλήσεις ποὺ ἔκανε πρόστρεξαν καπεταναῖοι κι ἀγωνιστὲς ἀπὸ τὴν Ἀργολίδα, τὸ Λεβίδι, τὶς Κερασιὲς κι ἀπὸ τὸν κάμπο τῆς Τριπολιτσᾶς. Ἦταν ἴσαμε ἑφτακόσιοι.
Ἀπὸ τὴν Τριπολιτσᾶ πῆγε στὸ Λεοντάρι, ὅπου ἔσμιξαν μαζί του ὁ ἀνεψιός του Δημήτρης Φλέσσας, μ᾿ ἑκατὸν πενήντα παλικάρια, ὁ Α. Κουμουνδοῦρος, ὁ Παν. Μπούρας, ὁ Ἀδαμάκης Ἀποστολόπουλος κι ὁ Ν. Κουλοχέρας μὲ τοὺς νταϊφάδες τους. Ὕστερα ἀπὸ δυὸ μέρες ἔφτασε στοὺς Λάκκους. Ἐκεῖ δυνάμωσαν τὸ στράτευμά του ὁ Γιώργης Μποῦτος ἀπὸ τὸ Μελιγαλᾶ κι ὁ Καρακίτσος ἀπὸ τὸ Κατσαρό. Κίνησε γιὰ τὴ Φρουτζάλα. Σ᾿ αὐτὴ συναντήθηκε μὲ τοὺς ἄοπλους ἀγωνιστὲς τοῦ Νιόκαστρου καὶ μὲ τὸν Μανιάτη Μούρτζινο. Ὁ τελευταῖος, ἂν καὶ φίλος του, ἀρνήθηκε νὰ τὸν βοηθήσει ὅπως μιὰ ἀνεψιὰ τοῦ Παπαφλέσσα, ἡ κόρη τοῦ Νικήτα, εἶχε παντρευτεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς θανάσιμους τοπικοὺς ἐχθρούς του, τὸν Κωνσταντῖνο Μαυρομιχάλη.
Ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης βρισκόταν στὸ χωριὸ Κουφάρι τῆς Μεσσηνίας, κατάκοιτος ἀπὸ ποδάγρα. Σὰν ἔμαθε πὼς ἔρχεται μὲ στράτευμα ὁ Παπαφλέσσας τοῦ ἔγραψε θερμὸ γράμμα, ὅπου σ᾿ αὐτὸ τοῦ ἔλεγε πὼς ὁ Ἰμπραὴμ «εἶναι ἄλλος Ναπολέων ἢ Πύρρος τῆς Ἠπείρου, καὶ τέλος, ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ δυνηθεῖ κατὰ πρῶτον νὰ τὸν πολεμήσει, εἰ δὲ μὴ τετέλεσται, τὸ ἔθνος χάνεται».