Ερχόμενος ο Καποδίστριας στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1824 και πατώντας την αιματοβαμμένη, και σπαρασσόμενη ακόμη, Πελοπόννησο, κοντά στο μέλημά του να δημιουργήσει κράτος από το χάος είχε ν’ αντιμετωπίσει και την επιδημία της πανώλης που
προήλθε απ’ τους Αιγύπτιους στρατιώτες του Ιμπραήμ και διαδόθηκε με φοβερή ταχύτητα πρώτα στα παράλια της νότιας και ανατολικής Πελοποννήσου και στη συνέχεια στα απέναντι νησιά του δυτικού Αιγαίου από Σποράδες έως τα Κύθηρα.
Ο Κυβερνήτης, χωρίς να διστάσει λεπτό, έτρεξε ο ίδιος στα νησιά ή όπου αλλού μάθαινε ότι εξαπλώνεται η μάστιγα και με την ιατρική του ιδιότητα, αλλά και με πατρική παρουσία και προστασία, πάσχιζε να τονώσει το ηθικό των κατοίκων και ταυτόχρονα να επιβάλλει τα μέτρα εκείνα που ο ίδιος έκρινε απαραίτητα ενάντια στη διάδοση της θανατηφόρας επιδημίας. Οι όποιες προσπάθειες των υπουργών και των γιατρών να εμποδίσουν τις ενέργειές του στάθηκαν αδύνατες να τον σταματήσουν. Το χρέος του απέναντι στον άνθρωπο βρισκόταν πέρα και πάνω από τον κίνδυνο του θανάτου. Και ας σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο τις ίδιες καταστάσεις αντιμετώπιζε στην Οδησσό της Ρωσίας η Ρωξάνδρα Στούρτζα, μια γυναίκα άκρως σχετική με τον Καποδίστρια και για την οποία θα μιλήσουμε εν ευθέτω.
Πληροφορίες για την εξάπλωση της επιδημίας και τα μέτρα αντιμετώπισής της από τον Κυβερνήτη μάς δίνει ο Νικόλαος Δραγούμης στο έργο του «Ιστορικαί Αναμνήσεις 1874» που τότε τύχαινε να είναι Γραμματικός του. Κι αφού ο Καποδίστριας περιέτρεξε τις πληγείσες περιοχές και αφού έδωσε σχετικές οδηγίες στους κατά τόπους Επιτρόπους, μεταξύ των οποίων και στον αδελφό του Βιάρο, όντας υποχρεωμένος να επικοινωνεί με τους ναυάρχους των τριών δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας (Λάιονς, Λαλάντ και Ρίκορντ αντιστοίχως), που χρησιμοποιούσαν ως βασικό τους ορμητήριο το λιμάνι Περιβόλες στην Ύδρα, αλλά και επειδή έπρεπε να έρχεται σε διπλωματικές επαφές με τους πρεσβευτές των τριών δυνάμεων, και πήραν εντολή απ’ τις Κυβερνήσεις τους να μετακομίσουν στον Πόρο, κατέλυσε κάπου στο ενδιάμεσο για την άσκηση των κυβερνητικών του καθηκόντων.
Και ενώ ο Βιάρος στην αρχή είχε τρομοκρατήσει τους πάντες σχετικά με την επιδημία, στη συνέχεια οι τρεις ναύαρχοι προσπαθούσαν να δώσουν κουράγιο στον κόσμο, καθώς η επιδημία έδειχνε να υποχωρεί στην Ύδρα, στις Σπέτσες και εν συνεχεία και στην Αίγινα. Η επιδημία είχε κάνει τον κύκλο της, σκότωσε όσους σκότωσε και άρχισε την αντίστροφη πορεία της (Η τωρινή, άραγε, πότε θα κάνει τον κύκλο της;). Οπότε «οι πληθυσμοί έβγαιναν κατά το γενικό υγειονομικό σύστημα της πεπολιτισμένης Ευρώπης, όπως ανακτήσωσι και αυτοί την προτέραν ελευθέραν κοινωνίαν με τον επίλοιπον κόσμον».
Μας ενημερώνει επιπλέον ο Ν. Δραγούμης και για κάποια πρόσθετα μέτρα που λάμβανε ο Κυβερνήτης προκειμένου να προφυλάξει και τους Γραμματικούς του με τους οποίους ήταν υποχρεωμένος να έρχεται σε καθημερινή επαφή. Μας λέει λοιπόν: «Τα έγγραφα τα μετέφεραν οι Γραμματείς εις το αγροκήπιον και τα έχοντα ανάγκην υπογραφής τα εφάρμοζαν σε φύλλο λευκοσιδήρου ισομεγέθες του χάρτου και μακράν έχον σχισμήν, να προφυλλάτωσιν από του μολύσματος τον Κυβερνήτην. Ανάγκη δε να σημειώσω ότι κατά την γνώμην των εν Αιγίνη εχόντων πείραν του νοσήματος δεν ήταν ο λοιμός. Δια τούτο ούτε την δίαιταν μετεβάλλομεν, ούτε την προς αλλήλους συγκοινωνίαν διεκόψαμεν, αλλ’ ούτε την ευθυμίαν ημών εμετριάσαμεν».
Βεβαίως ο Δραγούμης δίνει αρκετές λεπτομέρειες που αφορούν στη στάση και τις ενέργειες του Κυβερνήτη απέναντι στην επιδημία. Όπως ασφαλώς και η αντιπολίτευση ακολουθούσε τη δική της πρακτική μη χάνοντας μάλιστα την παραμικρή ευκαιρία να στραφεί εναντίον του Κυβερνήτη. Και επειδή ο Καποδίστριας ανέβαλε κάθε τόσο να συγκαλέσει τη Δ΄ Εθνοσυνέλευση, οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν σφοδρά ότι δήθεν επινόησε (!) την επιδημία για να αποφύγει τη σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης. Ή ότι χρησιμοποιεί την επιδημία σκορπίζοντας στον κόσμο τον φόβο και τον πανικό για να... περάσει αβρόχοις ποσί τα αντιλαϊκά ου νομοσχέδια και να επιβάλλει με το έτσι θέλω την τυραννική του διακυβέρνηση...
Πάντως έτσι που τα διαβάζω, έτσι μου ‘ρχεται να πιστέψω ότι, εφόσον οι αντίπαλοί του είχαν δίκιο, ο Καποδίστριας διάβαζε καθαρά τα μηνύματα από το μέλλον και ειδικά από την πολιτική πρακτική, συμπολιτευόμενη και αντιπολιτευόμενη, του σήμερα. Το ότι όμως οι συγκλήσεις της Εθνοσυνέλευσης, οι δημοκρατικές δήθεν διαβουλεύσεις, οι πρακτικές του να συζητάμε για να λέει ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του, σε θέματα που δεν γνωρίζει, είναι μονάχα άσκοπες, χρονοβόρες και επιζήμιες διαδικασίες. Το σκέφτηκαν ποτέ οι πολέμιοί του; Θα μου πείτε: Αυτό επιβάλλει η δημοκρατία. Συμφωνώ απολύτως, υπό τον όρο ότι αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις ξέρουν για ποιο σκοπό τις παίρνουν! Τι γνώριζαν απ’ όλα αυτά οι Έλληνες τότε;
Κι ο Καποδίστριας μάτωνε για το καλό του έθνους, έστω κι αν έπαιρνε σκληρότατες αποφάσεις ή δεν λάμβανε υπόψη τη γνώμη του λαού. Το θεωρούσε και μια διαδικασία άχρηστη, περιττή και επικίνδυνη.
Για την Ομάδα Ιστορικής Έρευνας «Δημήτρης Αγραφιώτης»
Ιωάννης Μανίκας
ΠΗΓΗ https://www.eleftheria.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου