Το Ναύπλιο ή Ανάπλι είναι πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του Νομού Αργολίδας και ο κυριότερος λιμένας της ανατολικής Πελοποννήσου. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είχε 14.203 κατοίκους. Είναι μια απ' τις πιο γραφικές πόλεις της χώρας, και υπήρξε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους κατά την περίοδο 1828 - 1833. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός.
Το Ναύπλιο είναι γνωστό για το Μπούρτζι, μικρό φρούριο χτισμένο σε νησίδα μέσα στο λιμάνι, για το Παλαμήδι, ενετικό φρούριο που δεσπόζει στην πόλη, για την Ακροναυπλία (τουρκ. Ιτς-Καλέ), έτερο φρούριο ενετικό, επί της ομώνυμης χερσονησίδας, καθώς και ως τόπος δολοφονίας του Ιωάννη Καποδίστρια.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία στην τοποθεσία της σημερινής πόλης ίδρυσε ο Ναύπλιος τη Ναυπλία, η οποία οχυρώθηκε μεκυκλώπεια τείχη. Αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν την ύπαρξη της πόλης από τα μυκηναϊκά κιόλας χρόνια.
Το Ναύπλιο αποτελεί δημοφιλή προορισμό των κατοίκων της Αθήνας και της Πελοποννήσου καθώς απέχει λίγο και από τις δυο περιοχές. Στα ομορφότερα κτήρια της πόλης είναι το μέγαρο Άρμανσμπεργκ (κατοικία του αντιβασιλέα της Ελλάδος Άρμανσπεργκ) καθώς και το αρχαιολογικό μουσείο στην πλατεία Συντάγματος. Στην πόλη λειτουργεί επίσης παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης.
Κατά την αρχαιότητα, στη θέση του Ναυπλίου υπήρχε η πόλη Ναυπλία. Σύμφωνα με τη μυθολογία οικιστής της ήταν ο Ναύπλιος, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, ενώ ο πέμπτος επίγονός συμμετείχε στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Η περιοχή κατοικείται από την προϊστορία. Στην Πρόνοια βρέθηκαν τέχνεργα και τάφοι από την μεσοελλαδική περίοδο (17ος-16ος αιώνα π.Χ.) και στην περιοχή Ευαγγελιστρία θαλαμωτοί τάφοι της μυκηναϊκής εποχής. Ανάμεσα ευρήματα ξεχωρίζει ένα ρυτό-κάλαθος που απεικονίζει έναν αίγαγρο. Από την περιοχή της Πρόνοιας υπάρχουν ευρήματα και της γεωμετρικής εποχής. Ίχνη κατοίκησης έχουν βρεθεί επίσης στο Παλαμήδι, στην Ακροναυπλία, στα Κουτσούρια και στην Καραθώνα.
Η Ναυπλία ήταν αυτόνομη πόλη μέχρι τον 7ο αιώνα π.Χ., όταν κατακτήθηκε από το κοντινό Άργος, με βασιλιά τον Δαμοκράτιδα, όταν η Ναυπλία συμμάχησε με τους Σπαρτιάτες πριν το τέλος του δεύτερου μεσσηνιακού πολέμου, όπως αναφέρει ο Παυσανίας.Στη συνέχεια έγινε επίνειο του Άργους, αλλά έχασε τη σημασία της και όταν την επισκέφτηκε ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα μ.Χ. ήταν ερειπωμένη. Στο λόφο της Ακροναυπλίας βρισκόταν ιερό του Ποσειδώνα. Η Ακροναυπλία οχυρώθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και τμήματα αυτής της οχύρωσης σώζονται μέχρι σήμερα.
Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος παρέδωσε το 1212 το Ναύπλιο στον Όθωνα ντε Λα Ρος, άρχοντα του Δουκάτου των Αθηνών, μαζί με το Άργος και το Κιβέρι. Μετά από συνθήκη ανάμεσα στους Βυζαντινούς και Φράγκους που υπογράφηκε το 1289, οι κάτοικοι της πόλης, για να δείξουν την ενότητά τους, σχεδίασαν στην πύλη του κάστρου αγιογραφίες αγίων της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας και το έμβλημα των Παλαιολόγων και των ντε Λα Ρος.
Επί της απειλής της Καταλανικής Εταιρείας, το Ναύπλιο πέρασε στην κατοχή του Βαλτέρ ντε Μπριεν, τελευταίου δούκα των Αθηνών, και μετά το θάνατό του πέρασε στην οικογένεια Ανγκιάν, της οποίας τελευταία απόγονος ήταν η Μαριά Ανγκιάν, η οποία το 1377 ήταν 13 χρονών και φοβούμενη τόσο τους Έλληνες, όσο και τους ΦλωρεντιανούςΑτσαγιόλι της Κορίνθου, παντρεύτηκε το Πέτρο Κορνάρο, ώστε να έχει την προστασία της Βενετίας. Όμως, ο Πέτρος Κορνάρος πέθανε το 1388, και έτσι η χήρα παραχώρησε τα εδάφη της (Άργος και Ναύπλιο) στη Βενετία, ώστε να μην περάσουν στην κατοχή του Νέριο Ατσαγιόλι ή του Θεόδωρου Παλαιολόγου, δεσπότη του Μυστρά και γαμπρός του Νέριο, με αντάλλαγμα ισόβια χορηγία. Αν και οι Ατσαγιόλι κατάφεραν να καταλάβουν το Ναύπλιο, τελικά οι κάτοικοί του προτίμησαν τους Βενετούς. Το 1394 δημιουργήθηκε με κληροδότημα του Νέριο Ατσαγιόλι νοσοκομείο στο Ναύπλιο.
Οι Βενετοί, αντιλαμβανόμενοι την στρατηγική σημασία της πόλης την οχυρώνουν. Η πόλη του Ναυπλίου εξαπλώθηκε στις βόρειες πλαγιές της Ακροναυπλίας, δημιουργώντας την Κάτω Πόλη, το σημερινό ιστορικό κέντρο του Ναυπλίου. Η περιοχή ήταν ελώδης και γι'αυτό χρησιμοποιήθηκαν πάσσαλοι και τεχνητές προσχώσεις. Η Κάτω Πόλη οχυρώθηκε με ένα τείχος που ξεκινούσε από το κάστρο των Τόρων, στην ανατολική άκρη της χερσονήσου, επίσης ενετικό, και έφτανε μέχρι την πλατεία Καποδιστρίου. Η μοναδική είσοδος από τη στεριά ήταν η Πύλη της Ξηράς (Porta di Terra ferma) στα ανατολικά. Στην βορειοανατολική γωνία βρισκόταν κυκλικός πύργος. Στη συνεχεία ακολουθούσαν τη λεωφόρο Αμαλίας μέχρι την πλατεία αγίου Νικολάου, μετά προς τα βορειοδυτικά βρισκόταν ο προμαχώνας της Τερέζας και έπειτα τον προμαχώνα Πέντε Αδέλφια, όπου τοποθετήθηκαν πέντε πυροβόλα τα οποία έδωσαν στον προμαχώνα το όνομά του, και μετά συνέχιζαν μέχρι που ενώνονταν με τα τείχη της Ακροναυπλίας. Στο βόρειο τείχος βρίσκονταν τρεις πύλες. Το 1470 οχυρώθηκε και η νησίδα Άγιοι Θεώδοροι (σημερινό Μπούρτζι). Επίσης κατασκευάστηκε μια δεύτερη γραμμή άμυνας μέσα στα τείχη της Ακροναυπλίας, γνωστή ως «τραβέρσα του Γκαμπέλλο», από τον αρχιτέκτονα με τη σχεδίασε. Οι Βενετοί αποκαλούσαν το ΝαύπλιοNapoli di Romania. Σε έκθεση του 1530 αναφέρεται ότι είχε 13.299 κατοίκους.
Το 1396, οι Οθωμανοί, με επικεφαλής τους Γιουκ-Πασά και Μουρτάση πολιόρκησαν το Ναύπλιο αλλά αποχώρησαν λόγω της εισβολής του Ταμερλάνου. Το Ναύπλιο προσπάθησαν ανεπιτυχώς να πολιορκήσουν ο Μωάμεθ ο Πορθητής το 1463 και ο Βαγιαζήτ Β΄, αλλά με συνθήκη του 1502 το Ναύπλιο παρέμεινε στην κατοχή των Βενετών. Το 1530, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής προσπάθησε να καταλάβει με τη σειρά του να καταλάβει το Ναύπλιο.Το 1540, το Ναύπλιο, και μετά από τρίχρονη πολιορκία και τα περισσότερα κτίρια κατεστραμμένα από τους βομβαρδισμούς, πέρασε στην κυριαρχία των Οθωμανών. Κατά τη διάρκεια της Α΄ Οθωμανικής περιόδου, το Ναύπλιο ήταν έδρα του Τούρκου διοικητή της Πελοποννήσου. Οι Οθωμανοί διατηρούν τη φυσιογνωμία της πόλης, κατασκευάζοντας παράλληλα τζαμιά, χαμάμ, μεντρεσέδες και έργα κοινής ωφέλειας, όπως κρήνες. Η μόνη περιγραφή που σώζεται για το Ναύπλιο εκείνης της περιόδου είναι του Εβλιγιά Τσελεμπί. Από αυτήν την περίοδο θεωρείται ότι σώζεται το τζαμί γνωστό ως «Τριανόν».
Το 1686, ο Φραντσέσκο Μοροζίνι ανακαταλαμβάνει το Ναύπλιο για τους Βενετούς ύστερα από πολιορκία και βομβαρδισμούς που κατέστρεψαν τα περισσότερα κτίρια της πόλης, 30 πυριταδαποθήκες και το υδραγωγείο.Το Ναύπλιο ορίζεται πρωτεύουσα του βασιλείου του Μορέως. Μέχρι το 1699 επιδιορθώνουν τις καταστροφές στα κτίρια και στις οχυρώσεις που προκλήθηκαν από τους βομβαρδισμούς και στη συνέχεια ανοικοδομούν νέες οχυρώσεις. Η κατοίκηση στην Ακροναυπλία απαγορεύεται το 1686 και η περιοχή ισοπεδώνεται. Στη συνέχεια, μετά το 1702, οχυρώνεται το Παλαμήδι και ανακατασκευάζεται το ανατολικό τείχος και η πύλη της Ξηράς. Η οχύρωση του Παλαμηδίου είναι σε σχέδιο Giaxich και Lasalle και ολοκληρώθηκε μόλις σε τρία χρόνια (1711-1714). Άλλο σημαντικό κτίριο εκείνης της περιόδου είναι η αποθήκη του στόλου, το σημερινό αρχαιολογικό μουσείο. Οι προσχώσεις της πόλης επεκτείνονται λόγω των στεγαστικών αναγκών των κατοίκων της.
Με την έναρξη του Ζ΄ Βενετοτουρκικού πολέμου, το 1715, στο Ναύπλιο έμειναν για να υπερασπιστούν την πόλη περίπου 2.000 άτομα. Παρά την αντίσταση των αμυνόμενων, το Ναύπλιο πέρασε στα χέρια των Οθωμανών ύστερα από προδοσία του φρούραρχου και αρχηγού του πυροβολικού Σαλά. Το Ναύπλιο ορίστηκε πρωτεύουσα του βιλαετιού του Μωριά, μέχρι που αυτή μεταφέρθηκε στην Τριπολιτσά το 1770, ώστε να μπορεί να ξεφύγει ο πασάς στα βουνά σε περίπτωση κινδύνου. Το λιμάνι του χρησιμοποιούταν για την εξαγωγή σιταριού, το οποίο σχεδόν όλο κατέληγε στην Κωνσταντινούπολη. Η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού του Ναυπλίου από το 1715 μέχρι το 1822 ήταν Μουσουλμάνοι, ενώ υπήρχαν και μειονότητες από τις οποίες οι μεγαλύτερες ήταν η χριστιανική και η εβραϊκή. Το 1779, ο Χασάν Πασάς, στα πλαίσια της εξόντωσης των Αρβανιτών που λεηλατούσαν την Πελοπόννησο, κατόρθωσε να τους κατακρημνίσει από το Παλαμίδι και από τότε η ακτή αυτή ονομάζεται «Αρβανιτιά». Το Ναύπλιο επλήγη από επιδημίαπανώλης την περίοδο 1799-1801, η οποία μείωσε τον πληθυσμό στο μισό. Ο Πουκεβίλ το 1799 αναφέρει ότι το Ναύπλιο έχει περίπου 7.000 κατοίκους και τον πιο αξιόλογο λιμένα στην Πελοπόννησο. Σημαντικά κτίρια που σώζονται από αυτήν την περίοδο είναι το τζαμί του Αγά Πασά (σήμερα Βουλευτικό), ο μεντρεσές του και η Φραγκοκλισιά (καθολική εκκλησία, αρχικά τζαμί).
Ο μουσουλμανικός πληθυσμός του έφυγε, εκτός από κάποιους αιχμάλωτους αξιωματούχους. Οι οχυρώσεις, τα άδεια σπίτια και η ασφάλεια που προσέφερε οδήγησαν το Ναύπλιο να γίνει δέκτης μεγάλου αριθμού προσφύγων, ιδίως μετά την απόβαση του Ιμπραήμ Πασά και την πτώση του Μεσολογγίου το 1826, οδηγώντας το σε κατάσταση υπερπληθυσμού. Ο μεγάλος πληθυσμός, οι κακές συνθήκες υγιεινής, το κοντινό έλος, η έλλειψη πόσιμου νερού συνέβαλαν στην εμφάνιση επιδημιών πανώλης και ελονοσίας. Οι πρόσφυγες αποχώρησαν από το Ναύπλιο τα επόμενα χρόνια και το 1829, το Ναύπλιο αριθμούσε 5.550 κατοίκους, σύμφωνα με στοιχεία γαλλικής αποστολής, ενώ το 1853 3.435 κατοίκους.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο τις 8 Ιανουαρίου 1828.Το Ναύπλιο ξανασχεδιάστηκε, σε πολεοδομικό σχέδιο Σταμάτη Βούλγαρη, ο οποίος είχε έρθει μαζί με τον Καποδίστρια, το οποίο χρησιμοποιούσε ορθογωνικό σχέδιο, με πλατείες και ευθύγραμμους δρόμους. Πολλά οθωμανικά κτίρια, όπως τα χαμάμ και τα σαχνισιά, ή γκρεμίστηκαν ή άλλαξαν χρήση. Το 1828 κτίστηκε το προάστιο Πρόνοια για τη στέγαση των προσφύγων. Επίσης ανακαινίστηκε και το νοσοκομείο και έγιναν προσπάθειες για τη δημιουργία δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης. Στο Ναύπλιο ιδρύθηκε το πρώτο αλληλοδιδακτικό σχολείο στην Ελλάδα. Το 1829 κτίστηκε το ανάκτορο του κυβερνήτη. Ο Ιωάννης Καποδίστριας δολοφονήθηκε τις 9 Οκτωβρίου 1831 από μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο. Η χώρα βυθίστηκε σε περίοδο αναρχίας μέχρι την άφιξη του βασιλιά Όθωνα, ο οποίος αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο τις 25 Ιανουαρίου 1833. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας το 1834 στην Αθήνα, το Ναύπλιο μετατρέπεται σε μια τυπική επαρχιακή πόλη.
Την 1η Φεβρουαρίου 1862 ξέσπασε στο Ναύπλιο στρατιωτικό κίνημα με στόχο την εκθρόνιση του βασιλιά Όθωνα, το οποίο αποκλήθηκε Ναυπλιακά. Αν και αποτυχημένο, οδήγησε στην έξωση του Όθωνα λίγους μήνες αργότερα.
Τα θαλάσσια τείχη κατεδαφίστηκαν το 1867, για να δημιουργηθεί η λεωφόρος Αμαλίας, το 1894-5 τα ανατολικά τείχη και επιχωματώθηκε η τάφρος ώστε να κατασκευαστεί σιδηροδρομικός σταθμός, ενώ το 1929 κατεδαφίστηκαν δύο προμαχώνες, για τη δημιουργία της πλατείας Καποδίστρια και σχολείων. Το 1962, η παλιά πόλη του Ναυπλίου, μεταξύ του σιδηροδρομικού σταθμού και της θέσης "Πέντε Αδέλφια", χαρακτηρίστηκε αρχαιολογικός χώρος και διατηρητέο μνημείο.
Μετά την μικρασιατική καταστροφή το 1922 και την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 στο Ναύπλιο, το οποίο τότε αριθμούσε 6.000 κατοίκους, εγκαταστάθηκαν περίπου 900 πρόσφυγες. Ο χώρος ο οποίος ορίστηκε ότι θα κάλυπτε τις στεγαστικές τους ανάγκες ήταν αυτός που οριζόταν από τις οδούς Ασκληπιού – Αγαπητού – Άργους – Παλαιολόγου – Λάμπρου – Χαρμαντά - Τσιλικανίδου και βρισκόταν στα βορειανατολικά του Ναυπλίου. Είχε έκταση 50 στρέμματα. Η κατασκευή των πρώτων προσφυγικών κατοικιών έλαβε χώρα το 1929, αν και οι απαλλοτριώσεις ολοκληρώθηκαν το 1939. Σήμερα αποτελεί τον συνοικισμό Νέο Βυζάντιο.
Το ιστορικό κέντρο του Ναυπλίου βρίσκεται σε μια μικρή χερσόνησο στον Αργολικό κόλπο, βόρεια του υψώματος της Ακροναυπλίας, η οποία αποτελεί τον αρχικό πυρήνα της πόλης. Στους πρόποδες της Ακροναυπλίας και πάνω από την οδό Σταϊκόπουλου βρίσκεται ο Ψαρομαχαλάς, η παλαιότερη σωζόμενη συνοικία του Ναυπλίου. Χρονολογείται από τον 13ο αιώνα και πήρε το όνομά της από τους ψαράδες. Κατά τη δεύτερη περίοδο τουρκοκρατίας πιθανώς ήταν η μόνη περιοχή του Ναυπλίου όπου κατοικούσαν Έλληνες. Εκεί βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Σοφίας, πιθανώς του 13ου αιώνα, η οποία ήταν η μόνη εκκλησία που επιτρεπόταν να λειτουργεί στην πόλη από το 1715 μέχρι το 1779-1780. Χαρακτηριστικές είναι οι δρομόσκαλές του. Στην πλατεία του μαχαλά λειτουργούσε στρατιωτικό νοσοκομείο από το 1394 μέχρι το 1940 και τελικά γκρεμίστηκε το 1970. Το μόνο τμήμα του που σώζεται είναι το εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων.Κατά τον επανασχεδιασμό της πόλης μετά την Ελληνική Επανάσταση ο Ψαρομαχαλάς έμεινε ως είχε.
Πιο βόρεια, μέχρι τη λεωφόρο Αμαλίας (η οποία κατασκευάστηκε στη θέση των θαλάσσιων τειχών του Ναυπλίου το 1868-70), η περιοχή διέθετε πριν την επανάσταση σημαντικά κτίρια (εκκλησίες, τζαμιά, δημόσια κτίρια). Η περιοχή επανασχεδιάστηκε σε μεγάλο βαθμό μετά την επανάσταση του 1821. Το κέντρο αυτή της περιοχής είναι η πλατεία Συντάγματος, στο παρελθόν πλατεία Στρατώνα και πλατεία Πλατάνου. Σε αυτήν την πλατεία πρέπει να κατασκευάστηκε το 1540 το σαράι (παλάτι) του πασά της Πελοποννήσου, ενώ στο κέντρο έστεκε πλάτανος, ο οποίος και έδωσε το όνομά του στην πλατεία. Σε ένα έρανο που έλαβε εκεί χώρα το 1826 για την ενίσχυση των πολιορκημένων στο Μεσολόγγι έδωσε όλα τα υπάρχοντά η Ψωροκώσταινα, η φτωχότερη γυναίκα της πόλης, και από τότε έμεινε η φράση. Σήμερα στην πλατεία Συντάγματος βρίσκεται το Αρχαιολογικό Μουσείο, στεγαζόμενο στο κτίριο της ενετικής αποθήκης του στόλου, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί και ως στρατώνας, το βουλευτικό, το οποίο στεγάζεται στο κτίριο του τζαμιού ή τεκέ του Αγά Πασά, και το τζαμί Τριανόν, το οποίο λειτούργησε ως αλληλοδιδακτικό σχολείο. Εκεί επίσης βρίσκεται το κτίριο της Εθνικής τράπεζας, το οποίο φέρει επιρροές από τον μυκηναϊκό πολιτισμό. Πίσω από το τζαμί του Αγά Πάσα βρίσκεται μεντρεσές, ο οποίος λειτούργησε για λίγο ως φυλακή μετά την κατάργηση των φυλακών του Παλαμηδίου το 1926 και έτσι είναι γνωστό ως φυλακές Λεονάρδου. Σήμερα στεγάζει εργαστήρια του αρχαιολογικού μουσείου. Κοντά του βρίσκεται δυόροφο κτίριο το όποιο φαίνεται να στέγασε τα ενετικά διοικητήρια και το Εκτελεστικό (το 1824-25), ενώ ήταν οικία του Αγά-πασά. Δυτικά της πλατείας βρίσκεται ο ναός της Παναγίας, αφιερωμένος στο γενέσιο της Θεοτόκου. Ο ναός απέκτησε τη σημερινή του μορφή (τρίκλιτη βασιλική) στα χρόνια της δεύτερης ενετοκρατίας. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο, ο αρχιεπισκοπικός θρόνος και ο άμβωνας είναι επτανησιακής τεχνοτροπίας. Το καμπαναριό προστέθηκε το 1907.
Προς τα ανατολικά της πλατείας Συντάγματος ξεκινάει η οδός Βασιλέως Κωνσταντινού, γνωστή και ως Μεγάλος Δρόμος. Αποτελεί τμήμα της χάραξης του μετεπαναστατικού Ναυπλίου, ώστε να ενώνει την πλατεία Συντάγματος με την Πλατεία των Τριών Ναυάρχων, όπου βρισκόταν το Κυβερνείο, και ήταν ο σημαντικότερος δρόμος της πόλης κατά τον 19ο αιώνα. Για την κατασκευή του γκρεμίστηκε ο ναός του Αγίου Νικήτα. Η πλατεία των Τριών Ναυάρχων δημιουργήθηκε από την διάνοιξη της μικρής ενετικής πλατείας του Αγίου Γεωργίου. Στο κέντρο της πλατείας βρίσκεται το ταφικό μνημείο του Δημήτριου Υψηλάντη, ο οποίος πέθανε στο Ναύπλιο το 1832. Σε αυτό το μνημείο βρίσκονται από το 1843 τα οστά του. Στην πλατεία βρίσκεται το δημαρχείο, ενώ στο παρελθόν βρισκόταν και το Κυβερνείο του Καποδίστρια, το οποίο έγινε στη συνέχεια και οικία του Όθωνα, γνωστό ως Παλατάκι. Το κτίριο καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1929 και σήμερα στη θέση του βρίσκεται αδριάντας του Όθωνα. Στην πλατεία βρίσκεται επίσης ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος θεωρείται ότι κτίστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα. Στη συνέχεια μετατράπηκε σε τζαμί και μετά πάλι σε εκκλησία. Στο εσωτερικό του βρίσκονται τοιχογραφίες του 18ου αιώνα, ενώ μία από αυτές είναι αντίγραφο του Μυστικού Δείπνου του Ντα Βίντσι. Νότια του ναού βρίσκεται κτίριο σχήματος γ, και αυτό της πρώτης ενετικής περιόδου. Το 1824 στέγασε το υπουργείο παιδείας και το 1830 το Ελληνικό Σχολείο. Κοντά στην πλατεία βρίσκεται η οικία Άρμανσμπεργκ (αρχοντικό της οθωμανικής περιόδου, πήρε το όνομά του από τον αντιβασιλέα Άρμανσμπεργκ) και απέναντι η οικία του Μάουερ.
Προς τα ανατολικά βρίσκεται το Πάρκο Σταϊκόπουλου, όπου έχει ανακατασκευαστεί η ενετική Πύλη της Ξηράς και το 1966 τοποθετήθηκε ανδριάντας του Στάικου Σταϊκόπολου. Βόρεια του πάρκου βρίσκεται το Δικαστικό Μέγαρο, κτισμένο το 1911 σε νεοκλασσικό ρυθμό. Κοσμείται από τους ανδριάντες του Αναστάσιου Πολυζωίδη και του Γεώργιου Τερτσέτη. Στο νότιο τμήμα της πλατείας βρίσκεται το μνημείο του Νικηταρά, το οποίο ανεγέρθη το 1926. Βόρεια του Δικαστικού Μεγάρου βρίσκεται η πλατεία Καποδιστρίου, με αδριάντα του Καποδίστρια, έργο του Μιχαήλ Τόμπρου. Ανατολικά βρίσκεται το πάρκο Κολοκοτρώνη, με έφιππο ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, και το Πάρκο του ΟΣΕ, όπου λειτουργούσε ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός του Ναυπλίου. Στο σταθμό σήμερα στεγάζεται το Δημοτικό Ωδείο «Κωνσταντίνος Νόνης».
Βόρεια της λεωφόρου Αμαλίας και μέχρι την ακτή βρίσκεται η συνοικία του Γυαλού, εκτός των ενετικών τειχών. Τα κτίριά της κτίστηκαν κυρίως την περίοδο 1860-1920. Στο δυτικό άκρο, στη θέση του προμαχώνα της Τερέζας, βρίσκεται η Πλατεία Φιλελλήνων. Στην πλατεία ανεγέρθηκε το 1903 το μνημείο των Φιλελλήνων και εκεί, στο σπίτι της οικογένειας Ιατρού, στεγαζόταν μέχρι το 1972 το δημαρχείο Ναυπλίου. Στην συνοικία βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου, με το σημερινό ναό να εγκαινιάστηκε μάλλον το 1836. Στην παραλιακή οδό της πόλης βρίσκεται το τελωνείο, έργο του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη.
Βορειοανατολικά του Παλαμηδιού και ανατολικά της Παλαιάς Πόλης βρίσκεται το προάστιο της Πρόνοιας, το οποίο δημιουργήθηκε το 1828 για να στεγάσει τους πρόσφυγες που είχαν φτάσει στο Ναύπλιο κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821. Το πολεοδομικό του σχέδιο είναι βασισμένο στο Ιπποδάμειο σύστημα και είχε μικρά, μονόχωρα, με μονοκλινή στέγη σπίτια, πολλά από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Στην κεντρική πλατεία βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Τριάδας και στον ομώνυμο λόφο η εκκλησία της Ευαγγελιστρίας. Σε φυσικό βράχο βρίσκεται το εκκλησάκι των Αγίων Πάντων, το οποίο ήταν το μόνο στο οποίο οι Οθωμανοί επέτρεπαν τον εκκλησιασμό των Χριστιανών μέχρι το 1780. Γύρω του βρίσκεται το παλιό νεκροταφείο της Πόλης, όπου είναι θαμμένοι μεταξύ άλλων ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Νικηταράς και ο Στάικος Σταϊκόπουλος. Το σημερινό νεκροταφείο του Ναυπλίου ανεγέρθηκε το 1852. Ανάμεσα στο παλαιό και στο νέο νεκροταφείο βρίσκεται ο Λέων των Βαυαρών, γλυπτό που απεικονίζει ένα κοιμισμένο λιοντάρι σε μνημειακές διαστάσεις που φιλοτεχνήθηκε το 1840-41 από τον Γερμανό Κρίστιαν Ζίγκελ. Ανεγέρθηκε στη μνήμη των στρατιωτών της ακολουθίας του Όθωνα οι οποίοι πέθαναν σε επιδημία τύφου στο Ναύπλιο.
Βόρεια της Πρόνοιας βρίσκεται ο συνοικισμός Νέο Βυζάντιο, το οποίο δημιουργήθηκε για να στεγαστούν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες το 1929. Προς τα βορειοανατολικά, τρία χιλιόμετρα από την παλαιά πόλη του Ναυπλίου, βρίσκεται το προάστιο της Άρειας, όπου βρίσκεται η Αγία Μόνη της οποίας το καθολικό χρονολογείται από τον 12ο αιώνα.Το Ναύπλιο, μαζί με το Άργος ως τα κύρια αστικά κέντρα του νομού, συγκεντρώνουν τις περισσότερες εμπορικές και οικονομικές δραστηριότητες του νομού καθώς και όλες τις δημόσιες υπηρεσίες. Στο Ναύπλιο έχει την έδρα της η κονσερβοποιία Κύκνος Α.Ε., η οποία ιδρύθηκε το 1911, αλλά το εργοστάσιο και το κέντρο διανομής της από το 2005 βρίσκεται στα Σαβάλια Ηλείας. Επίσης το Ναύπλιο, λόγω των ιστορικών του μνημείων και της φυσικής ομορφιάς του, έχει αναπτυχθεί τουριστικά, με πλήθος ξενοδοχειακών μονάδων. Το λιμάνι του Ναυπλίου είναι το κύριο του νομού, από το οποίο γίνεται διακίνηση κυρίως γεωργικών προϊόντων. Έχει εγκριθεί η κατασκευή μαρίνας στο λιμάνι.
Τα δυο μεγάλα κάστρα του Ναυπλίου (το Παλαμήδι και η Ακροναυπλία) είναι κτισμένα σε δυο διαδοχικούς λόφους που ο διαχωρισμός τους οφείλεται σε τεκτονικά αίτια. Λεπτομερείς ναυτιλιακές πληροφορίες για το Ναύπλιο παρέχει ο Ελληνικός Πλοηγός 2ος τόμος και ιδιαίτερα ο χάρτης ελληνικής έκδοσης: ΧΕΕ-414/1, που αποτελεί τονλιμενοδείκτη του λιμένα του, καθώς και ο ΧΕΕ-130 που καλύπτει όλες τις ΒΑ ακτές της Πελοποννήσου και τον Αργολικό Κόλπο.
Πηγή https://el.wikipedia.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου