ΓΡΑΠΤΟΝ Θ. ΚΗΡΥΓΜΑ
Τό νόημα τοῦ εὐαγγελισμοῦ
Ἡ Ἐκκλησία μας, Χριστιανοί μου, σήμερα Κυριακή πρίν ἀπό τά Φῶτα, καθώρισε νά διαβάζονται στήν Θεία Λειτουργία δύο σπουδαῖα Ἀναγνώσματα: Τό ἔνα ἀπό τήν δεύτερη ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στόν Τιμόθεο, καί τό ἄλλο ἀπό τό κατά Μᾶρκον Ευαγγέλιο – καί μάλιστα τήν ἀρχή του.
Στό Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα περιέχονται οἱ τελευταῖες νουθεσίες τοῦ Κορυφαίου στόν νεαρό μαθητή του. Τελευταίες, ἐπειδή συνοδεύονται καί ἀπό τήν ταυτόχρονη πρόρρηση τοῦ ἐπικειμένου μαρτυρίου του, ἕνα ἀπαράμιλλο κείμενο χριστιανικῆς αἰσιοδοξίας !.. «…Σύ δέ νῆφε ἐν πᾶσι, κακοπάθησον, τήν διακονίαν σου πληροφόρησον, ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ…».
Στό ἄλλο ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας ὁ Μᾶρκος – μέ τίς πρῶτες λέξεις – διασαφηνίζει πώς πρόκειται γιά τήν «Ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ».
Ἔτσι τά δύο κείμενα, ἐνῶ φαίνονται ἐκ πρώτης ὄψεως τελείως διαφορετικά, στήν οὐσία ἀναφέρονται στό μεγάλο ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ. (Δέν ἐννοοῦμε, βέβαια, τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου – τό μεγάλο αὐτό γεγονός καί τή γιορτή τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά τό τιτάνιο ἔργο τῶν Ἀποστόλων, πού ἦταν ἡ κατήχησῃ στήν Πίστη τῶν ἐθνῶν, ἡ ἀναγγελία τοῦ σωτηριώδους Πάθους καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ).
Στήν Ἑλληνική Γλῶσσα τῶν Εὐαγγελίων ἡ λέξῃ «εὐαγγελισμός» σήμαινε τήν μεταφορά τοῦ καλοῦ μηνύματος. Ἑνός μηνύματος πού φέρνει χαρά. Καί ὄχι ὁποιαδήποτε χαρά, ἀλλά τήν χαρά τῆς ὕπαρξης, τῆς ἀθανασίας, καί τῆς σχέσης.
Ἡ ὕπαρξη μας, ἡ συνειδητοποίησή της, εἷναι ὅ,τι ἔχουμε καί δέν ἔχουμε. Νιώθουμε πώς μετέχουμε στόν κόσμο, πώς χαιρόμαστε τόν κόσμο, πώς ἔχουμε γεννηθεῖ στόν κόσμο. Κάθε γέννησῃ – καί ἡ δική μας – εἶναι χαρά: «…χαρά ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον».
Θά ἦταν, ὅμως, δῶρον – ἄδωρον μία γέννησῃ πού θά ἦταν ἐφήμερη. Μία γέννησῃ μέ ἡμερομηνία λήξεως. Γι’ αὐτό καί οἱ σημερινοί Ἱεροί Συγγραφεῖς μεταφέρουν τό χαρούμενο μήνυμα, τό «Εὐαγγέλιον Ἰησοῦ Χριστοῦ», Ἐκείνου, πού νίκησε τόν θάνατο μέ τόν Σταυρό Του καί τήν Ἀνάστασή Του.
Ἀκόμη, ὅμως, καί ἡ ἀθανασία μας θά ἦταν μάταιη, ἄν ἐπρόκειτο γιά ἀτομικό γεγονός. Πράγματι, ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος γεννιέται καί ζεῖ μόνος του μέσα σέ μία ὄαση πανέμορφη, πού περιβάλλεται, ὅμως, ἀπό ἀπέραντη ἔρημο, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου τόσο ἡ ὕπαρξη, ὅσο καί ἡ ἀθανασία θά τοῦ ἦσαν ἀφόρητα. Μιά αἰώνια πλήξη, ἀφοῦ δέν θά εἶχε σέ ποιόν νά ἀπευθυνθεῖ, ποιόν νά κάνει μέτοχο τῶν ὅποιων αἰσθημάτων του, τῶν ὅποιων ἐμπειριῶν του. Μιά δυστυχία ἀπό τήν ἔλλειψῃ σχέσης μέ ἄλλους.
Ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός μᾷς χαρίζει καί τά τρία αὑτά πολύτιμα δῶρα: Τήν ὕπαρξη, τήν ἀθανασία, καί τήν σχέση ( σχέση μαζί Του καί με τούς ἀδελφούς μας).
Πῶς μετά νά μήν ὀνομάζουν «Εὐαγγέλιο» τό κήρυγμα τους, τόσο ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, ὅσο καί ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος; Ὁ μέν ἔνας περιγράφοντας τό προπαρασκευαστικό ἔργο τοῦ Βαπτιστῆ, ὁ δέ ἄλλος ἀφήνοντας τήν πολύτιμη παρακαταθήκη του στόν ἀγαπημένο του μαθητή Τιμόθεο…
Πρωτ. π.Π.Μαριᾶτος
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου