Στο Τοπικό Αρχείο Κυθήρων σώζονται δέσμες εγγράφων με γενικό τίτλο «Prove di Fortuna e Processi sopra li Naufraggi», οι οποίες ανήκουν χρονικά στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και συγκεκριμένα στην περίοδο 1767-1792 [1]. Πρόκειται για ανέκδοτο υλικό, πλούσιο σε ειδήσεις για τη ναυτιλιακή κίνηση
στην περιοχή των Κυθήρων. Γενικότερα όμως παρέχει άφθονες πληροφορίες
για τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι ναυτικοί στα ταξίδια τους.
Ανάλογα έγγραφα υπάρχουν και σε άλλα αρχεία των βενετοκρατούμενων εκείνη την περίοδο νησιών, καθώς και στην ίδια τη Βενετία [2].
Σύμφωνα με τα έγγραφα αυτά κάθε καπετάνιος ή ιδιοκτήτης πλοίου που
ναυάγησε ή έπαθε ζημιές, ήταν υποχρεωμένος μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες
να παρουσιασθεί στις αρμόδιες υπηρεσίες του τόπου όπου συνέβη το
ατύχημα και σε περίπτωση που βρισκόταν στο εξωτερικό, στις προξενικές
αρχές, για να αναφέρει τις ζημιές που έπαθε το ίδιο το πλοίο ή το φορτίο
του (ναυάγιο, βλάβη, πυρκαγιά), καθώς και τα αίτια που τις προξένησαν
(καιρικές συνθήκες, πειρατές ή κουρσάροι).
Η «Prova di Fortuna»
ονομαζόταν και «Processo sopra il Naufraggio» γιατί η αρμόδια αρχή ήταν
υποχρεωμένη να κρατήσει πρακτικά (δικογραφία) για τα αίτια του
ατυχήματος βάση ερωτηματολογίου που έθετε υπόψη του καπετάνιου και των
μελών του πληρώματος, κυρίως σε περίπτωση αμφιβολιών. Στα πρακτικά
καταγράφονταν ακόμα αναλυτικά το είδος και το βάρος του φορτίου που
μετέφερε το πλοίο, όπως επίσης και ο αριθμός των προσώπων που επέβαιναν
σε αυτό. Επισυνάπτονταν, τέλος, οποιεσδήποτε πληροφορίες που θα
διαφώτιζαν την υπόθεση [3]. Αφού
ολοκληρωνόταν η παραπάνω διαδικασία, η αρμόδια υπηρεσία του τόπου όπου
συνέβη το ατύχημα ήταν υποχρεωμένη να βοηθήσει το πλήρωμα του πλοίου να
συνεχίσει το ταξίδι του, εισπράττοντας βέβαια το ανάλογο χρηματικό ποσό[4].
Από τις «Prove di Fortuna» που σώζονται
στο Τοπικό Αρχείο Κυθήρων επέλεξα ενδεικτικά τρεις υποθέσεις, τις
οποίες θεώρησα αντιπροσωπευτικές αλλά και ιστορικά χρήσιμες και
ενδιαφέρουσες, γιατί είχαν τρία κοινά σημεία. Πρώτο, τα πλοία που
αναφέρονται σε αυτές αναχώρησαν από το ίδιο λιμάνι, τα Χανιά. Δεύτερο,
μετέφεραν και τα τρία κατά κύριο λόγο σαπούνι και τρίτο, είχαν
καπετάνιους και πλήρωμα από το Κρανίδι. Ας εξετάσουμε λοιπόν αναλυτικά αυτά τα τρία επεισόδια που συνέβησαν στη θάλασσα των Κυθήρων.
Επεισόδιο πρώτο: Μια βάρκα από το Κρανίδι με καπετάνιο τον Κρανιδιώτη Μιχάλη του Κωσταντή, μετέφερε
29 κιβώτια σαπούνι και κάστανα από τα Χανιά στη Σμύρνη. Το εμπόρευμα
ανήκε σε Χανιώτη Τούρκο έμπορο. Εκτός από το πλήρωμα το οποίο ήταν
συνολικά πέντε ναυτικοί, στο πλοίο επέβαιναν και δύο ταξιδιώτες, ένας
Γάλλος ναυτικός και ένας Τούρκος. Η βάρκα ξεκίνησε από τα Χανιά στις 14
Μαρτίου του 1780, αλλά εξαιτίας του δυνατού βορείου ανέμου αναγκάστηκε
την επομένη ημέρα να προσορμισθεί στην περιοχή Άγιος Νικόλαος του
Αυλέμονα Κυθήρων. Στην προσπάθειά της όμως να εισέλθει στον όρμο έσπασε
το τιμόνι. Από το τράνταγμα του φορτίου η βάρκα θα βυθιζόταν, αν δεν την
βοηθούσε ένα άλλο βενετικό πλοίο που είχε αράξει πριν από ήμερες στο
ίδιο λιμάνι.
Στη συνέχεια το εμπόρευμα της βάρκας
φορτώθηκε στο βενετικό πλοίο γιατί εκείνη βυθίστηκε σχεδόν ολόκληρη. Ο
καραβοκύρης όμως της βάρκας δεν παρουσιάστηκε εγκαίρως για να συνταχθεί η
«Prova di Fortuna» επειδή ισχυριζόταν ότι το εμπόρευμα ήταν κλεμμένο.
Με διαταγή όμως του Προβλεπτή και Καστελάνου των Κυθήρων Pietro Marcello [5]
αποφασίστηκε να ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία. Την επομένη ημέρα η
βάρκα τραβήχτηκε έξω και εκλέχτηκαν δύο εκτιμητές κατάλληλοι για να
υπολογίσουν το εμπόρευμά της, το οποίο, συμπεριλαμβανομένης και της
ίδιας ανερχόταν σε 450 πιάστρα. Ύστερα από δύο ημέρες, στις 17 Μαρτίου
του 1780, η βάρκα απέπλευσε από τα Κύθηρα για να συνεχίσει προφανώς το
ταξίδι της [6].
Επεισόδιο δεύτερο: Το δεύτερο πλοίο ήταν μια σακολέβα [7] από το Κρανίδι, με καπετάνιο τον Κρανιδιώτη Μανώλη Φούτα.
Το καράβι ξεκίνησε από τα Χανιά στις 30 Δεκεμβρίου 1780 ημέρα Σάββατο
με φορτίο 12 κιβώτια σαπούνι, λεμόνια και κάστανα, για λογαριασμό του
ίδιου του καραβοκύρη, με προορισμό το Ναύπλιο. Το
πλήρωμα αποτελούσαν 8 ναυτικοί και 4 Τούρκοι επιβάτες. Ξημερώνοντας η
Κυριακή και αφού είχε αφήσει τα Κύθηρα, το πλοίο προσπαθώντας να περάσει
το ακρωτήριο του San Angelo (Μαλέας)[8] έχασε από δυνατό βόρειο άνεμο έναν ναυτικό και τη φελούκα του [9]. Τελικά προσάραξε στην Αγία Πελαγία, collegata per fianco nella sabionera χωρίς σπουδαίες ζημιές. Ακολουθήθηκε και σ’ αυτήν την περίπτωση η προβλεπόμενη από τους νόμους διαδικασία.
Η αξία των εμπορευμάτων εκτιμήθηκε σε 300
πιάστρα. Όμως σε επιστολή του συνημμένη στην «Prova di Fortuna» στις 21
Μαρτίου ο Βενετός υποπρόξενος (vice console) στα Χανιά, Luca Corner[10],
αναφέρει ότι κάποιος Τούρκος από τα Χανιά, ονομαζόμενος Οσμάν Αγάς,
συμπλοιοκτήτης του καραβοκύρη Μανώλη Φούτα, ισχυριζόταν ότι είχε
φορτώσει στο πλοίο σαπούνι, από το οποίο κλάπηκε ποσότητα αξίας 50
πιάστρων, όταν εκείνο αναγκάστηκε να προσαράξει στα Κύθηρα, εν γνώσει
του καραβοκύρη. Έτσι ο υποπρόξενος ζητά από τον Προβλεπτή και Καστελάνο
των Κυθήρων, Pietro Marcello να διερευνήσει την υπόθεση με τρόπο ώστε να
ικανοποιηθεί ο Τούρκος έμπορος και για έναν επιπρόσθετο λόγο: οι
Τούρκοι ήταν υπεροπτικοί απέναντι στους Βενετούς εμπόρους στο λιμάνι των
Χανίων και για την ειρηνική διεξαγωγή του εμπορίου έπρεπε να
αποφεύγεται οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να τους ενοχλήσει. Στην
απάντησή του ο Καστελάνος των Κυθήρων βεβαιώνει ότι από το σαπούνι που
μετέφερε ο Κρανιδιώτης καπετάνιος δεν κλάπηκε ποσότητα αξίας 50 πιάστρων
αλλά το σαπούνι δόθηκε σε 50 περίπου πρόσωπα, που χρειάστηκαν για να
ανελκύσουν το πλοίο. Έτσι στη δεύτερη επιστολή του στις 24 Μαΐου 1781 ο
Βενετός υποπρόξενος παραδέχτηκε ότι ο Τούρκος έλεγε ψέματα και ότι
τελικά ο καραβοκύρης δεν σφετερίστηκε τα χρήματα [11].
Επεισόδιο τρίτο:
Χρονολογείται δώδεκα περίπου χρόνια αργότερα από τα άλλα δύο, στις 29
Απριλίου 1792. Πρόκειται ξανά για μία σακολέβα από τα Χανιά, ονομαζόμενη
Beata Vergine, με τούρκικη σημαία και καπετάνιο τον Κρανιδιώτη Λουκά Λέκκα.
Είχε φορτίο 145 κιβώτια σαπούνι και πλήρωμα επτά ναυτικούς και έναν
έμπορο από τα Γιάννενα. Από τις υπογραφές του πληρώματος μαθαίνουμε ότι
εκτός από τον καραβοκύρη, Κρανιδιώτες ήταν οι τέσσερις από τους επτά
ναυτικούς. Το πλοίο ξεκίνησε από τα Χανιά στις 10 Απριλίου με προορισμό
την Άρτα. Στη διαδρομή προς τα Κύθηρα, επειδή καταδιωκόταν από μία
μαλτέζικη γαλεότα, προσπάθησε να κρυφτεί στα νησάκια Κόφες (σημ.
Κοφινίδια), αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί έπεσε επάνω σε ένα άλλο πλοίο,
το όποιο σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις του πληρώματος θεωρήθηκε
πειρατικό, επειδή δεν διακρινόταν η σημαία του.
Ο καραβοκύρης για να αποφύγει τα πυρά του
πειρατικού πλοίου αναγκάστηκε να αγκυροβολήσει στον όρμο των
Μυρτιδιών, πιστεύοντας ότι σ’ αυτό το μέρος θα ήταν ασφαλής. Όμως μετά
από ελάχιστη ώρα είδε να τους πλησιάζουν δύο βάρκες αρματωμένες οι
οποίες θεώρησε ότι ανήκαν στο πειρατικό πλοίο. Έτσι αναγκάστηκε να
εγκατάλειψη το καράβι και να κατέβη στο νησί ο ίδιος και το πλήρωμα
έκτος από τον έμπορο, ένα ναυτικό και το μούτσο που παρέμειναν σ’ αυτό.
Οι υποτιθέμενοι πειρατές αφού έκοψαν την άγκυρα του πλοίου το οδήγησαν
μέχρι το δικό τους, τελικά όμως το εγκατέλειψαν στην τύχη του. Τότε όλοι
συνειδητοποίησαν ότι το εχθρικό πλοίο δεν ήταν πειρατικό, όπως αρχικά
πίστευαν αλλά γαλλική φρεγάτα, που προφανώς ασκούσε πειρατεία.
Σ’ αυτό το σημείο ο καπετάνιος μαζί με το
πλήρωμα (εκτός από τα τρία προαναφερθέντα πρόσωπα) αναχώρησε με τα
πόδια για το Καψάλι απ’ όπου θα έπαιρνε βοήθεια για να διασώσει ότι
μπορούσε. Όσοι όμως είχαν μείνει μέσα στο πλοίο κατά τη διάρκεια της
νύχτας προσπάθησαν να αγκυροβολήσουν, αλλά ο άνεμος δεν τούς το
επέτρεψε και αναγκάστηκαν να πετάξουν στη θάλασσα 28 κιβώτια σαπούνι.
Καθώς είχαν καταστραφεί τα πανιά, το πλοίο αφέθηκε μόνο του στον άνεμο, ο
οποίος τους οδήγησε στις ακτές της Κορώνης, όπου παρέμειναν τέσσερις
ημέρες. Κατόπιν γύρισαν πίσω στα Κύθηρα και αγκυροβόλησαν στην ακτή που
βρίσκεται ανάμεσα στα Μυρτίδια και το Μελιδόνι και εκεί συναντήθηκαν με
τον καπετάνιο και το υπόλοιπο πλήρωμα, οι οποίοι είχαν έλθει στο μεταξύ
για να περισυλλέξουν την κομμένη άγκυρα. Η ατυχία τους όμως
συνεχίστηκε, γιατί κατά την επιστροφή τους στο Καψάλι, απ’ όπου θα
προμηθεύονταν καινούργια πανιά, έπεσαν επάνω σ’ ένα βράχο, ο οποίος
στάθηκε αιτία ν’ ανοίξει ρωγμή στο πλοίο. Στην περίπτωση αυτή ο
Προβλεπτής και Καστελάνος των Κυθήρων, Antonio Dandolo[12],
ρώτησε ξεχωριστά όλους τους επιβάτες του πλοίου για να βεβαιωθεί και να
σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα του ατυχήματος. Από την κατάθεση του
εμπόρου έγινε γνωστό ότι είχε ναυλώσει το πλοίο προς 192,2 πιάστρα και
είχε επενδύσει στο φορτίο του άλλα 600 πιάστρα [13].
Αυτά τα τρία επεισόδια
δεν είναι βέβαια μοναδικά, γιατί τέτοιου είδους κινδύνους αντιμετώπιζαν
όλοι οι ναυτικοί στα ταξίδια τους επί αιώνες. Όμως εκείνο που έχει
σημασία είναι ότι για πρώτη φορά μπορούμε να παρακολουθήσουμε από κοντά
το ταξίδι ενός πλοίου όχι στην αρχή του (εξασφάλιση φορτίου, συγκρότηση
πληρώματος, επισκευές και ανεφοδιασμός), ούτε στο τέλος του
(απολογισμός, κατανομή δηλαδή των κερδών και των ζημιών) [14],
αλλά κατά τη διάρκεια της πορείας του. Πληροφορίες γι’ αυτό το στάδιο
του ταξιδιού σώζονται κυρίως από περιγραφές ταξιδιωτών και όχι από τους
ίδιους τους ναυτικούς [15]. Ένα στοιχείο που χρειάζεται να επισημανθεί είναι ότι τα κύρια αίτια των ατυχημάτων ήταν ο δυνατός άνεμος, αλλά και οι πειρατικές επιδρομές, που συνήθως σημειώνονταν στην περιοχή των Κυθήρων.
Οι συνθήκες ναυσιπλοΐας στη θάλασσα της νότιας Πελοποννήσου,
κυρίως στο στενό Κυθήρων – Κάβο Μαληά, ήταν δύσκολες σε όλη τη διάρκεια
της Βενετοκρατίας, όπως συνάγεται τόσο από τις αφηγήσεις ταξιδιωτών όσο
και από τα πολλά ναυάγια που συνέβαιναν στην περιοχή, εξαιτίας των
δυνατών ανέμων και των θαλασσίων ρευμάτων. Παράλληλα ολόκληρη η περιοχή
ανάμεσα στη νότια Πελοπόννησο και την Κρήτη αποτελούσε χώρο κατάλληλο
για λεία ή επιδρομή των πειρατών και των κουρσάρων,
επειδή ήταν υποχρεωτικό πέρασμα για όσα πλοία ταξίδευαν προς τα λιμάνια
της Ανατολικής Μεσογείου. Επιπλέον οι πειρατές επιδίωκαν τη σύγκρουση
στην συγκεκριμένη περιοχή, επειδή η επιχείρηση, χάρη στις αντίξοες
καιρικές συνθήκες, συνήθως θα είχε επιτυχία [16].
Όμως από τις «Prove di Fortuna» μπορούμε να εξάγουμε και άλλα στοιχεία
όπως για τον τύπο, την προέλευση και τη σημαία των πλοίων, την αξία, το
είδος και την ποσότητα του φορτίου, τον αριθμό και την καταγωγή των
πληρωμάτων και τα λιμάνια, για τα οποία προορίζονταν τα εμπορεύματα.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω επεισόδια, τα τρία πλοία που αναφέρονται
ήταν μικρού εκτοπίσματος (βάρκα και δύο σακολέβες). Το ένα είχε
τούρκικη σημαία, ενώ στα άλλα δύο αυτή δεν σημειώνεται. Τα πληρώματά
τους αριθμούσαν από 5 έως 8 ναύτες και το βασικό εμπόρευμα που
μετέφεραν, εκτός από τα κάστανα και τα λεμόνια, ήταν το σαπούνι, που
προερχόταν από τις σαπουνοποιΐες των Χανιών. Η συνολική αξία του φορτίου
των πλοίων σε πιάστρα ήταν 400 (μαζί με το πλοίο), 300 και 792,2
αντίστοιχα.
Τόπος αναχωρήσεως και των τριών πλοίων ήταν τα Χανιά. Η εμπορική ανάπτυξη της περιοχής αυτής συνδέεται με τη ραγδαία επέκταση της ελαιοκαλλιέργειας. Η αύξηση της παραγωγής λαδιού με τη σειρά της δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της βιομηχανίας σαπουνιού.
Όπως είναι γνωστό στα τέλη του 18ου αι. ανθούσε η σαπουνοποιΐα στην
Κρήτη. Μεγάλες ποσότητες σαπουνιού εξάγονταν στην Κωνσταντινούπολη, στη
Σμύρνη, στη Χίο, στη Θεσσαλονίκη και στην Αίγυπτο. Ειδικότερα η
Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη και η Σμύρνη απορροφούσαν το 73% των
εξαγωγών του κρητικού σαπουνιού την περίοδο 1782-1788[17].
Τόποι προορισμού των πλοίων ήταν τρία σημαντικά λιμάνια
της Ανατολικής Μεσογείου αυτή την περίοδο. Είδαμε ότι στη Σμύρνη, που
αναφέρεται ως τόπος προορισμού στο πρώτο επεισόδιο, έφθαναν μεγάλες
ποσότητες κρητικού σαπουνιού και είναι γνωστό ότι ήταν ένα από τα
εμπορικότερα λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας [18]. Η κίνηση επίσης στο λιμάνι του Ναυπλίου,
το οποίο αποτελεί τόπο προορισμού στο δεύτερο επεισόδιο, ήταν σταθερή
σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Το Ναύπλιο μαζί με το λιμάνι της
Πάτρας ήταν από τα σημαντικότερα εξαγωγικά κέντρα σιταριού στην Πελοπόννησο [19].
Στο τρίτο επεισόδιο ως τόπος προορισμού αναφέρεται η Άρτα, η οποία
υπήρξε ονομαστή σκάλα διακινήσεως προϊόντων σε ολόκληρο το 18ο αιώνα.
Εξάλλου από το 1702 υπήρχε εκεί γαλλικό προξενείο για να ελέγχει τις
ναυτιλιακές δραστηριότητες και να προστατεύει το γαλλικό εμπόριο [20].
Ένα τελευταίο σημείο στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι η καταγωγή των πληρωμάτων,
το Κρανίδι στην προκειμένη περίπτωση. Η καταγωγή σπουδαίων ναυτικών από
την περιοχή αυτή της Πελοποννήσου αποτελούσε παράδοση ισάξια με άλλων
ναυτικών περιοχών[21]. Δύο μεγάλες οικογένειες εφοπλιστών, του Γκίνη και του Χατζηαναργύρου κατάγονταν από το Κρανίδι [22]. Είναι γνωστό επίσης ότι οι ναυτικοί του τόπου κατά τον 19ο αι. έχτισαν το ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου [23].
Η δράση των Κρανιδιωτών ναυτικών πρέπει να ενταχθεί στην ευρύτερη
ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας που σημειώνεται αυτή την περίοδο.
Εξάλλου η αποκατάσταση των σχέσεων της Τουρκίας με τη Βενετία μετά το
1765 έδωσε νέα ώθηση στη ναυτιλιακή κίνηση των λιμανιών τόσο των
βενετοκρατούμενων όσο και των τουρκοκρατούμενων περιοχών [24].
Αγγελική Πανοπούλου
Ανακοίνωση στο Δ’ Διεθνές Συνέδριο Πελοποννησιακών Σπουδών (Κόρινθος 9-16 Σεπτεμβρίου 1990)
πηγή http://argolikivivliothiki.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου