1917 - 2017 ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ!!!! από την ανακήρυξη των Κυθήρων ως Αυτόνομος Νήσος. Μια πτυχή της ιστορίας σημαντικής για τα Κύθηρα. Παρά τις παροτρύνσεις μου προς αρμόδιους δεν κατορθώθηκε να γίνει μια εκδήλωση ιστορικής μνήμης τη χρονιά που συμπληρώθηκαν τα 100 χρόνια και που εντός ολίγων ημερών παρέρχεται. Αντιγράφω κεφάλαιο από "εκκολαπτόμενο" βιβλίου μου… για την τιμή των όπλων. Τα Επίσημα ντοκουμέντα της εποχής φυλάσσονται και διατίθενται σε αντίγραφα από τον Κυθηραϊκό Σύνδεσμο Αθηνών.)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23. ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Η ζωή τραβούσε την ανηφόρα. Ανηφόρι με πολέμους, νίκες, διχασμό, οικονομική εξαθλίωση. Κι όπου φτώχεια, εκεί οι αρρώστιες, εκεί κι οι επιδημίες θερίζουν. Η Ελλάδα που μεγάλωσε με το αίμα των παιδιών της κατά τους Βαλκανικούς αγώνες, γρήγορα χωρίστηκε στη μέση. Η μισή με την Αθήνα κι η άλλη μισή με την ελευθερωμένη Θεσσαλονίκη. Χωρίστηκαν στα δύο κι οι Έλληνες. Οι μισοί με τον βασιλιά κι οι άλλοι μισοί με τον Βενιζέλο. Αυτόν τον διχασμό συνδαύλιζαν οι ηγέτες των μεγάλων Ευρωπαϊκών κρατών, που δεν αφήνουν τους λαούς στην ησυχία τους. Πιότερο τη μικρή Ελλάδα με τη μεγάλη ιστορία, τη σπουδαία γεωγραφική της θέση και τον πλούτο της, έχουν στο επίκεντρο των σχεδίων τους. Είχαν μεταξύ τους πόλεμο οι μεγάλοι. Οι Γερμανοί μαζί με τους Αυστροουγκαρέζους μας ήθελαν με το μέρος τους. Μας ήθελαν, όμως κι οι Άγγλοι κι οι Γάλλοι, που μαζί με τους Ρώσους πολέμαγαν τους Γερμανούς. Στο τέλος κατέπλευσαν οι Γάλλοι κι οι Άγγλοι και με το έτσι θέλω περικύκλωσαν τον Πειραιά με τα καράβια τους, αποβίβασαν στρατό και στη Θεσσαλονίκη κι έκαναν κουμάντο. Ο βασιλιάς με τους Γερμανούς, ο Βενιζέλος με τους άλλους. Μπλέξιμο. Δεν έφτανε, όμως, αυτό. Οι Αγγλογάλλοι, για να αναγκάσουν τον βασιλιά να συμφωνήσει μαζί τους, απέκλεισαν με τον στόλο τους τα λιμάνια της νότιας Ελλάδας κι έτσι δεν έφταναν τρόφιμα κι άρχισε να θερίζει πείνα τον κόσμο.
Τον Δεκέμβρη του 1916 ήλθε απ’ τη Θεσσαλονίκη στο Τσιρίγο ο νέος δικηγόρος, Παναγιώτης Τσιτσίλιας, ανιψιός του συνονόματου παλιού δημάρχου. Ήταν έφεδρος υπολοχαγός κι από εκείνους που είχαν προσχωρήσει και υποστήριζαν το «Κίνημα της Εθνικής Άμυνας» του Βενιζέλου. Αυτός ξεσήκωνε τον κόσμο. Έλεγε πως είναι εθνικό χρέος τα Κύθηρα να φύγουν απ’ την κυβέρνηση της Αθήνας και να πάνε με το κράτος της Θεσσαλονίκης, όπως είχαν κάνει η Κρήτη, η Λέσβος κι άλλα νησιά. Σημαντικός λόγος για όλα όσα έμελλε να συμβούν ήταν και το γεγονός ότι τα γερμανικά υποβρύχια υπερείχαν κι αλώνιζαν τη Μεσόγειο. Οι Άγγλοι ήθελαν μια ναυτική βάση για τα πολεμικά τους πλοία και σαν το πιο κατάλληλο νησί για τη δημιουργία μιας τέτοιας βάσης, θεωρήθηκε το Τσιρίγο, σαν το πιο κοντινό στο δυτικό πέρασμα της Μεσογείου προς το Αιγαίο. Ήρθε καΐκι απ’ την Κρήτη με Κρητικούς χωροφυλάκους να βοηθήσουν, με την παρουσία τους, τον Τσιτσίλια. Μα δεν κάθισαν πολύ, γιατί η κυβέρνηση της Αθήνας απείλησε με επέμβαση κι έφυγαν. Στις εφτά του Φλεβάρη του 1917 μαζεύτηκαν στο σχολείο του Ποταμού οι πρόεδροι των Κοινοτήτων και τα μέλη των Δημοτικών Συμβουλίων. Από το 1914 είχαν καταργηθεί οι δύο Δήμοι στα Κύθηρα κι είχαν αντικατασταθεί από δέκα τέσσερις Κοινότητες. Εκεί αποφασίστηκε να συγκληθεί παλλαϊκή συνέλευση στην πλατεία του Ποταμού, με πρόεδρο τον αρχηγό των Φιλελευθέρων, Παναγιώτη Τσιτσίλια.
Πράγματι στην πλατεία, που ήδη είχε λάβει τ’ όνομα: «Ελευθερίου Βενιζέλου», συγκεντρώθηκαν οι Τσιριγώτες με γυναίκες και παιδιά. Ο Τσιτσίλιας σε ενθουσιώδες πλήθος ανέλυσε την πολιτική κατάσταση. Οι Κυθήριοι έχοντας νωπή τη μνήμη της επίσκεψης του Βενιζέλου, τις μεγαλειώδεις στιγμές που στον ίδιο χώρο είχαν βιώσει και θέλοντας να φανούν αντάξιοι του Στρατηγού Πάνου Κορωναίου, που η προτομή του τους συντρόφευε, διαμαρτυρήθηκαν για την επιστροφή του νησιού τους στο «γερμανόδουλο» κράτος των Αθηνών, όπως χαρακτηρίστηκε. Αρνήθηκαν αυτή την επιστροφή και ζήτησαν απ’ την «Εθνική κυβέρνηση» της Θεσσαλονίκης να εντάξει στην κυριαρχία της και τα Κύθηρα. Η απόφαση της λαϊκής συνέλευσης υπογράφτηκε από τα είκοσι έξι μέλη της Επιτροπής του λαού, που τότε εκλέχτηκαν και επικυρώθηκε απ’ τον πρόεδρο της Κοινότητας του Ποταμού, τον Σπύρο Φαρδούλη.
Ο ενθουσιασμός ήταν πρωτοφανής. Ο Κοσμάς, όμως στους Καστέλους, ήταν προβληματισμένος. Δεν είχε πειστεί ότι όσα συνέβαιναν ήταν για καλό. Δεν πίστευε ότι ο διαφαινόμενος νέος πόλεμος θα έβγαινε σε καλό. «Κανένας πόλεμος δεν είναι καλός και καμιά ειρήνη κακή», έλεγε. Αποκλεισμένος στο νησί βρέθηκε κι ο πρωτοξάδελφός του, Κοσμάς κι αυτός. Είχε έρθει απ’ την Αλεξάνδρεια, φέρνοντας μαζί του μεγάλη εικόνα της Ανάστασης του Κυρίου, που αφιέρωσε στην νεόδμητη Λαριώτισσα. Στην Αλεξάνδρεια ευημερούσε, συνεχίζοντας την πατρογονική επιχείρηση του φημισμένου φούρνου. Οι συμπατριώτες του, εκτιμώντας την πολύπλευρη δράση και προσφορά του, τον είχαν αναδείξει σε πρόεδρο της αδελφότητάς τους. Αυτός καθησύχαζε τον συνονόματο εξάδελφό του:
-Άκου, Κοσμά, του ‘λεγε. Τα πράγματα θα φτιάξουν. Ο Βενιζέλος ξέρει τι κάνει. Οι σύμμαχοι θα νικήσουν και καλό είναι η Ελλάδα την ώρα της νίκης να βρεθεί σύμμαχος με τους νικητές. Οι Βούλγαροι κι οι Τούρκοι είναι με τους Γερμανούς. Κακό της κεφαλής τους. Θα δεις. Μέχρι την Πόλη και τη Σμύρνη θα φτάσουμε. Ο άλλος Κοσμάς κούνησε το κεφάλι του κι απάντησε:
-Άκουσε τώρα κι εμένα, ξάδελφε. Καλά τα λες και μακάρι έτσι να γίνουν. Μα όταν ένα κράτος μεγαλώνει τόσο γρήγορα, δεν προλαβαίνει να οργανωθεί. Είναι… πώς να στο πω;… «εικονικό». Όσο γρήγορα γίνεται μεγάλο, άλλο τόσο γρήγορα μπορεί να χάσει τα εδάφη του. Και τότε τι θα μείνει; Φτώχεια και δυστυχία, χώρια οι αδικοχαμένοι. Ώρες κράταγε η κουβέντα, στο τέλος τα ‘βρισκαν οι δυο Κοσμάδες. Βόηθαγε και το κρασάκι με το μοναδικό άρωμα, που μόνο το χώμα των Καστέλων, με τη δύναμη και τα μυστικά του, μπορεί να προσθέτει.
Τα διεθνή γεγονότα κι όσα συνέβαιναν στο νησί είχαν συνεπάρει τους Τσιριγώτες. Η Ένωση είχε συμβεί πριν πενήντα τρία χρόνια κι οι νέες γενιές των Κυθηρίων δεν είχαν βιώσει στιγμές παλιγγενεσίας, όπως άλλα μέρη της χώρας. Διψούσαν για συμμετοχή στη δόξα του Έθνους. Τελικά ο Τσιτσίλιας πρότεινε «Αυτονομία» και ένταξη των Κυθήρων στο πλευρό των συμμάχων, μιας και ουσιαστική ένωση με το κράτος της Θεσσαλονίκης, λόγω της μεγάλης απόστασης, δεν ήταν δυνατή. Οι διεργασίες για το παράτολμο τούτο διάβημα ήταν σύντομες κι ενθουσιώδεις. Η Αυτονομία απαιτούσε νέα διοίκηση και ως ξεχωριστή αρχή είχε χρεία από δική της σφραγίδα, που να πιστοποιεί την ύπαρξή της, την εξουσία της και τη γνησιότητα των εντολών της. Μα στα αποκλεισμένα Κύθηρα… πού να βρεθεί νέα σφραγίδα; Κι όμως, ένα χέρι σηκώθηκε όταν τέθηκε το θέμα δημόσια:
-Εγώ μπορώ να φτιάξω σφραγίδα. Είπε ένα αμούστακο παιδί. Όλοι ήξεραν τον Βαγγέλη… μα ότι μπορούσε να φτιάξει σφραγίδα, δεν το περίμεναν. Δούλευε το ξύλο στο βαρελάδικο και μάθαινε την τέχνη του βαρελά… άλλο, όμως, να ‘σαι ξυλογλύπτης. Ο Τσιτσίλιας δεν είχε καιρό για χάσιμο. Την Κυριακή έπρεπε όλα να ήταν έτοιμα. Έκανε σ’ ένα χαρτί το σχέδιο της σφραγίδας. Την έκανε στρογγυλή με δυο κύκλους, τον ένα μέσα στον άλλον. Ανάμεσά τους έγραψε κυκλικά: «ΑΥΤΟΝΟΜΟΣ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΚΥΘΗΡΩΝ». Έδειξε το σχέδιο στον Βαγγέλη.
-Εντάξει Καβιέρη; Του είπε. Θα τα καταφέρεις; Κι απάντησε ο Βαγγέλης:
-Ναι Κύριε Παναγιώτη… μα άδεια μου φαίνετε στη μέση. Να σκαλίσω κι ένα κλαδί μυρτιάς στον μέσα κύκλο;
-Κάνε το Βαγγέλη… την Κυριακή το πρωί, όμως, να ‘ναι έτοιμη η σφραγίδα. Σύμφωνοι;
-Σύμφωνοι, κύριε Παναγιώτη. Θα ‘ναι. Το ‘πε ο Βαγγέλης Καβιέρης και το ‘κανε. Την Κυριακή το πρωί, στις πέντε του Μάρτη, οι πρόεδροι και των δέκα τεσσάρων κοινοτήτων των Κυθήρων συνήλθαν στο κοινοτικό γραφείο του Ποταμού, κατάλοιπο του Ενετικού πύργου. Εκεί εν ονόματι της ελευθερίας των λαών ανακήρυξαν την νήσον των Κυθήρων αυτόνομον, υπό το όνομα «Αυτόνομος Διοίκησις των Κυθήρων» και διοικητή της τον Παναγιώτη Τσιτσίλια. Το επίσημο έγγραφο υπέγραψαν όλοι οι πρόεδροι και το επικύρωσαν ο νέος διοικητής με τη νέα σφραγίδα του, καθώς κι ο ειρηνοδίκης Κυθήρων με τη δική του σφραγίδα, αυτήν δηλαδή που είχε ως έμβλημα τη βασιλική κορώνα. Απ’ τα σκαλιά του Κοινοτικού Γραφείου, κατάλοιπο του πύργου, που ο άρχοντας και κουρσάρος του νησιού, Παύλος Ευδαιμονογιάννης, πριν πολλούς αιώνες, είχε κτίσει, για να φυλά τα πλούτη και τα μυστικά του, διαβάστηκε η ανακήρυξη της Αυτονομίας. Ο κόσμος με τρανταχτά ζήτωωω! υποδέχτηκε τον νέο διοικητή του. Σε λίγες ημέρες ήλθε καΐκι απ’ την Κρήτη γεμάτο άλευρα κι άλλα τρόφιμα. Η Αυτόνομη Διοίκηση μοίρασε το φορτίο στις οικογένειες που είχαν την πιο μεγάλη ανάγκη. Από κει και πέρα τα πράγματα εξελίχθησαν γρήγορα. Ο βασιλιάς έφυγε για την Ελβετία κι ο Βενιζέλος γύρισε, θριαμβευτής, στην Αθήνα κι επανένωσε την Ελλάδα.
Η ζωή τραβούσε την ανηφόρα. Ανηφόρι με πολέμους, νίκες, διχασμό, οικονομική εξαθλίωση. Κι όπου φτώχεια, εκεί οι αρρώστιες, εκεί κι οι επιδημίες θερίζουν. Η Ελλάδα που μεγάλωσε με το αίμα των παιδιών της κατά τους Βαλκανικούς αγώνες, γρήγορα χωρίστηκε στη μέση. Η μισή με την Αθήνα κι η άλλη μισή με την ελευθερωμένη Θεσσαλονίκη. Χωρίστηκαν στα δύο κι οι Έλληνες. Οι μισοί με τον βασιλιά κι οι άλλοι μισοί με τον Βενιζέλο. Αυτόν τον διχασμό συνδαύλιζαν οι ηγέτες των μεγάλων Ευρωπαϊκών κρατών, που δεν αφήνουν τους λαούς στην ησυχία τους. Πιότερο τη μικρή Ελλάδα με τη μεγάλη ιστορία, τη σπουδαία γεωγραφική της θέση και τον πλούτο της, έχουν στο επίκεντρο των σχεδίων τους. Είχαν μεταξύ τους πόλεμο οι μεγάλοι. Οι Γερμανοί μαζί με τους Αυστροουγκαρέζους μας ήθελαν με το μέρος τους. Μας ήθελαν, όμως κι οι Άγγλοι κι οι Γάλλοι, που μαζί με τους Ρώσους πολέμαγαν τους Γερμανούς. Στο τέλος κατέπλευσαν οι Γάλλοι κι οι Άγγλοι και με το έτσι θέλω περικύκλωσαν τον Πειραιά με τα καράβια τους, αποβίβασαν στρατό και στη Θεσσαλονίκη κι έκαναν κουμάντο. Ο βασιλιάς με τους Γερμανούς, ο Βενιζέλος με τους άλλους. Μπλέξιμο. Δεν έφτανε, όμως, αυτό. Οι Αγγλογάλλοι, για να αναγκάσουν τον βασιλιά να συμφωνήσει μαζί τους, απέκλεισαν με τον στόλο τους τα λιμάνια της νότιας Ελλάδας κι έτσι δεν έφταναν τρόφιμα κι άρχισε να θερίζει πείνα τον κόσμο.
Τον Δεκέμβρη του 1916 ήλθε απ’ τη Θεσσαλονίκη στο Τσιρίγο ο νέος δικηγόρος, Παναγιώτης Τσιτσίλιας, ανιψιός του συνονόματου παλιού δημάρχου. Ήταν έφεδρος υπολοχαγός κι από εκείνους που είχαν προσχωρήσει και υποστήριζαν το «Κίνημα της Εθνικής Άμυνας» του Βενιζέλου. Αυτός ξεσήκωνε τον κόσμο. Έλεγε πως είναι εθνικό χρέος τα Κύθηρα να φύγουν απ’ την κυβέρνηση της Αθήνας και να πάνε με το κράτος της Θεσσαλονίκης, όπως είχαν κάνει η Κρήτη, η Λέσβος κι άλλα νησιά. Σημαντικός λόγος για όλα όσα έμελλε να συμβούν ήταν και το γεγονός ότι τα γερμανικά υποβρύχια υπερείχαν κι αλώνιζαν τη Μεσόγειο. Οι Άγγλοι ήθελαν μια ναυτική βάση για τα πολεμικά τους πλοία και σαν το πιο κατάλληλο νησί για τη δημιουργία μιας τέτοιας βάσης, θεωρήθηκε το Τσιρίγο, σαν το πιο κοντινό στο δυτικό πέρασμα της Μεσογείου προς το Αιγαίο. Ήρθε καΐκι απ’ την Κρήτη με Κρητικούς χωροφυλάκους να βοηθήσουν, με την παρουσία τους, τον Τσιτσίλια. Μα δεν κάθισαν πολύ, γιατί η κυβέρνηση της Αθήνας απείλησε με επέμβαση κι έφυγαν. Στις εφτά του Φλεβάρη του 1917 μαζεύτηκαν στο σχολείο του Ποταμού οι πρόεδροι των Κοινοτήτων και τα μέλη των Δημοτικών Συμβουλίων. Από το 1914 είχαν καταργηθεί οι δύο Δήμοι στα Κύθηρα κι είχαν αντικατασταθεί από δέκα τέσσερις Κοινότητες. Εκεί αποφασίστηκε να συγκληθεί παλλαϊκή συνέλευση στην πλατεία του Ποταμού, με πρόεδρο τον αρχηγό των Φιλελευθέρων, Παναγιώτη Τσιτσίλια.
Πράγματι στην πλατεία, που ήδη είχε λάβει τ’ όνομα: «Ελευθερίου Βενιζέλου», συγκεντρώθηκαν οι Τσιριγώτες με γυναίκες και παιδιά. Ο Τσιτσίλιας σε ενθουσιώδες πλήθος ανέλυσε την πολιτική κατάσταση. Οι Κυθήριοι έχοντας νωπή τη μνήμη της επίσκεψης του Βενιζέλου, τις μεγαλειώδεις στιγμές που στον ίδιο χώρο είχαν βιώσει και θέλοντας να φανούν αντάξιοι του Στρατηγού Πάνου Κορωναίου, που η προτομή του τους συντρόφευε, διαμαρτυρήθηκαν για την επιστροφή του νησιού τους στο «γερμανόδουλο» κράτος των Αθηνών, όπως χαρακτηρίστηκε. Αρνήθηκαν αυτή την επιστροφή και ζήτησαν απ’ την «Εθνική κυβέρνηση» της Θεσσαλονίκης να εντάξει στην κυριαρχία της και τα Κύθηρα. Η απόφαση της λαϊκής συνέλευσης υπογράφτηκε από τα είκοσι έξι μέλη της Επιτροπής του λαού, που τότε εκλέχτηκαν και επικυρώθηκε απ’ τον πρόεδρο της Κοινότητας του Ποταμού, τον Σπύρο Φαρδούλη.
Ο ενθουσιασμός ήταν πρωτοφανής. Ο Κοσμάς, όμως στους Καστέλους, ήταν προβληματισμένος. Δεν είχε πειστεί ότι όσα συνέβαιναν ήταν για καλό. Δεν πίστευε ότι ο διαφαινόμενος νέος πόλεμος θα έβγαινε σε καλό. «Κανένας πόλεμος δεν είναι καλός και καμιά ειρήνη κακή», έλεγε. Αποκλεισμένος στο νησί βρέθηκε κι ο πρωτοξάδελφός του, Κοσμάς κι αυτός. Είχε έρθει απ’ την Αλεξάνδρεια, φέρνοντας μαζί του μεγάλη εικόνα της Ανάστασης του Κυρίου, που αφιέρωσε στην νεόδμητη Λαριώτισσα. Στην Αλεξάνδρεια ευημερούσε, συνεχίζοντας την πατρογονική επιχείρηση του φημισμένου φούρνου. Οι συμπατριώτες του, εκτιμώντας την πολύπλευρη δράση και προσφορά του, τον είχαν αναδείξει σε πρόεδρο της αδελφότητάς τους. Αυτός καθησύχαζε τον συνονόματο εξάδελφό του:
-Άκου, Κοσμά, του ‘λεγε. Τα πράγματα θα φτιάξουν. Ο Βενιζέλος ξέρει τι κάνει. Οι σύμμαχοι θα νικήσουν και καλό είναι η Ελλάδα την ώρα της νίκης να βρεθεί σύμμαχος με τους νικητές. Οι Βούλγαροι κι οι Τούρκοι είναι με τους Γερμανούς. Κακό της κεφαλής τους. Θα δεις. Μέχρι την Πόλη και τη Σμύρνη θα φτάσουμε. Ο άλλος Κοσμάς κούνησε το κεφάλι του κι απάντησε:
-Άκουσε τώρα κι εμένα, ξάδελφε. Καλά τα λες και μακάρι έτσι να γίνουν. Μα όταν ένα κράτος μεγαλώνει τόσο γρήγορα, δεν προλαβαίνει να οργανωθεί. Είναι… πώς να στο πω;… «εικονικό». Όσο γρήγορα γίνεται μεγάλο, άλλο τόσο γρήγορα μπορεί να χάσει τα εδάφη του. Και τότε τι θα μείνει; Φτώχεια και δυστυχία, χώρια οι αδικοχαμένοι. Ώρες κράταγε η κουβέντα, στο τέλος τα ‘βρισκαν οι δυο Κοσμάδες. Βόηθαγε και το κρασάκι με το μοναδικό άρωμα, που μόνο το χώμα των Καστέλων, με τη δύναμη και τα μυστικά του, μπορεί να προσθέτει.
Τα διεθνή γεγονότα κι όσα συνέβαιναν στο νησί είχαν συνεπάρει τους Τσιριγώτες. Η Ένωση είχε συμβεί πριν πενήντα τρία χρόνια κι οι νέες γενιές των Κυθηρίων δεν είχαν βιώσει στιγμές παλιγγενεσίας, όπως άλλα μέρη της χώρας. Διψούσαν για συμμετοχή στη δόξα του Έθνους. Τελικά ο Τσιτσίλιας πρότεινε «Αυτονομία» και ένταξη των Κυθήρων στο πλευρό των συμμάχων, μιας και ουσιαστική ένωση με το κράτος της Θεσσαλονίκης, λόγω της μεγάλης απόστασης, δεν ήταν δυνατή. Οι διεργασίες για το παράτολμο τούτο διάβημα ήταν σύντομες κι ενθουσιώδεις. Η Αυτονομία απαιτούσε νέα διοίκηση και ως ξεχωριστή αρχή είχε χρεία από δική της σφραγίδα, που να πιστοποιεί την ύπαρξή της, την εξουσία της και τη γνησιότητα των εντολών της. Μα στα αποκλεισμένα Κύθηρα… πού να βρεθεί νέα σφραγίδα; Κι όμως, ένα χέρι σηκώθηκε όταν τέθηκε το θέμα δημόσια:
-Εγώ μπορώ να φτιάξω σφραγίδα. Είπε ένα αμούστακο παιδί. Όλοι ήξεραν τον Βαγγέλη… μα ότι μπορούσε να φτιάξει σφραγίδα, δεν το περίμεναν. Δούλευε το ξύλο στο βαρελάδικο και μάθαινε την τέχνη του βαρελά… άλλο, όμως, να ‘σαι ξυλογλύπτης. Ο Τσιτσίλιας δεν είχε καιρό για χάσιμο. Την Κυριακή έπρεπε όλα να ήταν έτοιμα. Έκανε σ’ ένα χαρτί το σχέδιο της σφραγίδας. Την έκανε στρογγυλή με δυο κύκλους, τον ένα μέσα στον άλλον. Ανάμεσά τους έγραψε κυκλικά: «ΑΥΤΟΝΟΜΟΣ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΚΥΘΗΡΩΝ». Έδειξε το σχέδιο στον Βαγγέλη.
-Εντάξει Καβιέρη; Του είπε. Θα τα καταφέρεις; Κι απάντησε ο Βαγγέλης:
-Ναι Κύριε Παναγιώτη… μα άδεια μου φαίνετε στη μέση. Να σκαλίσω κι ένα κλαδί μυρτιάς στον μέσα κύκλο;
-Κάνε το Βαγγέλη… την Κυριακή το πρωί, όμως, να ‘ναι έτοιμη η σφραγίδα. Σύμφωνοι;
-Σύμφωνοι, κύριε Παναγιώτη. Θα ‘ναι. Το ‘πε ο Βαγγέλης Καβιέρης και το ‘κανε. Την Κυριακή το πρωί, στις πέντε του Μάρτη, οι πρόεδροι και των δέκα τεσσάρων κοινοτήτων των Κυθήρων συνήλθαν στο κοινοτικό γραφείο του Ποταμού, κατάλοιπο του Ενετικού πύργου. Εκεί εν ονόματι της ελευθερίας των λαών ανακήρυξαν την νήσον των Κυθήρων αυτόνομον, υπό το όνομα «Αυτόνομος Διοίκησις των Κυθήρων» και διοικητή της τον Παναγιώτη Τσιτσίλια. Το επίσημο έγγραφο υπέγραψαν όλοι οι πρόεδροι και το επικύρωσαν ο νέος διοικητής με τη νέα σφραγίδα του, καθώς κι ο ειρηνοδίκης Κυθήρων με τη δική του σφραγίδα, αυτήν δηλαδή που είχε ως έμβλημα τη βασιλική κορώνα. Απ’ τα σκαλιά του Κοινοτικού Γραφείου, κατάλοιπο του πύργου, που ο άρχοντας και κουρσάρος του νησιού, Παύλος Ευδαιμονογιάννης, πριν πολλούς αιώνες, είχε κτίσει, για να φυλά τα πλούτη και τα μυστικά του, διαβάστηκε η ανακήρυξη της Αυτονομίας. Ο κόσμος με τρανταχτά ζήτωωω! υποδέχτηκε τον νέο διοικητή του. Σε λίγες ημέρες ήλθε καΐκι απ’ την Κρήτη γεμάτο άλευρα κι άλλα τρόφιμα. Η Αυτόνομη Διοίκηση μοίρασε το φορτίο στις οικογένειες που είχαν την πιο μεγάλη ανάγκη. Από κει και πέρα τα πράγματα εξελίχθησαν γρήγορα. Ο βασιλιάς έφυγε για την Ελβετία κι ο Βενιζέλος γύρισε, θριαμβευτής, στην Αθήνα κι επανένωσε την Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου