Η ιδέα της αντίστασης κατά της αγγλοκρατίας μέσα στο λαϊκό και τον
έντεχνο μουσικό λόγο των Επτανήσων, είναι το θέμα που ανέπτυξε ο
Ζακύνθιος ερευνητής – δικηγόρος Στέλιος Τζερμπίνος, στο επιστημονικό
συνέδριο «Η Ενωση της Επτανήσου με την Ελλάδα 1864-2004», που
διοργανώθηκε από τη Βουλή και την Ακαδημία Αθηνών. Ακολουθούν
αποσπάσματα από την ενδιαφέρουσα παρέμβασή του:
Ο λαός των Επτανήσων, παράλληλα με τις άλλες μορφές της αντίστασής του, χρησιμοποίησε και το μουσικό του λόγο, που όμως δεν έχει εκτιμηθεί, όπως και όσο θα ‘πρεπε. Πρώτον, γιατί αγνοήθηκε ή έστω δε συσχετίσθηκε ο συνδρομητικός ρόλος της μουσικής στην οπλοθήκη των αντιστασιακών αξιών του λαού των Επτανήσων και, δεύτερον, εξαιτίας της συγκαταβατικής ευπρέπειας των Ελλήνων απέναντι στη συχνή παρουσία των Αγγλων, «συμμάχων» στον ελληνικό χώρο.
Η έναρξη της «προστασίας» στα Επτάνησα χρονοσημαίνεται, με την υπογραφή της Συνθήκης του Παρισιού (24/5 Νοε. 1815) και η πρακτική της άσκησής της, με την έλευση του πρώτου αρμοστή (Maitland) στην Κέρκυρα (16 Φεβρ. 1816).
Η ιδέα της αντίστασης, ωστόσο, έχει ήδη λάβει, από την άλλη Ελλάδα, τη μετάγγισή της στην ψυχή των Επτανησίων, μέσα από ιστορικά μουσικά σπαράγματα του υπόδουλου ελληνισμού, που μιλάνε για διώξιμο τυράννων, για πόνους και λαβωματιές, να λάβουμε φροντίδα ο Τούρκος να διωχθεί, όπως ακούγεται στα υπέροχα προεπαναστατικά λαϊκά τετράφωνα «Ω Υψιστε Θεέ μου», «Στ’ άγρια βουνά είναι τα θεριά», «Εφθασε η λαμπρά στιγμή», αλλά και τον προσολωμικό παιάνα του Αντωνίου Μαρτελάου…
Στην εξεταζόμενη ιστορική περίοδο, ο αντιστασιακός μουσικός λόγος λειτουργεί με συνείδηση της κοινής εθνικής ταυτότητας Επτανησίων και λοιπών Ελλήνων, για να συγκεράσει τα μηνύματα της ελληνικής επανάστασης με την ιδεολογία του ριζοσπαστισμού (το εθνικό – ταξικό, δηλαδή, πνεύμα του ’21 με το όραμα της Ενωσης)…
Μια αντιδιαστολή, όμως, επιβάλλεται ανάμεσα στον έντεχνο μουσικό και στο λόγο της λαϊκής μούσας, επισημαίνοντας, χωρίς πρόθεση μομφής, την έμμεση κυρίως αντιστασιακή συμβολή του πρώτου και την πολύ πιο άμεση συνεισφορά της δεύτερης.
Οι Επτανήσιοι της έντεχνης μουσικής αποφεύγουν ίσως να απευθύνουν το μουσικό τους μήνυμα, σαν πρόκληση ενάντια στον αδιάλλακτο Ευρωπαίο «προστάτη». Δε διστάζουν, όμως, να εντάξουν στα έργα τους, το ιδεώδες της ελευθερίας και το πνεύμα του ηρωισμού.
…Σύμφωνα με ανυπόγραφο δημοσίευμα (περιοδικό «Ποικίλη Στοά», 1884) «Νύκτα τινά, ομάς νεαρών βλαστών, φέρουσα επικεφαλής τον βάρδον Διονύσιον Σολωμόν, διέσχιζεν υπό το άπλετον φως της σελήνης τας οδούς της Ζακύνθου και υπό τη γλυκείαν της βαρβίτου αρμονίαν έψαλλε το πρώτον τον Υμνον του Σολωμού, ραινομένη πανταχόθεν υπ’ ανθέων. Μετά της εκλεκτής εκείνης ομάδος διεκρίνετο και ο Ανδρέας Κουτούβαλης, ου η γλυκεία φωνή μετέδωκεν ημίν το αθάνατον άσμα ασμάτων». Παρά τη δυσεξακρίβωτη φερεγγυότητά της, η πληροφορία έχει αξία στο μέτρο που καθιστά πιθανή την ασματική εκτέλεση κάποιων στροφών του Υμνου εις την Ελευθερίαν. Με ή χωρίς τον αιχμηρό κατά των Βρετανών υπαινιγμό των στροφών 20 και 21, τραγουδιόταν με ενθουσιασμό στη Ζάκυνθο, αμέσως σχεδόν μετά τη γραφή του και πριν από τις μαντζάρειες μελοποιήσεις. Καταξιώνοντας το λόγο του εθνικού ποιητή και το φιλόμελο ήθος των Ζακυνθίων, σαν την πρώτη χρονολογικά, άμεση και θαρραλέα φωνή αντίστασης κατά της Αγγλοκρατίας στον ιόνιο χώρο.
Η άρση της τυποαπαγόρευσης (από 22 Μαΐου 1848) και η ανάφλεξη του ριζοσπαστικού κινήματος το 1849, υπήρξαν καθοριστικές αφετηρίες στην καλλιέργεια του σπόρου της αντίστασης ενάντια στη βρετανική συμπίεση.
Μέχρι τότε, οι συνθέτες της έντεχνης μουσικής, μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις, αποφεύγουν ν’ ανασείσουν την τεχνητή αλυσίδα της «προστασίας» με άμεσες αναγωγές στο καταπιεζόμενο φρόνημα του επτανησιακού λαού. Στο μέγα μέρος, όμως, των θεματολογικών επιλογών τους, αναγνωρίζουμε βαθύτατη ελληνικότητα και υπέρτατο πατριωτισμό.
Ο Μάρκος Μπότσαρης αναδεικνύεται ο προσφιλής μελοδραματικός ήρωας τεσσάρων τουλάχιστον Επτανησίων οπερογράφων.
Ο Φραγκίσκος Δομενεγίνης, πατριώτης αξιωματικός στον ελληνικό αγώνα, αρχικά μεταρρυθμιστής και στη συνέχεια ριζοσπάστης βουλευτής στην Ιόνια Βουλή, είναι και δόκιμος μουσικοσυνθέτης. Και στις 28 Μαΐου 1849, σε μέρες έντονων ριζοσπαστικών ζυμώσεων – κι ασφαλώς όχι τυχαία – παριστάνει στη Ζάκυνθο, μια μόνο σκηνή του πρώτου μελοδραματικού Μάρκου Μπότσαρη, «μουσουργηθέντος», όπως γράφουν οι τοπικές εφημερίδες από τον ίδιο, σε ποίηση του Ζακυνθίου ποιητή Γεωργίου Λαγουιδάρα… Στον Φ. Δομενεγίνη ανήκει και η δραματική σκηνή μιας «Δέσπως» σε ποίηση Ιουλίου Τυπάλδου. «Δέσπω», βεβαίως, έχει και ο Καρρέρης.
Το ιταλικό λιμπρέτο του Λαγουιδάρα, όσον αφορά τον Μάρκο Μπότσαρη, θα εμπνεύσει, δύο ακόμη Επτανήσιους συνθέτες. Τον Ιωσήφ Λιμπεράλη και τον Νικόλα Τζανή – Μεταξά. Την πιο ολοκληρωμένη πρόταση αντίστασης με Μάρκο Μπότσαρη, οφείλουμε στην ομώνυμη 4πρακτη όπερα του Ζακυνθινού Παύλου Καρρέρη. Το αντιστασιακό αυτό έργο, μετά από ποικίλα πολιτικά προσκόμματα, θα ευτυχήσει σε μια παγκόσμια πρώτη (30 Απρ. 1861) στην Πάτρα και την πρώτη του παράσταση στη Ζάκυνθο, μετά την Ενωση (19 Δεκ. 1864).
Με τα ριζοσπαστικά ιδεώδη
Στην κυρίως περίοδο του ριζοσπαστισμού (1849-1864), η μουσική αποκτά τη σημαινόμενη αναγνωρισιμότητά της, επενδύοντας τον ποιητικό ή στιχουργικό λόγο επώνυμων Επτανησίων, στο μέτρο που επιτρέπει ο φόβος της σύλληψης, της καταδίκης και της εξορίας και αναδεικνύεται υπέρτατος εκφραστής του αντιστασιακού πνεύματος. Τα ιδεώδη του ριζοσπαστισμού δίνουν όραμα και στόχους στη μουσική τέχνη των Επτανησίων, με μοτίβα εύληπτα, εύπεπτα και διεγερτικά.
Ο ευρωπαίδευτος Αργοστολιώτης μουσουργός Νικόλας Τζανής – Μεταξάς αναδεικνύεται ως ο κορυφαίος του μουσικού ριζοσπαστισμού. Στον «Υμνο των Ριζοσπαστών», σε στίχους του επίσης Κεφαλονίτη κληρικού, ιστορικού και λόγιου Γεράσιμου Μαυρογιάννη, που παραπέμπουν στο αμφιλεγόμενης πατρότητας «κοπτερόν και λιγυρόν σπαθί μου», δε θα αρκούσε ίσως μόνος ο ρυθμός χωρίς την αντιστασιακή θέρμη των δημιουργών του και την παλλαϊκή αποδοχή του στα τέσσερα τελευταία χρόνια πριν από την Ενωση.
Από ένα μακρύ κατάλογο (Κεφαλλήνων κυρίως) ριζοσπαστών συνθετών, που μπορεί να καταρτίσει κανείς με βάση το χρησιμότατο και χρηστικότατο βιβλίο του κ. Γιώργου Ραυτόπουλου «Ο ριζοσπαστισμός στη μουσική και την ποίηση», δεν πρέπει να παραλείψω την άμεση αντιστασιακή παρουσία του Ληξουριώτη συνθέτη – μπαντίστα Πέτρου Σκαρλάτου και το αφιέρωμά του στον απαγχονισμό του πρωτομάρτυρα της αγροτικής επανάστασης του 1849 στη Σκάλα, Παπά Νοδάρου, του αποκαλούμενου «Παπά Ληστή», σε στίχους του Ιωάννη Σκαλτσούνη: «Με μύρτα δεν εστόλισαν οι φίλοι μου το μνήμα, είμαι τ’ αθώο θύμα τυραννικής ορμής».
Τα σκληρά μέτρα που στιγμάτισαν την 6χρονη θητεία του αρμοστή Sir Henry George Ward (1849-1855), του μισητού Ουάρδου, και ιδίως η αιματηρή καταστολή των αντιστασιακών κινημάτων της Κεφαλονιάς στα πρώτα χρόνια της αρμοστείας του, τροφοδότησαν τον επιχώριο έντεχνο και λαϊκό μουσικό λόγο με υπέροχους στίχους επώνυμων και ανώνυμων δημιουργών, όπως του Σπύρου Μαλακή, μ’ εκείνο το «Αθλιέστατε Ουάρδε!… πού απερισκέπτως τρέχεις;», ή του Λευκαδίτη Γιάννη Σταματέλου, που προπηλακίζει τον περιοδεύοντα τύραννο, στιχουργικά: «Τα νερά της Μεσογείου/ κοκκινίζουν απ’ το αίμα/ των αιμοχαρών χειρών σου/ Και τα όρη μας ακόμα/ φρικαλέον ρίπτουν βλέμμα/ εις το μαύρον πρόσωπόν σου».
Η λαϊκή μούσα
Παράλληλα, όμως, με τον έντεχνο μουσικό λόγο, η λαϊκή μούσα, πιο αυθόρμητη, πιο ευέλικτη και απεριφράστως επιθετική, με την προφορική συνήθως έκφρασή της, υπερακοντίζει το φόβο της λογοκρισίας, που αδυνατεί να παρέμβει, τουλάχιστον προληπτικά, και προσφέρεται γυμνή στην ενδυματολογική φροντίδα της μουσικής έμπνευσης.
Στις ζοφερές μέρες της θητείας του Ουάρδου, ασφαλώς αναφέρεται κι ένα ζακυνθινής προελεύσεως αντιστασιακό: «Σ’ ένα παπόρο μέσα…». Είναι μια τραγική μπαλάντα, λαϊκού χαρακτήρα, που μιλάει για δίκες και για κρεμάλες…
Ν’ αναφερθώ επίσης στη μοναδικότητα μιας ενδεικτικής εργασίας του Ζακυνθινού λαογράφου, ερευνητή και ποιητή Σαράντη Αντίοχου, στην έκδοση «Ζακυνθινά Χρονικά»του 1964. Είναι μια συλλογή 45 λαϊκών στιχουργημάτων, που μέχρι το 1964 τουλάχιστον, είχε διασώσει στη μνήμη κάποιων ηλικιωμένων η προφορική λαϊκή παράδοση της Ζακύνθου. Τα στιχουργήματα αυτά ανάγονται στην κατά και μετά την Ενωση περίοδο. Η 15σύλλαβη ομοιοκατάληκτη στιχουργική τους δομή και το ιαμβικό τους μέτρο προσιδιάζουν απόλυτα στις φόρμες της μουσικής εκφοράς της ζακυνθινής «αρέκιας» και της κεφαλονίτικης «αριέτας».
Από μέσα τους, αναδύεται ο ανυποχώρητος πόθος και ο ενθουσιασμός για την πραγμάτωση του ενωτικού οράματος, η απροκάλυπτη πλέον καταφορά εναντίον των απερχόμενων «προστατών», η αισιοδοξία για ένα εθνικό μέλλον, αλλά και όλη εκείνη η αδιαπραγμάτευτη ειρωνική και φιλοπαίγμων διάσταση της επτανησιακής ψυχοσύνθεσης.
Η τυραννική σκιά του Μέτλαντ, του πρώτου αρμοστή, παραμένει μισητή στο λαό καθ όλη τη διάρκεια της αγγλικής κατοχής. Οι στημένες γλυπτικές απεικονίσεις του στον επτανησιακό χώρο υπέβαλαν την ιδέα της συνεχούς παρουσίας του, ώστε με το άγγελμα της Ένωσης να ξεσπάσει ακράτητη και ετεροχρονισμένη η σαρκαστική κραυγή. «Αχ Μαίτουλα τι σού ‘μελλε σε τούτο το φεγγάρι/ να πάψουν να σε χαιρετούν ακόμα και οι γαϊδάροι».
Πηγή
Ο λαός των Επτανήσων, παράλληλα με τις άλλες μορφές της αντίστασής του, χρησιμοποίησε και το μουσικό του λόγο, που όμως δεν έχει εκτιμηθεί, όπως και όσο θα ‘πρεπε. Πρώτον, γιατί αγνοήθηκε ή έστω δε συσχετίσθηκε ο συνδρομητικός ρόλος της μουσικής στην οπλοθήκη των αντιστασιακών αξιών του λαού των Επτανήσων και, δεύτερον, εξαιτίας της συγκαταβατικής ευπρέπειας των Ελλήνων απέναντι στη συχνή παρουσία των Αγγλων, «συμμάχων» στον ελληνικό χώρο.
Η έναρξη της «προστασίας» στα Επτάνησα χρονοσημαίνεται, με την υπογραφή της Συνθήκης του Παρισιού (24/5 Νοε. 1815) και η πρακτική της άσκησής της, με την έλευση του πρώτου αρμοστή (Maitland) στην Κέρκυρα (16 Φεβρ. 1816).
Η ιδέα της αντίστασης, ωστόσο, έχει ήδη λάβει, από την άλλη Ελλάδα, τη μετάγγισή της στην ψυχή των Επτανησίων, μέσα από ιστορικά μουσικά σπαράγματα του υπόδουλου ελληνισμού, που μιλάνε για διώξιμο τυράννων, για πόνους και λαβωματιές, να λάβουμε φροντίδα ο Τούρκος να διωχθεί, όπως ακούγεται στα υπέροχα προεπαναστατικά λαϊκά τετράφωνα «Ω Υψιστε Θεέ μου», «Στ’ άγρια βουνά είναι τα θεριά», «Εφθασε η λαμπρά στιγμή», αλλά και τον προσολωμικό παιάνα του Αντωνίου Μαρτελάου…
Στην εξεταζόμενη ιστορική περίοδο, ο αντιστασιακός μουσικός λόγος λειτουργεί με συνείδηση της κοινής εθνικής ταυτότητας Επτανησίων και λοιπών Ελλήνων, για να συγκεράσει τα μηνύματα της ελληνικής επανάστασης με την ιδεολογία του ριζοσπαστισμού (το εθνικό – ταξικό, δηλαδή, πνεύμα του ’21 με το όραμα της Ενωσης)…
Μια αντιδιαστολή, όμως, επιβάλλεται ανάμεσα στον έντεχνο μουσικό και στο λόγο της λαϊκής μούσας, επισημαίνοντας, χωρίς πρόθεση μομφής, την έμμεση κυρίως αντιστασιακή συμβολή του πρώτου και την πολύ πιο άμεση συνεισφορά της δεύτερης.
Οι Επτανήσιοι της έντεχνης μουσικής αποφεύγουν ίσως να απευθύνουν το μουσικό τους μήνυμα, σαν πρόκληση ενάντια στον αδιάλλακτο Ευρωπαίο «προστάτη». Δε διστάζουν, όμως, να εντάξουν στα έργα τους, το ιδεώδες της ελευθερίας και το πνεύμα του ηρωισμού.
…Σύμφωνα με ανυπόγραφο δημοσίευμα (περιοδικό «Ποικίλη Στοά», 1884) «Νύκτα τινά, ομάς νεαρών βλαστών, φέρουσα επικεφαλής τον βάρδον Διονύσιον Σολωμόν, διέσχιζεν υπό το άπλετον φως της σελήνης τας οδούς της Ζακύνθου και υπό τη γλυκείαν της βαρβίτου αρμονίαν έψαλλε το πρώτον τον Υμνον του Σολωμού, ραινομένη πανταχόθεν υπ’ ανθέων. Μετά της εκλεκτής εκείνης ομάδος διεκρίνετο και ο Ανδρέας Κουτούβαλης, ου η γλυκεία φωνή μετέδωκεν ημίν το αθάνατον άσμα ασμάτων». Παρά τη δυσεξακρίβωτη φερεγγυότητά της, η πληροφορία έχει αξία στο μέτρο που καθιστά πιθανή την ασματική εκτέλεση κάποιων στροφών του Υμνου εις την Ελευθερίαν. Με ή χωρίς τον αιχμηρό κατά των Βρετανών υπαινιγμό των στροφών 20 και 21, τραγουδιόταν με ενθουσιασμό στη Ζάκυνθο, αμέσως σχεδόν μετά τη γραφή του και πριν από τις μαντζάρειες μελοποιήσεις. Καταξιώνοντας το λόγο του εθνικού ποιητή και το φιλόμελο ήθος των Ζακυνθίων, σαν την πρώτη χρονολογικά, άμεση και θαρραλέα φωνή αντίστασης κατά της Αγγλοκρατίας στον ιόνιο χώρο.
Η άρση της τυποαπαγόρευσης (από 22 Μαΐου 1848) και η ανάφλεξη του ριζοσπαστικού κινήματος το 1849, υπήρξαν καθοριστικές αφετηρίες στην καλλιέργεια του σπόρου της αντίστασης ενάντια στη βρετανική συμπίεση.
Μέχρι τότε, οι συνθέτες της έντεχνης μουσικής, μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις, αποφεύγουν ν’ ανασείσουν την τεχνητή αλυσίδα της «προστασίας» με άμεσες αναγωγές στο καταπιεζόμενο φρόνημα του επτανησιακού λαού. Στο μέγα μέρος, όμως, των θεματολογικών επιλογών τους, αναγνωρίζουμε βαθύτατη ελληνικότητα και υπέρτατο πατριωτισμό.
Ο Μάρκος Μπότσαρης αναδεικνύεται ο προσφιλής μελοδραματικός ήρωας τεσσάρων τουλάχιστον Επτανησίων οπερογράφων.
Ο Φραγκίσκος Δομενεγίνης, πατριώτης αξιωματικός στον ελληνικό αγώνα, αρχικά μεταρρυθμιστής και στη συνέχεια ριζοσπάστης βουλευτής στην Ιόνια Βουλή, είναι και δόκιμος μουσικοσυνθέτης. Και στις 28 Μαΐου 1849, σε μέρες έντονων ριζοσπαστικών ζυμώσεων – κι ασφαλώς όχι τυχαία – παριστάνει στη Ζάκυνθο, μια μόνο σκηνή του πρώτου μελοδραματικού Μάρκου Μπότσαρη, «μουσουργηθέντος», όπως γράφουν οι τοπικές εφημερίδες από τον ίδιο, σε ποίηση του Ζακυνθίου ποιητή Γεωργίου Λαγουιδάρα… Στον Φ. Δομενεγίνη ανήκει και η δραματική σκηνή μιας «Δέσπως» σε ποίηση Ιουλίου Τυπάλδου. «Δέσπω», βεβαίως, έχει και ο Καρρέρης.
Το ιταλικό λιμπρέτο του Λαγουιδάρα, όσον αφορά τον Μάρκο Μπότσαρη, θα εμπνεύσει, δύο ακόμη Επτανήσιους συνθέτες. Τον Ιωσήφ Λιμπεράλη και τον Νικόλα Τζανή – Μεταξά. Την πιο ολοκληρωμένη πρόταση αντίστασης με Μάρκο Μπότσαρη, οφείλουμε στην ομώνυμη 4πρακτη όπερα του Ζακυνθινού Παύλου Καρρέρη. Το αντιστασιακό αυτό έργο, μετά από ποικίλα πολιτικά προσκόμματα, θα ευτυχήσει σε μια παγκόσμια πρώτη (30 Απρ. 1861) στην Πάτρα και την πρώτη του παράσταση στη Ζάκυνθο, μετά την Ενωση (19 Δεκ. 1864).
Με τα ριζοσπαστικά ιδεώδη
Στην κυρίως περίοδο του ριζοσπαστισμού (1849-1864), η μουσική αποκτά τη σημαινόμενη αναγνωρισιμότητά της, επενδύοντας τον ποιητικό ή στιχουργικό λόγο επώνυμων Επτανησίων, στο μέτρο που επιτρέπει ο φόβος της σύλληψης, της καταδίκης και της εξορίας και αναδεικνύεται υπέρτατος εκφραστής του αντιστασιακού πνεύματος. Τα ιδεώδη του ριζοσπαστισμού δίνουν όραμα και στόχους στη μουσική τέχνη των Επτανησίων, με μοτίβα εύληπτα, εύπεπτα και διεγερτικά.
Ο ευρωπαίδευτος Αργοστολιώτης μουσουργός Νικόλας Τζανής – Μεταξάς αναδεικνύεται ως ο κορυφαίος του μουσικού ριζοσπαστισμού. Στον «Υμνο των Ριζοσπαστών», σε στίχους του επίσης Κεφαλονίτη κληρικού, ιστορικού και λόγιου Γεράσιμου Μαυρογιάννη, που παραπέμπουν στο αμφιλεγόμενης πατρότητας «κοπτερόν και λιγυρόν σπαθί μου», δε θα αρκούσε ίσως μόνος ο ρυθμός χωρίς την αντιστασιακή θέρμη των δημιουργών του και την παλλαϊκή αποδοχή του στα τέσσερα τελευταία χρόνια πριν από την Ενωση.
Από ένα μακρύ κατάλογο (Κεφαλλήνων κυρίως) ριζοσπαστών συνθετών, που μπορεί να καταρτίσει κανείς με βάση το χρησιμότατο και χρηστικότατο βιβλίο του κ. Γιώργου Ραυτόπουλου «Ο ριζοσπαστισμός στη μουσική και την ποίηση», δεν πρέπει να παραλείψω την άμεση αντιστασιακή παρουσία του Ληξουριώτη συνθέτη – μπαντίστα Πέτρου Σκαρλάτου και το αφιέρωμά του στον απαγχονισμό του πρωτομάρτυρα της αγροτικής επανάστασης του 1849 στη Σκάλα, Παπά Νοδάρου, του αποκαλούμενου «Παπά Ληστή», σε στίχους του Ιωάννη Σκαλτσούνη: «Με μύρτα δεν εστόλισαν οι φίλοι μου το μνήμα, είμαι τ’ αθώο θύμα τυραννικής ορμής».
Τα σκληρά μέτρα που στιγμάτισαν την 6χρονη θητεία του αρμοστή Sir Henry George Ward (1849-1855), του μισητού Ουάρδου, και ιδίως η αιματηρή καταστολή των αντιστασιακών κινημάτων της Κεφαλονιάς στα πρώτα χρόνια της αρμοστείας του, τροφοδότησαν τον επιχώριο έντεχνο και λαϊκό μουσικό λόγο με υπέροχους στίχους επώνυμων και ανώνυμων δημιουργών, όπως του Σπύρου Μαλακή, μ’ εκείνο το «Αθλιέστατε Ουάρδε!… πού απερισκέπτως τρέχεις;», ή του Λευκαδίτη Γιάννη Σταματέλου, που προπηλακίζει τον περιοδεύοντα τύραννο, στιχουργικά: «Τα νερά της Μεσογείου/ κοκκινίζουν απ’ το αίμα/ των αιμοχαρών χειρών σου/ Και τα όρη μας ακόμα/ φρικαλέον ρίπτουν βλέμμα/ εις το μαύρον πρόσωπόν σου».
Η λαϊκή μούσα
Παράλληλα, όμως, με τον έντεχνο μουσικό λόγο, η λαϊκή μούσα, πιο αυθόρμητη, πιο ευέλικτη και απεριφράστως επιθετική, με την προφορική συνήθως έκφρασή της, υπερακοντίζει το φόβο της λογοκρισίας, που αδυνατεί να παρέμβει, τουλάχιστον προληπτικά, και προσφέρεται γυμνή στην ενδυματολογική φροντίδα της μουσικής έμπνευσης.
Στις ζοφερές μέρες της θητείας του Ουάρδου, ασφαλώς αναφέρεται κι ένα ζακυνθινής προελεύσεως αντιστασιακό: «Σ’ ένα παπόρο μέσα…». Είναι μια τραγική μπαλάντα, λαϊκού χαρακτήρα, που μιλάει για δίκες και για κρεμάλες…
Ν’ αναφερθώ επίσης στη μοναδικότητα μιας ενδεικτικής εργασίας του Ζακυνθινού λαογράφου, ερευνητή και ποιητή Σαράντη Αντίοχου, στην έκδοση «Ζακυνθινά Χρονικά»του 1964. Είναι μια συλλογή 45 λαϊκών στιχουργημάτων, που μέχρι το 1964 τουλάχιστον, είχε διασώσει στη μνήμη κάποιων ηλικιωμένων η προφορική λαϊκή παράδοση της Ζακύνθου. Τα στιχουργήματα αυτά ανάγονται στην κατά και μετά την Ενωση περίοδο. Η 15σύλλαβη ομοιοκατάληκτη στιχουργική τους δομή και το ιαμβικό τους μέτρο προσιδιάζουν απόλυτα στις φόρμες της μουσικής εκφοράς της ζακυνθινής «αρέκιας» και της κεφαλονίτικης «αριέτας».
Από μέσα τους, αναδύεται ο ανυποχώρητος πόθος και ο ενθουσιασμός για την πραγμάτωση του ενωτικού οράματος, η απροκάλυπτη πλέον καταφορά εναντίον των απερχόμενων «προστατών», η αισιοδοξία για ένα εθνικό μέλλον, αλλά και όλη εκείνη η αδιαπραγμάτευτη ειρωνική και φιλοπαίγμων διάσταση της επτανησιακής ψυχοσύνθεσης.
Η τυραννική σκιά του Μέτλαντ, του πρώτου αρμοστή, παραμένει μισητή στο λαό καθ όλη τη διάρκεια της αγγλικής κατοχής. Οι στημένες γλυπτικές απεικονίσεις του στον επτανησιακό χώρο υπέβαλαν την ιδέα της συνεχούς παρουσίας του, ώστε με το άγγελμα της Ένωσης να ξεσπάσει ακράτητη και ετεροχρονισμένη η σαρκαστική κραυγή. «Αχ Μαίτουλα τι σού ‘μελλε σε τούτο το φεγγάρι/ να πάψουν να σε χαιρετούν ακόμα και οι γαϊδάροι».
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου