5 Απριλίου: Πανελλήνια Ημέρα Προσφύγων. Η Ελλάδα των Προσφύγων
του Βλάση Αγτζίδη
Από το 1994 καθιερώθηκε η 5η Απριλίου ως "Ημέρα των Προσφύγων". Η πρωτοβουλία ανήκε σε Ελληνικές μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, στο Οικουμενικό Πρόγραμμα Προσφύγων της Εκκλησίας της Ελλάδας, του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης και του Γραφείου της Αθήνας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ. Για την Ελλάδα έχει ιδιαίτερη σημασία η ημέρα αυτή, εφόσον η προσφυγιά και οι εθνικές εκκαθαρίσεις αποτελούν τη βάση του σύγχρονου ελληνισμού. Το 1922 ενάμιση εκατομμύριο Έλληνες πρόσφυγες -όσοι επέζησαν από τις εθνικές εκκαθαρίσεις που πραγματοποίησε ο τούρκικος εθνικισμός- από την Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη ήρθαν πρόσφυγες στον ελεύθερο βαλκανικό νότο. Η τραγική αυτή ιστορική εμπειρία εντέχνως ξεχάστηκε και οι διάφοροι ελλαδικοί μηχανισμοί εξουσίας προσπάθησαν να αλλοτριώσουν τους γόνους των προσφύγων. Όμως η ίδια η ζωή έρχεται να θυμίζει διαρκώς την τραγική αυτή εμπειρία και να σημειώνει την έλλειψη της κάθαρσης στη μικρασιατική τραγωδία. Την παραδοχή αυτή επιβεβαιώνουν οι διάφορες ελληνικές ομάδες του εξωελλαδικού χώρου, οι οποίες έρχονται μέχρι σήμερα πρόσφυγες στο έθνος-κράτος των Ελλήνων. Οι τραγικές εξελίξεις που σημάδεψαν τη μετασοβιετική περίοδο το χώρο της πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας χαρακτηρίστηκαν από πολέμους, σφαγές και προσφυγιές. Όλα αυτά επηρρέασαν άμεσα τους ελληνικούς πληθυσμούς του Καυκάσου. Οι ελληνικές κοινότητες στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, στην Αμπχαζία, στην Τσετσενία κ.ά. καταστράφηκαν από τον άνεμο του πολέμου και οι συμπατριώτες μας σκορπίστηκαν πρόσφυγες στο ρωσικό νότο και στην Ελλάδα.
Στο Ναγκόρνο Καραμπάχ
Το πρόβλημα του Ναγκόρνο Καραμπάχ υπήρξε το πρώτο μεγάλο εθνικό πρόβλημα που επανεμφανίστηκε στη Σοβιετική Ένωση από τα μέσα της δεκαετίας του '80 στη Σοβιετική Ένωση. Η περιοχή αυτή, κατοικούμενη από Αρμένιους είχε καθεστώς Αυτόνομης Δημοκρατίας, που υπαγόταν όμως στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν. Με την επανεμφάνιση του προβλήματος αυτού έλαβε τέλος το 70κονταετές "πάγωμα" των πραγματικών αντιθέσεων που επέβαλε με σιδερένια βία το σοβιετικό κράτος. Η νομοτέλεια των εθνικών κινημάτων για τη δημιουργία εθνών-κρατών, φάνηκε ισχυρότερη από τη θέληση των επαγγελματιών επαναστατών που πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν το ρολόϊ της φύσης με βάση τις ιδεοληψίες τους.
Στο Ναγκόρνο Καραμπάχ υπήρχε ένα αμιγές ελληνικό χωριό στην περιφέρεια Μαρτακέρτ , το Μεχμανά και ένα μικτό, κατοικούμενο από Έλληνες και Αρμένιους, το Ματεκίς. Το πρόβλημα προέκυψε από το γεγονός ότι οι Αρμένιοι διεκδικούσαν την ανεξαρτησία του Ναγκόρνο Καραμπάχ, ενώ οι Αζέροι επεδίωκαν την πλήρη προσάρτησή του. Έτσι ξεκίνησαν το 1986 οι ένοπλες συγκρούσεις. Τραγικό αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού ήταν η σφαγή των Αρμενίων στο Σουμγκάϊτ. Πολλοί Έλληνες του Αζερμπαϊτζάν, φοβούμενοι επιθέσεις εναντίον τους, πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Αρκετοί κατέφυγαν στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπου τους περιέθαλψε ο τοπικός ελληνικός σύλλογος που είχε δημιουργηθεί το 1988. Από το 1989 άρχισε η ένοπλη σύγκρουση που οδήγησε στα πρόθυρα γενικευμένου πολέμου μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν. Στο στρατό του Ναγκόρνο Καραμπάχ, εντάχθηκαν και Έλληνες. Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις Ελλήνων από τη Γεωργία που κατατάχθηκαν εθελοντικά στο στρατό του Καραμπάχ για να βοηθήσουν με αυτό τον τρόπο τον ελληνικό πληθυσμό που κινδύνευε. Από αυτούς αναδείχτηκαν ακόμα και ήρωες πολέμου. Τον Αύγουστο του 1992, η κατάσταση οξύνθηκε και στην περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Σε επιθέσεις των Αζέρων καταστράφηκαν πολλά χωριά, μεταξύ των οποίων και το Μεχμανά. Για οκτώ μήνες, το ελληνικό χωριό μαζί με πολλά αρμενικά, ήταν στα χέρια των Αζέρων. Τελικά οι Αρμένιοι και οι Έλληνες, κατάφεραν να εκδιώξουν τους επιτιθέμενους. Οι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής προσφυγοποιήθηκαν στην πλειονότητά τους. Μια ομάδα Ελλήνων, εικοσιπέντε ελληνικές οικογένειες του χωριού Μεχμανά του Ναγκόρνο Καραμπάχ, ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να τους παραχωρήσει άσυλο πολέμου. Τελικά οι περισσότεροι Έλληνες κάτοικοι του Ναγκόρνο Καραμπάχ κατέφυγαν ως πρόσφυγες στο Στεπανακέρτ, πρωτεύουσα της περιοχής, στην Ελλάδα, στην Αρμενία και στη νότια Ρωσία. Στο χωριό παρέμειναν 30 άτομα, ενώ Το ελληνικό σχολείο έκλεισε όταν πέθανε η δασκάλα. Η ελπίδα των εναπομεινάντων κατοίκων παραμένει η ανοικοδόμηση του χωριού και η επιστροφή των προσφύγων.
Στην Αμπχαζία
Η μεγαλύτερη εμπλοκή των Ελλήνων στις ένοπλες συγκρούσεις του Καυκάσου, υπήρξε στην Αμπχαζία. Η Αμπχαζία είχε καθεστώς Αυτόνομης Δημοκρατίας, ενταγμένης στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γεωργίας. Οι Γεωργιανοί διεκδίκησαν την πλήρη ενσωμάτωση της Αμπχαζίας στο έθνος-κράτος τους, ενώ οι Αμπχάζιοι θέλησαν να δημιουργήσουν το δικό τους. Η σύγκρουση των Γεωργιανών με τους Αμπχάζιους χρονολογείται από το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα. H όξυνση των γεγονότων στην Αμπχαζία οδήγησε 1.400 Έλληνες της περιοχής να προβούν τον Μάϊο του 1992 σε έκκληση προς την ελληνική κυβέρνηση, στην οποία δήλωναν ότι: "Ο ελληνικός πληθυσμός σ' αυτή την περιοχή δεν μπορεί να πάρει το μέρος στην σύγκρουση, ούτε να λάβη θέση υπέρ καμιάς πλευράς". Ανέφεραν ότι συνέχεια οι ντόπιοι τους έδιναν να καταλάβουν ότι η η πατρίδα τους είναι η Ελλάδα. Ζητούσαν να μπουν κάτω από την προστασία της ελληνικής κυβέρνησης και να χαρακτηριστούν "πρόσφυγες".
Η αφορμή για την τελική σύγκρουση δόθηκε στην αρχή του καλοκαιριού του 1992, όταν στάλθηκε γεωργιανός στρατός στο Σοχούμι. Οι Έλληνες της περιοχής βρέθηκαν στο μέσον των μαχών. Με την έναρξη των συγκρούσεων οι ρωσικές εφημερίδες δημοσίευσαν την είδηση ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μεριμνήσει για την μεταφορά των εγκλωβισμένων Ελλήνων και ειδικά των παιδιών. Ως αποτέλεσμα της είδησης αυτής, οι Έλληνες της πόλης κατέβαιναν κάθε μέρα στο λιμάνι περιμένοντας το πλοίο, το οποίο έφτασε μετά από 14 μήνες. Όσοι από τους Έλληνες της Αμπχαζίας μπόρεσαν κατέφυγαν ως πρόσφυγες στην κεντρική Γεωργία, στη νότια Ρωσία και στο Καζακστάν. Η Ομοσπονδία Ελληνικών Κοινοτήτων Γεωργίας κατήγγειλε ότι τους κρίσιμους επτά μήνες καμιά επίσημη ελληνική αντιπροσωπεία δεν επισκέφτηκε τη Γεωργία με αποτέλεσμα "... να αναγκαστούμε να ζητήσουμε βοήθεια από το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό".
Σύντομα στο Σοχούμι εμφανίστηκαν παρακρατικές ομάδες, οι οποίες λεηλατούσαν και έκλεβαν τον άμαχο πληθυσμό. Παρουσιάστηκαν περιπτώσεις απαγωγής Ελλήνων με σκοπό τα λύτρα, καθώς και επιθέσεις των οργανωμένων παραστρατιωτικών ομάδων στα ελληνικά χωριά. Σε έκκληση, που έστειλε στην Ελλάδα η Πανσοβιετική Ομοσπονδία Ελληνικών Οργανώσεων "Ο Πόντος" με την υπογραφή του Γαβριήλ Ποπόφ, αναφερόταν ότι στην Αμπχαζία υπήρχε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τον ελληνικό πληθυσμό. Ότι δεν υπήρχαν πλέον πόροι επιβίωσης και ότι διακόσιες ελληνικές οικογένειες βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση. Η Ομοσπονδία ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση "... να σταλεί καράβι από την Ελλάδα". Κορυφαία διαμαρτυρία των Ποντίων της Ελλάδας υπήρξε η συγκέντρωση και η πορεία 5.000 ατόμων στο κέντρο της Αθήνας τον Απρίλιο του 1993, που διοργάνωσε ο Ποντιακός Σύλλογος "Αργώ" με βασικό σύνθημα "Απομάκρυνση των Ελλήνων από την Αμπχαζία. Τώρα!". Παράλληλα εμφανίστηκαν δημοσιεύματα που καλούσαν σε άμεση δράση. Η πολιτική ηγεσία με πρωτοβουλία της τότε υφυπουργού εξωτερικών Β. Τσουδερού, αποφάσισε τελικά την απομάκρυνση των Ελλήνων που είχαν εγκλωβιστεί στην περιοχή του Σοχούμι. Την επιχείρηση απομάκρυνσης ανέλαβε το ΕΙΥΑΠΟΕ, σε συνεργασία με την ελληνική πρεσβεία της Μόσχας και με την άμεση επίβλεψη του πρόξενου Δ. Καλαβρέζου. Κατ' αρχάς μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στο Σότσι της νότιας Ρωσίας. Στη συνέχεια οργανώθηκε η βασική επιχείρηση απομάκρυνσης των εγκλωβισμένων Ελλήνων από το Σοχούμι, το οποίο βρισκόταν υπό γεωργιανή κυριαρχία και ήταν περικυκλωμένο από τις δυνάμεις των Αμπχαζίων. Για την επιχείρηση απομάκρυνσης των προσφύγων χρησιμοποιήθηκε το πλοίο Viscountess της εταιρείας Marlines. Το πρωϊ της 15ης Αυγούστου το πλοίο έφτασε στο λιμάνι του Σοχούμι. Οι πρόσφυγες περίμεναν ήδη στην προβλήτα και επιβιβάστηκαν οι 1.013 ομογενείς. Ηταν η τέταρτη κατά σειρά προσφυγιά που βίωνε ο πληθυσμός αυτός μέσα σε εβδομήντα χρόνια. Η πρώτη μεγάλη προσφυγιά ήταν από τον μικρασιατικό Πόντο, διωγμένοι από την τουρκική βία. Η δεύτερη ήταν τη δεκαετία του '40 όταν οι σταλινικές αρχές εκτοπίζουν τον ελληνικό πληθυσμό στην Κεντρική Ασία, κοντά στα ρωσοκινεζικά σύνορα. Η τρίτη ήταν η επιστροφή τους στην Αμπχαζία μετά την αποσταλινοποίηση. Υπολογίζεται ότι οι Έλληνες νεκροί σε όλη την Αμπχαζία ξεπερνούσαν τους 200. ’λλοι απ' αυτούς δολοφονήθηκαν από τις παρακρατικές ομάδες και οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν από τους βομβαρδισμούς. Υπήρχαν επίσης και σκοτωμένοι στις μάχες. Μετά την αναχώρηση του πλοίου παρουσιάστηκαν κρούσματα επιθέσεων από Γεωργιανούς παρακρατικούς. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1993, το Σοχούμι καταλήφθηκε μέσα σε λουτρό αίματος και η Αμπχαζία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος. Χιλιάδες Γεωργιανοί από το Σοχούμι κατάφεραν να εγκαταλείψουν την πόλη με την κάλυψη του ρώσικου στρατού, για να προστεθούν στο συνολικό όγκο των Γεωργιανών προσφύγων απ' όλη την Αμπχαζία που ανέρχονταν σε 200.000 άτομα. Τις πρώτες μέρες μετά την κατάληψη, όταν στην πόλη κυριαρχούσαν οι άτακτες ομάδες του αμπχαζιανού μετώπου, αρκετοί Έλληνες -πιθανόν 50 άτομα- έχασαν τη ζωή τους. Ο Γιώργος Ξεμύτοφ, ο οποίος έμεινε στο Σοχούμι καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου περιγράφει ως εξής την κατάσταση: "Ήταν οι μέρες του Σεπτεμβρίου, οπότε καταστράφηκε το Σοχούμι και γέμισε η πόλη μας νεκρούς. Τα πτώματα ήταν στοιβαγμένα στους δρόμους για μέρες. Ξεχασμένα από θεούς και ανθρώπους. Και μόνο τα σκυλιά νοιάστηκαν, που μετά τις μάχες αναθάρρησαν και βγήκαν από τις κρυψώνες τους να φάνε."
Η νέα αμπχαζιανή κυβέρνηση κράτησε φιλελληνική δτάση. Παρόλα αυτά, η ελληνική κοινότητα παρέμεινε στο έλεος των των ανεξέλεγκτων ομάδων. Στις 4 Νοεμβρίου 1993 ένοπλοι επιτέθηκαν στο ελληνικό χωριό Όντισι (πρώην ’καπα και μετά Κωνσταντίνοφκα) και δολοφόνησαν δεκαοκτώ Έλληνες. Μαζί τους δολοφόνησαν δύο Αρμένιους και έναν Αμπχάζιο. Οι πρώτες δολοφονίες έγιναν στα χωράφια και συνεχίστηκαν στο χωριό. Στη συνέχεια οι δολοφόνοι, συγκέντρωσαν τα πτώματα σε ένα σπίτι και τα έκαψαν. Oι πληροφορίες που έφτασαν στην Ελλάδα ανέφεραν κατ' αρχάς, ότι το έγκλημα διαπράχτηκε από ομάδα Τσερκέζων, η οποία πολέμησε στο πλευρό του αμπχαζιανού μετώπου, όπως και άλλες ομάδες από τα μουσουλμανικά έθνη του Βόρειου Καύκασου. Τελικά όμως αποδείχτηκε ότι οι εκτελεστές ήταν μια πολυεθνική ομάδα κακοποιών, μισθοφόρων στον αμπχαζιανό στρατό. Η ομάδα αποτελούνταν από ένα Ρωσο, ένα Τσετσένο (μουσουλμάνους του Βόρειου Καυκάσου), ένα Καρατσάϊ (μουσουλμάνος και τουρκόφωνος του Βόρειου Καυκάσου), έναν Έλληνα και ένα Γερμανό του Βόλγα. Η σφαγή ήταν προμελετημένη και αφορούσε την αίσθηση περί λαφύρων που είχαν οι φιλοαμπχαζιανές άτακτες ομάδες. Οι δολοφόνοι εκτέλεσαν το φρικιαστικό έργο για να εκκαθαρίσουν την περιοχή από τους Έλληνες και να εγκατασταθούν οι ίδιοι. Όντως, οι δολοφόνοι εγκαταστάθηκαν στη συνέχεια στο χωριό, για να συλληφθούν αρκετές μέρες αργότερα από τον στρατό των Αμπχαζίων. Οι μαζικές δολοφονίες συνεχίστηκαν στο χωριό Τσεμπελτά, όπου βρήκαν το θάνατο άλλοι πέντε Έλληνες. Οι δολοφόνοι αυτή τη φορά ήταν Σβάνοι ληστές.
Στην Τσετσενία
Η νεότερη εστία πολέμου στον Καύκασο εμφανίστηκε στην Τσετσενία, η οποία ήταν Αυτόνομη Δημοκρατία, ενταγμένη όμως στη Ρωσία. Το 1992 ανακήρυξε την ανεξαρτησία της σε αντίθεση με τη θέληση της Ρωσίας. Στη Τσετσενία, στις αρχές της δεκαετίας του '90 ζούσαν 1.000-1.500 Έλληνες. Υπήρχε και Ελληνικός Σύλλογος στην πρωτεύουσα Γκρόζνι. Οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Τσετσένους ήταν πολύ καλές, εφ' όσον τα δύο έθνη συνδέονταν με τις κοινές μνήμες των μαζικών σταλινικών διωγμών της δεκαετίας του '40. Οι πλειοψηφία των Ελλήνων της Τσετσενίας, φοβούμενοι τις εξελίξεις άρχισαν να φεύγουν μετά το 1992 στη νότια Ρωσία και στην Ελλάδα. Την περίοδο που εμφανίστηκε ο ρωσικός στρατός και άρχισαν οι συγκρούσεις, έμεναν περίπου 200-250 Έλληνες στην περιοχή. Όσοι μπόρεσαν έφυγαν από την επικίνδυνη ζώνη. Λίγοι αναχώρησαν για την Ελλάδα. Αλλοι κατέφυγαν στο Βλαδικαυκάς της Βόρειας Οσετίας, όπου κατοικούσαν 5.000 Ελληνες και ήταν οργανωμένοι στον "Ελληνικό Σύλλογο Φοίνιξ", άλλοι κατέφυγαν στην Μαχατσκαλά, πρωτεύουσα του Νταγεστάν που βρίσκεται στην Κασπία Θάλασσα φιλοξενούμενοι από τους συγγενείς τους ή άλλους ομογενείς. Έλληνες επίσης διέφυγαν μαζί με τους Τσετσένους στα βουνά, ενώ άρχισαν οι βομβαρδισμοί της πόλης από το ρωσικό στρατό. Εκατό πενήντα είχαν καταφύγει σε κοντινές προς το Γκρόζνι περιοχές. Οι εκτιμήσεις από τη Μόσχα ανέβαζαν τους εγκλωβισμένουςΈλληνες του Γκρόζνι σε 110.
Η ελληνική πολιτεία αντέδρασε άμεσα στην κρίση με πρωτοβουλία του Γρ. Νιώτη, υφυπουργού Εξωτερικών, αρμόδιο για τον ελληνισμό της διασποράς. Στόχος των προσπαθειών ήταν ο εντοπισμός των Ελλήνων μεταξύ των δεκάδων χιλιάδων προσφύγων από την Τσετσενία, η οικονομική κάλυψη των προσφύγων, η προετοιμασία για αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας και η μεταφορά των Ελλήνων προσφύγων σε ασφαλέστερες περιοχές. Οι ρωσικές δυνάμεις ανταποκρίθηκαν θετικά στο αίτημα των Ελλήνων εκπροσώπων να εντοπιστούν τα άτομα που ανήκαν στην ελληνική εθνικότητα και ήταν εγκλωβισμένα στο Γκρόζνι. Έγιναν συσκέψεις τις ελληνικής αποστολής και των Ρώσων για να διευθετηθούν οι οργανωτικές λεπτομέρειες εξόδου, υποδοχής και εγκατάστασης των Ελλήνων. Ενεργοποιήθηκαν επίσης οι ελληνικές οργανώσεις της ευρύτερης περιοχής, οι οποίες συνεργάστηκαν με την ελληνική αποστολή. Οι ελληνικές οργανώσεις των πόλεων Εσεντουκί. Μινεράλνι Βόντι και Βλαδικαυκάς, συγκρότησαν Επιτροπές Προσφύγων. Στις 15 Ιανουαρίου έλαβε χώρα σύσκεψη δέκα ελληνικών οργανώσεων του βόρειου Καυκάσου με τη συμμετοχή των απεσταλμένων από την Ελλάδα με κύριο θέμα την παροχή βοήθειας προς τους πρόσφυγες.
Οι Έλληνες που παρέμειναν στο Γκρόζνι, όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοί του, πέρασαν εφιαλτικές ώρες την εποχή των βομβαρδισμών. Ζούσαν μέσα σε καταφύγια με ελάχιστα τρόφιμα. Τελικά, μετά την κατάληψη της πόλης από το ρωσικό στρατό απεγκλωβίστηκαν 75 Έλληνες, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στο Εσεντουκί, στο Βλαδικαυκάς και στο Μινεράλνι Βόντι. Υπήρχαν μόνο δύο Ελληνίδες τραυματίες και δύο νεκροί Ρώσοι, που ανήκαν σε μικτές ελληνορωσικές οικογένειες. Μέσα στο Γκρόζνι συνέχισαν να παραμένουν 25 Έλληνες.
Η βασική επιλογή της ελληνικής πλευράς στην περίπτωση της Τσετσενίας για τους πρόσφυγες, ήταν η παραμονή τους στη νότιο Ρωσία, σε σπίτια αγορασμένα από το ελληνικό δημόσιο, και ειδικά η εγκατάστασή τους με πρόγραμμα αγοράς σπιτιών στο ελληνικό χωριό Γκρετσέσκογιε της περιφέρειας της Σταυρούπολης. Μια από τις άμεσα θετικές επιπτώσεις της ελληνικής επιχείρησης διάσωσης και προστασίας των Ελλήνων της Τσετσενίας, ήταν η κατάκτηση αναγνώρισης και κύρους της Ελλάδας από όλους τους παράγοντες και τις εθνότητες της περιοχής..
Η Ελλάδα και οι πρόσφυγες
Οι πρόσφυγες από τις περιοχές των πολέμων προστέθηκαν στο σύνολο των όσων είχαν ήδη καταφύγει στην Ελλάδα. Η θέση όμως των προσφύγων πολέμου ήταν κατά πολύ δυσμενέστερη, εφ' όσον δεν είχαν μεταφέρει μαζί τους κανένα περιουσιακό στοιχείο. Όσοι δεν ακολούθησαν το πρόγραμμα του ΕΙΥΑΠΟΕ, βρέθηκαν δίχως καμιά υποστήριξη, εκτός αυτής των συγγενών τους. Η ελληνική πολιτεία δεν κατάφερε να συγκροτήσει ένα πρόγραμμα αποκατάστασης των Ελλήνων προσφύγων με αποτέλεσμα να αρχίσουν οι μαχητικές διαμαρτυρίες, ενώ ακόμα μέχρι σήμερα είναι ζητούμενη η προσφυγική πολιτική.
Πηγή: hri.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου