Στα Κύθηρα, κριτική σημαίνει συνήθως είτε
καλά λόγια (για λόγους ευγένειας, κολακείας ή ανταπόδοσης) είτε
σπανιότερα κακά λόγια (εξ αιτίας πόζας, εγωισμού ή απλώς από προσωπική
αντιδικία). Αλλά, βέβαια, η κριτική είναι κάτι πιο σύνθετο, πιο
ευαίσθητο και πιο ουσιαστικό. Αν, λοιπόν, πω κάτι που παρεκκλίνει προς
τη μια ή την άλλη πλευρά ζητώ προκαταβολικά τη συγνώμη συντελεστών και
αναγνωστών.
Η έκθεση «Ελιά, το ευλογημένο δέντρο»
σχεδιάστηκε για να αποτελέσει το πολιτιστικό γεγονός της χρονιάς. Είχε
όλες τις προϋποθέσεις: μια φωτογραφική κοινότητα μεγάλη, έναν μηχανισμό
παραγωγής πολιτιστικών εκδηλώσεων δοκιμασμένο κι αποτελεσματικό, έναν
επιμελητή ευρωπαϊκής εμβέλειας, σε ένα νησί το οποίο αγαπάει και τα δύο:
και την ελιά και την φωτογραφία. Μην ξεχνάμε ότι τα τελευταία δέκα
χρόνια τα Κύθηρα, μέσω των Φωτογραφικών Συναντήσεων, έχουν ταυτιστεί με
την ελληνική φωτογραφία.
Η έκθεση, ωστόσο, απέτυχε. Και δεν το λέω
με την παροιμιώδη κακεντρέχεια μιας μερίδας κριτικών που κινούνται στον
πολιτισμό όπως οι ευνούχοι στο χαρέμι. Δεν θα το επέτρεπε, άλλωστε, η
εμπλοκή μου στο όλο εγχείρημα, η οποία αν και μικρή υπήρξε, καθ’ όλη την
πολύμηνη προετοιμασία, συναισθηματικά αμέριστη. Γιατί λοιπόν θεωρώ ότι
απέτυχε, την στιγμή μάλιστα που συγκεντρώθηκαν πολλά έργα διαφόρων
φωτογράφων από ποικίλες περιοχές του πλανήτη και της τέχνης, μερικά από
τα οποία πρωτότυπης σύλληψης και υψηλής αισθητικής;
Ο σκοπός της έκθεσης δεν ήταν αμιγώς
καλλιτεχνικός αλλά βαθύτερα πολιτισμικός. Να παροτρύνει τους φορείς της
παράδοσης να αντικρύσουν το τοπίο γύρω τους κατά τρόπο πιο ενεργητικό,
πιο δημιουργικό, πιο βαθύ, να αντιληφθούν μιαν απλή μακραίωνη
επαναλαμβανόμενη βιοτική πράξη ως ένα μοναδικό πολιτισμικό γεγονός, να
αντιληφθούν το ίχνος του μη συνειδητού στον μεγάλο καμβά της ιστορίας,
να αντιληφθούν την δική τους διεκπεραιωτική πράξη ως πράξη συμμετοχής.
Ένας πιο φιλόδοξος στόχος ήταν να περιγραφεί το πολιτισμικό ίχνος, να
δημιουργηθεί ένα αρχείο μνήμης, να αναγνωσθεί η μορφοποιητική δύναμη της
φύσης, η οποία φύση γίνεται καθημερινά αντιληπτή ως αντικειμενικός
κόσμος, ως μια εξωτερική στις αισθήσεις ποσότητα ύλης και όχι ως αυτό
που πραγματικά είναι, δηλαδή ως ευκαιρία αυτοπραγμάτωσης του
υποκειμένου, εν προκειμένω δια της οράσεως.
Σε πείσμα αυτής της υψιπετούς
στοχοθεσίας, επιτύχαμε να συλλέξουμε τριακόσιες φωτογραφίες μιας κάπως
περιορισμένης θεματικής γκάμας. Αυτό θα γινόταν ούτως ή άλλως˙ υπάρχει –
ευτυχώς και δυστυχώς – η τεχνογνωσία να παραχθεί στα Κύθηρα ένα
φωτογραφικό γεγονός ακόμα και εκ του μηδενός. Η έκθεση, θα μπορούσε να
πει κανείς με δυο λέξεις, απέτυχε διότι έθεσε πολύ υψηλούς στόχους. Και
συμπληρώνω, μπορεί να επιτύχει εάν καταλάβουμε γιατί απέτυχε.
Από την αισθητική πλευρά, παρά την
ευρύτητα της θεματικής Τοπίο – Δέντρο – Εργασίες – Καρπός – Παραγωγή –
Χρήσεις – Συμβολισμοί, οι συμμετοχές επικεντρώθηκαν, κατά το μάλλον ή
ήττον, στα λιόφυτα και τα ελαιόδεντρα και περιστασιακά στην ανάδευση
ελαιοφύλλων – ελαιοκάρπου και στην εξαγωγή του ελαιολάδου. Δεν έγινε
έρευνα. Όλοι, πλην ενός, φωτογράφισαν το λιόφυτό τους όταν μάζευαν
ελιές, τα εργοστάσια όταν έβγαζαν λάδι. Έτσι έχουμε μια εικονογραφία του
φαινομένου αλλά όχι μια αναλυτική ματιά στο γεγονός. Η εικόνα δεν
λειτούργησε ως όργανον γνώσης και κρίσης, αποτύπωσης και ανάπλασης του
κόσμου παρά μόνο ως μέσον στιγμιαίας απόλαυσης και προσωρινής αισθητικής
επικοινωνίας.
Ένα ενδιαφέρον αλλά αναμενόμενο όφελος
ήταν η συνάντηση αναγνωρισμένων φωτογράφων, φίλων της φωτογραφίας αλλά
και μαθητών, η συνομιλία Κυθηρίων, Ελλήνων και ξένων φιλοκυθηρίων, όπως
επίσης η σύζευξη οπτικών, τεχνοτροπιών και αισθητικών προσεγγίσεων,
πράγμα βέβαια που συμβαίνει συνήθως στις ομαδικές εκθέσεις.
Ένα στοιχείο άξιο παρατήρησης και
προβληματισμού είναι το γεγονός της μη συμμετοχής, για διαφορετικούς
λόγους, των επαγγελματιών, των ημιεπαγγελματιών και των σεσημασμένων
ερασιτεχνών φωτογράφων του νησιού, και ακόμα η απουσία των καθ’ ύλην
αρμοδίων ελαιοπαραγωγών, ελαιοεργατών κ.ά. Αντ’ αυτών υπήρξε μια
ανέλπιστη συμμετοχή των Β΄ και Γ΄ τάξεων Δημοτικού Σχολείου, δυο
συμπαθητικές μαθητικές συμμετοχές, μία από το Γυμνάσιο (Δημήτρης Ν.
Καλλίγερος – Βασιλέας) και μία από το Λύκειο (Αλεξάνδρα Σκοτίδα) και
μερικές αξιόλογες προσεγγίσεις Δανών, Ολλανδών, Ελβετών, Γάλλων,
Αυστραλών και Νεοζηλανδών. Η ματιά των ξένων είναι πάντοτε κάτι παρήγορο
και αναζωογονητικό. Υπό προϋποθέσεις μπορεί να συλλάβει την εντύπωση
των πραγμάτων αμεσότερα, όπως το φιλμ τραβάει το φως απ’ το μικρό
άνοιγμα του διαφράγματος. Η βαθύτερη, όμως, ουσία του κοινωνικού μας
βίου απομένει μια διαρκής εκκρεμότητα.
Στο διαγωνιστικό τμήμα, η δίκαιη κρίση
δεν προσέκρουσε στους εύλογους περιορισμούς της προκήρυξης και
απονεμήθηκε σε μια φαεινή κιτρινογάλαζη τοπιογραφία, δίχως ευδιάκριτη
ταυτοποίηση και δίχως περαιτέρω πολιτισμικές αναφορές, του χανιώτη
φωτογράφου Μιχάλη Κουλιέρη. Κατά τη γνώμη μου, διακρίθηκαν, ακόμα, η
αναδρομική συμμετοχή Μανώλη Φατσέα (Φουριάρη) με την ακαταμάχητη γοητεία
του χρόνου που δεν με αφήνει να κρίνω ασυγκίνητα, η φωτογραφία του
Μιχάλη Πρωτοψάλτη (Μάκρα) «Πρόγευμα στη χλόη» για την πρωτοτυπία της να
εικονίσει το σύνηθες, η ολοκληρωμένη εργασία του Σταθάτου στο κλειστό
εργοστάσιο Μεγαλοκονόμου στον Ποταμό για τη συγκρότησή της, η πληθωρική
συμμετοχή των Vanges και Dolbeau για την προθυμία άμεσης ανταπόκρισης
δύο επαγγελματιών φωτογράφων από το εξωτερικό, καθώς επίσης κάποια
μεμονωμένα έργα όπως η πριμαντόνα της έκθεσης υπερχιλιετής ελιά στην
Χαμηλή, μια ελιά του Μιχάλη Πετρόπουλου με κεφαλομάντηλο και μια τολμηρή
πράσινη – μονόχρωμη.
Ξεκίνησα κάνοντας μια απολογία της
κριτικής· ας τελειώσω κάνοντας κριτική στην κριτική. Ας μην φανούμε
περισσότερο αυστηροί με τους άλλους απ’ ό,τι είμαστε απαιτητικοί με τους
εαυτούς μας κι ας αναρωτηθούμε τι πρέπει να κάνουμε από δω και πέρα.
Δημιουργήθηκε ο πυρήνας ενός αρχείου το οποίο είναι αναγκαίο να μην
αντιμετωπισθεί ως κάτι κλειστό και οριστικό. Ακόμα κι αν ανοίξει ένα
δεύτερο αρχείο για το αμπέλι, τον σίτο ή τη μελισσοκομία, ας είναι
διαρκώς ενεργά όλα τα αρχεία για να υποδέχονται και να διασώζουν νέες
φωτογραφικές μαρτυρίες. Διαρκώς ζητούμενο είναι ακόμα να
(επανα)συνδεθούν οι Φωτογραφικές Συναντήσεις με τους φωτογράφους των
Κυθήρων αλλά και οι φωτογράφοι με το καλλιτεχνικό μέσον και το αληθινό
κοινό τους. Η ανάρτηση ωραίων φωτογραφιών στο facebook μπορεί να
εκπαιδεύει την όραση στην καλαισθησία αλλά δεν συνιστά ολοκληρωμένη
εργασία, δεν κοινωνεί βαθύτερα, δεν δημιουργεί σχολή. Ευτυχώς, στα
Κύθηρα υφίστανται οι βασικές προϋποθέσεις για να συγκροτηθεί μια (έστω
άτυπη) κυθηραϊκή σχολή φωτογραφίας.
Ας μου επιτραπεί μια προσωπική μαρτυρία.
Μια φίλη μού έλεγε παλιά πόσο τυχερή νοιώθει που ζει μέσα σε έναν
ζωγραφικό πίνακα. Τελικά, διαπιστώνω ότι ζούμε μέσα σε πολλούς πίνακες.
Κάθε πρωί οδηγώντας από το νότο στον βορρά έχω σημαδέψει κάποια σημεία
στο δρόμο και τα βλέπω μέρα-τη-μέρα με άλλη ματιά. Οι εποχές αλλάζουν,
το φως είναι κάθε στιγμή διαφορετικό, έχει άλλην ένταση και πέφτει με
διαφορετική γωνία, τα ίδια τα δέντρα μεγαλώνουν κι αλλάζουν σχήμα,
κάποτε κουρνιάζουν από κάτω πρόβατα ή κάθονται στα κλαδιά τους πουλάκια.
Αυτό είναι και το κέρδος μου από την Ελιά, το ευλογημένο δέντρο. Όχι οι
φωτογραφίες που έβγαλα αλλά τα κάδρα που βλέπω αδιάκοπα κάθε μέρα
αναβαπτίζοντας τη ματιά μου στην αμίλητη ομορφιά του τοπίου.
Δημήτρης Κουτραφούρης Πηγή tripelago.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου