«Αν μου λείπει κάτι; Η αγάπη και η
απλότητα». Έτσι θυμάται η 76χρονη σήμερα πρεσβυτέρα Χρυσάνθη
Μεγαλοκονόμου τις εσπέρες της, αφού «απ’ όταν ένοιωσα τον κόσμο, τα
καλοκαίρια μου και οι χειμώνες μου κύλησαν με αποσπερίδες». Στο νησί δεν
υπήρχε ηλεκτρικό και η ανάγκη για παρέα την ώρα που σουρούπωνε ήταν
μεγάλη. Έτσι κάθε βράδυ, μετά το βραδινό φαγητό και με σπιτικά κεράσματα
στα χέρια, άντρες, γυναίκες και παιδιά της γειτονιάς αποσπέριζαν σε
διαφορετικό σπίτι. Κυρίαρχο έδεσμα το χειμωνιάτικο πεπόνι. Τα πολύ μικρά
παιδιά έμεναν σπίτι και κοιμόντουσαν. Για τα παιδιά που ακολουθούσαν,
οι εσπέρες εκείνες ήταν το παράθυρό τους στον κόσμο, ήταν το
φροντιστήριο που τα προετοίμαζε για την είσοδό τους στον κόσμο των
ενηλίκων.
Η συντροφιά μαζευόταν γύρω από την πεζούλα του τζακιού το χειμώνα. Τα
πειράγματα, το καλοπροαίρετο κουτσομπολιό, οι καζούρες και κυρίως το
‘‘μπιζ’’ διάνθιζαν τα βράδια τους. Δεν έλειπαν και οι αυτοσχέδιες
σάτιρες. Μεγάλο ταλέντο είχε ο πατέρας του παπα-Άνθιμου που δεν άφηνε
πάθημα για πάθημα ασχολίαστο. Το καλύτερό του σατιρικό ποίημα ήταν για
κάποιους μαστόρους που έκτισαν ένα σπιτάκι στον Κάλαμο κι αυτό έπεσε το
ίδιο απόγευμα μετά την κατασκευή του. Οι αποσπερίδες που γίνονταν στα
Κομηνιάνικα ήταν οι καλύτερες κι αυτό γιατί ήταν το χωριό με τους
περισσότερους νεαρούς. Με τα πόδια πήγαιναν εκεί από τον Δρυμώνα
προκειμένου να απολαύσουν την παρέα τους. Όταν έπαψαν οι αποσπερίδες
χάθηκε και το χωριό.Με την είσοδο της τηλεόρασης στο χωριό, κάθε Πέμπτη τις αποσπερίδες τις συντρόφευε το Λούνα-Παρκ, η δημοφιλής σειρά της δεκαετίας του ’70. Τα καλοκαίρια, πολλές φορές, αποσπέριζαν στην πλατεία του χωριού με τη γιορτή του Αι-Γιαννιού του Κλείδωνα τον Ιούνιο να κατέχει κεντρική θέση. Δύο σκεπασμένα κιούπια έκρυβαν την τύχη των ανύπαντρων παιδιών. Κοπέλες μετέφεραν τα κιούπια στη βρύση, στο πηγάδι της Κουμμούνας (κοινοτικό πηγάδι), τα γέμιζαν με νερό κι έριχναν μέσα μήλα με γραμμένα πάνω τους ονόματα, αλλού των κοριτσιών – αλλού των αγοριών, και στην συνέχεια, αμίλητες έπρεπε να τα μεταφέρουν στην πλατεία. Αποστολή των νεαρών του χωριού ήταν να τρομάξουν τις κοπέλες κι αυτές να ‘‘σπάσουν’’ και να μιλήσουν. Η λαχτάρα όμως των κοριτσιών να μάθουν την τύχη τους ήταν τόση που τις περισσότερες φορές τα κατάφερναν να γυρίσουν γεμάτα τα κιούπια δίχως να βγάλουν λέξη από τα χείλη τους. Όταν πλέον η πομπή έφτανε στην πλατεία ξεκινούσαν οι μαντινάδες και το τράβηγμα των μήλων με τα πολυπόθητα ονόματα.
Ανοίξατε τον Κλείδωνα
του Αι-Γιαννιού τη χάρη
σήμερα φανερώνεται
πως είν’ του Ριζικάρη,
του Αι-Γιαννιού τη χάρη
σήμερα φανερώνεται
πως είν’ του Ριζικάρη,
Και πάλι ξανανοίξατε
να βγει και το δικό της
της καλομοίρας αυτηνής,
χρυσό είν’ το ριζικό της.
να βγει και το δικό της
της καλομοίρας αυτηνής,
χρυσό είν’ το ριζικό της.
Ένα άλλο παιδί τότε θυμάται «τα ωραία και
θαυμάσια βραδινά των παιδικών μου χρόνων, τους γονείς μου την ημέρα να
αποφασίζουν σε ποιο σπίτι θα περάσουν το βράδυ τους, σε ποιο σπίτι θα
αποσπερίσουν.» Η παρέα των μεγάλων, τα βράδια του χειμώνα, μαζευόταν
γύρω από το μαγκάλι πάνω στο οποίο έψηναν πλαγιομάνους και τα παιδιά
κάπου στον χώρο να ρουφούν τον κόσμο των μεγάλων. Όσα, βέβαια, επέτρεπαν
οι μεγάλοι. Γιατί, όταν κάτι δεν έπρεπε να φτάσει στα αυτιά των
παιδιών, τότε η γλώσσα συνεννόησης άλλαζε και γινόταν κορακίστικα.
Γλώσσα τόσο απλή που όμως στα παιδικά αυτιά ακουγόταν εξωπραγματική. Η
ατμόσφαιρα των εσπέρων ήταν φανταστική. Κυριαρχούσε η συμφιλίωση, η
σύμπνοια και η συντροφικότητα. Αυτή η αίσθηση παρέσερνε κι εμάς τα
παιδιά στη ίδια ατμόσφαιρα.
«Στην αποσπερίδα τελειώναμε, καμιά φορά, τα μαθήματα του σχολείου και
για να στεγνώσει το μελάνι βάζαμε το χαρτί πάνω από το στόμιο της
λάμπας. Τις περισσότερες φορές, βέβαια, το χαρτί καιγόταν και η τιμωρία
από τον δάσκαλο την άλλη μέρα, σκληρή». Το καλοκαίρι, οι βεγγέρες
μεταφέρονταν στην αυλή όπου τις λαμπίτσες πετρελαίου τις αντικαθιστούσαν
τα αστέρια. Τότε άρπαζαν τα παιδιά την ευκαιρία να παίξουν το
τρομακτικό παιχνίδι «τρομπολαΐνες». Κι ύστερα ήρθε η μετανάστευση, το
ηλεκτρικό και το τηλέφωνο. Και τότε οι αποσπερίδες σταμάτησαν και μαζί
με αυτές χάθηκε και η ήρεμη και χαλαρή ατμόσφαιρα των χωριών, γιατί δεν
έσβησε μόνο μια ευκαιρία πρωτότυπης και δημιουργικής διασκέδασης αλλά
χάθηκε μαζί και ένας τρόπος επικοινωνίας, κοινωνικής ειρήνευσης και
συμφιλιωτικής επίλυσης διαφορών.Σε κάποια χωριά, όπως είναι τα Καλησπεριάνικα, οι αποσπερίδες κρατάνε ακόμη με την παραδοσιακή τους μορφή, κυρίως όμως κρατάνε στη μεγάλη γειτονιά του διαδικτύου. Γιατί τι άλλο κάνουν τα βράδια οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από το να ‘‘αποσπερίζουν’’. Τα χρόνια κύλησαν, ο τρόπος ζωής άλλαξε, τα μέσα εξελίχθηκαν αλλά οι ανάγκες παραμένουν ίδιες.
Σοφία Νέζη
Πηγή https://tripelago.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου