Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Το καθεστώς της Εγχωρίου Περιουσίας στα Επτάνησα

Το καθεστώς της Εγχωρίου Περιουσίας στα Επτάνησα, ανάγεται στην περίοδο της Αγγλοκρατίας και συνιστά έναν από τους παλαιότερους με διαχρονική παρουσία θεσμούς της Ελλάδος, πολύ παλαιότερο από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους.
Με τη συνθήκη των Παρισίων το 1815, η Επτάνησος αναγνωρίσθηκε ως ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος καλούμενο «Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων» και περιήλθε υπό την προστασία του Βρετανικού Στέμματος. Το νέο αυτό κράτος είχε Γενική Διοίκηση με έδρα την Κέρκυρα και τοπικές κυβερνήσεις με επικεφαλής «επάρχους» και «επαρχιακά συμβούλια». Δηλαδή κάθε μία νήσος αποτελούσε, τρόπον τινά, αυτοτελή μονάδα ομοσπονδιακού κράτους, η δε δημόσια περιουσία ανήκε κατά κυριότητα σε κάθε μία νήσο ξεχωριστά (δηλαδή το τεκμήριο κυριότητας δεν ήταν όπως είναι σήμερα υπέρ του Δημοσίου), διοικούμενη από τους επιτόπιους άρχοντες, με υποχρέωση εισφοράς μέρους από τα αντίστοιχα εισοδήματα στο Γενικό Ταμείο της Ιονίου Πολιτείας. Η περιουσία αυτή της κάθε νήσου ονομαζόταν «επιχώριος» ή «εγχώριος» περιουσία. Αυτά προκύπτουν από το «Σύνταγμα του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων» του έτους 1817, με το οποίο είχε
παραχωρηθεί στα Ιόνια νησιά πλήρης αυτοδιοίκηση. Κατ΄εφαρμογή των αρχών του Συντάγματος του 1817 η από 11/8/1834 ΚΣΤ΄ «Πράξις της Γερουσίας» (Επίσημος Εφημερίς του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων αρ. 191 του έτους 1834), διέκρινε ρητά την επιχώριον οικονομία κάθε νήσου από τη γενική οικονομία του ομοσπονδιακού αυτού Κράτους (άρθρ. 5), καθόρισε τα έσοδα του δημοσίου ταμείου (αρ. 6) και αναγνώρισε την κυριότητα της τοπικής Διοίκησης κάθε νήσου στα μη ιδιωτικά κτήματα που βρίσκονταν σε αυτό. Από το Σύνταγμα λοιπόν της Ιονίου Πολιτείας του 1817 και από τις Πράξεις ΚΣΤ΄ της Ε΄ Γερουσίας (1834) και Ι΄ της Η΄ Γερουσίας (1845), που εκδόθηκαν με βάση αυτό, προκύπτει ότι όλα τα κτήματα, εφ΄όσον δεν υφίσταται επ΄αυτών κυριότητα κάποιο ιδιώτη ανήκουν στην επιχώριον ή εγχώριον περιουσίαν της κάθε νήσου.
Η Εγχώριος Περιουσία κάθε Ιονίου νήσου, κατ΄επέκτασιν και η των Κυθήρων, αναγνωρίσθηκε και διατηρήθηκε με τις διατάξεις των άρθρων 10,11,13 και 14 του Νόμου ΡΝ/1866 του Ελληνικού Κράτους «Περί εισαγωγής εν Επτανήσω της εν τω λοιπώ Βασιλείω ισχυούσης νομοθεσίας», που ψηφίσθηκε μετά την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, ο οποίος διατήρησε και αναγνώρισε ρητά τις εγχώριες περιουσίες των Ιονίων νήσων και ανέθεσε απλώς της διοίκησή τους (αρ. 11) σε επιτροπή, μέχρις ότου ιδιαίτερος νόμος για κάθε νήσο θα ρύθμιζε τη διανομή τους (των περιουσιών δηλαδή) «κατά δήμους». Πράγματι, μετά το Νόμο αυτό εκδόθηκαν ιδιαίτεροι νόμοι για τα περισσότερα από τα Ιόνια νησιά με βάση τους οποίους οι εγχώριες περιουσίες αυτών διαλύθηκαν και διανεμήθηκαν κατά δήμους και επαρχίες, ανάλογα με τον πληθυσμό τους, χωρίς όμως τα επί μέρους στοιχεία των περιουσιών αυτών να περιέλθουν στο Ελληνικό Δημόσιο. Τέτοιοι νόμοι εκδόθηκαν για τη Λευκάδα, τη Ζάκυνθο, την Κεφαλληνία και την Κέρκυρα. Ανάλογος όμως νόμος δεν εκδόθηκε για τα Κύθηρα, όπως και για την Ιθάκη και τους Παξούς. Επομένως για τα Κύθηρα και Αντικύθηρα, εξακολούθησε να υφίσταται το παραπάνω νομικό καθεστώς, όπως αυτό διαμορφώθηκε με το Σύνταγμα της Ιονίου Πολιτείας, τις προαναφερθείσες Πράξεις της Ε΄ Γερουσίας του 1834 και της Ή Γερουσίας του 1845 και αναγνωρίσθηκε και διατηρήθηκε από το Ελληνικό Κράτος δυνάμει του Νόμου ΡΝ΄ του 1866.
Έτσι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στην άμεση, αποκλειστική και αδιαφιλονίκητη κυριότητα, νομή και κατοχή της «Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων και Αντικυθήρων» ανήκουν όλα τα οποιασδήποτε φύσεως ακίνητα που βρίσκονται στα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα και δεν ανήκουν αποδεδειγμένα σε ιδιώτες, τα εγκαταλελειμμένα, τα βουνά, τα δάση, οι ακτές (αιγιαλός, παραλία και ο παλαιός αιγιαλός), οι νησίδες, άπασα η κινητή και ακίνητη περιουσία των Ιερών Προσκυνημάτων και κάθε γενικά ακίνητο ή τμήμα γης των δύο νησιών, το οποίο κατ΄αναλογίαν σε άλλες περιοχές του Κράτους συνιστά ιδιοκτησία του Δημοσίου, με δεδομένο πάντα ότι στα Κύθηρα κατά τεκμήριο δεν υφίσταται ιδιοκτησία του Δημοσίου, όπως ρητά διασαφηνίστηκε με τη διάταξη του άρθρου 62 του Ν. 998/1979 (δασικός νόμος).
Ειδικώς δε σε ό,τι αφορά στα δάση, πρέπει να διευκρινιστεί ότι με βάση την υπ΄αρ 721/1991 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, «στα Επτάνησα, πριν από την ένωσή τους με την Ελλάδα, δεν υπήρχαν δημόσια δάση και δασικές εκτάσεις ως ιδιοκτησία του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, ώστε να περιέλθουν κατά διαδοχή, με την ένωση το έτος 1864, στο Ελληνικό Δημόσιο… Έτσι, δημόσια κτήματα και μάλιστα δάση και δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, ως ιδιοκτησία του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, δεν υπήρχαν, ούτε προβλέπονται στο παραπάνω Σύνταγμα (του 1817)… Επομένως επί των δασών και δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων των Επτανήσων, το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει δικαίωμα κυριότητας, αφού κατά την ένωση αυτών με την Ελλάδα ουδέν έλαβε, ούτε ως διάδοχο του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, το οποίο, όπως προαναφέρεται δεν είχε δημόσια κτήματα και μάλιστα δάση ή δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις στην ιδιοκτησία του, ούτε στη συνέχεια από την επιχώρια περιουσία, αφού αυτή διανεμήθηκε μεταξύ των δήμων κάθε νήσου (σσ. εκτός από τα Κύθηρα). Συνεπώς επί των δασών και δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων της Επτανήσου δεν δύναται να έχει εφαρμογή το υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας… Κατά συνέπεια των παραπάνω, προκειμένου περί δασών και δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων των Επτανήσων δεν αρκεί μόνη η από το Ελληνικό Δημόσιο επίκληση και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, απόδειξη της δασικής μορφής της διεκδικουμένης εκτάσεως προς θεμελίωση δικαιώματος κυριότητάς του επ΄αυτής, αλλά απαιτείται η επίκληση και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, απόδειξη της κτήσεως της κυριότητας από το Δημόσιο κατά έναν από τους τρόπους κτήσεως κυριότητας που προβλέπονται από τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα ή από τις 23-2-1946 από τον Αστικό Κώδικα ή από κάποιον ειδικό νόμο. Αφού λοιπόν στα Επτάνησα, τα Κύθηρα και Αντικύθηρα δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των ευρισκομένων σ΄αυτά δασών και δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων, έπεται ότι το Δημόσιο πρέπει να διαχειρίζεται ως δημόσια μόνον τα δάση και τις δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις για τις οποίες έχει νόμιμους τίτλους κυριότητας…». Σχετικά με το καθεστώς των δασών βλέπε σχετικό σύνδεσμο.
Μεταγενέστεροι του ΡΝ/1866 Νόμοι ρύθμισαν ειδικά τα της διαχειρίσεως της εγχώριας περιουσίας των Κυθήρων (Ν.2355/1920, Ν.Δ. 617/1941, Ν. 514/1943). Με τους νόμους αυτούς σε τίποτε δεν αλλοιώθηκε το ιδιοκτησιακό καθεστώς της εγχώριας περιουσίας και απλώς ρυθμίζονταν κατά περίσταση θέματα διοίκησης και διαχείρισής της.
Σχετικώς δε περί του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των Ιερών Προσκυνημάτων, πρέπει να γίνει μνεία στην ιδιότυπη τοπική «επανάσταση» που έλαβε χώρα στα Κύθηρα το 1799 και κατά την οποία ο απλός λαός αξίωσε από τους προύχοντες του νησιού, να καταλάβει τη διοίκηση των Μοναστηριών. Στα τέλη του έτους 1799 (28 Δεκεμβρίου) οι «προεστοί και κριτές» των Κυθήρων προσήλθαν στο γραφείο του δημοσίου νοταρίου του Μυλοποτάμου, κόμισαν απόφασή τους «κατά δικαίαν ζήτησιν του κοινού λαού» και με νοταριακή τους πράξη «απέδωσαν το μοναστήρι της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας και τον Ι.Ν. Αγίου Νικολάου στον Αυλέμωνα (καθώς και όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία τους) στους κατοίκους του νησιού με στόχο την ανάδειξη μιας κοινά αποδεκτής διοίκησης για κοινή χρήση και λατρεία». Παράλληλα αναγνώρισαν ότι το μοναστήρι της Μυρτιδιώτισσας ήταν ανέκαθεν κοινό απόκτημα όλων των κατοίκων, «εντούτοις η διοίκησή αυτού μονοπωλούνταν (σσ. μέχρι τότε) από τους ευγενείς». Συνεπώς, από το 1799 τουλάχιστον, δεν υπάρχει αναφορά, από την οποία να τεκμαίρεται ότι υπήρξε περίοδος αμιγούς διοίκησης του Προσκυνήματος της Μυρτιδιώτισσας από την τοπική Εκκλησία, αλλά πάντα η διοίκηση ασκούνταν από λαϊκούς, τους ευγενείς ή (μετά το 1799) από την επιτροπή διοίκησης και μάλιστα επαναστατικώ δικαίω (βλέπε σχετικό σύνδεσμο).
Το Ισχύον Νομικό Πλαίσιο
Με το Νόμο 1416/1984 και σύμφωνα με το άρθρο 84, η Εγχώρια Περιουσία των νήσων Κυθήρων και Αντικυθήρων ορίστηκε ότι αποτελεί διακοινοτική περιουσία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης των Κυθήρων και Αντικυθήρων και περιλαμβάνει:
Όλες τις εκτάσεις των νησιών είτε είναι κοινόχρηστες δασικές ή χορτολιβαδικές είτε αγροτικά ή αστικά ή άλλης κατηγορίας ακίνητα, που δεν ανήκουν σε ιδιώτες ή βάσει νόμιμων τίτλων κτήσης κυριότητας στο δημόσιο, σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου ή σε κατ΄ιδίαν κοινότητες.
Την κινητή και ακίνητη περιουσία των ιερών προσκυνημάτων της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, της Αγίας Μόνης και του Αγίου Ιωάννου του εν κρημνώ και των ανηκόντων σε αυτά παρεκκλησίων.
Τις νησίδες που βρίσκονται γύρω από τα Κύθηρα.
Περαιτέρω, με το Π.Δ. 272/85 καθορίζονται τα της λειτουργίας της Επιτροπής. Την ανάγκη προσαρμογής του νομοθετικού πλαισίου της Εγχωρίου Περιουσίας στο Ν.2539/1997 (Νόμος Καποδίστριας) έλυσε το Π.Δ. 138/2004 (ΦΕΚ 99Α), το οποίο έκανε τις απαραίτητες τροποποιήσεις, δεδομένου ότι όλα τα προηγούμενα νομικά κείμενα που αφορούσαν στην Επιτροπή είχαν συνταχθεί επί τη βάση ύπαρξης στα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα 14 Κοινοτήτων, οι οποίες όμως με το Νόμο «Καποδίστριας» αντικαταστάθηκαν από ένα Δήμο, ενώ η Κοινότητα Αντικυθήρων παρέμεινε αμετάβλητη. Με το ΠΔ αυτό (138/2004) ρυθμίζονται οι οργανωτικές και λειτουργικές σχέσεις του Δήμου Κυθήρων και της Κοινότητας Αντικυθήρων με την Επιτροπή Εγχώριας Περιουσίας, ύστερα από τις μεταβολές του Νόμου «Καποδίστριας».
Σύμφωνα με το Νόμο 3208/03 (άρθρο 10/ΙΙΙ/περ. 3) ορίζεται ότι το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας σε δάση και δασικές εν γένει εκτάσεις που περιήλθαν στην Επιτροπή Εγχωρίου Περιουσίας Κυθήρων και Αντικυθήρων κατά τις διατάξεις του άρθρου 84 του Ν. 1416/84.
Με την παράγραφο 7α του άρθρου 16 του Ν.2946/2001 ορίζεται ότι: κατά την αληθή έννοια της περίπτωσης α της παρ. 1 του άρθρου 84 του Ν.1416/1984 (ΦΕΚ 18Α), υπό τον όρο «κοινόχρηστες εκτάσεις» που υπάγονται στην Εγχώρια Περιουσία των Νήσων Κυθήρων και Αντικυθήρων, νοούνται τα κοινόχρηστα πράγματα, όπως ειδικότερα ορίζονται στο άρθρο 967 του Αστικού Κώδικα, δηλαδή τα νερά με ελεύθερη και αέναη ροή, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι γιαλοί, τα λιμάνια και οι όρμοι, οι όχθες πλεύσιμων ποταμών, οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες τους. Το άρθρο 968 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι τα κοινόχρηστα πράγματα, εφόσον δεν ανήκουν δε δήμο ή κοινότητα, ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο δημόσιο. Όμως, ειδικά στην περίπτωση των Κυθήρων και Αντικυθήρων,τίποτε από όσα αναφέρονται ως κοινόχρηστα πράγματα δεν ανήκει στο δημόσιο, αλλά αποκλειστικά στην Επιτροπή Εγχωρίου Περιουσίας.
Σύμφωνα με την παρ. 15 του άρθρου 283 του Ν.3852/2010 (Καλλικράτης) (ΦΕΚ 87Α/07-06-2010) ορίζεται ότι το Ν.Π.Δ.Δ «Εγχώριος Περιουσία Κυθήρων και Αντικυθήρων» εξακολουθεί να ασκεί τις αρμοδιότητες του σύμφωνα με την ειδική νομοθεσία που καθορίζει την λειτουργία του.
Περαιτέρω, στο άρθρο 44 παρ. 5 του Ν. 3979/2011 «Για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α” 138/16-06-2011) προβλέπονται τα εξής:
Στην παράγραφο 15 του άρθρου 283 του ν. 3852/ 2010 προστίθενται εδάφια ως εξής: «Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μέχρι 31.12.2011, με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, προσαρμόζονται οι διατάξεις του π.δ. 272/1985 (Α” 101), όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν με το π.δ. 138/2004 (Α” 99), στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 περίπτωση 5.2 Α/4 και τις λοιπές διατάξεις του παρόντος νόμου, που σχετίζονται με τη διοίκηση και λειτουργία, καθώς και την οικονομική διοίκηση και διαχείριση της Επιτροπής Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων και Αντικυθήρων και ρυθμίζονται οργανωτικές και λειτουργικές σχέσεις του Δήμου Κυθήρων με την Επιτροπή Εγχώριας Περιουσίας.
Η θητεία του προέδρου και των μελών της Επιτροπής Εγχώριας Περιουσίας και των Εκκλησιαστικών Συμβουλίων των Ιερών Προσκυνημάτων, που ορίζει το άρθρο 18 του π.δ. 272/1985, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, παρατείνεται και λήγει με την πάροδο ενός μηνός από τη δημοσίευση του ανωτέρω προεδρικού διατάγματος. Οι διατάξεις που αφορούν την οικονομική διοίκηση και διαχείριση των δήμων εφαρμόζονται και για την οικονομική διοίκηση και διαχείριση της «Επιτροπής Εγχώριας Περιουσίας».
Πηγη : Επιτροπη Εγχωριου περιουσίας Κυθηρων και Αντικυθηρων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου