Περίληψη προηγουμένων:
Ο δήμαρχος της Χώρας ψάχνει τρόπο να αμυνθεί απέναντι στην αεροπορική εισβολή του Καντονίου των Βιαραδίκων. Το νότιο νησί φλέγεται και ο έξω Δήμος παρακολουθεί με αγωνία τις εξελίξεις. Ο Σούπερ Κασιμάτης είναι ακόμα αιχμάλωτος του Χαρούπη.
…………………………………………………..
«Θέλεις πίτα;»
«Όχι μωρέ, έφαγα έναν σκασμό το μεσημέρι. Είχε φτιάξει ένα κοκκινιστό η κυραΔέσποινα να γλύφεις τα δάχτυλά σου, έσκασα στο φαί»
«Λίγο τσίπουρο να χωνέψεις τότε;»
«Ε, αφού επιμένεις…»
Σκαρφαλωμένοι πάνω στο παρατηρητήριο της Σκληρής λίγα μέτρα από τον φράχτη που χώριζε την Κυθηραϊκή Ομοσπονδία από τη Λαική Βορειοκυθηραϊκή Δημοκρατία (στα καφενεία του Μποταμού οργίαζαν οι φήμες πως πίσω από τον φράχτη υπήρχε ναρκοπέδιο, κάτι που μετ’ επιτάσεως διέψευδαν οι ΚΟΜίτες) οι δύο Βορειοτσιριγώτες στους οποίους ανήκει ο διάλογος που μόλις κρυφακούσαμε έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους να περάσει η ώρα. Η Αεράμυνα της ΛΒΔ τους είχε αγγαρέψει σε βαρετή απογευματινή βάρδια στα πλαίσια των έκτατων μέτρων που είχαν ληφθεί μετά το θερμό επεισόδιο που είχε ακολουθήσει τη σκανδαλώδη αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος που εξήγαγε η Δημοκρατία του Μέσα Δήμου στους ΚΟΜίτες. Μετά από την άμεση δυναμική παρέμβαση του Καντονίου των Βιαραδίκων που είχε στείλει ολόκληρη τη Πρώτη Πτέρυγα Μάχης «Η Βρύση» στη ΔΜΔ και υπό την απειλή της ολοκληρωτικής καταστροφής του εργοταξίου του νέου ιχθυηλεκτρικού εργοστασίου, ο Δήμαρχος/Πρωθυπουργός της ΔΜΔ είχε αναγκασθεί να αναδιπλωθεί. Όχι μόνον δεν έγινε αύξηση 300% στο ρεύμα, αλλά απεναντίας οι θρασείς Βιαραδιώτες είχαν επιτύχει μείωση κατά 50%, κάτι που έπληξε σοβαρά τη δημοτικότητα του Δήμαρχου. Όσοι παρίσταντο όμως στην υπογραφή της νέας ταπεινωτικής σύμβασης τον άκουσαν να λέει ανάμεσα από τα δόντια: “Δεν έχω πεί ακόμη την τελευταία μου λέξη κατσικοκλέφτες, να το θυμάστε αυτό».
«Ακούς κάτι;»
«Σαν τι;»
«Σαν μπουμπουνητό μου ακούστηκε…»
«Τι λες μωρέ; Ξαστεριά έχει.»
«Νάτο πάλι, δυναμώνει κιόλας.»
«Ναι ρε, σα να έχεις δίκιο.»
Πριν καλά καλά προλάβει να τελειώσει τη φράση του ο ξωτάρος επίστρατος μία κόκκινη λυχνία άναψε πάνω στο πάνελ του ασύρματου και από τη μεριά του Μποταμού ήχησαν σειρήνες.
Οι δύο συνοριοφύλακες κοιτάχτηκαν με τα μάτια γουρλωμένα, τα πλαστικά ποτήρια τους μετέωρα στον αέρα χωρίς ποτέ να συναντηθούν για το εθιμικό τσούγκρισμα.
«Τι στο…» ξεκίνησε να πει κάτι ο μεγαλύτερος σε ηλικία επίστρατος , όμως τη φωνή του κάλυψε η βοή από ένα σμήνος Sea Harrier που πέρασε ξυστά πάνω από τα δέντρα.
Την ίδια στιγμή ο Γ έβλεπε στο τερματικό του γραφείου του το μήνυμα «ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ FIR BOTAMOS». Χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο πέταξε το Φως των Σπορ στο πάτωμα και πάτησε ένα μεγάλο κόκκινο κουμπί πάνω στο οποίο ήταν γραμμένο ένα μεγάλο ευανάγνωστο «Κ» και στη συνέχεια πετάχτηκε έξω από την πόρτα, άρπαξε στην αγκαλιά του την Πέννυ Μάνη, τράβηξε ένα μοχλό ανοίγοντας έτσι μια καταπακτή και πήδηξε στο κενό. Η Πέννυ Μάνη ούρλιαξε από τρόμο, ίσως και από ηδονή, όμως πριν προλάβει να αποφασίσει για ποιόν ακριβώς λόγο ούρλιαζε είχαν προσγειωθεί πάνω σε ένα αφράτο αερόστρωμα. Ο Γ και η Πέννυ αναπήδησαν λίγες φορές και ύστερα ο αρρενωπός αρχηγός της Εξωδημοτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών την βοήθησε ιπποτικά να σταθεί στα πόδια της πρίν εξαφανιστεί στον λαβύρινθο που σχημάτιζαν οι ατελείωτες γαλαρίες που αποτελούσαν το πυρηνικό καταφύγιο του Μποταμού.
Η Πέννυ ακολουθώντας τις οδηγίες που διάβασε σε μία οθόνη κατευθύνθηκε προς τον κύριο χώρο ενδιαίτησης του καταφυγίου αφήνοντας έναν αργόσυρτο ανεστεναγμό την ώρα που έφτιαχνε τα μαλλιά της.
«Όχι μωρέ, έφαγα έναν σκασμό το μεσημέρι. Είχε φτιάξει ένα κοκκινιστό η κυραΔέσποινα να γλύφεις τα δάχτυλά σου, έσκασα στο φαί»
«Λίγο τσίπουρο να χωνέψεις τότε;»
«Ε, αφού επιμένεις…»
Σκαρφαλωμένοι πάνω στο παρατηρητήριο της Σκληρής λίγα μέτρα από τον φράχτη που χώριζε την Κυθηραϊκή Ομοσπονδία από τη Λαική Βορειοκυθηραϊκή Δημοκρατία (στα καφενεία του Μποταμού οργίαζαν οι φήμες πως πίσω από τον φράχτη υπήρχε ναρκοπέδιο, κάτι που μετ’ επιτάσεως διέψευδαν οι ΚΟΜίτες) οι δύο Βορειοτσιριγώτες στους οποίους ανήκει ο διάλογος που μόλις κρυφακούσαμε έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους να περάσει η ώρα. Η Αεράμυνα της ΛΒΔ τους είχε αγγαρέψει σε βαρετή απογευματινή βάρδια στα πλαίσια των έκτατων μέτρων που είχαν ληφθεί μετά το θερμό επεισόδιο που είχε ακολουθήσει τη σκανδαλώδη αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος που εξήγαγε η Δημοκρατία του Μέσα Δήμου στους ΚΟΜίτες. Μετά από την άμεση δυναμική παρέμβαση του Καντονίου των Βιαραδίκων που είχε στείλει ολόκληρη τη Πρώτη Πτέρυγα Μάχης «Η Βρύση» στη ΔΜΔ και υπό την απειλή της ολοκληρωτικής καταστροφής του εργοταξίου του νέου ιχθυηλεκτρικού εργοστασίου, ο Δήμαρχος/Πρωθυπουργός της ΔΜΔ είχε αναγκασθεί να αναδιπλωθεί. Όχι μόνον δεν έγινε αύξηση 300% στο ρεύμα, αλλά απεναντίας οι θρασείς Βιαραδιώτες είχαν επιτύχει μείωση κατά 50%, κάτι που έπληξε σοβαρά τη δημοτικότητα του Δήμαρχου. Όσοι παρίσταντο όμως στην υπογραφή της νέας ταπεινωτικής σύμβασης τον άκουσαν να λέει ανάμεσα από τα δόντια: “Δεν έχω πεί ακόμη την τελευταία μου λέξη κατσικοκλέφτες, να το θυμάστε αυτό».
«Ακούς κάτι;»
«Σαν τι;»
«Σαν μπουμπουνητό μου ακούστηκε…»
«Τι λες μωρέ; Ξαστεριά έχει.»
«Νάτο πάλι, δυναμώνει κιόλας.»
«Ναι ρε, σα να έχεις δίκιο.»
Πριν καλά καλά προλάβει να τελειώσει τη φράση του ο ξωτάρος επίστρατος μία κόκκινη λυχνία άναψε πάνω στο πάνελ του ασύρματου και από τη μεριά του Μποταμού ήχησαν σειρήνες.
Οι δύο συνοριοφύλακες κοιτάχτηκαν με τα μάτια γουρλωμένα, τα πλαστικά ποτήρια τους μετέωρα στον αέρα χωρίς ποτέ να συναντηθούν για το εθιμικό τσούγκρισμα.
«Τι στο…» ξεκίνησε να πει κάτι ο μεγαλύτερος σε ηλικία επίστρατος , όμως τη φωνή του κάλυψε η βοή από ένα σμήνος Sea Harrier που πέρασε ξυστά πάνω από τα δέντρα.
Την ίδια στιγμή ο Γ έβλεπε στο τερματικό του γραφείου του το μήνυμα «ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ FIR BOTAMOS». Χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο πέταξε το Φως των Σπορ στο πάτωμα και πάτησε ένα μεγάλο κόκκινο κουμπί πάνω στο οποίο ήταν γραμμένο ένα μεγάλο ευανάγνωστο «Κ» και στη συνέχεια πετάχτηκε έξω από την πόρτα, άρπαξε στην αγκαλιά του την Πέννυ Μάνη, τράβηξε ένα μοχλό ανοίγοντας έτσι μια καταπακτή και πήδηξε στο κενό. Η Πέννυ Μάνη ούρλιαξε από τρόμο, ίσως και από ηδονή, όμως πριν προλάβει να αποφασίσει για ποιόν ακριβώς λόγο ούρλιαζε είχαν προσγειωθεί πάνω σε ένα αφράτο αερόστρωμα. Ο Γ και η Πέννυ αναπήδησαν λίγες φορές και ύστερα ο αρρενωπός αρχηγός της Εξωδημοτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών την βοήθησε ιπποτικά να σταθεί στα πόδια της πρίν εξαφανιστεί στον λαβύρινθο που σχημάτιζαν οι ατελείωτες γαλαρίες που αποτελούσαν το πυρηνικό καταφύγιο του Μποταμού.
Η Πέννυ ακολουθώντας τις οδηγίες που διάβασε σε μία οθόνη κατευθύνθηκε προς τον κύριο χώρο ενδιαίτησης του καταφυγίου αφήνοντας έναν αργόσυρτο ανεστεναγμό την ώρα που έφτιαχνε τα μαλλιά της.
Ο Μανώλης Κασιμάτης ήταν ο πλέον έμπειρος πιλότος της αεροπορίας του Μέσα Δήμου και φυσικά αρχηγός της αποστολής. Μιας αποστολής που δεν του άρεσε καθόλου, καθώς η ιδέα του Δήμαρχου να βάψει ένα σμήνος νεοαποκτηθέντων Sea Harrier στα χρώματα του Καντονίου των Βιαραδίκων και να παραβιάσει τον εναέριο χώρο της ΛΒΔ του φαινόταν επαίσχυντη, όμως, αυτός δεν ήταν παρά ένας απλός στρατιώτης και εκτελούσε εντολές. Στο κάτω κάτω, ο Δήμαρχος είχε αποδείξει πως ήθελε το καλό του Μέσα Δήμου και από τη στιγμή που είχε αναλάβει και τη θέση του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων της ΔΜΔ θα έκανε ό, τι του ζητούσε. «Πάμε!» φώναξε σπρώχνοντας αποφασιστικά το joystick προς τα εμπρός. Το σύστημα προειδοποίησης εγγύτητας εδάφους ξελαρυγγιάστηκε να φωνάζει “TERRAIN! TERRAIN!” όμως ο ατρόμητος αεροπόρος δεν έδωσε σημασία. Πέρασε ξυστά απο το καμπαναριό της Ιλαριώτισσας φροντίζοντας νο αεροσκάφος του να έχει τέτοια κλίση ώστε να είναι ορατά από το έδαφος τα πλαστογραφημένα διακριτικά των Βιαραδίκων. Πίσω του άλλα δύο μαχητικά βαμμένα κι αυτά στα ίδια χρώματα τον ακολούθησαν χωρίς δισταγμό. «Καλοί οι Εγγλέζοι» σκέφτηκε. Λόγω έλλειψης εκπαιδευμένου προσωπικού η ΔΜΔ είχε αναγκαστεί να αναζητήσει πληρώματα από το εξωτερικό και η Μεγάλη Βρεττανία είχε εμφανιστεί αρωγός την κατάλληλη στιγμή χάρη στις προσπάθειες του Μάθιου, του μπάτλερ του Δημάρχου της ΔΜΔ (αλλά στη πραγματικότητα πράκτορα της ΜΙ6). Φτάνοντας πάνω από τον Καραβά ο αρχηγός της παράτολμης και βρώμικης αυτής αποστολής αποφάσισε να μη ρισκάρει περισσότερο καθώς σε καμμία περίπτωση δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί πως η παραβίαση δεν ήταν παρά προβοκάτσια των Μεσαριτών και στράφηκε προς το νότο.
Ξαφνικά ένα ίχνος φάνηκε στο heads up display. “Πολύ μεγάλο για πουλί, πολύ μικρό για μαχητικό… Πύραυλος!” σκέφτηκε και άρχισε να εκτελεί ελιγμούς αποφυγής. Ό,τι κι αν έκανε όμως ήταν μάταιο καθώς το άγνωστο ιπτάμενο αντικείμενο του είχε γίνει κολλητσίδα και όλο και πλησίαζε. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια ο Μανώλης το σανίδωσε μήπως και προλάβαινε να περάσει το όρια της ΛΒΔ όμως ήταν πιά αργά. Το αεροσκάφος χτυπημένο βούτηξε πρός το έδαφος και μη έχοντας άλλη επιλογή ο ατρόμητος πιλότος εγκατέλειψε το σκάφος ενεργοποιώντας το εκτινασσόμενο κάθισμα –αλεξίπτωτο. Με κομμένη την ανάσα από τις δυνάμεις επιτάχυνσης και από το θέαμα του Χάριερ που συναντούσε το έδαφος εν μέσω μιας εντυπωσιακής έκρηξης, ο Σμήναρχος Κασιμάτης έφτασε στο απόγειο της πτήσης του και άρχισε να πέφτει, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει πως το αλεξίπτωτο δεν είχε ανοίξει. Παραδίδοντας κάθε ελπίδα έκλεισε τα μάτια και περίμενε το μοιραίο όταν, ξαφνικά, αισθάνθηκε τη πτώση να ανακόπτεται και άκουσε μια βελούδινη γυναικεία φωνή να του λέει: «Γειά σου αντράκι μου.»
«Μαμά;» ψέλισε ο Σμήναρχος πριν νιώσει κάτι να του χτυπάει το κεφάλι και σβήσουν τα φώτα.
«Μαμά;» ψέλισε ο Σμήναρχος πριν νιώσει κάτι να του χτυπάει το κεφάλι και σβήσουν τα φώτα.
Η Κάθι έφτασε στον Μποταμό μόλις μισή ώρα μετά τη μυστηριώδη κατάρριψη του εχθρικού αεροσκάφους. Πέρασε πεζή από την πλατεία του Μποταμού όπου είχε ήδη μαζευτεί πλήθος έξαλλων Μποταμιτών που φώναζαν και απαιτούσαν απο τη κυβέρνηση της ΛΒΔ να ισοπεδώσει τα Βιαράδικα και όλη την ΚΟΜΟ αν χρειαζόταν. Ήδη δε ο θερμόαιμος δεκανέας Δ. Ανανέας είχε πυροδοτήσει τους πρώτους πυραύλους S-300 από τα Αλοϊζιάνικα χωρίς να ρωτήσει κανέναν, διαλαλώντας «φιλαράκο αν περιμέναμε έγκριση φέξε μου και γλίστρησα…»..
«Τι έγινε ρε παιδιά;» ρώτησε απορημένη η Κάθι που δεν είχε πάρει χαμπάρι τι είχε συμβεί.
«Μα κε κάτσο, που ζεί εσύ;» τη ρώτησε ο Τζίτζι, ο γνωστός Ιταλός σκηνοθέτης (μόνιμος κάτοικος του νησιού και τοπικός ήρωας μετά την άρνησή του να παραλάβει βραβείο Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας).
«Πέρασε απο ουρανός ντίπλα εγκληζία αεροπλάνι νέρι ντα Βιαραδίκα, άνο φάτο τούτο πουτάνα, εεμ, τα έκανε πουτάνες πως λέτε εντώ»
«Τι έγινε ρε παιδιά;» ρώτησε απορημένη η Κάθι που δεν είχε πάρει χαμπάρι τι είχε συμβεί.
«Μα κε κάτσο, που ζεί εσύ;» τη ρώτησε ο Τζίτζι, ο γνωστός Ιταλός σκηνοθέτης (μόνιμος κάτοικος του νησιού και τοπικός ήρωας μετά την άρνησή του να παραλάβει βραβείο Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας).
«Πέρασε απο ουρανός ντίπλα εγκληζία αεροπλάνι νέρι ντα Βιαραδίκα, άνο φάτο τούτο πουτάνα, εεμ, τα έκανε πουτάνες πως λέτε εντώ»
Η Κάθι έμεινε άφωνη προσπαθώντας να σκεφτεί μήπως το περιστατικό αυτό είχε καμμιά σχέση με τα περίεργα που είχαν συμβεί στο Λιβάδι, όμως δεν μπορούσε να βρεί καμμία σχέση, κι έτσι διέσχισε τρέχοντας την πλατεία και έφτασε στο αρχηγείο της ΕΥΠ. Έδειξε την ταυτότητά της, πέρασε από τον σαρωτή ίριδας, πέρασε από την αψίδα ανίχνευσης μετάλλων (προκαλώντας όπως πάντα μεγάλο σαματά) και ανέβηκε στον πέμπτο όροφο.
«Γειά σου Πέννυ»
« Γειά σου Κάθι»
«Ο αρχηγός;»
«Είναι πολύ απασχολημένος τώρα, καταλαβαίνεις.»
Απο το γραφείο του Γ έφτανε στα αυτιά της Κάθι ένας ατελείωτος οχετός ύβρεων που θα έκανε ακόμη κι έναν πάσχοντα από Σύνδρομο Τουρέτ να ζοριστεί να απαντήσει.
«Καταλαβαίνω, μα είναι πολύ σοβαρό!»
«Μισό λεπτό.»
Η Πέννυ Μάνη μπήκε για λίγο στο γραφείο του Γ και μετά από λίγο άνοιξε την πόρτα κάνοντας νόημα στη Κάθι να περάσει.
«Έλα Κάθι. Κάθι-σε σε κάθι-σμα ψηλό»
«Χαχα, αρχηγέ πάντα με το καλαμπούρι σου χαχα!» είπε η Κάθι προσπαθώντας να προετοιμάσει το έδαφος γι’ αυτό που ήθελε να του ζητήσει.
«Άσε το γλύψιμο και πες μου γρήγορα τι θέλεις» είπε κοφτά ο αρχηγός της ΕΥΠ. Ο «Άνθρωπος Με Το Καπέλο» είναι για πολλούς ο πραγματικός ηγέτης της ΛΒΔ και μάλλον έχουν δίκιο.
«Να, αρχηγούλη μου, εξαφανίστηκε ένας φίλος μου και ανησυχώ, μήπως θα μπορ…»
«Ο Μανώλης;»
«Ε…»
«Μιλάμε για αυτόν έτσι;» δείχνοντας της μια φωτογραφία του αγαπημένου της.
«Ε… ναι…» ψέλισσε η Κάθι συνειδητοποιώντας πως ο Γ τα ήξερε όλα.
«Τον έχει ο Χαρούπης, παρακολουθούμε διακριτικά την κατάσταση. Μήπως θα ήθελες να μας πείς εσύ κάτι προκειμένου να μας διαφωτίσεις;»
«Εεε, εγώ αρχηγέ, να… η ζωή είναι μικρή, κι εγώ αισθάνομαι καμμιά φορά πολύ μόνη και…»
«Άστο Κάθι»
«Μα αρχηγέ..»
«Άστο. Και άφησέ μου και την ταυτότητά σου μια και ήρθες»
«Τι εννοείς αρχηγέ;»
«Λέω να αρχίσεις να ψάχνεις για δουλειά. Άκουσα πως το Επαναστατικόν θέλει σερβιτόρες για τη σαιζόν.»
«Με προσβάλλεις αρχηγέ! Ξεχνάς τι έχω κάνει για τη ΛΒΔ; Με χρειάζεστε.»
«Έτσι λες;»
«Λέω.»
Ο Γ πάτησε ένα κουμπί στην ενδοσυνεννόηση.
«Πέννυ, στείλε μου τη Κατρίν.»
Ένα λεπτό αργότερα η πόρτα άνοιγε και στο άνοιγμά της εμφανίστηκε η πιό όμορφη γυναίκα που είχε δεί ποτέ στη ζωή της η Κάθι. Τις ιδανικών διαστάσεων καμπύλες της τόνιζαν τα ωτ κουτύρ ρούχα που φορούσε και το αυστηρό της παρουσιαστικό ήταν ταυτόχρονα ψυχρό και σέξι. Μόνη παραφωνία ήταν το αναίσθητο σώμα ενός άντρα ντυμένου με στολή αεροπόρου που είχε στους ώμους της.
«Να σου συστήσω την Κατρίν, τη νέα μας υπερηρωίδα»
«Πως;;;»
«Μοντέλο ΣΚ2.0 του 2016, προηγμένης τεχνολογίας. Για καλή μας τύχη αυτή τη φορά δεν είχαμε διακοπή ρεύματος την ώρα που την είχαμε στον ειδικό θάλαμο διαμόρφωσης»
Η Κάθι ένιωσε τη γη να φεύγει κάτω απ’τα πόδια της και το παράπονο να την πνίγει, όμως κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
«Κατάλαβα. Αντίο σας λοιπόν.»
«Όχι πριν κάνουμε έναν format στον σκληρό σου δίσκο.»
Η Κάθι κοίταζε τον Γ με το στόμα ανοιχτό.
«……..Α..α…αστειεύεσαι;»
«Φοβάμαι πως όχι Κάθι»
Η motherboard της Κάθι κόντευε να πάρει φωτιά καθώς προσπαθούσε να βρεί μια λύση. Αν της έσβηναν τον σκληρό δίσκο που στέγαζε το λειτουργικό της, θα έχανε κάθε ανάμνηση του αγαπημένου της Μανώλη και αυτό ήταν χειρότερο από τον θάνατο. Σοφά σκεπτόμενη άρχισε να κάνει backup σε ένα στικάκι usb που έβαλε με τρόπο στην ειδική υποδοχή. Για να κερδίσει χρόνο έδωσε μια ωραία παράσταση: πρώτα ξέσπασε σε κλάματα, μετά άρχισε να φωνάζει και να απειλεί και στο τέλος προσποιήθηκε πως λιποθυμάει, αφήνοντας παρ’όλα αυτά τον Γ απολύτως ατάραχο.
«Τελείωσες;»
«Ναι» είπε η Κάθι που μόλις είχε ολοκληρώσει το backup.
«Κατρίν, αναλαμβάνεις» είπε ο Γ στη σφετερίστρια της θέσης της Κάθι.
«Μάλιστα Αρχηγέ. Ακολουθήστε με κυρία Πούλος.»
«Πως με είπες μωρή μπεκάτσα;»
«Μην εκνευρίζεσαι. Θα είναι το νεό σου όνομα. Κάθι Πούλος, από τη Βρισβάνη της Αυστραλίας»
«Θα το μετανιώσεις Γ!»
«Δεν το νομίζω. Κατρίν…»
Η Κατριν έπιασε τη κάθι από το μπράτσο και την πήγε στο ασανσέρ που οδηγούσε στα υπόγεια της ΕΥΠ.
«Γειά σου Πέννυ» πρόλαβε να πει δακρύζοντας.
«Γειά σου Κάθι μου. Να προσέχεις» είπε η Πέννυ Μάνη ενώ ένα δάκρυ έβρεχε το πρόσωπό της.
«Γειά σου Πέννυ»
« Γειά σου Κάθι»
«Ο αρχηγός;»
«Είναι πολύ απασχολημένος τώρα, καταλαβαίνεις.»
Απο το γραφείο του Γ έφτανε στα αυτιά της Κάθι ένας ατελείωτος οχετός ύβρεων που θα έκανε ακόμη κι έναν πάσχοντα από Σύνδρομο Τουρέτ να ζοριστεί να απαντήσει.
«Καταλαβαίνω, μα είναι πολύ σοβαρό!»
«Μισό λεπτό.»
Η Πέννυ Μάνη μπήκε για λίγο στο γραφείο του Γ και μετά από λίγο άνοιξε την πόρτα κάνοντας νόημα στη Κάθι να περάσει.
«Έλα Κάθι. Κάθι-σε σε κάθι-σμα ψηλό»
«Χαχα, αρχηγέ πάντα με το καλαμπούρι σου χαχα!» είπε η Κάθι προσπαθώντας να προετοιμάσει το έδαφος γι’ αυτό που ήθελε να του ζητήσει.
«Άσε το γλύψιμο και πες μου γρήγορα τι θέλεις» είπε κοφτά ο αρχηγός της ΕΥΠ. Ο «Άνθρωπος Με Το Καπέλο» είναι για πολλούς ο πραγματικός ηγέτης της ΛΒΔ και μάλλον έχουν δίκιο.
«Να, αρχηγούλη μου, εξαφανίστηκε ένας φίλος μου και ανησυχώ, μήπως θα μπορ…»
«Ο Μανώλης;»
«Ε…»
«Μιλάμε για αυτόν έτσι;» δείχνοντας της μια φωτογραφία του αγαπημένου της.
«Ε… ναι…» ψέλισσε η Κάθι συνειδητοποιώντας πως ο Γ τα ήξερε όλα.
«Τον έχει ο Χαρούπης, παρακολουθούμε διακριτικά την κατάσταση. Μήπως θα ήθελες να μας πείς εσύ κάτι προκειμένου να μας διαφωτίσεις;»
«Εεε, εγώ αρχηγέ, να… η ζωή είναι μικρή, κι εγώ αισθάνομαι καμμιά φορά πολύ μόνη και…»
«Άστο Κάθι»
«Μα αρχηγέ..»
«Άστο. Και άφησέ μου και την ταυτότητά σου μια και ήρθες»
«Τι εννοείς αρχηγέ;»
«Λέω να αρχίσεις να ψάχνεις για δουλειά. Άκουσα πως το Επαναστατικόν θέλει σερβιτόρες για τη σαιζόν.»
«Με προσβάλλεις αρχηγέ! Ξεχνάς τι έχω κάνει για τη ΛΒΔ; Με χρειάζεστε.»
«Έτσι λες;»
«Λέω.»
Ο Γ πάτησε ένα κουμπί στην ενδοσυνεννόηση.
«Πέννυ, στείλε μου τη Κατρίν.»
Ένα λεπτό αργότερα η πόρτα άνοιγε και στο άνοιγμά της εμφανίστηκε η πιό όμορφη γυναίκα που είχε δεί ποτέ στη ζωή της η Κάθι. Τις ιδανικών διαστάσεων καμπύλες της τόνιζαν τα ωτ κουτύρ ρούχα που φορούσε και το αυστηρό της παρουσιαστικό ήταν ταυτόχρονα ψυχρό και σέξι. Μόνη παραφωνία ήταν το αναίσθητο σώμα ενός άντρα ντυμένου με στολή αεροπόρου που είχε στους ώμους της.
«Να σου συστήσω την Κατρίν, τη νέα μας υπερηρωίδα»
«Πως;;;»
«Μοντέλο ΣΚ2.0 του 2016, προηγμένης τεχνολογίας. Για καλή μας τύχη αυτή τη φορά δεν είχαμε διακοπή ρεύματος την ώρα που την είχαμε στον ειδικό θάλαμο διαμόρφωσης»
Η Κάθι ένιωσε τη γη να φεύγει κάτω απ’τα πόδια της και το παράπονο να την πνίγει, όμως κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
«Κατάλαβα. Αντίο σας λοιπόν.»
«Όχι πριν κάνουμε έναν format στον σκληρό σου δίσκο.»
Η Κάθι κοίταζε τον Γ με το στόμα ανοιχτό.
«……..Α..α…αστειεύεσαι;»
«Φοβάμαι πως όχι Κάθι»
Η motherboard της Κάθι κόντευε να πάρει φωτιά καθώς προσπαθούσε να βρεί μια λύση. Αν της έσβηναν τον σκληρό δίσκο που στέγαζε το λειτουργικό της, θα έχανε κάθε ανάμνηση του αγαπημένου της Μανώλη και αυτό ήταν χειρότερο από τον θάνατο. Σοφά σκεπτόμενη άρχισε να κάνει backup σε ένα στικάκι usb που έβαλε με τρόπο στην ειδική υποδοχή. Για να κερδίσει χρόνο έδωσε μια ωραία παράσταση: πρώτα ξέσπασε σε κλάματα, μετά άρχισε να φωνάζει και να απειλεί και στο τέλος προσποιήθηκε πως λιποθυμάει, αφήνοντας παρ’όλα αυτά τον Γ απολύτως ατάραχο.
«Τελείωσες;»
«Ναι» είπε η Κάθι που μόλις είχε ολοκληρώσει το backup.
«Κατρίν, αναλαμβάνεις» είπε ο Γ στη σφετερίστρια της θέσης της Κάθι.
«Μάλιστα Αρχηγέ. Ακολουθήστε με κυρία Πούλος.»
«Πως με είπες μωρή μπεκάτσα;»
«Μην εκνευρίζεσαι. Θα είναι το νεό σου όνομα. Κάθι Πούλος, από τη Βρισβάνη της Αυστραλίας»
«Θα το μετανιώσεις Γ!»
«Δεν το νομίζω. Κατρίν…»
Η Κατριν έπιασε τη κάθι από το μπράτσο και την πήγε στο ασανσέρ που οδηγούσε στα υπόγεια της ΕΥΠ.
«Γειά σου Πέννυ» πρόλαβε να πει δακρύζοντας.
«Γειά σου Κάθι μου. Να προσέχεις» είπε η Πέννυ Μάνη ενώ ένα δάκρυ έβρεχε το πρόσωπό της.
Ο Γ έκλεισε τη πόρτα. Πήρε ένα ποτήρι παγωμένο νερό και το έριξε στα μούτρα του αναίσθητου Σμήναρχου Μανώλη Κασιμάτη.
«Μαμά;» είπε εκείνος ανοίγοντας τα μάτια. Του πήρε μερικά δευτερόλεπτα να συνέλθει όμως δεν άργησε να καταλάβει πως η αποστολή είχε πάει κατά διαόλου. Με μια επιδέξια κίνηση της γλώσσας του επεγκλώβισε μια αμπούλα κυανίου που είχε στο στόμα και την έβαλε ανάμεσα από τα δόντια του.
«Αντίο ζωή. Μάνα σού’ ρχομαι. Ζήτω ο Μέσα Δήμος!» σκέφτηκε και ετοιμάστηκε να δαγκώσει την αμπούλα με το δηλητήριο. Η πόρτα του γραφείου άνοιξε ξανά και η Κατρίν ήρθε και γονάτισε δίπλα του, με τρόπο που η γάμπα της να αγγίξει λίγο τον αγκώνα του.
«Καλωσόρισες αντράκι μου» του είπε κι εκείνος έφτυσε την αμπούλα στο πάτωμα επανεξετάζοντας το σενάριο «αυτοκτονία» με μια φρέσκια ματιά.
«Καλώς σας βρήκα» είπε. «Τελικά ο Έξω Δήμος έχει τις χάρες του» σκέφτηκε και χαμογέλασε, όμως το χαμόγελο κράτησε μόνο μια στιγμή καθώς μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα προσγειωνόταν στο πρόσωπό του.
«Αμάν ρε κοπελιά! Τι χέρι είναι αυτό που έχεις!» φώναξε φτύνοντας ένα δόντι ο αιχμάλωτος πιλότος.
«Βιονικό» είπε η Κατρίν ξεκινώντας μια γρήγορη ολική περιστροφή του καρπού της μπροστά στα μάτια του έντρομου Μεσαρίτη με τους σερβομηχανισμούς να ακούγονται σαν μια ορχήστρα από την κόλαση.
«Μαμά;» είπε εκείνος ανοίγοντας τα μάτια. Του πήρε μερικά δευτερόλεπτα να συνέλθει όμως δεν άργησε να καταλάβει πως η αποστολή είχε πάει κατά διαόλου. Με μια επιδέξια κίνηση της γλώσσας του επεγκλώβισε μια αμπούλα κυανίου που είχε στο στόμα και την έβαλε ανάμεσα από τα δόντια του.
«Αντίο ζωή. Μάνα σού’ ρχομαι. Ζήτω ο Μέσα Δήμος!» σκέφτηκε και ετοιμάστηκε να δαγκώσει την αμπούλα με το δηλητήριο. Η πόρτα του γραφείου άνοιξε ξανά και η Κατρίν ήρθε και γονάτισε δίπλα του, με τρόπο που η γάμπα της να αγγίξει λίγο τον αγκώνα του.
«Καλωσόρισες αντράκι μου» του είπε κι εκείνος έφτυσε την αμπούλα στο πάτωμα επανεξετάζοντας το σενάριο «αυτοκτονία» με μια φρέσκια ματιά.
«Καλώς σας βρήκα» είπε. «Τελικά ο Έξω Δήμος έχει τις χάρες του» σκέφτηκε και χαμογέλασε, όμως το χαμόγελο κράτησε μόνο μια στιγμή καθώς μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα προσγειωνόταν στο πρόσωπό του.
«Αμάν ρε κοπελιά! Τι χέρι είναι αυτό που έχεις!» φώναξε φτύνοντας ένα δόντι ο αιχμάλωτος πιλότος.
«Βιονικό» είπε η Κατρίν ξεκινώντας μια γρήγορη ολική περιστροφή του καρπού της μπροστά στα μάτια του έντρομου Μεσαρίτη με τους σερβομηχανισμούς να ακούγονται σαν μια ορχήστρα από την κόλαση.
Ο Γ σηκώθηκε από τη πολυθρόνα του, πήγε στο ψυγείο κι έβγαλε μιά μπύρα.
«Λοιπόν; έχεις χρόνο να πούμε δυό κουβέντες εδώ οι δυό μας ή θέλεις να πας στην Αίθουσα Σύσφιξης Δεσμών με τη φίλη μου την Κατρίν;» ρώτησε με ένα καλοκάγαθο χαμόγελο ο Γ δείχνοντας ένα ποτήρι γεμάτο με παγωμένη μπύρα.
«Είμαι υπέρ του διαλόγου» είπε ο Σμήναρχος Κασιμάτης.
«Στην υγειά μας λοιπόν.»
«Άϊ εβίβα».
«Λοιπόν; έχεις χρόνο να πούμε δυό κουβέντες εδώ οι δυό μας ή θέλεις να πας στην Αίθουσα Σύσφιξης Δεσμών με τη φίλη μου την Κατρίν;» ρώτησε με ένα καλοκάγαθο χαμόγελο ο Γ δείχνοντας ένα ποτήρι γεμάτο με παγωμένη μπύρα.
«Είμαι υπέρ του διαλόγου» είπε ο Σμήναρχος Κασιμάτης.
«Στην υγειά μας λοιπόν.»
«Άϊ εβίβα».
Την ίδια στιγμή, το Βιτσέντζος Κορνάρος έβγαινε από το Διακόφτι.
Στο επόμενο: Ο Βιντσέντζος Κορνάρος θα έχει για τα καλά βγει από το Διακόφτι και μάλιστα, θα έχει ήδη στρίψει προς τα Αντικύθηρα. Πως θα απαντήσει η ΛΒΔ στην ΛΜΔ; Τι θα πάθει η ΚΟΜΟ; Τι θα πάθει η Σούπερ Κάθι; Τι θα πάθει ο Σούπερ Κασιμάτης; Τι θα πάθει ο Μανώλης Κασιμάτης ο πιλότος; Αυτά και άλλα πολλά σε ένα καταιγιστικό σενάριο….
ΠΗΓΗ …http://dragonerarossa.gr/………………………….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου