Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Το κανόνι του Λυκοδήμου! Επανατοποθετήθηκε

Το κανόνι του Λυκοδήμου!
Κάποιοι "άγνωστοι" επιχείρησαν να κλέψουν το κανόνι από την γραφική παραλία του Λυκοδήμου.
Το γκρέμισαν από την θέση, με "γύφτικο" τρόπο προσπάθησαν να το φορτώσουν.
Λόγω του βάρους του δεν τα κατάφεραν αλλιώς το κανόνι θα είχε ταξιδέψει μακριά από το νησί μας.
Δεν γνώριζαν οι επίδοξοι κανονιοκλέφτες ότι το κανόνι αυτό έχει Ιστορία.
Η αξιοποίηση της παραλίας του Λυκοδήμου ήταν το όραμα ενός ανθρώπου, ο οποίος έχει φύγει από την ζωή.
Ο Γιάννης Σίμος, οραματίστηκε και εργάστηκε σκληρά για την υλοποίηση του οράματος του.
Η διάνοιξη του δρόμου, οι υποδομές στο λιμανάκι και η ανάπλαση του χώρου φέρουν την σφραγίδα του!
Ως πρόεδρος της κοινότητος Λογοθετιανίκων αλλά και ως ιδιώτης μετέπειτα δεν έπαψε να φροντίζει για την περιοχή.
Την περίοδο της κατασκευής των έργων αυτών, ένας άλλος που έφυγε πρόσφατα και πολύ νέος, ο Πολυχρόνης Χρισαφίτης, ενώ έκανε ψαροντούφεκο στην περιοχή ανακάλυψε στο βυθό το εν λόγω κανόνι.
Οργάνωσε επιχείρηση ανέλκυσης το έφερε στο λιμανάκι του Λυκοδήμου και τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση.
Στη μνήμη αυτών των δύο φίλων μου πήγα σήμερα και ξανά τοποθέτησα το κανόνι στη θέση του.
Προτείνω στους αρμόδιους να φροντίσουν για την τοποθέτηση του κανονιού σε κατάληλη βάση!
 Μιχάλης Πρωτοψάλτης






ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΞΥΛΙΝΗ ΒΑΡΚΑ (ΠΑΠΑΔΙΑ) ΣΤΟ ΔΙΑΚΟΦΤΙ

ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΣΤΟ ΔΙΑΚΟΦΤΙ ΚΥΘΗΡΩΝ ΞΥΛΙΝΗ ΒΑΡΚΑ "ΠΑΠΑΔΙΑ" ΜΗΚΟΣ 4,60 ΜΕ ΕΣΩΛΕΜΒΙΑ ΜΗΧΑΝΗ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ "ΚΟΥΜΠΟΤΑ"
ΚΑΛΟΣΥΝΤΗΡΗΜΕΝΗ-ΦΡΕΣΚΟΒΑΜΜΕΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΕΓΜΕΝΗ !
ΓΙΑ ΜΕΡΑΚΛΗΔΕΣ...ΕΤΟΙΜΗ ΓΙΑ ΨΑΡΕΜΑ 
ΤΗΛΕΦΩΝΑ 27360 33053 6977255627


ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥ Ν/Σ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΦΥΛΟΥ

Τό πλῆρες κείμενο τῆς ἀπόφασης τῆς Ι.Σ. ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος παρακολουθεῖ μέ προσοχή τήν ὡς μή ὤφειλε ἔντονη συζήτηση ἐπί τοῦ Νομοσχεδίου γιά τή νομική ἀναγνώριση τῆς ταυτότητας φύλου. Πρός τοῦτο κατέθεσε τίς ἀπόψεις της στή γενομένη ἀνοιχτή διαβούλευση, παρέστη δι' ἐκπροσώπου της στήν ἁρμόδια Κοινοβουλευτική Ἐπιτροπή καί προέβη στά διαβήματα πού τῆς ἀναλογοῦν ἁρμοδίως.




Ὡς ὕστατη ὅμως κίνηση ἀγάπης πρός τόν λαό μας καί ἐν ὄψει τῆς ἐπικειμένης συζήτησής του στήν ὁλομέλεια τῆς Βουλῆς, ἐπαναλαμβάνει τίς βασικές της θέσεις:
(α) Τό φύλο στόν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ ἱερή παρακαταθήκη καί ὑπηρετεῖ στή βάση τῆς ψυχοσωματικῆς συμπληρωματικότητας τό μυστήριο τῆς ζωῆς καί τῆς ἀγάπης. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτήν, δέν εἶναι ἐπιλέξιμο, ἀλλά ὡς δῶρο ἀποτελεῖ θεῖο χάρισμα στόν ἄνθρωπο πού πρέπει αὐτός νά ἀξιοποιήσει γιά τόν ἁγιασμό του.
(β) Θεωρεῖ ὅτι ἡ νομολογία τῶν δικαστηρίων τῆς πατρίδας μας καλύπτει, ὅπου ὑπάρχει ἀνάγκη, ὑφιστάμενα προβλήματα, μέ τό δεδομένο ὅτι τό φύλο, οὔτε ἐπιλέγεται ἐλεύθερα, οὔτε καί μεταβάλλεται κατά βούλησιν, ἀλλά ἐπί τή βάσει ἀνατομικῶν, φυσιολογικῶν καί βιολογικῶν χαρακτηριστικῶν, πού ὁρίζουν τήν ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου καί βεβαιώνονται μέσω ἰατρικῶν γνωματεύσεων πρός τό δικαστήριο. Ὁ νόμος δέν μπορεῖ νά ἀρκεῖται ἁπλῶς στήν ἐπιστημονικά ἀτεκμηρίωτη δήλωση τοῦ πολίτη, πού ἐνδεχομένως ἀργότερα δύναται νά μεταβληθεῖ.
(γ) Τό προτεινόμενο Νομοσχέδιο προκαλεῖ τό αἴσθημα τῆς κοινωνίας, τορπιλίζει τόν ἱερό θεσμό της οἰκογένειας, ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τά χρηστά ἤθη καί τήν κοινή λογική καί κυρίως καταστρέφει τόν ἄνθρωπο. Ἀντί νά λιγοστεύει τή σύγχυση καί τίς ψυχικές διαταραχές, θά τίς αὐξήσει καί θά δώσει διαστάσεις ἐπικίνδυνου κοινωνικοῦ φαινομένου. Ἰδίως ὅταν ἐπεκτείνει τίς δυνατότητές του καί μεταξύ τῶν μαθητῶν, δημιουργεῖ ἐκρηκτική κατάσταση καί στά σχολεῖα.
(δ) Πίσω ἀπό ὅλες αὐτές τίς προσπάθειες δέν διακρίνει τό ἐνδιαφέρον γιά τόν ταλαιπωρημένο καί ἀδικημένο συνάνθρωπο, ἀλλά τήν ὕπαρξη ἰσχυρῶν ὁμάδων, μέ ἀποτέλεσμα τή διάλυση τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς καί τήν πνευματική νέκρωση τοῦ ἀνθρώπου καί
(ε) Κάνει μιά ὕστατη ἔκκληση στό σύνολο τοῦ πολιτικοῦ κόσμου νά ἀρθεῖ στό ὕψος τῆς εὐθύνης καί ἀποστολῆς του καί πέρα ἀπό πολιτικά ἰδεολογήματα, προκαταλήψεις καί τήν ἐπίκληση τοῦ ἀνεξέλεγκτου δικαιωματισμοῦ, νά ἀποσύρει τό Νομοσχέδιο, νά δείξει ἀνάλογο ἐνδιαφέρον γιά τήν ἐπίλυση τῶν σοβαρότατων προβλημάτων πού μαστίζουν τήν κοινωνία, τό ἔθνος μας καί τόν λαό καί ἀντί νά ἐνισχύει τήν ἔνταση, τόν διχασμό καί τόν παραλογισμό, νά συμβάλει στήν πνευματική ἀνόρθωση τῶν πολιτῶν μας.
Σέ ἐποχή πού ἡ ἀνάγκη ταυτότητας καί συνοχῆς ἀποτελεῖ ἀνάγκη ἐθνικῆς καί πνευματικῆς ἐπιβίωσης, ἡ νομική κατοχύρωση τῆς ρευστότητας τῆς προσωπικῆς ταυτότητας εἶναι ὅ,τι χειρότερο ὑπάρχει. Ἡ Ἐκκλησία περιβάλλει μέ ἀγάπη καί κατανόηση ἀδιακρίτως ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά προσβλέποντας πάντοτε στή σωτηρία τους ὀφείλει νά καταδείξει τήν ἀστοχία κρισίμων ἐπιλογῶν τους».
---------------------------------
Πηγή: imkythiron.gr
---------------------------------

“Τα Βελανίδια της καρδιάς μου” (της Αναστασίας Μουτσάτσου)

Ένα κείμενο με προσωπικό τόνο και λαογραφικές αναφορές δημοσίευσε στον προσωπικό της λογαριασμό στο facebook η λάκαινα τραγουδίστρια Αναστασία Μουτσάτσου. Φέρει τον τίτλο “Τα Βελανίδια της καρδιάς μου” και είναι αφιερωμένο, όπως αναφέρει η συντάκτριά του, “σ’ αυτούς που αποφάσισαν να γεμίσουν τον τόπο της πυλώνες μεταφοράς ρεύματος”, αναφερόμενη προφανώς στο έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης – Πελοποννήσου, το οποίο έχει προκαλέσει αντιδράσεις:
Τα Βελανίδια της καρδιάς μου
Κλείνω τα μάτια κι ακούω το ρυθμικό χτύπημα της μηχανής του ελαιοτριβείου που ήταν κάτω από το σπίτι μας… τακ – τακ – τακ… Μυρίζω τη μυρωδιά της λιωμένης ελιάς και νοιώθω το κρύο να με περονιάζει και τη νοσταλγία να ξύνει γλυκά το στήθος μου. Βλέπω τον πατέρα μου ανασκουμπωμένο ν’ αδειάζει με τους τενεκέδες το καυτό νερό από τα βαρέλια της μηχανής και να καταβρέχει τα σφυρίδια με τον πολτό της ελιάς. Τη μάνα μου να κουβαλάει βιαστικά, από τη φωτιά που καίει στο πλυσταριό, τα κάρβουνα με το φαράσι, στο μαγκάλι της κουζίνας και θυμάμαι τα χέρια της, μικροκαμωμένα σαν κι εκείνη, μα δυνατά, γεμάτα ρόζους, να με χαϊδεύουν βιαστικά. Πού καιρός για χάδια και τρυφερότητες… Μόνο δουλειά!
Η αδερφή μου κλεισμένη όλη μέρα στο ραφείο, ένα δωμάτιο πλάι στην κουζίνα, με πέντε, έξη μαθήτριες –ήταν καλή μοδίστρα– να ράβει για να συμπληρώσουμε το οικογενειακό εισόδημα κι ο αδερφός μου, μια συνεχής απουσία, στο γυμνάσιο στο διπλανό χωριό, τη Νεάπολη, που τότε με το χωματόδρομο τα δεκαοχτώ χιλιόμετρα που μας χώριζαν έμοιαζαν ταξίδι μακρινό. Όλος ο κόσμος, τότε φάνταζε μακρινός κι ο χωματόδρομος που το χειμώνα με τις βροχές έκλεινε, τον έκανε ακόμα πιο δυσπρόσιτο και γέμιζε την καρδιά μας φόβο για το τι θα γινόταν αν κάποιος αρρώσταινε και έπρεπε να πάει στον γιατρό. Το σπίτι μας βορεινό μπροστά στο καταπράσινο λαγκάδι με τις λεμονοπορτοκαλιές, τις αμυγδαλιές, τις τζιτζιφιές και τα σφεντάμια και πιο μπροστά το Μυρτώο πέλαγος, ο καμβάς που κεντούσα τα όνειρά μου.
Απλά καθημερινά πράγματα, ήταν τα όνειρά μου, που τότε έμοιαζαν ανέφικτα. Ένα ζεστό σπίτι, που να μην το περονιάζει το κρύο και οι αέρηδες, βιβλία, μια βόλτα με το δικό μου αυτοκίνητο, ένα σινεμά… αστεία πράγματα…
Μια μέρα ήρθε ο πατέρας μου στο σπίτι ξαναμμένος. “Θα μας βάλουν ηλεκτρικό, άντε μπορεί να πάρουμε και τηλεόραση, αν περισσέψουνε…”. Κι ένα πρωί, γέμισε το χωριό, εργάτες, κολώνες στοιβαγμένες, κουλούρες με σύρματα κι εργαλεία. Όλος ο κόσμος ανάστατος και παντού η μυρωδιά τις πίσσας απ’ τις κολώνες. Περνούσαν την ηλεκτρική εγκατάσταση.
Έπειτα, ήρθε κι η τηλεόραση στο καφενείο του χωριού, μία και μοναδική κι όλοι εμείς να μαζευόμαστε τα βράδια και να χαζεύουμε τον “Άγνωστο πόλεμο”, την “Χαρούμενη Κυριακή”, μουσική εκπομπή με τραγούδια και τραγουδιστές, της εποχής, τη “Γειτονιά μας” κι άλλα που δεν θυμάμαι κι έξω να βρέχει να φυσάει, να μαίνεται ο χειμώνας.
Οι εποχές άλλαζαν και τις καταλαβαίναμε. Υπήρχαν όλες τότε. Ο χειμώνας άγριος, η άνοιξη με τις μυρωδιές τις, τα λουλούδια, τις εκδρομές με το σχολείο πάνω στο βουνό, κάτω στο γιαλό, να περπατάμε και να μυρίζουμε τον καπνό απ’ τις φωτιές του Μάρτη, που καίγαν τα ξερά… Αστείο μοιάζει, που ζούσαμε μέσα στη φύση και πηγαίναμε εκδρομή να τη βρούμε γιατί δε μας έφτανε. Και τι ήταν εκείνο το παράξενο συναίσθημα που με κυρίευε και με τρέλαινε, όταν μύριζα τον καπνό και τον έβλεπα από μακριά ν’ ανεβαίνει ψηλά… Ήθελα να γίνω ένα μαζί του.
Οι δουλειές του σπιτιού ήταν αλλιώτικες την άνοιξη. Όλα τα ρούχα απλωμένα στην αυλή, να φύγει η υγρασία. Οι κουβέρτες, τα παπλώματα, τα προικιά της μάνας μου, αλλά και τα δικά μας, εμένα και της αδερφής μου, που τα μάζευε από νωρίς, μην έρθει ώρα και δεν μας τάχει ετοιμασμένα… Η άνοιξη έφερνε και το Πάσχα. Λουλούδια για τον επιτάφιο, ψαλμωδίες, ο “τόκας”, το τοπικό παιχνίδι που παίζουνε ακόμα, το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής οι άντρες χωρισμένοι σε δυο ομάδες, παντρεμένοι και ανύπαντροι, οι έρωτες από μακριά με κείνους που έρχονταν για διακοπές, μυστηριώδεις, καλοντυμένοι και αρωματισμένοι, πρωτευουσιάνοι και ναυτικοί.
Χωριό κυρίως ναυτικό τα Βελανίδια. Αυτό ήταν που έδινε και τον τόνο στην καθημερινότητα των περισσότερων. Πού ταξιδεύει ο γιος της μιας, πότε θα ‘ρθει ο άντρας της άλλης, από ποιο λιμάνι στείλανε γράμμα και ποια θάλασσα είναι η πιο παράξενη. Οι μόνιμες κουβέντες στα καφενεία, ανακατεμένες με προγράμματα για λαζέματα, ψεκάσματα και κουτσομπολιό. Κι όταν χαλούσε ο καιρός και το κύμα καβαλούσε τα “Κουρνενήσια”, όλων τα μάτια καρφώνονταν στο πέλαγος, με τα ραδιόφωνα ανοιχτά ν’ ακούνε τις ειδήσεις με αγωνία κι αυτό δεν είχε πάντα αίσιο τέλος… Η κακιά είδηση έπεφτε σαν βόμβα στο χωριό, που την υποδέχονταν με κραυγές και “πουπιά”. Ύστερα έπιαναν το μοιρολόι για μέρες εξιστορώντας έτσι τη ζωή εκείνου που χάθηκε. Βράδια ατέλειωτα να τρυπώνουν οι συγχωριανοί στο σπίτι που πενθούσε, κρατώντας πιατέλες με φαγητά –οι λυπημένοι δεν κάνει να μαγειρεύουν– κι ύστερα γύρω απ’ το τραπέζι, να λένε ιστορίες για τον πνιγμένο κι από το κλάμα, κάποτε να ξεφεύγουν με γέλια και αστεία, γιατί δεν υπάρχει βέβαια, λύπη χωρίς γέλια και χαρά χωρίς δάκρυα.
Τόπος παράξενος τα Βελανίδια, γεμάτος ιστορίες με φαντάσματα, πειρατές και ξωτικά. Σ’ αυτό βοηθάει ο βορειοανατολικός προσανατολισμός του, που στέλνει τον ήλιο νωρίτερα στη δύση και το φως μετά το μεσημέρι παίρνει ένα χρώμα αχνοκίτρινο και λίγο μελαγχολικό κάνοντας τους ανθρώπους κάπως κλειστούς και απόμακρους, αλλά ευαίσθητους και ρομαντικούς, έτοιμους να παρασυρθούν από μια φανταστική ιστορία.
Κάπως έτσι θυμάμαι να περνούν τα παιδικά μου βράδια μπροστά στο τζάκι με τη μάνα και τον πατέρα μου, τ’ αδέρφια, τα ξαδέρφια και το θείο μου να διηγείται ιστορίες δικές του σε συνέχειες για μέρες. Τύφλα νάχουν τα σήριαλ. Θυμάμαι τη μάνα μου να σκάει στα γέλια μαζί του, γιατί ήξερε πως οι ιστορίες κράταγαν επειδή εκείνος δυσκολευόταν να βρει το τέλος. Κι όταν πια δεν πήγαινε άλλο, αφού συνήθως ιστορίες αγάπης διηγούταν, έλεγε: “Δεν θυμάμαι τι έγινε στο τέλος, πάντως θα τον ακλούθησε!”. Κάτι σαν “ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα” δηλαδή.
Την πιο όμορφη ανατολή του ήλιου την είδα εκεί γύρω στα έξη μου, από το μπαλκόνι του σπιτιού μας. Καλοκαίρι κι η ζέστη αφόρητη, ζήτησα από τη μάνα μου να κοιμηθώ στο μπαλκόνι μας που αγνάντευε τη θάλασσα. Ύστερα από ατέλειωτα παρακάλια –φοβόταν μη σηκωθώ τη νύχτα και πέσω από κάτω μες στον ύπνο μου– την έπεισα, κι όταν επιτέλους ξάπλωσα κάτω από τ’ αστέρια, κοιμήθηκα τον πιο όμορφο ύπνο της ζωής μου με το δροσερό αεράκι να με χαϊδεύει και τα βατράχια απ’ το λαγκάδι να με νανουρίζουν με το τραγούδι τους μπαϊλντισμένα από τη ζέστη. Το ξημέρωμα με την ανατολή σηκώθηκα μισοκοιμισμένη, να πάω μέσα στο κρεβάτι να συνεχίσω τον ύπνο μου, μα ξαφνικά συνειδητοποίησα αυτό που συνέβαινε μπροστά στα μάτια μου και έμεινα καθηλωμένη στα στρωσίδια να το κοιτάζω. Μια φωτιά μέσα στη θάλασσα, ο ήλιος που ανέβαινε σιγά–σιγά! Κοιμόμουν από τότε συχνά στο μπαλκόνι που ήταν ακόμα πιο μαγικά, σαν τύχαινε νάχει πανσέληνο. Πανσέληνος τον Αύγουστο, μπροστά στη θάλασσα σ’ ένα τόπο χωρίς ηλεκτρικό! Τι να πεις παραπάνω…
Τον Αύγουστο, ήταν και το μεγάλο πανηγύρι της Παναγίας της Δεκαπεντίστρας, που βρισκόταν σ’ ένα λόφο λίγο έξω απ’ το χωριό. Από την αρχή του μήνα, μ’ έπαιρνε μαζί της η γιαγιά μου, η Τασούλα, η μάνα της μάνας μου, μαυροντυμένη χήρα από τα εικοσιπέντε της που ο άντρας της έζησε και πέθανε μετανάστης στην Αμερική, και φεύγαμε για το ξωκλήσι. Φόρτωνε ο πατέρας μου το άλογο με στρωσίδια και προμήθειες και μεις από πίσω ακολουθούσαμε με τα πόδια. Μας άφηνε εκεί όλο τον Δεκαπενταύγουστο. Εκεί να ιδείς στρωματσάδες! Για δεκαπέντε μερόνυχτα, καμιά δεκαπενταριά γυναικόπαιδα, στην αυλή της εκκλησίας, παίζαμε ολημερίς, τρώγαμε και κοιμόμασταν κάτω απ’ τ’ αστέρια. Γιαγιάδες και χήρες οι πιο πολλές, να διηγούνται ολονυχτίς ιστορίες παλιές και πικάντικα κουτσομπολιά ανάμεσα σε προσευχές και ψαλμωδίες ώσπου μας έπαιρνε ο ύπνος. Ανήμερα της Παναγίας, ανέβαινε πια όλο το χωριό για τη λειτουργία, όλοι ντυμένοι με τα “καλά τους” κι ύστερα όλοι μαζί μαζεύαμε τα συμπράγκαλά μας και παίρναμε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό, για ν’ αρχίσουν οι ετοιμασίες για το βραδινό γλέντι. Λαγούτα και βιολιά, και νησιώτικα τραγούδια κι άιντε να χορεύουν οι οικογένειες, η κάθε μια με τη σειρά, το δικό της τραγούδι. Ακόμα έχω στ’ αυτιά μου τον ήχο εκείνου του “ψιλοξεκούρδιστου” βιολιού. Τη γλύκα και το πάθος του δύσκολα τα ξαναβρήκα σε πολλά καλοκουρδισμένα βιολιά. Εμείς χορεύαμε με το “Μπαρμπούνι”.
“Μπαρμπούνι μου θαλασσινό και ψάρι του πελάγου όσο μποράς φυλάγου”…
Η μάνα μου μού τόμαθε κι αυτό, μαζί με το “Τζιβαέρι”. Τα τραγουδούσε υπέροχα, κάνοντας δουλειές, με μια φωνή εύθραυστη, γεμάτη νοσταλγία και παράπονο…
Ο χορός και το τραγούδι κι η ανεμελιά του πανηγυριού, γεννούσε και τα πρώτα ειδύλλια κι έστηνε τα προξενιά. Έσβηνε παρεξηγήσεις και καυγάδες και καμιά φορά γεννούσε καινούργιους…
Τα χρόνια πέρασαν, το χωριό ερήμωσε… Ελάχιστοι έμειναν να το κρατούν ζωντανό ηρωικά. Η Γιώτα κι ο Γιάννης με το μπακάλικο, η θεια Μαρούλη κι ο Κώστας στην μικρή πλατεία με τα καφενεία τους. Η Πόπη κι ο Γιώργος, η Ελένη, ο Σταύρος, η Ειρήνη, ο Θοδωρής, η Μαρία, ο Κυριάκος, η Μάρθα, ο Δημήτρης, η Χριστίνα και ο Βαλάντης που αγαπάνε τη φωτογραφία και μας συνδέουν συχνά με κείνα που μας λείπουν στα “σόσιαλ μίντια”… Άλλοι καιροί άλλα κόλπα! Κι ο “σύλλογος γυναικών”, που φυλάει τις μνήμες και φτιάχνει καινούργιες με γλέντια και γιορτές. Άνθρωποι του μόχθου που καταπίνουν την ερημιά τους περιμένοντας τα καλοκαίρια που κατεβαίνουμε όλοι, τσούρμο να κάνουμε τα μπάνια μας και να φρεσκάρουμε τα σπίτια για να τα ξανακλειδώσουμε…
Τώρα πια στην αυλή του σπιτιού μας το τραγούδι των πουλιών ακούγεται δυνατά πλάι στη φωνή των βατράχων απ’ το λαγκάδι, μιας και σίγησε το βουητό των ανθρώπων. Ο ίσκιος της μάνας μου περιδιαβαίνει τις γωνιές του κι ο πατέρας μου καθηλωμένος σε μια πολυθρόνα, εδώ στην πόλη, μπροστά στη μπαλκονόπορτα, αγναντεύει την απέναντι πολυκατοικία, κι είναι λες και περιμένει από στιγμή σε στιγμή να φανεί το κουρνενήσι…

(Η φωτογραφία είναι του Χρυσοβαλάντη Καραντζή)

ΒΑΤΙΚΑ Νεκρή καρέτα-καρέτα στο Δήμο Μονεβασιάς

Μία θαλάσσια χελώνα του είδους καρέτα - καρέτα εντοπίστηκε νεκρή βραδινές ώρες χθες, από στελέχη της Λιμενικής Αρχής Νεάπολης Βοιών, στη θαλάσσια περιοχή κάβος “ΑΡΟΥ ΑΣΠΡΟΥΔΙΑ” Τ.Δ. Βιγκλαφιών, Δήμου Μονεμβασίας Λακωνίας.
Από την οικεία Λιμενική Αρχή ενημερώθηκε σχετικά η αρμόδια Υπηρεσία για την υγειονομική της ταφή.

http://www.dimotikiagoratislakonias.gr

ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΑΥΛΑΚΗΣ (3.9.1919 - 9.10.2017)

ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΑΥΛΑΚΗΣ
(3.9.1919 - 9.10.2017)

Τον γνωρίσαμε ίσιο, γλυκομίλητο, ήπιο και σοφό. Στο πρωινό καφενείο, στην πλατεία, στον κήπο με τις μυγδαλιές.

Μα όταν η λευτεριά ζητούσε την ζωή κορώνα-γράμματα, εκείνος δεν δίστασε να ζωστεί τα φυσεκλίκια της αντίστασης.

Δυο στιγμές, δυο εικόνες, ένας σπουδαίος άνθρωπος του καιρού μας. Έτσι ας πορευτεί στην αιωνιότητα...

DragoNera Left