Έχουν ήδη περάσει 10 χρόνια από το σεισμό του 2006, που άφησε ερείπιο το ναό της Αγίας Τριάδας στα Μητάτα και ακόμα το κουφάρι παραμένει στη θέση του άσχημο και επικινδύνως ετοιμόρροπο όπως την πρώτη μέρα. Εν τω μεταξύ ο παλαιός Άγιος Γεώργιος, ύστερα από την επισκευή και αποκατάσταση των ζημιών, λειτουργεί κανονικά και φυσικά τις Κυριακές αποδεικνύεται με το παραπάνω κατανυκτικός, ευρύχωρος και ταιριαστός για τη μικρή αλλά ιστορική ενορία.
………………………………………………………………………………………….
Στα χρόνια μετά την ενσωμάτωση των Κυθήρων στο ελλαδικό κράτος, κι ενώ τα γεφύρια, τα σχολεία, οι δρόμοι και οι βρύσες που μας άφησαν οι άγγλοι άρχισαν σιγά σιγά να ρημάζουν, ένα νέο είδος δημοσίων έργων άρχισε να κατασκευάζεται από το Βορρά ως το Νότο: ναοί.
Η πληθυσμιακή αύξηση προσέφερε ικανή δικαιολογία, όμως κατά την άποψή μου η ψυχολογική ανάγκη ήταν μεγαλύτερη της πρακτικής. Ένα πλέγμα ανταγωνισμού μεταξύ χορτασμένων από την πρωτόγνωρη ευημερία χωριών, ματαιοδοξίας πλούσιων ευεργετών της διασποράς και μεγαλομανίας τοπικών οικογενειών δημιούργησε μια νέα (εθνικο)θρησκευτικότητα την οποία τα μεσαιωνικά εκκλησάκια ήταν πολύ ταπεινά για να εξυπηρετήσουν. Οι παλιοί ναοί περιφρονήθηκαν από την εκκοσμικευμένη ορμή του ποιμνίου, κάποιοι μάλιστα γκρεμίστηκαν, για να ανεγερθούν με δωρεές σε χρήμα και εργασία νέοι, κατά κανόνα “νεοελλαδικού” τύπου σταυροειδείς με τρούλο, να εξέχουν ψηλά πάνω από την κορυφογραμμή των οικισμών. Αρχιτεκτονικά άσχετοι με την ιστορική ναοδομία του νησιού, πολεοδομικά παράταιροι με τον ιστό των οικισμών και χωρικά τοποθετημένοι με προτεραιότητα τον εντυπωσιασμό και όχι τη μυστική συμβολική σχέση με το τοπίο. Οι ναοί των Αρωνιαδίκων, του Ποταμού, των Μητάτων, του Κάτω Λιβαδίου, της Παναγίας Δέσποινας, των Φρατσίων και των Καρβουνάδων είναι μάλλον οι πιο εμβληματικές περιπτώσεις. Άλλοι, λόγω της μικρότερης κλίμακάς τους, δείχνουν σήμερα περισσότερο οργανικά ενταγμένοι στους οικισμούς (καθώς πλέον τα ιδιωτικά κτίρια είναι έτι περισσότερο ογκώδη): του Καραβά, των Λογοθετιανίκων, των Φατσαδίκων, των Φριλιγκιανίκων – ακόμα και του Καλάμου και του Διακοφτιού που πριν από 30 χρόνια έδειχναν τεράστιοι.
Η πληθυσμιακή αύξηση προσέφερε ικανή δικαιολογία, όμως κατά την άποψή μου η ψυχολογική ανάγκη ήταν μεγαλύτερη της πρακτικής. Ένα πλέγμα ανταγωνισμού μεταξύ χορτασμένων από την πρωτόγνωρη ευημερία χωριών, ματαιοδοξίας πλούσιων ευεργετών της διασποράς και μεγαλομανίας τοπικών οικογενειών δημιούργησε μια νέα (εθνικο)θρησκευτικότητα την οποία τα μεσαιωνικά εκκλησάκια ήταν πολύ ταπεινά για να εξυπηρετήσουν. Οι παλιοί ναοί περιφρονήθηκαν από την εκκοσμικευμένη ορμή του ποιμνίου, κάποιοι μάλιστα γκρεμίστηκαν, για να ανεγερθούν με δωρεές σε χρήμα και εργασία νέοι, κατά κανόνα “νεοελλαδικού” τύπου σταυροειδείς με τρούλο, να εξέχουν ψηλά πάνω από την κορυφογραμμή των οικισμών. Αρχιτεκτονικά άσχετοι με την ιστορική ναοδομία του νησιού, πολεοδομικά παράταιροι με τον ιστό των οικισμών και χωρικά τοποθετημένοι με προτεραιότητα τον εντυπωσιασμό και όχι τη μυστική συμβολική σχέση με το τοπίο. Οι ναοί των Αρωνιαδίκων, του Ποταμού, των Μητάτων, του Κάτω Λιβαδίου, της Παναγίας Δέσποινας, των Φρατσίων και των Καρβουνάδων είναι μάλλον οι πιο εμβληματικές περιπτώσεις. Άλλοι, λόγω της μικρότερης κλίμακάς τους, δείχνουν σήμερα περισσότερο οργανικά ενταγμένοι στους οικισμούς (καθώς πλέον τα ιδιωτικά κτίρια είναι έτι περισσότερο ογκώδη): του Καραβά, των Λογοθετιανίκων, των Φατσαδίκων, των Φριλιγκιανίκων – ακόμα και του Καλάμου και του Διακοφτιού που πριν από 30 χρόνια έδειχναν τεράστιοι.
Σήμερα, μόλις μερικές στιγμές του ιστορικού χρόνου μετά την ύβρη της ανέγερσης, ήδη τα εκτός μέτρου κτίρια τιμωρούν, όχι τους κτήτορες αλλά αλίμονο τους απογόνους τους. Τεράστια ποσά αναλογούν στους εναπομείναντες ενορίτες για τη στοιχειώδη συντήρηση (την οποία οι πλούσιοι χορηγοί δεν θεωρούν εξίσου ένδοξη με την ανέγερση ή αγιογράφηση) ώστε απλά να μην καταρρεύσουν τα κτίρια: για να αλλάξουν τα σπασμένα τζαμάκια, να στεγανώσουν τον τρούλο, να πληρώσουν τις τετραόροφες σκαλωσιές, να βάψουν με το φτηνότερο ακρυλικό τις μεγάλες προσόψεις, να πληρώσουν το ρεύμα και να θερμάνουν εκατοντάδες κυβικά μέτρα εσωτερικού χώρου για μια χούφτα εκκλησιαζόμενους. Η καρτερική αυταπάρνηση που χαρακτηρίζει τις τιτάνιες προσπάθειες διατήρησης των υπερμεγεθών κτιρίων είναι συγκινητική, όμως απέλπιδα – οι ναοί αυτοί ίσως έκλεισαν τον κύκλο τους. Κι αν κάποιος προσβλέπει ρομαντικά σε μελλοντική δικαίωση με επάνοδο του πληθυσμού στην ενορία με τους ίδιους όρους, το ίδιο λειτουργικό και τον ίδιο χωρικό συμβολισμό, μάλλον δεν έχει αντιληφθεί οτι οι καιροί αλλάζουν και η εκκλησία τελεολογώντας πρωτοστατεί αντί να αντιμάχεται την αλλαγή.
Παράπλευρα, με όλη τη ζωτική ενέργεια και τα διαθέσιμα χρήματα να σπαταλώνται για τους ενοριακούς αυτούς ναούς, μοιραία τα ανεκτίμητα πανάρχαια ναΰδρια παραδίδονται στη φθορά. Η υπερφίαλη εκείνη γενιά έκανε λοιπόν «το κομμάτι της» αλλά κληροδότησε δυσβάστακτα φορτία στα παιδιά των παιδιών της. Πολύ απλά: ένα χωριό με 70 κατοίκους, εκ των οποίων εκκλησιάζονται οι 5, δεν μπορεί να συντηρεί ναό χωρητικότητας 300 ατόμων. Και δεν οφείλει κιόλας: είναι τελείως έξω από τη στοχοθεσία μιας ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας να αναλώνεται στη διατήρηση τέτοιας κοσμικής ματαιότητας. Η σημερινή βάσανος είναι κατ’ εμέ απόδειξη οτι τα κτίρια αυτά φτιάχτηκαν για τη δόξα των ανθρώπων μάλλον – ο δικός μας Θεός δεν βασανίζει τα παιδιά του.
Ακραία, αλλά για αυτό το λόγο αποκαλυπτική, είναι η περίπτωση των Μητάτων.
Στα Μητάτα βρίσκεται από αιώνες ένας γλυκύτατος ιστορικός ναός, ο Άγιος Γεώργιος, μεσαίου -αν όχι μεγάλου- μεγέθους για τα μέχρι τον 19ο αιώνα δεδομένα των Κυθήρων. Η ακμάζουσα -και αειφόρος όπως τότε νόμιζε- κοινότητα του τέλους του 19ου αιώνα, έκτισε όμως και δεύτερο, μεγαλύτερο ναό στη θέση του σημερινού κουφαριού της Αγίας Τριάδος. Είτε η θέση ήταν γεωλογικά ακατάλληλη, είτε η κατασκευή είχε λάθη, πάντως κατέρρευσε με τον σεισμό της 11/8/1903. Σε πείσμα της φύσης και του ανίερου εγκέλαδου, ανηγέρθη πάραυτα και στην ίδια θέση νέος, ακόμα μεγαλύτερος ναός, αρχιτεκτονικά κάκιστος, με φτωχή βάση, δυσαναλογία των μερών, ογκώδη κορμό και μονοκόματο όγκο σε αντίθεση με την κλιμακούμενη καθ΄ύψος μετρημένη ογκοπλασία των γειτονικών παλαιών πώρινων κτιρίων. Μπορεί η ανιδιοτελής προσφορά των κτητόρων να τους κατατάξει μεταξύ των αγίων αλλά αληθινά, αρχιτεκτονικά ίσως ήταν ο χειρότερος του νησιού. Μέχρι να καταστραφεί κι αυτός με τη σειρά του με τον -αναμενόμενο- σεισμό της 8/1/2006, ο οποίος προσέδωσε στο τραυματισμένο κέλυφος ένα κάποιο υπερβατικό νόημα (που δεν είχε όσο ήταν υγιές) και πολυφωτογραφήθηκε όσο ποτέ στο παρελθόν.
Για να είμαι ειλικρινής και να πω την αμαρτία μου, πάντα απεχθανόμουν τα κτίρια που επιβάλλονταν με τον όγκο τους και μάλλον χάρηκα με τη ζημιά. Σύμφωνα με την επίκληση των λόγων του Γρηγορίου Νύσσης από το διευθυντή της Ναοδομίας της Εκκλησίας τη Ελλάδος π.Δέδε «η κτιστή πραγματικότητα αεί κτίζεται και η ζωή στην κίνηση ενός κύκλου είναι γνώρισμα της ασέβειας ενώ η ευθεία πορεία είναι η δυναμική ανακαίνιση που χαρίζει ο Θεός με το βλέμμα στραμμένο στο φως της όγδοης ημέρας». Σκέφτηκα: «ωραία, first we take Μητάτα» – αλλά κυρίαρχη άποψη την επομένη του σεισμού ήταν η επισκευή του ναού με όποιο κόστος. Προκαταρκτικές στατικές εκτιμήσεις έδειξαν οτι απαιτείται τεράστια δαπάνη – κλασσική περίπτωση που το βάρος της ανακαίνισης πληγώνει και βλάπτει περισσότερο από το σεισμό. Αλλά αυτοί εκεί! Να αναστήσουν το θηρίο! «Είναι ιστορικός» άκουσα κάποια στιγμή. Ναι, αλλά ιστορικός στο να πέφτει συμπληρώνω. Το αποκορύφωμα όμως του ανορθολογισμού ήταν το συμπέρασμα οτι, αφού έχει ήδη πέσει 2 φορές, «είναι θέλημα Θεού να τον ξανακτίσουμε!» Μπρρρρ! Ποιός σαδιστής θεός θα έκανε τέτοιες πλάκες στους πιστούς του; Και εν πάσει περιπτώσει, εάν κάποιος ερμηνεύει με τέτοια ευχέρεια το θείο θέλημα γιατί να μην ευσταθεί και η ερμηνεία οτι οι κάτοικοι των Μητάτων απολαμβάνουν προνομιακής μεταχείρισης αφού αυτούς μόνο ελέησε να απαλλάξει από το προσβλητικό για τη φυσιογνωμία του οικισμού μεγαθήριο και τη δυσβάσταχτη συντήρησή του;
Επαναδιατυπώνοντας λοιπόν την πρότασή μου, ας γίνει ένα τοπικό δημοψήφισμα στα Μητάτα για το φάντασμα του ναού της Αγίας Τριάδος: Επισκευή όποτε και με όποιο κόστος; Ή να καθαριστεί ο χώρος και να φτιαχτεί μια φιλάνθρωπη χρηστική πλατεία – συνέχεια της υφιστάμενης; (Τα πωρία -που ξεσκεπάστηκαν από το σοβά- ας χρησιμοποιηθούν για κάποιον σκοπό που θα αποφασίσει η ενορία, πχ για τη διαμόρφωση της πλατείας ή για την ανέγερση ενός αναμνηστικού προσκυνήματος και τα υπόλοιπα να πωληθούν σε δημοπρασία για την επισκευή του πλήθους των εγκαταλελειμένων ναϋδρίων της περιοχής). Ας σκεφτούμε χωρίς συναισθηματισμούς, ας αποφασίσουμε με μέτρο, λογικά, χωρίς δεισιδαιμονίες, όπως αρμόζει σε ένα αισιόδοξο ζωντανό εκκλησίασμα με το βλέμμα στα έσχατα και όχι νοσταλγικά ακίνητο στο παρελθόν. Και ας αποφασίουμε σύντομα – έχουν ήδη περάσει 10 χρόνια! Πριν ξεκολλήσει κανένα αγκωνάρι και δεν πληρώσουμε μόνο με χρήμα την έλλειψη μέτρου των πατεράδων των πατεράδων των πατεράδων μας.
Και τέλος, ας αφήσουμε παράμερα την επίκληση δικών μας προσταγμάτων ως θείων – διότι το τι είναι εντέλει ύβρις μάλλον κανείς μας δεν το γνωρίζει με απόλυτη βεβαιότητα.
Και τέλος, ας αφήσουμε παράμερα την επίκληση δικών μας προσταγμάτων ως θείων – διότι το τι είναι εντέλει ύβρις μάλλον κανείς μας δεν το γνωρίζει με απόλυτη βεβαιότητα.
Πηγή http://dragonerarossa.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου