Αμανάτια στα Κύθηρα λέμε τα δέματα που στέλνομε κάπου. Άλλοτε που δεν
υπήρχαν οργανωμένες μεταφορικές στο νησί, ο καθένας προσπαθούσε να βρει
και να αγγαρέψει κάποιον ταξιδιώτη και να τον φορτώσει ένα δέμα για να
το μεταφέρει στον Πειραιά, ή στην Αθήνα, όπου, όλοι οι Κυθήριοι είχαν
και κάποιο δικό τους. Αυτή τη δουλειά κάποτε την έκαναν επί πληρωμή οι
αμανατατζήδες, οι οποίοι μάζευαν τα αμανάτια στο λιμάνι και τα μετέφεραν
σε απίθανες δ/νσεις, καμιά φορά
ανεπιτυχώς, διότι δεν εύρισκαν τον παραλήπτη. Και να σκεφθεί κανείς ότι
το καλάθι, ή το δέμα πολλές φορές είχαν ευπαθή φαγώσιμα, όπως βρασμένους
αστακούς και αυτά επέστρεφαν στα Κύθηρα όζοντα απαίσια! Πολλοί
Κυθήριοι, όταν επρόκειτο να ταξιδέψουν το έκρυβαν από γνωστούς και
φίλους για να γλυτώσουν τα αμανάτια. Κάποτε ένας Τσιριγώτης έψαχνε
επειγόντως κάποιον που να ταξιδεύει για να στείλει στην κόρη του στην
Αθήνα καλούδια Τσιριγώτικα και ο αθεόφοβος δεν βρήκε άλλον και τα
φόρτωσε του Δεσπότη που ταξίδευε! Τα Τσιριγώτικα αμανάτια άφησαν εποχή.
Όλοι μας έχομε μια εμπειρία, όλοι είμαστε παθόντες και όλοι έχομε να
διηγηθούμε κι από μια σχετική ξεκαρδιστική ιστορία. Ο Κυθήριος ποιητής
Πάνος Φύλλης που με τόση επιτυχία εκφράζει τον ψυχισμό των Κυθηρίων,
ήταν κι αυτός ένα θύμα με τα αμανάτια την εποχή που σπούδαζε και
ανεβοκατέβαινε στον Πειραιά. Το χαριτωμένο ποίημά του «Ταξιδιωτικά
μαρτύρια» τα λέει όλα. Το έγραψε με αφορμή το ποίημα του άλλου Κυθήριου
λυρικού ποιητή Σοφοκλή Καλούτση «Ύμνος στα Κύθηρα» στο οποίο ο Καλούτσης
γράφει για την αρχαία θεά των Κυθήρων, την Αφροδίτη που «..σαν και
πρώτα θα καλεί στ’ άλσους της μέσα το γρασίδι τα νέα ζευγάρια για φιλί,
για ένα στα Κύθηρα ταξίδι»
ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Μάθανε δα οι χωριανοί, πως θε να φύγω την Τετράδη
Και νάσου σπίτι η Φωτεινή μ’ ένα ροϊ γεμάτο λάδι.
«Πάρ’ του Γρηγόρη τούτο δα, μου λέει, λεβέντη μου να ζήσεις,
Δεσ’ το στην κόφα επαδά κι έχε το νου σου μην το χύσεις»
Και φέρνει ο γέρο κυρ Μηνάς φασκομηλέα ένα τσουβάλι
Και λέει «κειδά που θα περνάς δός το του γιου μου του Μιχάλη»
Και μάνι μάνι κουνιστή η μαυλιδόνα η Στρατούλα
«για τη λαλά τη σεβαστή λίγα μποζόνια και μια γούλα»
Έφτυσα αίμα ώσπου να βγω στον Πειραιά με τα’ αμανάτια
Κι ώσπου τα σπίτια τους να βρω έρεψα, γίνηκα κομμάτια.
Κι ύστερα λέει ο Σοφοκλής για «ένα στα Κύθηρα ταξίδι»
Αμ’ δε γελιέται ο Παναγής, αφού προχτές μου βγήκε ξίδι
Μάθανε δα οι χωριανοί, πως θε να φύγω την Τετράδη
Και νάσου σπίτι η Φωτεινή μ’ ένα ροϊ γεμάτο λάδι.
«Πάρ’ του Γρηγόρη τούτο δα, μου λέει, λεβέντη μου να ζήσεις,
Δεσ’ το στην κόφα επαδά κι έχε το νου σου μην το χύσεις»
Και φέρνει ο γέρο κυρ Μηνάς φασκομηλέα ένα τσουβάλι
Και λέει «κειδά που θα περνάς δός το του γιου μου του Μιχάλη»
Και μάνι μάνι κουνιστή η μαυλιδόνα η Στρατούλα
«για τη λαλά τη σεβαστή λίγα μποζόνια και μια γούλα»
Έφτυσα αίμα ώσπου να βγω στον Πειραιά με τα’ αμανάτια
Κι ώσπου τα σπίτια τους να βρω έρεψα, γίνηκα κομμάτια.
Κι ύστερα λέει ο Σοφοκλής για «ένα στα Κύθηρα ταξίδι»
Αμ’ δε γελιέται ο Παναγής, αφού προχτές μου βγήκε ξίδι
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου