Το
Γύθειο είναι ιστορική κωμόπολη και
λιμάνι που βρίσκεται στη νότια
Πελοπόννησο κοντά στις εκβολές του
ποταμού Ευρώτα, δυτικά του μυχού του
Λακωνικού κόλπου. Είναι χτισμένο αμφιθεατρικά στους ανατολικούς πρόποδες του όρους
Λαρύσιο και αποτελεί το κυριότερο λιμάνι του Λακωνικού κόλπου και το δεύτερο της νότιας Πελοποννήσου, μετά την
Καλαμάτα. Η νότια άκρη της πόλης του Γυθείου ενώνεται μέσω μικρού προβλήτα με ένα μικρό
νησί, την αρχαία
Κρανάη
ή Μαραθονήσι, όπου βρίσκονται ο πύργος Τζανετάκη, ο οκτάγωνος ομώνυμος
φάρος (φάρος Κρανάης) και ο μικρός ναός Αγίου Νικολάου. Το Γύθειο
αποτελεί έδρα του
ομώνυμου δήμου που περιλαμβάνει 18 δημοτικά διαμερίσματα, καθώς και έδρα της
Ιεράς Μητροπόλεως Μάνης.
Ως τοπωνύμιο το Γύθειο πρωτοεμφανίζεται στην ιστορία τον 5ο αιώνα π.Χ Πρώτη αναφορά κάνει ο
Θουκυδίδης (1, 108) στην επιδρομή του Αθηναίου
Τολμίδη στον Λακωνικό στα
νεώρια των
Σπαρτιατών χωρίς όμως ν΄ αναφέρει ρητά το Γύθειο. Ο
Παυσανίας αναφέρει το Γύθειο με «
ει» όπως και ο
Πολύβιος και ο
Στράβων. Ενώ οι νεότεροι, όπως ο
Διόδωρος ο Σικελιώτης και ο
Πλούταρχος με «
ι».
Έτσι ακόμη νεότεροι κάνουν χρήση και των δύο τύπων. Ο Παυσανίας ως
ετυμολογία του ονόματος παρουσιάζει στα «Λακωνικά» του την πεποίθηση των
αρχαίων κατοίκων ότι σήμαινε «Γη των θεών», από την ομηρική λέξη «
Γυία» (Γη) + θεός και αυτό από την παράδοση ότι κάποτε ο
Ηρακλής και ο
Απόλλων κατά το χτίσιμο της πόλης ήλθαν σε σύγκρουση εξ αιτίας του μαγικού τρίποδα του
Μαντείου των Δελφών.
Επειδή όμως ο αγώνας δεν αναδείκνυε νικητή, τελικά κατόπιν της μεταξύ
τους συνδιαλλαγής αντί Ηρακλείας ή Απολλωνίας ονόμασαν την πόλη «Γη
θεών» με συνέπεια να τιμώνται και οι δύο στην πόλη αυτή.
Πρώτος που ξεκίνησε τις αρχαιολογικές έρευνες στο Γύθειο ήταν ο
Ανδρέας Σκιάς
το 1891, αποκαλύπτοντας το αρχαίο θέατρο του Γυθείου στο βόρειο άκρο
του, καθώς και η ακρόπολη δυτικά του θεάτρου. Το έργο εκείνου συνέχισαν
πολλοί άλλοι μεταξύ των οποίων και η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή. Από τη
μελέτη των αρχαιολογικών και σπηλαιολογικών ευρημάτων και των σχετικών
αναφορών των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων έχουν παρουσιασθεί
σπουδαία συγγράμματα για την ιστορία του Γυθείου. Μεταξύ αυτών αξίζει ν΄
αναφερθούν εκείνες των: Ιωάννη Πατσουράκου (1902), Γερ. Καψάλη, Π.
Καλονάρου, Σ. Σκοπετέα, , Βάσου Τσιλιβάκου, Απόστ. Δασκαλάκη,, αλλά και
του ακαδημαϊκού Σ. Κουγέα.
Σύμφωνα με το γεωγράφο του
2ου αιώνα μ.Χ. Παυσανία, ο
Πάρις πέρασε σε αυτό την πρώτη του νύχτα με την
Ωραία Ελένη ύστερα από την αρπαγή της. Σύμφωνα με έναν αρχαίο θρύλο, το Γύθειο ιδρύθηκε από τον
Ηρακλή και τον
Απόλλωνα. Υπήρξε κατά την
αρχαιότητα το
επίνειο της
Σπάρτης, που βρίσκεται 40 χιλιόμετρα βορειότερα. Την περίοδο
195 π.Χ. -
297 μ.Χ. το Γύθειο φέρεται ανεξάρτητο από τη Σπάρτη, πρωτεύουσα του
Κοινού των Ελευθερολακώνων, στολισμένο με μαρμάρινα μέγαρα, ιερά και ναούς θεών και με πολλά καλλιτεχνήματα. Πολλά ερείπια από τη
ρωμαϊκή εποχή διασώζονται στην ευρύτερη περιοχή, ενώ από την αρχαιότητα διασώζονται στην παλιά πόλη το αρχαίο
θέατρο και στον
λόφο πίσω από την πόλη τα ερείπια ενός ιερού του
Διονύσου.
Το
375 μ.Χ. συνέβη ένας μεγάλος
σεισμός, όπου το
παλιρροιακό κύμα που δημιουργήθηκε καταπόντισε το Γύθειο στα νερά του
Λακωνικού Κόλπου
θάβοντας ή πνίγοντας τους κατοίκους του, όσοι δεν πρόλαβαν να
καταφύγουν στα γύρω υψώματα. Έτσι, από την παλαιά πόλη έμεινε μόνο ένα
τμήμα που σήμερα λέγεται «Παλαιόπολη», το βορειοανατολικό τμήμα του
σημερινού Γυθείου. Σ΄ αυτό το τμήμα και στον παρακείμενο θαλάσσιο βυθό,
βρέθηκαν τα περισσότερα αρχαία μάρμαρα, ψηφιδωτά δάπεδα, τμήματα
αγαλμάτων θεών, ηρώων και αρχόντων, καθώς και θεμέλια οικοδομών, που
αποτελούν τους θλιβερούς μάρτυρες της άλλοτε λαμπροστόλιστης πόλης.