Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2021

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ (αυτός της Χύτρας, μωρέ) ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΟΥ

Πολλή καλησπέρα σε όλους. Νομίζω είναι περιττό να προλογίσω για ποιο θέμα θα μιλήσω.

Το λοιπόν. Σκέφτομαι αν αναρωτήθηκε κανείς γιατί φτάσαμε σήμερα να μιλάμε για εκμίσθωση της σπηλιάς στην Χύτρα. Μήπως γιατί κάπου εκεί στο 1989-90, κάποιος που τότε τον λογίζανε για τρελό, ξεκίνησε παρέα με τον Παναγιώτη τον Σούγιαννη, τις τουριστικές ξεναγήσεις στη σπηλιά; Μήπως γιατί κάποιος επένδυσε ψυχή, σώμα, χρήμα και πάνω από 25 χρόνια της ζωής του στο να γίνει η Χύτρα ένα από τα πιο εμβληματικά τουριστικά σημεία των Κυθήρων; Μήπως γιατί αυτός ο κάποιος πρόβαλλε τα Κύθηρα και την Χύτρα αναρίθμητες φορές σε τουριστικές εκπομπές, αφιερώματα, άρθρα που φτάνουν σε όλες τις άκρες της γης; Αν, λοιπόν, αυτός ο κάποιος, τότε στο μακρινό 1989 είχε αποφασίσει τελικά να πάει απλώς για ψάρεμα αντί να ασχοληθεί με την Χύτρα, μήπως, λέω μήπως, δε θα μιλούσαμε σήμερα για την σπηλιά της Χύτρας;
Επειδή, λοιπόν, αυτός ο κάποιος είμαι εγώ, δε μπορώ παρά να αναρωτηθώ, επίσης, και τι είδους χροιά έχει αυτή η απόφαση της Εγχωρίου. Διότι, είναι, σχεδόν, προσωπική υπόθεση. Και γιατί λέω προσωπική υπόθεση. Ως επαγγελματίας του νησιού πάντα έβαζα και βάζω, πάνω απ’ όλα, το νησί μας. Με προσωπικό μόχθο και μεράκι και πάντα με γνώμονα την ασφάλεια, ξενάγησα όλα αυτά τα χρόνια χιλιάδες ανθρώπους στη σπηλιά της Χύτρας να γνωρίσουν αυτή την ομορφιά της φύσης και να μείνουν με την πιο θετική ανάμνηση του νησιού. Τόσο που η Χύτρα (και η σπηλιά της) ταυτίστηκαν με το όνομά μου. «Θέλω να πάω στην Χύτρα», λέει κάποιος. «Βρες τον Σπύρο», κυρίως, θα του απαντήσουν.
Πληρώνω κανονικότατα τα τέλη επιβατών στον Δήμο Κυθήρων μέσω του Λιμενικού Ταμείου (κάτι που οι άλλοι δύο επαγγελματίες που ήρθαν πέρσι στο νησί, λόγω διαφορετικού καθεστώτος, δεν πληρώνουν) και πάντα προσπαθώ, και πολλές φορές, υπό αντίξοες συνθήκες, να κάνω το καλύτερο δυνατό για τον τόπο μας και τους επισκέπτες μας, ως επαγγελματίας. Σίγουρα, λάθη μπορεί να έχουν γίνει και είμαι ο πρώτος που θα τα παραδεχτώ και θα φροντίσω να διορθωθούν και να μην επαναληφθούν. Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς από τις δύο αυτές μεριές (επαγγελματία – φορέων του νησιού) να υπάρχει σύμπνοια, αλληλοϋποστήριξη και κοινό όραμα.
Φανταστείτε, λοιπόν, την απορία μου όταν ενημερώθηκα για την απόφαση της Εγχωρίου σχετικά με την Χύτρα. Φανταστείτε, ακόμη περισσότερο, την απορία μου όταν ενημερώθηκα για την απόφαση είσπραξης χρημάτων σε μορφή ενοικίου για τα σκάφη ΜΟΝΟ στον Πίσω Γυαλό Καψαλίου, που σημαίνει πάνω από 2000€ το χρόνο για μένα καθώς δεν έχω την επιλογή να μεταφέρω αλλού το σκάφος μου. Αναρωτιέμαι με ποια κριτήρια σκαρφίστηκε κάποιος αυτό το ποσό όταν η τιμή στην Αθήνα για τον ίδιο λόγο – και με περισσότερες παροχές, όπως φύλαξη σε ιδιωτικό χώρο, ασφάλεια, αποζημίωση σε περίπτωση ζημιάς- είναι περίπου 1200€;
Θα απομακρύνει, λέει, επίσης, άμεσα, σχοινιά, αγκυροβόλια και σημαδούρες. Ούτε καν ξέρουν ότι, αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει τίποτε από αυτά εκεί διότι αφορούν μόνο σε τρεις μήνες το καλοκαίρι. Γελάνε και οι πέτρες. Και ερωτώ. Εφόσον, λογικά, επιμεληθεί το Λιμενικό της απομάκρυνσης, αφού έτσι αποφάσισε η Εγχώριος, θα ισχύσει για όλους το ίδιο, όπως προβλέπει ο νόμος; Θα απομακρυνθούν όλα τα καλαδούρια των ανθρώπων στο νησί, τα περισσότερα από τα οποία είναι μόνιμα τοποθετημένα; Ή, όλως τυχαίως, αφορά μόνο στο δικό μου, που εξυπηρετεί και άλλα σκάφη, για την ασφάλειά τους, το καλοκαίρι; Και για να το πω πιο λαϊκά, ως γνήσιος Τσιριγώτης… Τα καλαδούρια δεν θα τα πιάνετε στο στόμα σας. Τα καλαδούρια.
Και έρχομαι να ρωτήσω. Αν, για παράδειγμα, ενοικιάσω τη σπηλιά της Χύτρας (ξέρω, ακούγεται παράλογο αλλά με αυτά φαίνεται πως ασχολούμαστε), θα έχω δικαίωμα χρήσης της, σωστά; Οι υπόλοιποι επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στην Χύτρα αναγκαστικά θα αποκλειστούν, σωστά; Ο Γιώργος ο Λάμπογλου με τη σχολή καταδύσεων ποια σπηλιά θα αναδείξει στους τουρίστες; Του Πλάτωνα; Οι υπόλοιποι επαγγελματίες που έρχονται στο νησί – γιατί επαγγελματική δραστηριότητα θεωρείται, με αυτό τον τρόπο, κι όποιος μισθώνει επαγγελματικό σκάφος - ποια Χύτρα θα προσεγγίσουν για να θαυμάσουν; Την ταχύτητος στην κουζίνα τους; Με ποιο δικαίωμα η Εγχώριος αποφασίζει για την οικονομική καταστροφή των επαγγελματιών του νησιού; Ό, τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό; Γιατί, περί αυτού πρόκειται. Και να πω, σε αυτό το σημείο, πως δεν προτίθεμαι να πλειοδοτήσω σε αυτό το θέατρο του παραλόγου.
Α, και το άλλο το καλό, πού το πάτε; Ότι δεν θα επιβαρυνθεί ο τουρίστας με το ποσό παρά μόνο ο επαγγελματίας; Είναι επικίνδυνα ανίδεο να το αναφέρει αυτό κάποιος που, προφανώς, δεν έχει ιδέα τι σημαίνει κοστολόγηση προϊόντος και λειτουργία επιχείρησης. Ότι θα φας το παστίτσιο σου στην ταβερνούλα σου αλλά στην τιμή δεν θα εμπεριέχονται ποσοστιαία τα έξοδα της επιχείρησης. Ω ρε, πού πάμε; Πού πάμε;
Ζήτησα να λάβω αντίγραφο της γνωμοδότησης του νομικού συμβούλου που στοιχειοθετεί την απόφαση της επιτροπής της Εγχωρίου. Αναμένω. Τα ερωτήματα πολλά. Και οι υποθέσεις για το τι μπορεί να συμβαίνει παρασκηνιακά, ακόμη περισσότερες. Προσπαθώ ακόμη και τώρα να καταλάβω πώς προκύπτουν οι αποφάσεις και οι τιμές μέσα στις αποφάσεις αυτές. Χωρίς κανένα επαγγελματικό υπόβαθρο στον τουριστικό τομέα, χωρίς καν μια επίσημη συμβουλευτική οδηγία από κάποιον ειδήμονα, η Εγχώριος φτιάχνει τον τιμοκατάλογό της κατά το δοκούν. Οι όποιες επεξηγήσεις δόθηκαν, ήταν, το λιγότερο, αστείες και το αναγνωρίζουν όλοι όσοι καταλαβαίνουν τι σημαίνει δραστηριοποιούμαι επαγγελματικά στον τουρισμό. Αναφέρει η Εγχώριος πως έμπρακτα υποστηρίζει τους επαγγελματίες επειδή ανέβαλλε για τρεις μήνες την είσπραξη της προκαταβολής. Αναφέρει, επίσης, πως οι τιμές καθορίστηκαν βάσει της αυξημένης τουριστικής κίνησης έναντι των προηγούμενων ετών. Γελάνε, πλέον, και τα βοτσαλάκια. Μάλλον σύσσωμη η Εγχώριος ζει σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου όχι μόνο δεν έχει πληγεί ο τουρισμός και η επαγγελματική δραστηριότητα γύρω από αυτόν αλλά όπου οι επισκέπτες αυξήθηκαν κιόλας και είχε θετικό αντίκτυπο στον τουρισμό των Κυθήρων. Σε αυτό το παράλληλο σύμπαν είναι, για εκείνους, λογικό να νοικιάσεις μια σπηλιά (μια σπηλιά!) σε μια τιμή της λογικής «Μωρέ, πόσο να βάλουμε την Χύτρα; 8000€ δεν έχουμε τις παραλίες; 5000€ είναι καλά; Να το αφήσω;».
Η Εγχώριος, υποτίθεται, είναι από τους Κυθήριους για τους Κυθήριους. Και σε αυτούς τους αδυσώπητους καιρούς επιλέγει να συντρίψει οικονομικά τους Κυθήριους επαγγελματίες και να εξυπηρετήσει συμφέροντα. Κι όχι του Κυθηραϊκού λαού, εν προκειμένω. Και είναι πασιφανές. Και δεν είναι ποτέ αργά να κάτσουμε όλοι όσοι μας αφορά ο τουρισμός στο νησί να συζητήσουμε με δεδομένα και ρεαλιστικές συνθήκες το τι είναι καλύτερο για τον τόπο μας. Και δεν είναι ποτέ αργά για το mea culpa, κύριοι της Εγχωρίου. Μέχρι και αυτή τη στιγμή που γράφω το παρόν κείμενο, δε μπορώ να καταλάβω γιατί τέτοια επιθετική συμπεριφορά προς το πρόσωπό μου. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, το θέμα Χύτρα έχει υποσημείωση το όνομά μου. Και βλέπω, με σχετική ανακούφιση, τα όσα λένε άνθρωποι του νησιού δημόσια που τάσσονται κατά αυτού του παραλογισμού και της αναίτιας επίθεσης προς εμένα και τους υπόλοιπους επαγγελματίες.
Αλλά, αν δεν έβγαινε ο κόσμος να μας υποστηρίξει, δεν τολμώ να φανταστώ τι θα γινόταν. Θα είχαμε μια Χύτρα στην οποία ο Σπύρος αναγκαστικά δεν θα πήγαινε πια, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την τουριστική κίνηση του αξιοθέατου, ένας επαγγελματίας μόνο θα είχε πρόσβαση και οι υπόλοιποι κόψτε τα κεφάλια σας, ψοφήστε κιόλας, ποσώς μας ενδιαφέρει. Ας ελπίσουμε να μην φτάσουμε εκεί. Οι Τσιριγώτες ξέρουν καλά τι σημαίνει η Χύτρα για εκείνους και για εμένα. Και όσο κι αν προσπαθούν κάποιοι να εξοντώσουν εμένα και τους υπόλοιπους που δίνουμε μια δεκάρα γι’ αυτό που λέγεται τουρισμός στα Κύθηρα, έχω να τους πω πως το μόνο που καταφέρνουν είναι να εκτίθενται οι ίδιοι. Οι ίδιοι που φαίνεται να μην έχουν ιδέα τι σημαίνει αγαπώ τον τόπο μου. Γιατί τόπος δεν είναι μόνο οι πέτρες και οι θάλασσες και τα χωράφια που οριοθετούνται προς εκμετάλλευση.
Τόπος είναι οι άνθρωποι. Και οι άνθρωποι μόνο όταν κοιτάζουν προς την ίδια κατεύθυνση πηγαίνουν όλοι μαζί μπροστά. Διαφορετικά, είναι σκορποχωριασμένα κορμιά που κουτουλάνε τα κεφάλια τους. Και σε έναν τόπο δεν θέλουμε κεφάλια που κάνουν θόρυβο, που δημιουργούν «λύσεις» για να δημιουργήσουν προβλήματα. Ευχαριστώ αλλά, όπως φαντάζομαι και πολλοί άλλοι σαν εμένα, δεν θα πάρω. Θα είμαι εδώ. Επιφυλάσσομαι για τη συνέχεια.
Με εκτίμηση, Σπύρος (αυτός της Χύτρας, μωρέ)

Η ιστορία του καραβόσκαλου "Άγιος Νικόλαος".Το βύθισε Συμμαχικό υποβρύχιο έξω από το τσιρίγο

 

Άγνωστοι καραβοκύρηδες του Αιγαίου: Οι Λάμπροι

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1932, όλη η οικογένεια έφυγε από το νησί για την Αθήνα και το πλοίο δούλεψε πολύ καλά μέχρι που ξέσπασε ο πόλεμος. Το βράδυ της 6ης προς 7η Απριλίου 1941, στον μεγάλο βομβαρδισμό του Πειραιά, το Άγιος Νικόλαος ήταν φορτωμένο εμπορεύματα μέσα στο λιμάνι και ήταν από τα πλοία που χτυπήθηκαν άσχημα, με αποτέλεσμα μια σοβαρή ζημιά στην κουβέρτα. Επιτάχτηκε από το Γερμανικό στρατό και επισκευάστηκε, όμως σε μια αποστολή του εντοπίστηκε από ένα Συμμαχικό υποβρύχιο έξω από τα Κύθηρα. Είχε Γερμανό καπετάνιο και λίγους Έλληνες ναυτικούς για πλήρωμα, μετέφερε περίπου 120 Γερμανούς στρατιώτες και πολεμικό υλικό. Το υποβρύχιο χτύπησε και βύθισε το Άγιος Νικόλαος έξω από το Τσιρίγο.
 δουλειάς τους και αναρτούσαν δημοσιεύσεις ελεύθερα στον ιστότοπό μας. Εάν θεωρείτε πως πρέπει να επισημάνετε αυτήν την καταχώριση ως καταχρηστική, στείλτε μας ένα e-mail.

«Το 1930 ήμουν μια σταλιά, μόλις 8 χρονών ναυτάκι στο γκαζολίνο της φαμίλιας μας. Τότε μας έτυχε μια γερή δουλειά κι έπρεπε να τραβήξουμε με το "Μιχαήλ Αρχάγγελος" για το Καστελόριζο. Από εκεί ο πατέρας πήρε άδεια, για εκείνο το μεγάλο ταξίδι στην Λάρνακα και τη Λεμεσό. Θυμάμαι λοιπόν όταν μας είδαν κάποιοι Κύπριοι και μας φώναζαν πριν μπούμε στο λιμάνι:

Αυτά είναι τα πλεούμενα που λαλούνε πως παίρνουν και φέρνουν τις ψυχές;

Εκεί πρωτοείδαμε και το όμορφο καραβόσκαλο 220 τόνων, που λίγο νωρίτερα είχαν ρίξει στη θάλασσα τα ξαδέρφια μας, ο Γιαννάκης και ο Μηνάς Λάμπρος, το "Άγιος Νικόλαος".

Φορτώσαμε λοιπόν μάρμαρα, από κάποιον έμπορα που τον έλεγαν Μαντέλα, πήραμε και 2.000 κότες. Είχαμε κάνει τέσσερα αυτοσχέδια κοτέτσια πάνω στην κουβέρτα.

Όμως στο δρόμο για πίσω χάλασε η μηχανή και ο χαλκίτης μάστορας, ο Βασ. Φαναράκης, ιδροκοπούσε μέσα στα κύματα, σκαλαμάτρευε τους τέσσερους κυλίνδρους, πάλευε με ένα κουζινέτο μα η φουρτίνα δεν έλεγε να πέσει και η υπόθεση έμοιαζε σα το χάσιμο του κόσμου. Πλημμύρισε το καΐκι και η μηχανή δεν έλεγε να πάρει μπροστά, χάλασαν τα δυο κοτέτσια, πέσαν κάτω τα τσουβάλια και βγήκαν οι κότες έξω, σεργιανίζαν πέρα δώθε πάνω στα αλμπουρά, γέμισε η θάλασσα με πουλερικά!

Δεν έπεφτε η θάλασσα, δεν εκάμαν αβαρία. Ο μηχανικός επιτέλους εδέησε και απομόνωσε τον έναν κύλινδρο, έτσι φτάσαμε κούτσα-κούτσα, βρεμένοι και πεινασμένοι, στο Καστελόριζο. Μα δεν ξεχνάω τον Μανώλη (ναύτης) που έκαμε μια υπέροχη σούπα με πέντε κότες. Από δαύτες αν πομείναν 500 θα ήταν θαύμα!»

Αφήγηση Γιάννη Λάμπρου (γεννημένος του Αγίου Δημητρίου το 1922. Γιος του Νικόλα Λάμπρου, εγγονός του καπετάν Κωνσταντάκη, τέταρτη γενιά των Λάμπρων, κι αυτός ναυτικός).

Το λιμάνι των Πηγαδίων Καρπάθου, 1950

Την πρώτη και δεύτερη δεκαετία του 1900 λίγα πλοία κρατούν τη γραμμή της Κασοκαρπαθίας, όπως το Σέριφος του Ιγγλέση, το Αρκαδία του Ν. Πανταλέωντα, το Αικατερινή και το Πολικός, του Καβουνίδη και το Αθηνά της Ελληνικής Ατμοπλοίας. Ας μη λησμονήσουμε και τα δυο Κασιώτικα καράβια, το «Κάιρο» των αδελφών Εμίρη, με πλοίαρχο τον Ι . Μανωλακάκη, αλλά και το «Κασσιανή» των δυο αδελφών καπεταναίων Σαμπουνιάρη, που ταξίδευαν από τη Κάσο στην Κάρπαθο μέχρι την Ελλάδα και ακόμη πιο πέρα, έφταναν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Όμως μια διαφορετική συγκοινωνία γινόταν με απίστευτο κόπο και αμέτρητο ιδρώτα, από κάποια μικρά και εντελώς άγνωστα ιστιοφόρα (έπειτα αυτοί οι καπεταναίοι έφτιαξαν γκαζολίνα και συνέχισαν τον αγώνα τους) εξυπηρετώντας τους νησιώτες, τη μεταφορά ζώων και εμπορευμάτων αρκετές φορές αψηφόντας τους κανόνες των κατακτητών.

Οι ναυτικοί των ιστοφόρων ήταν άνθρωποι με λέφτερες ψυχές, γλάροι ελπίδας από κείνους που πρωταγωνιστούν στα μυθιστορήματα, πρόκειται για άγνωστους ήρωες που κάποια στιγμή όλοι τους ζηλέψαμε για το θάρρος ή την άγνοια κινδύνου, που έφερναν τα ταξίδια τους στην απέραντη μάνα θάλασσα και στα πετάγματα τους στην προσπάθεια τους να φτάσουν και να αγγίξουν διαφορετικές στεριές.

Για την Κάρπαθο πρώτος αναφέρεται ο σπουδαίος Καράβιας, έπειτα τα αδέλφια Μηνάς και Φωκάς, οι Γιανναγάδες, ο καπετάν Μανωλάκης Μαστροπαναγιώτης (από το 1876 μέχρι το 1926 όργωνε το Αιγαίο και ήταν εγγονός του σπουδαίου Ροδίτη ναυπηγού Παναγιώτη Αντωνίου ή Μαστοπαναγιώτη), ο Νικ. Πιττάς, αλλά και ο Κουτλάκης με τον «Αηστράτη» του. Υπήρχε ακόμη μια μεγάλη ναυτική οικογένεια, από εκείνες που είχε τη θάλασσα για σπίτι! Αυτοί ήταν οι Λάμπροι, μια φαμίλια που για πολλές δεκαετίες ταξίδευε με τα ακούραστα σκάφη τους σε όλο το Αιγαίο.

Στην εφημερίδα «Δωδεκανησιακή Αυγή» καταγράφονται οι κινήσεις ιστιοφόρων και των επιβατών (ονομαστικά!) από και προς την Κάσο και την Κάρπαθο (1920-1945).

Οι πρώτοι Λάμπροι, Γιάννης και Ηλίας, βρέθηκαν στην Κάρπαθο αρκετά χρόνια νωρίτερα από την επανάσταση του 1821, μύθοι καλύπτουν την ιστορία τους και η περίπτωση τους κουβεντιάζεται συχνά στα καφενεία. Ειπώθηκε πως είχαν για πρώτη πατρίδα τους την Κρήτη, μα κάποιοι πιο έμπειροι διαφώνησαν και έδειξαν προς την Άνδρο, αυτό είπαν πως ήταν το νησί της πρώτη καταγωγή τους.

Όλα φαίνεται να αρχίζουν το 1770, με το ξέσπασμα του Ρωσοτουρκικού Πολέμου. Εκείνη την τετραετία, 1770-1774, η Άνδρος θα περάσει στα χέρια και τη φροντίδα του ρωσικού στόλου. Αμέσως μετά υπογράφηκε η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) και το νησί θα επιστρέψει κάτω από την τουρκική διοίκηση. Όμως οι όροι της Συνθήκης έδωσαν ναυτικά προνόμια και οι Ανδριώτες τα εκμεταλλεύτηκαν, έτσι εκείνη την εποχή δημιούργησαν έναν μικρό εμπορικό στόλο.

Οι δυο Λάμπροι έφτασαν μωρά με τους γονείς τους ή μήπως γεννήθηκαν στην Κάρπαθο; Δεν υπάρχουν καθαρές απαντήσεις σε αυτές τις απορίες!

Στη μνήμη απομένουν θραύσματα από σκόρπιες και σπασμένες ιστορίες, θρύλοι περασμένων εποχών που στοιχειώνουν το όνομα των θαλασσόλυκων Λάμπρων μέσα στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Από μια ηλικιωμένη γυναίκα, την Κουτσοδόντενα, μαθαίνουμε για τα 7 καράβια που είχαν και καπετάνευαν οι προγόνοι των Λάμπρων, η γριά κουνούσε το κεφάλι της με σιγουριά, μα τα είδε με τα μάτια της να σεργιανούν μέσα στο λιμάνι και δεν άφηνε αμφιβολίες!

Η πρώτη παράξενη ιστορία, σύμβολο της ναυτικής οικογένειας, γεννιέται με το δεύτερο γάμο του καπετάν Γιάννη Λάμπρου, λίγα χρόνια μετά από την τραγωδία του ολοκαυτώματος της Κάσου. Φαίνεται πως από αυτόν το γάμο ξεκινά η ευλογία της φαμίλιας στην ναυτική παράδοση.

Ο Γιάννης είχε ήδη κάνει έναν γάμο στο Απέρι, την παλιά πρωτεύουσα της Καρπάθου. Όμως σε μια επιστροφή του από τα πέρατα του κόσμου όλα άλλαξαν! Ενώ περίμενε μωρουδιακά κλάματα, χαρές και γέλια, αφού εκείνες τις μέρες θα γεννούσε η πρώτη του γυναίκα, απότομα ο κόσμος του βάφτηκε στα μαύρα. Το ιστιοφόρο του έστριψε το Βρόντη κι εκείνος πετάχτηκε στην πλώρη και περίμενε να ακούσει 21 τουφεκιές! Αυτό ήταν το σινιάλο! Τόσες είχαν υποσχεθεί φίλοι και συγγενείς, αν η γυναίκα του γεννούσε αρσενικό παιδί! Όμως όσο πλησίαζε στη στεριά δεν άκουγε θόρυβο, ούτε έβλεπε κάποια κίνηση. Βγήκε ανήσυχος με μια μικρή βάρκα και έμαθε για το σκληρό μαντάτο, για τη δυστυχία που τον πλάκωσε. Γυναίκα και παιδί είχαν σβήσει πάνω στη γέννα.

Ο ναυτικός έμεινε μονάχος, μα όχι για πολύ, η μοίρα ύφαινε άλλα σχέδια και θα του έχτιζε μια μεγάλη θαλασσινή φαμίλια!

Λίγα χρόνια αργότερα συγκλόνισε η ιστορία του ολοκαυτώματος της Κάσου (20 Μαϊου - 7 Ιουνίου 1824), άντρες, γυναίκες και μωρά παιδιά βρέθηκαν κυνηγημένα από τους Τούρκους και την αρμάδα του Ναυάρχου Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Μεταξύ τους και η μικρούλα Σοφίλλα Μπατή. Η ευκατάστατη η οικογένεια του κοριτσιού, ήταν από το χωριό Πόλη με τη μάνα να είναι κόρη του Κασιώτη εφοπλιστή Καπότα. Όμως οι γονείς της ήταν θύματα της σφαγής. Πάνω στη σφαγή τα τρία αδέλφια της σα να χάθηκαν από προσώπου γης, όμως βρέθηκε μια βαρκούλα που τράβηξε τη μικρούλα Σοφίλα μέσα από τη θάλασσα, αφού την έσωσαν την μετέφεραν στο λιμάνι Φοινίκι, στην Αρκάσας της Καρπάθου. Μάλιστα το βρεμένο κορούλι κρατούσε στην αγκαλιά της και ένα παράξενο εικόνισμα της Παναγίας, τυλιγμένο σε ένα μαντήλι.

Το εικόνισμα της Σοφίλας

Θα ήταν περίπου 10-12 χρονών, όταν ο ηγούμενος της Μονής Βατσών, ο Χατζής, πήρε και έκρυψε το μικρό κορίτσι. Το Μοναστήρι όμως δεν ήταν για γυναίκες και έτσι αναγκάστηκε να τη ντύνει με αντρικά ρούχα και να την απομακρύνει από τα μάτια των ανθρώπων.

Σκοπός του ηγούμενου ήταν να φροντίσει την Κασιωτοπούλα και λίγα χρόνια μετά να την στείλει στο δημογεροντίο Απερείου, από εκεί θα έβρισκε το δρόμο της.

Εν τω μεταξύ τα τρία αδέλφια της κατάφεραν να σωθούν και βρέθηκαν στις Κυκλάδες. Στη Νάξο, την Άνδρο, την Πάρο και την Ίο. Την ίδια περίοδο ο Μηνάς Σακελλάρης και ο Μηνάς Χαρτοφύλακας, οι πιο επιφανείς Κασιώτες, λέγεταθ πως κάμαν σύσκεψη, μάζεψαν τους πρόσφυγες και τους μετέφεραν στην Ερμούπολη της Σύρου. Απαίτησαν την ένωση της Κάσου με την Ελλάδα. Ακούστηκε πως τους πρότειναν μια νέα πατρίδα, την Μακρόνησο ή τον Αχλαδόκαμπο. Μα εκείνοι δεν άφηναν το νησί τους.

Τελικά διάλεξαν να επιστρέψουν στην Κάσο, αν και ήταν ακόμη κάτω από τουρκική κατοχή, όταν γύρισαν πήραν κάποια προνόμια. Επέστρεψαν πολλοί τεχνίτες, χαλκιάες και καραβομαραγκοί, που δούλεψαν στα ναυπηγεία της Κάσου και της Καρπάθου, μαζί τους ακούστηκε ότι έφτασε και κάποιος Μπατής, που έψαχνε ένα κοριτσάκι, το παληκάρι αναζητούσε την αδελφή του!

Όμως η ιστορία ήδη είχε διαλέξει το δρόμο της. Ο καραβοκύρης Γιάννης Λάμπρος βρέθηκε περαστικός από το Μοναστήρι στις Βάτσες, εκεί γνώρισε την μικρή Σοφίλα και έπειτα από παρότρυνση του ηγούμενου στο άψε-σβήσε τη στεφανώθηκε!

Στο νησί λένε ότι στο αίμα των απογόνων του Γιάννη Λάμπρου τρέχει θάλασσα και δεν είναι μόνο ο καπετάνιος πατέρας, αλλά κυρίως η Κασιώτισσα μάνα που έχει πάρει το αλμυρό βάφτισμα βαθιά μέσα στα σπλάχνα της.

Έτσι από τον Γιάννη και τη Σοφίλα ξεκινά η ιστορία μια μακριάς ναυτικής φαμίλιας. Το ζευγάρι έκαμε 10 παιδιά. Πέντε κόρες, από αυτές η Μαρούκλα, η Φωτεινή (παντρεύτηκε τον Δασκαλάκη που ήταν βοσκός) και η Σεβαστούλα (παντρεύτηκε το δικαστή Χατζηπαναγιώτη). Και πέντε γιους, που με τη σειρά ήταν οι: Γιώργης, Νικόλας, Μανώλης, Νέστορας, και το στερνοπούλι ο θαλασσόλυκος Κωνσταντής ή Κωσταντάκης. Από αυτούς σχεδόν όλοι έγιναν ναυτικοί.

Οικογένεια Λάμπρου γύρω από την γιαγιά Κωνσταντάκαινα, έξω από το σπίτι της θείας Βαγγέλας στο ρυάκι, 1947

Ο Νέστορας Λάμπρος παντρεύτηκε τη Μαριγώ του Ποταμιάνου, εκείνη ήταν 13 χρονών, μαζί έκαναν μια κόρη, τη Ζαμπία, όμως εφτά χρόνια αργότερα ο Νέστορας χάθηκε σε ένα ναυάγιο γύρω από τη Κάρπαθο. Τότε, όπως θυμούνται οι παλιοί, ένα ιστιοφόρο του πατέρα του, του Γιάννη Λάμπρου, βάφτηκε στα μαύρα, έγινε σκέτο κατράμι!

Η κόρη του Νέστορα, η Ζαμπία, παντρεύτηκε τον Μενετιάτη Χατζηγεωργίου και έκαναν τρεις κόρες και δυο γιους. Ένας από αυτούς έγινε ναυτικός, μηχανικός, που χάθηκε κάπου ανάμεσα στην Κρήτη και την Κάρπαθο, ακριβώς στα ίδια μέρη με τον παππού του.

Ένας άλλος γιος, ο Νικόλας, παντρεύτηκε στο Όθος τη Ζώη και μαζί έκαναν πέντε αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Τους Γιάννη, Μηνά, Γιώργο, Μιχαλάκη, Μανώλη και την Καλλιόπη (έπειτα Λαγωνικού), τη Σοφία (Διακίδη), Ειρήνη (Ζερβού), Μαριγώ (Μαλαξού). Ο Μανώλης έφυγε μετανάστης στην Αμερική, εκεί έκανε λίγο καιρό τον ελαιοχρωματιστή, παντρεύτηκε το 1922 τη Χατζηνούλα.

Kαπετάν Νικόλας Γιάννη Λάμπρου και η σύζυγος του Ζωή, το γένος Μπαρίτου

Οι Μηνάς (1891-1970), Γιάννης, και Μανώλης (γιοi του Νικόλα Λάμπρου)

κληρονόμησαν δυο μικρά καϊκια (60-80 τόνων), το ένα έσπασε σε μια άγρια θαλασσοταραχή στο Τρίστομο, ενώ το δεύτερο που λεγόταν «Ζωή», πουλήθηκε και τα αδέλφια έχτισαν ένα όμορφο και μεγάλο σκαρί 220 τόνων.

Το πετρελαιοκίνητο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος», ήταν σπουδαίο πλεούμενο που χτίστηκε το 1928 στο καρνάγιο της Καρπάθου που ήταν στην περιοχή Λυμιάτη, από τον σπουδαίο Κασιώτη καραβομαραγκό Αντώνη Χατζηβασίλη. Όμως οι Ιταλοί, που τότε κρατούσαν το νησί, δεν επέτρεπαν δρομολόγια έξω από τα Δωδεκάνησα, έτσι το σκάφος παρέμενε δεμένο στο λιμάνι, η επιχείρηση δεν έβγαινε και ο Μηνάς που ακόμη το χρωστούσε, ξενιτεύτηκε στον Περαιά στην αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1932, όλη η οικογένεια έφυγε από το νησί για την Αθήνα και το πλοίο δούλεψε πολύ καλά μέχρι που ξέσπασε ο πόλεμος.

Το βράδυ της 6ης προς 7η Απριλίου 1941, στον μεγάλο βομβαρδισμό του Πειραιά, το Άγιος Νικόλαος ήταν φορτωμένο εμπορεύματα μέσα στο λιμάνι και ήταν από τα πλοία που χτυπήθηκαν άσχημα, με αποτέλεσμα μια σοβαρή ζημιά στην κουβέρτα.

Επιτάχτηκε από το Γερμανικό στρατό και επισκευάστηκε, όμως σε μια αποστολή του εντοπίστηκε από ένα Συμμαχικό υποβρύχιο έξω από τα Κύθηρα. Είχε Γερμανό καπετάνιο και λίγους Έλληνες ναυτικούς για πλήρωμα, μετέφερε περίπου 120 Γερμανούς στρατιώτες και πολεμικό υλικό. Το υποβρύχιο χτύπησε και βύθισε το Άγιος Νικόλαος έξω από το Τσιρίγο. Η κόρη του Μηνά δεν ξεχνά την ιστορία, θυμάται ότι ίσα-ίσα είχαν πληρωθεί τα χρέη και το πλοίο της οικογένειας χάθηκε, βυθίστηκε μαζί με όλες τις ελπίδες!

Για τον μικρότερο γιο του Γιάννη Λάμπρου, τον Κωνσταντή (τον Κωνσταντάκη με το όνομα, πιθανόν γιατί ήταν μικρόσωμος) οι ναυτικές ιστορίες περισσεύουν!

Ο καπετάνιος παντρεύτηκε τη Κυραννιά από το Όθος και έκαναν πέντε γιούς και πέντε κόρες. Τους Γιάννη, Νικόλα, Μανώλη, Μιχάλη, Ηλία, Αγγελική, Σοφία, Αρτεμισία, Στασία και τη Βαγγελούλα. Η οικογένεια του Κωσταντάκη Λάμπρου δεν είναι μόνο τα παιδιά, είναι τα καράβια και τα ασταμάτητα ταξίδια του.

Αγία Σωτήρα

Πρώτα χτίζει ένα όμορφο τρικάταρτο ιστιοφόρο, την Αγία Σωτήρα, ένα Μπότη 35 τόνων, που παλεύει με τη θάλασσα από 1916 μέχρι το 1929.

Κατασκευαστής ανέλαβε και πάλι ο Κασιώτης Αντώνης Χατζηβασίλης, αυτός ο ξακουστός μάστορας είχε φτιάξει και την πρώτη κουβερτωμένη βάρκα του Κωσταντάκη, τη "Σοφία". Από κοντά στεκόταν και ο μικρός γιος του καραβομαραγκού, ο Γιαννής.

Ήρθαν έτσι τα πράματα που αυτό το παληκαράκι ολοκλήρωσε την Αγία Σωτήρα στο καρνάγιο της Καρπάθο. Εκείνες τις μέρες ο μάστορας αρρώστησε, έπαθε εγκεφαλικό, τότε λέγαν πως του είχε ήρθε κόλπος, και παρέλυσε το αριστερό του χέρι. Ο εικοσάχρονος γιος του καραβομαραγκού πήρε πάνω του όλη την ευθύνη:

πατέρα, εγώ θα τελειώσω ετούτο το σκαρί.

Μα ήθελε ακόμη 15 μαστορικά κι άλλα τόσα εργατικά μεροκάματα και σίγουρα δεν φτάναν για να τελειώσει η κατασκεύη του πλοίου. Κι όμως ο πατέρας ξεπέρασε τις αμφιβολίες και στο τέλος δεν έκρυψε τη συγκίνηση και το θαυμασμό του! Όλοι οι εργάτες έλεγαν πως ο νεαρός είχε χάρισμα, ήταν γεννημένος μάστορας. Κι ο πατέρας, καμαρώνοντας τον γιο του, αναγνώρισε πως ήταν ήδη ανώτερός του. Το γλέντι που στήθηκε όταν η «Σωτήρα» έπεσε στο νερό λένε πως δεν είχε προηγούμενο, κασιώτικα και καρπάθικα όργανα δεν σταματούσαν τους γλυκούς τους σκοπούς, ενὠ οι μαντινάδες στόλιζαν ανθρώπους, Θεούς, και όλα τα πλεούμενα που έστεκαν περήφανα στο λιμάνι και όταν ήρθε η ώρα δυο μποτίλιες κρασί έσπασαν πάνω στα ξύλινα, μα ήταν γερά σαν το ατσάλι, πλευρά της «Σωτήρας»!

Το ιστιοφόρο γυρνούσε όλο το Αιγαίο, πότε έφερνε το ταχυδρομείο και μια κουβαλούσε υφάσματα από την Ανατολή ή φόρτωνε αχλάδια, μούσμουλα κι εκείνα τα θεσπέσια καρπάθικα καϊσια, με προορισμό τα παράλια της Μ. Ασίας. Κι όταν έπεφτε στις αναπάντεχα άγριες κακοκαιρίες και έβλεπαν το καράβι να θαλασοπνίγεται, να παλεύει για να βγει μέσα από τα αφρισμένα κύματα, για να μπει στον κόλπο της Καρπάθου, τότε οι κόρες του Κωσταντάκη έπαιρναν παραμάσχαλα την εικόνα της Βαγγελίστρας και έτρεχαν στο λιμάνι, εκεί έκαναν προσευχές θυμιάτιζαν και παρακαλούσαν να γυρίσουν πίσω όλοι ζωντανοί.

Το πιο πάνω απόσπασμα γράφτηκε στην εφ. «Αυγή της Καρπάθου» ιδιοκτησίας του Βωλαδιώτη Κάσσιου το 1937, με αφορμή μια δύσκολη στιγμή μέσα στη θάλασσα.

Δεύτερο σκαρί του καπετάν Κωσταντάκη Λάμπρου ήταν η τρικαντήλα Αγία Ειρήνη. Ένα όμορφο ιστιοφόρο τρεχαντήρι 70 τόνων.

Όπως θυμάται και μας διηγείται ο εγγονός του Κωσταντάκη και γιος του Νικόλα, ο Γιάννης Λάμπρος, σε ένα ταξίδι, με προορισμό τον Πειραιά, μετέφεραν με την "Αγία Ειρήνη" κονιάκ και στα πίσω έβαλαν στα αδειανά βαρέλια πόσιμο νερό.

Η κουμπάνια, το φαγητό για το ταξίδι, ήταν σκέτο ψωμί και νερό, έτσι αφού τακτοποίησαν τις προμήθειες ξεκίνησαν για πίσω. Είχαν και ένα μικρό ντεπόζιτο, μόλις όμως θα τελείωνε τότε θα έπιναν από τα βαρέλια, όμως τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο πάτος των ξύλινων βαρελιών ήταν γεμάτος... κατσαρίδες! Για μεγάλο διάστημα ο γιος του καπετάνου ζεμάτιζε με καυτό νερό όλη τη κουζίνα, μα οι άτιμες δε λέγαν να ψοφήσουν.

Μιχαήλ Αρχάγγελος

Ακολούθησε το Μιχαήλ Αρχάγγελος, ένα γκαζολίνο, περίπου 55 τόνων, 1926-1936. Ήταν ένα εμπορικό σκάφος που ταξίδεψε και δούλεψε σε όλα τα Δωδεκάνησα.

San Giorgio

Έπειτα γεννήθηκε το θρυλικό San Giorgio. Αυτό το σκαρί κατασκευάστηκε το 1933 στον ταρσανά της Ρόδου, στο Μαντράκι, με την επίβλεψη του γιού του Κωσταντάκη, καπετάν Μανώλη Γ. Λάμπρου. Ένα πολύ όμορφο σκαρί που ζήλεψε ο διοικητής Δωδεκανήσου Ντε Βέκκι και το 1938 το αγόρασε και για ένα μικρό διάστημα έγινε η θαλαμηγός του, όμως βγήκε σε δημοπρασία και το σκάφος πουλήθηκε.

Για την αγορά του σκάφους παρουσιάστηκε μία εταιρεία την οποία αποτελούσαν ο Αγαπητός Χατζηνικήτας, η αδελφή του Άννα Χατζηνικήτα-Διάκου και ο Μιχάλης Καβαλιέρος. Η επιτροπή που έκανε τον διαγωνισμό προτίμησε να κατακυρώσει τον πλειστηριασμό στην εταιρεία των τριών. Ένας από τους λόγους που την επηρέασαν σ΄ αυτή της την απόφαση ήταν ότι οι τρεις τους υπήρξαν οι ιδιοκτήτες του σκάφους "La Lupa" και είχαν μεγάλη εμπειρία στις εσωτερικές γραμμές. Έτσι έδωσαν το πλοίο σ΄ αυτούς και μάλιστα επειδή δεν υπήρχαν όλα τα χρήματα δόθηκε δάνειο από την Ιταλική τράπεζα της Ρόδου. Όταν η εταιρεία πήρε το σκάφος έκανε αρκετές μετατροπές ώστε να μεγαλώσει ο χώρος για τα μεταφερόμενα εμπορεύματα, να γίνουν κουκέτες για το πλήρωμα, κι ό,τι άλλο χρειαζόταν ένα καράβι της γραμμής.

Ξεκίνησαν να μεταφέρουν κόσμο και εμπορεύματα μέχρι που ξέσπασε ο πόλεμος. Τότε οι Γερμανοί προχώρησαν στην επίταξη του πλοίου κι έτσι ξεκίνησε να μεταφέρει γερμανικό στρατό και πολεμικό υλικό προς την πολιορκούμενη Κρήτη. Όταν ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Κρήτης, οι Γερμανοί ξαναέστειλαν το πλοίο στη Λέρο και αγκυροβόλησε στο Παρθένι, το λιμάνι του νησιού. Δεν τη γλύτωσε, βυθίστηκε σε κάποιους από τους βομβαρδισμούς των Εγγλέζων. Όχι ολόκληρο, έμεινε στην επιφάνεια της θάλασσας ένα τμήμα του και συγκεκριμένα ένα κομμάτι της πρύμνης. Οι κάτοικοι του νησιού ήταν ταλαιπωρημένοι από το κρύο και τις κακουχίες και είχαν ανάγκη από φωτιά και το San Giorgio που ήταν φτιαγμένο από ξύλο βελανιδιάς ήταν μια ελπίδα. Κάθε τόσο πήγαιναν κι έκοβαν ξύλα για τις ανάγκες τους. Όταν τελείωσε ο πόλεμος το πλοίο ανελκύθηκε, αλλά η κατάστασή του ήταν τραγική και έτσι δεν μπόρεσε να σωθεί.

Στιγμιότυπο από την κηδεία του Νικόλα Λάμπρου, δεύτερου γιοy του Κωνσταντάκη, το 1950 στη Ρόδο

Ακολούθησε το άτυχο Cervo, το πετρελαιοκίνητο σκαρί, ιδιοκτησίας του γιου του Κωσταντάκη, του καπετάν Μανώλη Λάμπρου (1900-1955). Cervo σημαίνει στα Ιταλικά «έλαφος» και κατασκευάστηκε την εποχή που οι Ιταλοί απαγόρευαν τα Ελληνικά ονόμα σε μικρά και μεγάλα σκάφη της Δωδεκανήσου! Το γκαζολίνο έσπασε σε μια άγρια θαλασοταραχή μέσα στα Πηγάδια (η κόρη του καπετάνιου Άννα Λάμπρου-Σακελλάκη δίνει μια διαφορετική εκδοχή και μας λέει ότι χτυπήθηκε από συμμαχικό υποβρύχιο μια μέρα πριν από ένα επιταγμένο ταξίδι από τους Γερμανούς). Το πλοίο έγινε οδοντογλυφίδες, όμως ο καπετάν Μανώλης πρόλαβε να σώσει τη μηχανή που τη φόρεσε στο επόμενο πλοίο. Μετά τον πόλεμο ήρθε το Παναγία, είναι το τελευταίο πετρελαιοκίνητο σκάφος του Μανώλη Κ. Λάμπρου (ποσοστό στην ιδιοκτησία είχε και ο γαμπρός του Μανώλη, Χριστοδούλου), που κατασκευάστηκε στη Σύμη το 1949 και έπειτα από απίστευτες περιπέτειες κι αφού πρώτα πέρασε σε άλλα χέρια βούλιαξε το χειμώνα του 1959.

Ο Μανώλης Λάμπρος ήταν άριστος ναυτικός και διπλωματούχος καπετάνιος, φοίτησε στη σχολή που είχε ο δάσκαλος ναυτικής τέχνης και καπετάνιος Παναγιώτης Κουμπής στα Πηγάδια της Καρπάθου.

Το λιμάνι της Καρπάθου σήμερα

Αξίζει μια τελευταία στάση σε μια βάρκα με σημαδιακό όνομα, στη Νέα Ελπίδα. Πρόκειται για τη μεγάλη μαούνα του σημερινού αφηγητή της ιστορίας, του Γιάννη Νικολάου Λάμπρου, εγγονού του θαλασσόλυκου Κωσταντάκη.

Με τα κουπιά και ένα στραβό πανάκι ο εικοσάχρονος Γιάννης γυρνούσε γύρω από την Κάρπαθο, αρκετές φορές κινδύνεψε μεταφέροντας προϊόντα από την Ρόδο μέχρι την Κρήτη.

Μια απίστευτη θαλασσινή περιπέτεια, μέσα στον πόλεμο, το Πάσχα του '43, δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τις πιο σπουδαία ναυτικά μυθιστορήματα. Πρόκειται για μια μεταφορά παράνομων προιόντων, ένα κοντραμπάντο σύμφωνα με τους νόμους των κατακτητών.

Η κουβερτωμένη μαούνα, όπως περιγράφει ο Γιάννης, ξεκίνησε από τα Πηγάδια και ανέβαινε φορτωμένη μένουλα για το Διαφάνι κι από εκεί θα πουλούσαν στη Σητεία την πραμάτεια τους, συνολική απόσταση κοντά στα 90 μίλια.

Εκτός από τον Γιάννη Λάμπρο στο μικρό σκάφος επιβαίνουν ο Νίκος Διαμαντός, ο Ηλίας Λογοθέτης και ο Μιχάλης ο Καλύμνιος. Φόρτωσαν με προσοχή μα ο καιρός έδειχνε μαχαμούρης και διάλεξαν το απάγγειο λιμανάκι του Τριστόμου, μεταξύ Καρπάθου-Σαρίας, για περάσουν το βράδυ τους. Την αυγή ρίχτηκαν στη μάχη με τη θάλασσα, ξεκίνησαν το ταξίδι για τη Σητεία. Για εφόδια είχαν ψωμί, σαλάτα, λάδι και νερό, είχαν και δυο κουπιά καμωμένα από πεύκο, ένα άλμπουρο και μια αντέννα από φρέσκια λεύκη, που δεν ήταν ξερά και με τη πρώτη αλμύρα στράβωσαν και ήταν σχεδόν άχρηστα. Υπήρχε και ένας χάρτης από κάποιο ξεπερασμένο σχολικό βιβλίο!

Έκαμαν βάρδιες στα κουπιά και τραβούσαν για το νησάκι Αρμάθια, απέφυγαν την Αστακία αφού είχε ακουστεί ότι ναυάγησαν Γερμανοί και αν έπεφταν πάνω τους δεν θα την έβγαζαν καθαρή. Το δεύτερο βράδυ στα Αρμάθια ο καιρός έδειχνε να φρεσκάρει, Γιάννης έπρεπε να πάρει μια απόφαση: να κάνει μπροστά, προς το άγνωστο ή να γυρίσει προς τα πίσω. Ανέβηκε στο πιο ψηλό σημείο και αφού είδε αχνά τον Κάβο Σίδερο, την άκρη της Κρήτης, έτρεξε στη Νέα Ελπίδα, έλυσε τους κάβους και καμιά στιγμή δεν κοίταξε προς τα πίσω. Όμως η περιπέτεια δεν είχε τελειωμό κι όταν κάποτε άγγιξαν την Κρήτη τότε κατάλαβαν ότι είχαν ακόμη πολύ δρόμο μέχρι τη Σητεία. Το τρίτο βράδυ και ενώ ο αέρας είχε άλλη γνώμη και τους έσπρωχνε προς τα έξω, βρέθηκε ένα περαστικό καϊκι και ο φιλότιμος καπετάνιος του έδεσε και τράβηξε μέσα στο λιμάνι τη βάρκα και τους ταλαιπωρημένους Καρπάθιους, έτσι τέλειωσε μια θαλασσινή περιπέτεια που ξεκίνησε με οδηγό το αστείρευτο πάθος για πέταγμα μπροστά, τέτοιο που δεν είναι ικανό να το κόψει κανένα κύμα, ούτε θαλασσινό μα ούτε και από εκείνα τα πιο άγρια, που γράφουν οι ανθρώπινοι κανόνες και οι απαγορεύσεις.

Ο Γιάννης Λάμπρος έκλεισε την ιστορία του με μια σκέψη:

«σίγουρα ήταν μια παλαράγρα (η τρέλα στα καρπάθικα), μα είναι αυτό το μίγμα της απίστευτης ανθρώπινης ανάγκης και μιας γλυκιάς άγνοιας, μα αυτά τα δυο σε κάνουν ακόμη και ήρωα»!

Μαρτυρίες

Ευαγγελία Λάμπρου-Αντωνίου

Γιάννης Λάμπρου του Νικολάου

Μιχάλης και Άννα Σακελλάκη, κόρη του Μανώλη Λάμπρου

Μαρία Λογοθέτη, κόρη του Μηνά Λάμπρου, εγγονή του Νικόλας Γ. Λάμπρου

Γιάννης Νικολάου (γνωστός και σαν ληξίαρχος της Κάσου)

Πηγές

Φωτογραφικό αρχείο Ευαγγελίας Λάμπρου-Αντωνίου

Εφημερίδες Δωδεκανησιακή Αυγή και Φωνή της Καρπάθου


ΘΟΔΩΡΗΣ ΖΑΝΤΙΩΤΗΣ:Απαράδεκτη συμπεριφορά και από τις δύο πλευρές Δήμος και ενχωριος.

Αφού έχει την στήριξη ο δήμος στην ενχωριο τότε να πάρουν και οι δύο πίσω τις τιμές εκκίνησης διότι δεν γνωρίζουν από επαγγέλματα τουρισμού, και αυτήν την στιγμή κοροϊδεύουν το κυθηριο επαγγελματία, στην τελική ας ρωτήσουν κάνα ειδικό στο θέμα του τουρισμού! Όταν στην ζωή σου δεν έχεις εργαστεί σε αυτόν τον τομέα και ενω εν μέσω οικονομικής κρίσης και πανδημιας εσύ περνεις τον μισθό σου κανονικά ρώτα και τους επαγγελματίες του νησιού! Απαράδεκτη συμπεριφορά και από τις δύο πλευρές Δήμος και ενχωριος. Μην παίζετε με την οικονομία του κυθηραικου λαού! Και θα κλείσω με μια παροιμία (οργή λαού φωνή Θεού)

ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΙΔΗΣΗ:Στα (17) τα κρούσματα.Ακόμη δύο κρούσματα covid-19 εντοπίστηκαν πριν λίγη ώρα στα Κύθηρα.


Ακόμη δύο κρούσματα covid-19 εντοπίστηκαν πριν λίγη ώρα στα Κύθηρα.

Έτσι ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων ανέρχεται στα (17). Η ιχνηλάτηση συνεχίζεται.

adelin fm Γιώτα Πολίτη

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΤΣΕΑΣ:Η Ενχώριος όταν έγινε πριν 200 χρόνια από τους Άγγλους απικιοκράτες , δεν λειτουργούσε σαν επιχείρηση .

Η Ενχώριος όταν έγινε πριν 200 χρόνια από τους Άγγλους απικιοκράτες , δεν λειτουργούσε σαν επιχείρηση . 

Έγινε για να επιδοτεί τους Αναξιοπαθούντες , τους Ανάπηρους , τους Απόρους , τις Χήρες τις άπορες κορασίδες , κλπ . Κυθηριους χωρίς να επηβαρίνετε η Αγγλία . 

Τις εισπράξεις λοιπόν από την ενοικίαση της περιουσίας της , την μοίραζε στους έχοντας ανάγκη και όχι για να κανη Δημόσια έργα . 

Αυτά είναι υποχρέωση του Δήμου από δηκά του έσοδα , και από την βοήθεια του Κράτους , (μετά από την ΑΠΕΤΗΣΗ του Δημοτικού και του Περιφερειακού Συμβουλίου ) .

Αυτό υπέγραψε και το Ελληνικό κράτος με τον ΡΝ το 1863 .

O ΚΥΘΗΡΑΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ¨Peter Prineas¨ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΠΟΙΚΙΑΚΗ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

 Νέες καίριες ιστορικές αναφορές από τον Peter Prineas στο βιβλίο του «Wild Colonial Greeks»

Ο Ελληνοαυστραλός συγγραφέας και περιβαλλοντικός ακτιβιστής Peter Prineas. Φώτο: Supplied

Ο Ελληνοαυστραλός συγγραφέας και περιβαλλοντικός ακτιβιστής Peter Prineas, με το αρκετά σημαντικό από ιστορικής άποψης βιβλίο του «Wild Colonial Greeks» (κυκλοφόρησε στην αγγλική γλώσσα από τις εκδόσεις Arcadia της Μελβούρνης μέσα στο 2020), μας λέει ότι, τελικά, η ιστορία των Ελλήνων στην Αυστραλία δεν είναι και τόσο «σύντομη» όσο φανταζόμαστε ή ότι οι ρίζες της ελληνικής παρουσίας στη χώρα αυτή δεν αφορούν μόνο κάποια επεισόδια της ιστορίας της μετανάστευσης στα μέσα του 20ού αιώνα, ή και λίγο πιο πριν.

Υπήρξαν Έλληνες και στην αποικιακή περίοδο της Αυστραλίας, δηλαδή καθ’ όλο σχεδόν τον 19ο αιώνα και, μάλιστα, φυσιογνωμίες, που έφτασαν εδώ μετά από περιπετειώδη ζωή και με χίλια βάσανα προσπάθησαν να εναρμονιστούν στην τότε κοινωνική, οικονομική και πολιτική πραγματικότητα.

Το εξώφυλλο του βιβλίου «Wild Colonial Greeks»

Η συντριπτική πλειοψηφία όλων αυτών βίωσαν και υπέμειναν τον ρατσισμό σε κάθε του έκφανση και απόχρωση και μπλέχτηκαν στα καθημερινά συμβάντα αυτού του τόπου, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ακόμα και στις πιο απομονωμένες μικρές πόλεις της χώρας, αφήνοντας, φυσικά, τα σημάδια τους εκεί.

Ήταν οι ίδιοι, στις περισσότερες περιπτώσεις, που ξεκίνησαν από άτομα, στη συνέχεια σχημάτισαν μικρές ομάδες που σταδιακά έγιναν κοινότητες.

Πολλοί δεν επέστρεψαν ποτέ στην Ελλάδα, αλλά διατηρούσαν πάντα τις μνήμες της πατρίδας μέσα τους, και καθώς οι κοινότητες που ίδρυσαν μεγάλωναν και οι ανάγκες συσσωρεύονταν, άρχισαν να επιδίδονται στις ιδιαίτερες πολιτιστικές και θρησκευτικές τους παραδόσεις, ίδρυσαν σχολεία, τα οποία συνήθως συνδέονταν με την Εκκλησία, και δημιούργησαν μικρές επιχειρήσεις για να ζήσουν.

Αν και η Αυστραλία δημιουργήθηκε ως ποινική αποικία, ως τόπος εξορίας, δεν ήταν όλοι όσοι ήρθαν μέλη του περιβόητου Πρώτου Στόλου (First Fleet), όπως λέει ο Πρινέας, είτε ως κατάδικοι είτε ως μέλη των πληρωμάτων. Αρκετοί από αυτούς καθώς και άλλοι που θα ακολουθήσουν λίγο πιο μετά, ήταν άνθρωποι που αναζητούσαν την περιπέτεια και λίγο-πολύ έρεπαν προς το ριψοκίνδυνο, που δεν είδαν την Αυστραλία ως εξορία, αλλά ως γη επαγγελίας.

Ο συγγραφέας δεν προτάσσει τους γνωστούς επτά Υδραίους, αλλά μιλά για τον μάλλον πρώτο Έλληνα που έφτασε στην Αυστραλία, τον George Manuel, ο οποίος ήρθε το 1823.

Αν και ακόμα και στο οργανωμένο αρχειακό σύστημα της Αυστραλίας, η αναψηλάφηση γεγονότων και ο εντοπισμός ορισμένων προσώπων δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση, ο συγγραφέας Peter Prineas, ανιχνεύοντας τα ψηφιακά αρχεία των εφημερίδων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, κατάφερε να εντοπίσει μερικούς Έλληνες εκείνης της περιόδου για τους οποίους οι έως τώρα ιστορικές καταγραφές είτε έχουν μιλήσει πολύ ελάχιστα είτε καθόλου.

Έτσι, αφηγούνται εδώ οι ιστορίες, ο βίος και η πολιτεία διαφόρων προσωπικοτήτων και φυσιογνωμιών από την Ελλάδα.

Ο Nicholas Millar, ο οποίος ενεπλάκη σε διαμάχες με ιθαγενείς με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του από αυτούς.
Ο καταδικασμένος στην Αγγλία ως κλέφτης σπάνιων αρχαίων ελληνικών νομισμάτων από συλλογή του Βρετανικού Μουσείου, νεαρός Timoleon Vlasto (Τιμολέων Βλαστός), ο οποίος καταδικάστηκε σε επταετή εξορία στην Αυστραλία, αλλά κατά κάποιο τρόπο η εύπορη οικογένειά του κατάφερε να τον πάρει μαζί της πριν συμπληρωθεί η ποινή.

Ο Eugenios Genatas (Ευγένιος Γενάτας), ο οποίος ήρθε στην Αυστραλία ως ελεύθερος άποικος και όχι ως κατάδικος, χρησιμοποιώντας τη γνωριμία του με τον κυβερνήτη του Κουίνσλαντ σερ Τζορτζ Μπόουεν και την σύζυγό του Διαμαντίνα, σύναψε καλές σχέσεις με τους ιθαγενείς και έγινε μέλος της Αστυνομίας Ιθαγενών (Native Mounted Police) στο Rockhampton του Κουίνσλαντ, τη δεκαετία του 1860, φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του υπολοχαγού, από όπου παραιτήθηκε μερικά χρόνια μετά, εγκαταστάθηκε στο Σίδνεϊ και έγινε δάσκαλος γλωσσών.

Ο Andreas Lagogiannis (Ανδρέας Λαγογιάννης) που έφτασε στη Μελβούρνη από την Ασία ως έμπορος και αφού πούλησε όλη την πραμάτεια του, κατάφερε να ανοίξει μια σειρά επιχειρήσεων, με κυριότερη μια μεγάλη μπυραρία-ξενοδοχείο στο Richmond. Είχε αρκετές διαμάχες με τις Αρχές βρισκόμενος αρκετές φορές στα δικαστήρια.

Τέλος, ο γιατρός Spiridion Candiottis (Σπυρίδων Καντιώτης), ο οποίος θα περίμενε κανείς να θέσει την επιστήμη του στις υπηρεσίες της υψηλής κοινωνίας, αλλά προτίμησε να εγκατασταθεί με την οικογένειά του στα χωριά όπου γινόταν εξόρυξη χρυσού και μετά εγκαταστάθηκε στο Κουίνσλαντ όπου αγωνίστηκε αρκετά κατά των αυθαιρεσιών της εξουσίας, και των ιδιοκτητών των εφημερίδων.

Ωστόσο, υπάρχουν στο βιβλίο πάμπολλες άλλες αναφορές και παρατίθενται πολλά άλλα ονόματα Ελλήνων.
Ο Peter Prineas γεννήθηκε στο Junee της Νέας Νότιας Ουαλίας, με καταγωγή από τα Κύθηρα.

Ο πατέρας του είχε το «Allies Cafe» στην ίδια πόλη. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ Τέχνες και Νομικά. Εργάστηκε ως ασκούμενος δικηγόρος και στη συνέχεια ως στέλεχος περιβαλλοντικής Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης, όπου ειδικεύτηκε σε ζητήματα προστασίας φυσικών δασών και απομακρυσμένων εκτάσεων.

Ακολούθως, εργάστηκε ως υπάλληλος μελών της Ομοσπονδιακής Βουλής. Χρημάτισε μέλος Διοικητικών Συμβουλίων πολιτειακών και μη φορέων με αντικείμενο τα εθνικά πάρκα και την άγρια ζωή. Το 2012 τιμήθηκε με το Medal of Australia (OAM) για τις υπηρεσίες του στο περιβάλλον.

Ο Peter Prineas έχει γράψει τα βιβλία «Colo Wilderness», «Wild Places» «Katsehamos and the Great Idea» και «Βρετανικά Ελληνικά Νησιά» (που περιγράφει μια ιστορία των Κυθήρων και των Ιονίων Νήσων υπό την βρετανική κυριαρχία).