Συμπληρώνονται σήμερα 3 χρόνια από την ημέρα που ο
καθηγητής Χάξλεϋ επέστρεψε, μετά από σχεδόν μισόν αιώνα, στα Κύθηρα. Σε
ανάμνηση εκείνης της εορταστικής ημέρας αναδημοσιεύουμε το άρθρο του
Δημήτρη Κουτραφούρη από το τιμητικό τεύχος «George Leonard Huxley –
Επιστροφή στα Κύθηρα» το οποίο προσφέρθηκε στον καθηγητή την ημέρα της
αφίξεώς του.
Η δεκαετία του 60, όμως, τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ακόμα κι εδώ στα μέρη μας τ’ απομακρυσμένα κι αποκομμένα απ’ τις μητροπόλεις. Μια απομονωμένη κοινότητα που διατηρεί την αυτονόητη σχέση με τη μνήμη και με την κυκλική επαναφορά του χρόνου, δέχεται την εισβολή «παράξενων όντων» με σκονισμένα ρούχα και λεπτούς τρόπους, με χοντρά βιβλία και ονειροπόλο βλέμμα. Μιλούν σπαστά τη γλώσσα μας αλλά καταλαβαινόμαστε μια χαρά, ρωτούν πράγματα κάπως άσχετα με την ιδέα που έχουμε εμείς για τον τόπο μας αλλά τους αρέσουν τα τραγούδια μας και γελάνε συχνά με τ’ αστεία μας. Μένουν εκστατικοί μπροστά σε ασήμαντα κομμάτια πηλού, εμείς τα λέμε βήσαλα και σαν αυτά υπάρχουν χιλιάδες στα χωράφια μας εδώ γύρω, όχι καινούργια κι ακέραια σαν τα σταμνία που έχουμε σπίτια μας, αλλά παλιά και σπασμένα, από αυτά που μαζεύουμε για να χτίσουμε τους φούρνους μας ή που τα τρίβουμε στον τριάλιγκα, τα κάνουμε σκόνη και ραντίζουμε το στάρι στις αποθήκες για να μην πιάσει ζουζούνι. Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι «Αυτών Υψηλότητες» οι Αρχαιολόγοι, ξένοι και παράξενοι, απεσταλμένοι μιας μεγάλης δύναμης, με τη φλόγα του αγνώστου και τη δίψα της κτήσης, να βρούνε κάτι που για εμάς είναι πράγμα συνηθισμένο αλλά γι’ αυτούς μοιάζει να έχει μεγάλη αξία. Έχουν για όπλα τους αξίνες, ξεδιπλώνουν λεπτομερείς χάρτες, παίρνουν ντόπιους εργάτες, πληρώνουν καλά μεροκάματα, ενθουσιάζονται με μέτρο, σχεδιάζουν ό,τι βρίσκουν και του κρεμάνε κίτρινα χαρτάκια, καταγράφουν ακόμα και το χώμα που πετάνε κι όταν φεύγουν επανέρχονται την επόμενη χρονιά. Μέχρι που κάποια χρονιά δεν έρχονται πια και χάνονται ξαφνικά όπως πρωτοήρθαν.
Ο Huxley υπέβαλε αίτηση για διενέργεια ανασκαφών το καλοκαίρι του 1963 υπό τη διεύθυνσή του. Αρχικά ο στόχος ήταν να σκάψουν διερευνητικά στο Παλιόκαστρο, με δοκιμαστικές τομές γύρω από τον ναό του Αγίου Κοσμά για να εντοπίσουν το ιερό της Αφροδίτης, και στη Σκάνδεια με ενδιαφέρουσες ενδείξεις για πρωιμότερη κατοίκηση (Νεολιθική, εποχή του Χαλκού και πρώιμη εποχή του Σιδήρου), όπου είχαν εντοπίσει τάφους κατεστραμμένους από σκαπτικό μηχάνημα που ήταν εκτεθειμένοι σε φθορά. Για άγνωστους λόγους η ελληνική αρχαιολογική υπηρεσία δεν τους παραχώρησε άδεια ανασκαφής στο Παλιόκαστρο παρά μόνο στη Σκάνδεια (Παλιόπολη-Καστρί).
Με την εδώ εργασία τους συναντώνται απροσδόκητα και καθοριστικά οι εκδηλώσεις αντίθετων δυνάμεων, του κλειστού με το ανοικτό, του μικρού με το μεγάλο, του αρχαίου με το καινούργιο, του επιχώριου με το ασύνορο. Έχει έρθει η ώρα να διασταυρωθούν αντίρροπες συμπαντικές τροχιές. Ενός νέου επιστήμονα (με το σουλούπι και το ήθος της εσπερίας) με την ακίνητη τροχιά της γηγενούς κοινωνίας. Η ακαδημαϊκή ακρίβεια των φιλομαθών διανοουμένων με την λαϊκή αρχοντιά των απλών ανθρώπων. Η βρεταννική κομψότητα της απορίας με την ακλόνητη ελληνική βεβαιότητα. Ένας κόσμος που ανασαίνει ελεύθερα και οικεία από την Οξφόρδη ως την Κνωσσό ή την Σαμαρκάνδη με έναν κόσμο που θεωρεί την Παλιόπολη ένα όριο αυτάρκειας κι αντιμετωπίζει περίπου ως ξένη χώρα ό,τι κείται πέρ’ απ’ το Μάκρωνα κι ό,τι βρίσκεται πέρ’ απ’ τον Καβο-Μαλιά άλλην ήπειρο.
Στιγμές αληθινής ζωής και γνώσης. Ξημέρωμα στην Παλιόπολη, το σημείο όπου ενώνεται, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, η ομορφιά με την αλήθεια, ένας νέος επιστήμονας περπατάει ανάμεσα στα καλοκαιρινά στάχυα σε ένα χωράφι κρεμασμένο πάνω απ’ της θάλασσας το αναρίθμητον γέλασμα, ο βόμβος εκατομμυρίων εντόμων αντηχεί σαν αλλόκοτη μουσική μες στο μυαλό του, στα πόδια του χιλιάδες μυρμήγκια κουβαλούν κόκκους στάρι στις φωλιές τους βαθιά στο χώμα. Απομεσήμερο κάτω απ’ τις ελιές, ώρα καταγραφής, ο Νίκολας με το περήφανο μέτωπο, ο Έκτωρ με τα ατίθασα μαλλιά κάθονται, κοιτάζουν, μελετούν με ερωτική λατρεία τα αντικείμενα που ξεγέννησαν από το χώμα στο φως, το ελληνικό, ο Τζώρτζος, όπως τον λένε οι ντόπιοι, πάντα οικείος και διακριτικός, τα κορίτσια του Λαμπραντώνη πάνω στη μηχανή, ο πάγκος κατάσπαρτος με όστρακα, ένα κρεβάτι εκστρατείας στην ταράτσα, το μάτι του Άιβαν που όλα τα αιχμαλωτίζει. Έναστρες νύχτες, κάτω απ’ τα πόδια τους πόσα αρχαία κομμάτια ζωής ακόμα θαμμένα και από πάνω τους το γαλάζιο σκοτάδι, αχανές κι αιώνιο.
Η ανασκαφική δράση αποτελεί την εγκάρσια τομή σε ένα σύμπαν που κινείται σε παράλληλες τροχιές. Ταυτοχρόνως εκτυλίσσονται παράλληλοι ρυθμοί: ο μακροπερίοδος γεωλογικός που ανυψώνει λόφους και διαμορφώνει παραλίες, ο αργόσυρτος ιστορικός ρυθμός με τις ξαφνικές αναλαμπές του και ο βιολογικός χρόνος με την αβεβαιότητα, τον ενθουσιασμό και τη μόνιμη απορία του. Σε αντίστοιχη παραλληλία διατάσσονται ανά εποχή και τα στρώματα κάτω από τα πόδια μας κρυμμένα από τα μάτια μας. Η ανασκαφή τέμνει την παραλληλία και προσφέρει μια μοναδική ενότητα του χρόνου. Παρόμοια και για τους ανθρώπους που κινούνται μέσα στους μικρούς τους ορίζοντες, παράλληλα ο ένας με τον άλλο, έρχεται η ευλογημένη ώρα της συνάντησης, της συνεννόησης και της συνεργασίας. Και τότε ζουν την αλληλουχία πραγμάτων που ο λόγος συχνά ονομάζει αντίθετα.
Τα πρώτα ίχνη των Μινωιτών στα Κύθηρα ανακαλύφθηκαν τη δεκαετία του 1930. Τη δεκαετία του 1960, με τη σπουδαία ανασκαφή της αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής στο Καστρί, κοντά στο Αυλαίμονα, ο μινωικός αποικισμός των Κυθήρων είχε πια βεβαιωθεί. Τα σπίτια που ανασκάφηκαν ήταν τυπικά μινωικά, οι κάτοικοί τους, όπως και στην Κρήτη, χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο τα ίδια αντικείμενα. Ίδιοι ήταν οι τάφοι τους, όσοι ανακαλύφθηκαν λίγο πιο πέρα, ίδια τα ταφικά έθιμα.[4]
Με την ανασκαφή η τοπική κοινωνία δεν εμβαθύνει ουσιαστικά στην αρχαιολογική γνώση. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι απλοί άνθρωποι που έχουν συνηθίσει να κινούνται στην εξωτερική φλοίδα του χρόνου, σε αυτό που ονομάζουμε καιρό, έρχονται αντιμέτωποι με μια υποφώσκουσα αντίφαση της πραγματικότητας. Ο χρόνος ο παρών, αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο τί-ποτε, δεν είναι παρά το εφήμερο κάλυμμα ενός αλλού πράγματος στιβαρού, όμορφου, αιώνιου. Το παρελθόν δεν ήταν ποτέ στείρο και γι’ αυτό δεν του ταιριάζει στάση επιφυλακτική. Αποτελεί μια ενεργή διάσταση του περιβάλλοντός μας, του τρόπου που σκεφτόμαστε, του τρόπου που προσδιορίζουμε τον εαυτό μας. Πρέπει, λοιπόν, να δούμε την αρχαιολογία σαν μια μέθοδο, όχι προσκόλλησης στο παρελθόν, αλλά εμπιστοσύνης στο μέλλον.
Σήμερα, τα πράγματα τρέχουν με άλλους ρυθμούς. Πολλά αυτοκίνητα, αρκετός τουρισμός, μα οι δουλειές λιγοστές, ρεύμα σε όλα τα χωριά, πολλή πληροφορία, μα ελάχιστες διαφυγές, πληθωρισμός δυνατοτήτων και πενία πραγματοποιήσεων, η κλεψύδρα αδειάζει… Η χώρα μας υποφέρει, όχι από αναπάντεχη συμφορά, αλλά από οικεία δεινά. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ίσως μοιάζει πολυτέλεια να υποδεχόμαστε τον υψηλό καλεσμένο μας, να ελπίζουμε για την επαναλειτουργία του κλειστού αρχαιολογικού μουσείου, να ονειρευόμαστε τη σωτηρία των υλικών τεκμηρίων της ταυτότητάς μας, όταν η επιβίωση των συνανθρώπων μας έχει εξελιχθεί σε επικίνδυνο αγώνισμα. Ωστόσο ο τόπος δεν έχει απωλέσει την ελπίδα του. Υπάρχουν ακόμα τα «αγαθά στοιχειά» που προστατεύουν τη ρίζα της αρχοντιάς. Κάποτε ήτανε ο καθηγητής Θεμιστοκλής Πετρόχειλος κι ο μπαρμπα-Θόδωρος Χαμουζάς. Σήμερα είναι ο άνθρωπος-ανοικτό-μουσείο Φιλιππαντώνης, ο δυο φορές Κυθήριος Άδωνις Κύρου κι ο σεμνός περιπατητής Αλέκος Καστρίσιος.
Απ’ όλα όσα άκουσα κι έμαθα για την αποστολή του Χάξλεϋ ένα πράγμα τριβελίζει επίμονα στο μυαλό μου. Ο Χάξλεϋ αγόρασε ένα χωράφι για να σκάψει. Όταν τέλειωσε με την αποστολή του χάρισε το χωράφι στην Εγχώριο Περιουσία. Τα ευρήματά του μπορεί να παραμένουν στο σκοτάδι του κλειστού Αρχαιολογικού Μουσείου αλλά η γη, που δεν ανήκει σε άτομα, αποδόθηκε στην Πολιτεία των Ελλήνων και δη των Κυθηρίων. Δεν τολμώ να κάνω καμία σύγκριση ούτε θα προσπαθήσω να βγάλω κανένα ηθικό δίδαγμα. Απλώς θα το επαναλάβω, γιατί κάποια λόγια λειτουργούν σα βάλσαμο στην ψυχή. Αγόρασε ένα χωράφι, έφερε στο φως τα αρχαία και «επέστρεψε» το χωράφι στους φυσικούς του διαχειριστές. Αυτός ο άνθρωπος επιστρέφει στα Κύθηρα. Χωρίς ιδιο-κτησία. Διότι περιουσία του εδώ είναι ό,τι προσέφερε σε μια στιγμή και για πάντα σε όλους μας.
Ο Χάξλεϋ δεν επιστρέφει μόνο στο νησί, δεν επιστρέφει με αναπόληση στις παλιές ημέρες και στο αναγνωρισμένο έργο του, δεν επιστρέφει μόνο για να ξαναδεί από κοντά τα ευρήματά του που βρίσκονται εδώ, στον τόπο τους, στη γη όπου κατασκευάστηκαν, χρησιμοποιήθηκαν, θάφτηκαν για χιλιάδες χρόνια, ανακαλύφθηκαν και φυλάσσονται. Επιστρέφει στους ανθρώπους που – ζωντανοί ή αποθαμένοι – τον υποδέχονται, τον καλωσορίζουν στον τόπο τους που είναι και δικός του τόπος κι από καρδιάς τον χαιρετούν.
Δημήτρης Κουτραφούρης Πηγή /tripelago.wordpress.com
Time present and time past
Are both perhaps present in time future.
And time future contained in time past.
T.S. Eliot, Burnt Norton
Are both perhaps present in time future.
And time future contained in time past.
T.S. Eliot, Burnt Norton
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, γύρω στο φεγγάρι
του Θεριστή, στην παραλία της Παλιόπολης, βγαίνουν από τη θάλασσα οι
χελώνες και γεννούνε τ’ αυγά τους κάτω απ’ τη ζεστή άμμο. Οι πιο πολλοί
το αγνοούν, αδιαφορούν γι’ αυτό, δεν επιθυμούν καν να γνωρίσουν ή ακόμα
θεωρούν τη σωτηρία αυτής της μορφής ζωής μάταιη υπόθεση. Έτσι τα θηριώδη
τζιπ, τα τρακτέρ που στρώνουν την παραλία στις αρχές του καλοκαιριού
και οι πρώιμοι παραθεριστές καταστρέφουν τα αυγά και μαζί με αυτά σπάνε
έναν κρίκο στην αλυσίδα της φύσης.
Στο Καστρί που ορθώνεται σαν φρουρός πάνω
από την παραλία όπου συμβαίνει το κρυφό αυτό δράμα, έφτανε πριν πενήντα
χρόνια ο Χάξλεϋ. Ήταν η πρώτη διερευνητική επίσκεψη του νεαρού ιρλανδού
αρχαιολόγου στα Κύθηρα. Την επόμενη χρονιά τον συνοδεύει άλλος ένας
αρχαιολόγος, πέντε χρόνια μεγαλύτερός του, εγγλέζος γεννημένος στη
Λαχώρη με σπουδές στο Ήτον και στρατιωτική θητεία στην Αίγυπτο και την
Παλαιστίνη, αργότερα, ένας φωτογράφος [1], ένας νεαρός με
αριστοκρατικούς τρόπους και τ’ όνομα Έκτωρ [2], αλλά και λίγοι εθελοντές
που ήρθαν από μακρυά, ένα σμήνος φοιτητών, συνεργατών, διερχόμενων
επισκεπτών, ποικίλως ενδιαφερομένων για έναν τόπο που ξάφνου αποκτά στα
μάτια της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας ένα βάθος απροσδόκητο.
Ο George Leonard Huxley ταξίδεψε για πρώτη φορά στα Κύθηρα τον
Αύγουστο του 1961 και επισκέφτηκε αναγνωριστικά το Καστρί και το
Λειβάδι. Το επόμενο καλοκαίρι ξαναέρχεται στο νησί (με τον Coldstream
και τον Hope-Simpson)[3] για να διερευνήσει καλύτερα το χώρο όπου θα
μπορούσαν να ξεκινήσουν ανασκαφές. Στα 1960 το νησί ήταν τελείως
διαφορετικό απ’ ό,τι είναι σήμερα. Στην Παλιόπολη δεν είχε ρεύμα, το
νησί είχε λίγα αυτοκίνητα κι ελάχιστο τουρισμό, είχε όμως πολλή δουλειά
στα χωράφια και στη θάλασσα, κι ο κόσμος ζούσε απλά και μονιασμένα. Τα
πράγματα, ως τότε, δεν προλάβαιναν να παλιώσουν και να χάσουν τη
χρησιμότητά τους ώστε να ανακαλυφθούν εκ νέου ως κομμάτι μιας
αρχαιότητας.Η δεκαετία του 60, όμως, τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ακόμα κι εδώ στα μέρη μας τ’ απομακρυσμένα κι αποκομμένα απ’ τις μητροπόλεις. Μια απομονωμένη κοινότητα που διατηρεί την αυτονόητη σχέση με τη μνήμη και με την κυκλική επαναφορά του χρόνου, δέχεται την εισβολή «παράξενων όντων» με σκονισμένα ρούχα και λεπτούς τρόπους, με χοντρά βιβλία και ονειροπόλο βλέμμα. Μιλούν σπαστά τη γλώσσα μας αλλά καταλαβαινόμαστε μια χαρά, ρωτούν πράγματα κάπως άσχετα με την ιδέα που έχουμε εμείς για τον τόπο μας αλλά τους αρέσουν τα τραγούδια μας και γελάνε συχνά με τ’ αστεία μας. Μένουν εκστατικοί μπροστά σε ασήμαντα κομμάτια πηλού, εμείς τα λέμε βήσαλα και σαν αυτά υπάρχουν χιλιάδες στα χωράφια μας εδώ γύρω, όχι καινούργια κι ακέραια σαν τα σταμνία που έχουμε σπίτια μας, αλλά παλιά και σπασμένα, από αυτά που μαζεύουμε για να χτίσουμε τους φούρνους μας ή που τα τρίβουμε στον τριάλιγκα, τα κάνουμε σκόνη και ραντίζουμε το στάρι στις αποθήκες για να μην πιάσει ζουζούνι. Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι «Αυτών Υψηλότητες» οι Αρχαιολόγοι, ξένοι και παράξενοι, απεσταλμένοι μιας μεγάλης δύναμης, με τη φλόγα του αγνώστου και τη δίψα της κτήσης, να βρούνε κάτι που για εμάς είναι πράγμα συνηθισμένο αλλά γι’ αυτούς μοιάζει να έχει μεγάλη αξία. Έχουν για όπλα τους αξίνες, ξεδιπλώνουν λεπτομερείς χάρτες, παίρνουν ντόπιους εργάτες, πληρώνουν καλά μεροκάματα, ενθουσιάζονται με μέτρο, σχεδιάζουν ό,τι βρίσκουν και του κρεμάνε κίτρινα χαρτάκια, καταγράφουν ακόμα και το χώμα που πετάνε κι όταν φεύγουν επανέρχονται την επόμενη χρονιά. Μέχρι που κάποια χρονιά δεν έρχονται πια και χάνονται ξαφνικά όπως πρωτοήρθαν.
Ο Huxley υπέβαλε αίτηση για διενέργεια ανασκαφών το καλοκαίρι του 1963 υπό τη διεύθυνσή του. Αρχικά ο στόχος ήταν να σκάψουν διερευνητικά στο Παλιόκαστρο, με δοκιμαστικές τομές γύρω από τον ναό του Αγίου Κοσμά για να εντοπίσουν το ιερό της Αφροδίτης, και στη Σκάνδεια με ενδιαφέρουσες ενδείξεις για πρωιμότερη κατοίκηση (Νεολιθική, εποχή του Χαλκού και πρώιμη εποχή του Σιδήρου), όπου είχαν εντοπίσει τάφους κατεστραμμένους από σκαπτικό μηχάνημα που ήταν εκτεθειμένοι σε φθορά. Για άγνωστους λόγους η ελληνική αρχαιολογική υπηρεσία δεν τους παραχώρησε άδεια ανασκαφής στο Παλιόκαστρο παρά μόνο στη Σκάνδεια (Παλιόπολη-Καστρί).
Με την εδώ εργασία τους συναντώνται απροσδόκητα και καθοριστικά οι εκδηλώσεις αντίθετων δυνάμεων, του κλειστού με το ανοικτό, του μικρού με το μεγάλο, του αρχαίου με το καινούργιο, του επιχώριου με το ασύνορο. Έχει έρθει η ώρα να διασταυρωθούν αντίρροπες συμπαντικές τροχιές. Ενός νέου επιστήμονα (με το σουλούπι και το ήθος της εσπερίας) με την ακίνητη τροχιά της γηγενούς κοινωνίας. Η ακαδημαϊκή ακρίβεια των φιλομαθών διανοουμένων με την λαϊκή αρχοντιά των απλών ανθρώπων. Η βρεταννική κομψότητα της απορίας με την ακλόνητη ελληνική βεβαιότητα. Ένας κόσμος που ανασαίνει ελεύθερα και οικεία από την Οξφόρδη ως την Κνωσσό ή την Σαμαρκάνδη με έναν κόσμο που θεωρεί την Παλιόπολη ένα όριο αυτάρκειας κι αντιμετωπίζει περίπου ως ξένη χώρα ό,τι κείται πέρ’ απ’ το Μάκρωνα κι ό,τι βρίσκεται πέρ’ απ’ τον Καβο-Μαλιά άλλην ήπειρο.
Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε κατά τα
καλοκαίρια τριών συνεχόμενων ετών (1963, 1964, 1965), ενώ ακολούθησαν
και τουλάχιστον δύο χρονιές μελέτης των ευρημάτων κατά τα καλοκαίρια του
1966 και 1967. Είχε βολιδοσκοπηθεί ως αρχιεργάτης αρχικά ο Φίλιππας
Σάμιος από τα Μητάτα που θα φρόντιζε να βρει και καμιά 20αριά εργάτες,
ανάμεσα τους ο Θανάσης Ντόζης, ο Ανίκαντρος, οι Ματζώροι Θοδωρής και
Στέφανος, ο Μποτσέτας, ο Ψηλός κι άλλοι από τα γύρω χωριά, οι
περισσότεροι σήμερα απόντες. Την τελευταία χρονιά αναφέρεται ως
αρχιεργάτης ο Λαμπραντώνης, από τον οποίο αγοράστηκε και το χωράφι μέσα
στο οποίο έγινε μέρος της ανασκαφής, το άλλο σε κοινόχρηστη γη.
Στις συζητήσεις μου με παλαιούς ανθρώπους του νησιού διαπίστωσα κάτι
που μέχρι τότε μόνον υποψιαζόμουν: την τεταμένη σχέση τοπικής κοινωνίας
με την αρχαιολογία. Ο φόβος για την Υπηρεσία που λειτουργεί ως κράτος εν
κράτει εδράζεται στη ιδιότυπη νεοελληνική σύγκρουση μεταξύ κοινωνίας
και κράτους. Η καχυποψία, τις περισσότερες φορές αδικαιολόγητη, για
τη «σκοτεινή» διαχείριση των ευρημάτων, κάποτε όμως απότοκος της
εγκληματικής ολιγωρίας του κρατικού μηχανισμού. Η υπερηφάνεια της
άγνοιας που οδηγεί σε αυθαίρετες ερμηνείες της ιστορικής ταυτότητας κατά
το δοκούν. Αναπτύσσεται λοιπόν μια διττή αίσθηση. Από τη μια μεριά, η
τάση ιεροποίησης, μια ψευδαίσθηση αθανασίας εγγυημένης από την
αδιατάρακτη κατοχή του πράγματος, άφθορου και αμίαντου, μακρυά από την
οξείδωση της πραγματικότητας. Από την άλλη μεριά, μια υποβόσκουσα τάση
εξαργύρωσης (ένα λερναίο τέρας που άλλοτε ονομάζεται καπηλεία, άλλοτε
τουριστική αξιοποίηση, ιδεολογική εκμετάλλευση ή απλώς προσωπική
φιλοδοξία). Πολύ δύσκολα μπορεί να συναντήσει κανείς την άδολη αγάπη για
το αρχαίο αντικείμενο ως εκδήλωση αληθινής αγάπης για τους ανθρώπους
και την κοινωνία τους που αντιπροσωπεύεται μέσα από αυτό. Όταν όμως
συναντήσει κανείς αυτή την αγάπη για το αρχαίο και για την ανθρώπινη
μαρτυρία που αυτό φέρει, τότε μπορεί να φωτιστεί διαμιάς το παρελθόν, το
παρόν και το μέλλον.Στιγμές αληθινής ζωής και γνώσης. Ξημέρωμα στην Παλιόπολη, το σημείο όπου ενώνεται, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, η ομορφιά με την αλήθεια, ένας νέος επιστήμονας περπατάει ανάμεσα στα καλοκαιρινά στάχυα σε ένα χωράφι κρεμασμένο πάνω απ’ της θάλασσας το αναρίθμητον γέλασμα, ο βόμβος εκατομμυρίων εντόμων αντηχεί σαν αλλόκοτη μουσική μες στο μυαλό του, στα πόδια του χιλιάδες μυρμήγκια κουβαλούν κόκκους στάρι στις φωλιές τους βαθιά στο χώμα. Απομεσήμερο κάτω απ’ τις ελιές, ώρα καταγραφής, ο Νίκολας με το περήφανο μέτωπο, ο Έκτωρ με τα ατίθασα μαλλιά κάθονται, κοιτάζουν, μελετούν με ερωτική λατρεία τα αντικείμενα που ξεγέννησαν από το χώμα στο φως, το ελληνικό, ο Τζώρτζος, όπως τον λένε οι ντόπιοι, πάντα οικείος και διακριτικός, τα κορίτσια του Λαμπραντώνη πάνω στη μηχανή, ο πάγκος κατάσπαρτος με όστρακα, ένα κρεβάτι εκστρατείας στην ταράτσα, το μάτι του Άιβαν που όλα τα αιχμαλωτίζει. Έναστρες νύχτες, κάτω απ’ τα πόδια τους πόσα αρχαία κομμάτια ζωής ακόμα θαμμένα και από πάνω τους το γαλάζιο σκοτάδι, αχανές κι αιώνιο.
Η ανασκαφική δράση αποτελεί την εγκάρσια τομή σε ένα σύμπαν που κινείται σε παράλληλες τροχιές. Ταυτοχρόνως εκτυλίσσονται παράλληλοι ρυθμοί: ο μακροπερίοδος γεωλογικός που ανυψώνει λόφους και διαμορφώνει παραλίες, ο αργόσυρτος ιστορικός ρυθμός με τις ξαφνικές αναλαμπές του και ο βιολογικός χρόνος με την αβεβαιότητα, τον ενθουσιασμό και τη μόνιμη απορία του. Σε αντίστοιχη παραλληλία διατάσσονται ανά εποχή και τα στρώματα κάτω από τα πόδια μας κρυμμένα από τα μάτια μας. Η ανασκαφή τέμνει την παραλληλία και προσφέρει μια μοναδική ενότητα του χρόνου. Παρόμοια και για τους ανθρώπους που κινούνται μέσα στους μικρούς τους ορίζοντες, παράλληλα ο ένας με τον άλλο, έρχεται η ευλογημένη ώρα της συνάντησης, της συνεννόησης και της συνεργασίας. Και τότε ζουν την αλληλουχία πραγμάτων που ο λόγος συχνά ονομάζει αντίθετα.
Τα πρώτα ίχνη των Μινωιτών στα Κύθηρα ανακαλύφθηκαν τη δεκαετία του 1930. Τη δεκαετία του 1960, με τη σπουδαία ανασκαφή της αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής στο Καστρί, κοντά στο Αυλαίμονα, ο μινωικός αποικισμός των Κυθήρων είχε πια βεβαιωθεί. Τα σπίτια που ανασκάφηκαν ήταν τυπικά μινωικά, οι κάτοικοί τους, όπως και στην Κρήτη, χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο τα ίδια αντικείμενα. Ίδιοι ήταν οι τάφοι τους, όσοι ανακαλύφθηκαν λίγο πιο πέρα, ίδια τα ταφικά έθιμα.[4]
Με την ανασκαφή η τοπική κοινωνία δεν εμβαθύνει ουσιαστικά στην αρχαιολογική γνώση. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι απλοί άνθρωποι που έχουν συνηθίσει να κινούνται στην εξωτερική φλοίδα του χρόνου, σε αυτό που ονομάζουμε καιρό, έρχονται αντιμέτωποι με μια υποφώσκουσα αντίφαση της πραγματικότητας. Ο χρόνος ο παρών, αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο τί-ποτε, δεν είναι παρά το εφήμερο κάλυμμα ενός αλλού πράγματος στιβαρού, όμορφου, αιώνιου. Το παρελθόν δεν ήταν ποτέ στείρο και γι’ αυτό δεν του ταιριάζει στάση επιφυλακτική. Αποτελεί μια ενεργή διάσταση του περιβάλλοντός μας, του τρόπου που σκεφτόμαστε, του τρόπου που προσδιορίζουμε τον εαυτό μας. Πρέπει, λοιπόν, να δούμε την αρχαιολογία σαν μια μέθοδο, όχι προσκόλλησης στο παρελθόν, αλλά εμπιστοσύνης στο μέλλον.
Σήμερα, τα πράγματα τρέχουν με άλλους ρυθμούς. Πολλά αυτοκίνητα, αρκετός τουρισμός, μα οι δουλειές λιγοστές, ρεύμα σε όλα τα χωριά, πολλή πληροφορία, μα ελάχιστες διαφυγές, πληθωρισμός δυνατοτήτων και πενία πραγματοποιήσεων, η κλεψύδρα αδειάζει… Η χώρα μας υποφέρει, όχι από αναπάντεχη συμφορά, αλλά από οικεία δεινά. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ίσως μοιάζει πολυτέλεια να υποδεχόμαστε τον υψηλό καλεσμένο μας, να ελπίζουμε για την επαναλειτουργία του κλειστού αρχαιολογικού μουσείου, να ονειρευόμαστε τη σωτηρία των υλικών τεκμηρίων της ταυτότητάς μας, όταν η επιβίωση των συνανθρώπων μας έχει εξελιχθεί σε επικίνδυνο αγώνισμα. Ωστόσο ο τόπος δεν έχει απωλέσει την ελπίδα του. Υπάρχουν ακόμα τα «αγαθά στοιχειά» που προστατεύουν τη ρίζα της αρχοντιάς. Κάποτε ήτανε ο καθηγητής Θεμιστοκλής Πετρόχειλος κι ο μπαρμπα-Θόδωρος Χαμουζάς. Σήμερα είναι ο άνθρωπος-ανοικτό-μουσείο Φιλιππαντώνης, ο δυο φορές Κυθήριος Άδωνις Κύρου κι ο σεμνός περιπατητής Αλέκος Καστρίσιος.
Απ’ όλα όσα άκουσα κι έμαθα για την αποστολή του Χάξλεϋ ένα πράγμα τριβελίζει επίμονα στο μυαλό μου. Ο Χάξλεϋ αγόρασε ένα χωράφι για να σκάψει. Όταν τέλειωσε με την αποστολή του χάρισε το χωράφι στην Εγχώριο Περιουσία. Τα ευρήματά του μπορεί να παραμένουν στο σκοτάδι του κλειστού Αρχαιολογικού Μουσείου αλλά η γη, που δεν ανήκει σε άτομα, αποδόθηκε στην Πολιτεία των Ελλήνων και δη των Κυθηρίων. Δεν τολμώ να κάνω καμία σύγκριση ούτε θα προσπαθήσω να βγάλω κανένα ηθικό δίδαγμα. Απλώς θα το επαναλάβω, γιατί κάποια λόγια λειτουργούν σα βάλσαμο στην ψυχή. Αγόρασε ένα χωράφι, έφερε στο φως τα αρχαία και «επέστρεψε» το χωράφι στους φυσικούς του διαχειριστές. Αυτός ο άνθρωπος επιστρέφει στα Κύθηρα. Χωρίς ιδιο-κτησία. Διότι περιουσία του εδώ είναι ό,τι προσέφερε σε μια στιγμή και για πάντα σε όλους μας.
Ο Χάξλεϋ δεν επιστρέφει μόνο στο νησί, δεν επιστρέφει με αναπόληση στις παλιές ημέρες και στο αναγνωρισμένο έργο του, δεν επιστρέφει μόνο για να ξαναδεί από κοντά τα ευρήματά του που βρίσκονται εδώ, στον τόπο τους, στη γη όπου κατασκευάστηκαν, χρησιμοποιήθηκαν, θάφτηκαν για χιλιάδες χρόνια, ανακαλύφθηκαν και φυλάσσονται. Επιστρέφει στους ανθρώπους που – ζωντανοί ή αποθαμένοι – τον υποδέχονται, τον καλωσορίζουν στον τόπο τους που είναι και δικός του τόπος κι από καρδιάς τον χαιρετούν.
Κι ετούτον τον Ιούνιο, στην παραλία κάτω
απ’ τα Καστρία θα εκτυλιχθεί το ίδιο ενιαύσιο δράμα της άγνοιας,
προμελετημένης κι ασύγγνωστης. Πρέπει ωστόσο να καταλάβουμε ότι η φύση, η
ζωή κι ο πολιτισμός, η αφοσίωση προς τη γη και τους καρπούς της, η
απόλαυση του τίμιου μόχθου, ο σεβασμός του προσώπου μέσα από πράξεις
μνήμης, η κοινωνική νοηματοδότηση του βίου, ακόμα και η προσωπική
ευδαιμονία είναι πράγματα αλληλένδετα. Τα αρχαία στα κασόνια, τα
πατημένα χελωνάκια, τα παρατημένα χωράφια, τα σπασμένα σταμνία, η
ουσιαστική αδιαφορία για το πρόσωπο του άλλου, οι ασυνάρτητες κραυγές
της εποχής μας που αδυνατούν να γίνουν λόγος, η βαρβαρότητα της
ηθελημένης απελπισίας, οι μπουλντόζες της μαραμένης ανάπτυξης, τα
κηρύγματα υπεροχής και μίσους αποτελούν εγκλήματα που έχουν μία κοινή
ρίζα. Την επιβολή της δύναμης ενάντια στην αρμονική συναίσθηση του
χρόνου. Την προτίμηση να αδικούμε παρά το αντίστροφο. Το λιγόστεμα της
αγάπης. Ο χρόνος που διασώθηκε παραλλαγμένος μέσα στο παρόν κινδυνεύει
πλέον από τη βία του καιρού που δεν μπορεί να υψωθεί στο χρόνο.
Μόνο οι πράξεις μνήμης σαν τη σημερινή μπορούν να μας συνεφέρουν. Η
γνώση τού ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, με ποιους πορευόμαστε και η
αγάπη για το εντός της ζωής μας αλλότριο. Κι όλ’ αυτά μ’ έναν στόχο, το
ηθικό κατόρθωμα – για να θυμηθώ το στίχο που θα ακουστεί πολύ οικείος σε
ώτα Κυθηρίων – «να ενώσουμε μες στην ιδέα της μέλισσας το κεντρί και το
μέλι της».[5]Δημήτρης Κουτραφούρης Πηγή /tripelago.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου