Το σπήλαιον, Χριστέ, κοιτώ
και γονατίζω κι ερωτώ
γιατί και πριν στη Φάτνη Σου να γεννηθείς ακόμα,
κι ανθρώπου λάβεις σώμα,
όσοι φάνηκαν άνθρωποι γεννήθηκαν σ' αχούρια
και σε παλλάτια λαμπερά τα ξέστρωτα γαϊδούρια;
Γιατί, Θεάνθρωπε Χριστέ, και κάθε βασιλιάς,
που φέρνει ειρήνης σύμβολον, κλωνάρι της ελιάς
και δακρυσμένος στέκεται με σταυρωμένα χέρια
σαν άγιος Ονούφριος προ της θεότητός Σου,
αφήνει σκλάβους λάτρες σου στα τούρκικα μαχαίρια
και δεν τους σώζει η Γέννα Σου μηδέ κι ο θάνατος Σου;
Γιατί, να κρύβεται Χριστέ, στου κόσμου τα φιλιά
φαρμακωμένος πόλεμος και κιτρινιάρης φθόνος;
Γιατί και του προδρόμου Σου Σωκράτη την σπηλιά
οι σήμερον σωκρατικοί εκόπρισαν αφθόνως;
Γιατί, Χριστέ, στον Κόσμο Σου και πάντοτε και τώρα
ίσα να μη μοιράζωνται των αγαθών τα δώρα;
Μα άλλοι να τρώνε κάπονες(*) πεντέμισι λίτρων
και άλλοι να βλέπουν χάσκοντας, εκείνους που τους τρων;
Κι άλλα πολλά ρωτήματα ποθώ, Χριστέ, να κάνω
μα κι εκ της γης καμμιά φωνή, αλλ' ούτε και από πάνω...
Και τραγουδώ με ελιάς κλαδί στο βογγητό του πόνου:
- Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του Χρόνου!...
(*) καπόνι = πουλερικό, κόκκορας.
Εδημοσιεύθη το 1887.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου