Το Μεγάλο Σαββάτο ο χασάπης του νησιού επισκέπτεται όλα τα σπίτια
για τη σφαγή το κατσικιού ή του αρνιού που έχουν θρέψει ή αγοράσει για
το Πάσχα. Από το σφάγιο παίρνουν το τζιγέρι (τζιέρι=συκώτι) για τη
μαγειρίτσα για το δείπνο της Ανάστασης και το υπόλοιπο το φιλούν για την
Κυριακή του Πάσχα.
Στις 10 το βράδυ στολισμένοι ξεκινούν για την εκκλησία, να παρακολουθήσουν την Ακολουθία της Αναστάσεως. Τη Λαμπρή φορούν τη πιο λαμπρή στολή τους. Οι περισσότεροι έχουν ράψει καινούρια ανοιξιάτικα ρούχα. Είναι τόσο όσο όμορφες οι Ελαφονησιωτοπούλες τη νύχτα της Ανάστασης, ώστε βλέποντάς της ο άγνωστος σε μας κάτοικος του νησιού, συνέθεσε την παροιμία: “Μάη μην πάρεις γάιδαρο και τη Λαμπρή γυναίκα”.Τα παιδιά κρατούν τις λαμπάδες, που τους έχουν φέρει οι νονοί τους και οι μεγάλοι αγοράζουν από το παγκάρι λευκά κεριά για το Άγιο φως. Η εκκλησία τώρα είναι στολισμένη με κορδέλες λευκές. Η χαρά διαδέχτηκε το πένθος. Η ζωή νίκησε το θάνατο. Όλοι είναι ντυμένοι με ζωηρά ανοιξιάτικα ρούχα. Πάει η “μαυρίλα της Μεγάλης εβδομάδας”.
Λίγα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα, τα φώτα της εκκλησίας σβήνουν και ο παπάς βγαίνει από την Ωραία Πύλη με τη λαμπάδα του αναμμένη ψάλλοντας το "Δεύτε λάβετε φως..." και μεταλαμπαδεύει το Αναστάσιμο Φως στους πιστούς. Στη συνέχεια μεταλαμπαδεύεται το Ανέσπερο Φως από λαμπάδα σε λαμπάδα κι από λιανοκέρι σε λιανοκέρι. Κατόπιν βγαίνουν όλοι έξω όπου ο παπάς διαβάζει το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως.
Μόλις πει το "Χριστός Ανέστη" χτυπούν οι καμπάνες χαρμόσυνα, αρχίζουν οι ομοβροντίες των βαρελότων, ενίοτε και δυναμίτιδων, και γενικά δημιουργείται πανζουρλισμός. Αρχίζουν τους ασπασμούς, δίνοντας το φιλί της αγάπης. Όταν ο παπάς τελειώσει το Ευαγγέλιο, κατευθύνεται στην είσοδο της εκκλησίας. Τον ακολουθούν μόνο οι ψάλτες και ελάχιστοι πιστοί, κυρίως όσοι θέλουν να μεταλάβουν. Οι υπόλοιποι,λόγω της “διαμαρτυρίας του στομάχου τους”,κατευθύνονται στο σπίτι τους όπου τους περιμένει η αχνιστή μαγειρίτσα.
Φεύγοντας παίρνουν μαζί τους το αναμμένο κερί της Αναστάσεως, προσπαθώντας να μη τους το σβήσει το ανοιξιάτικο αεράκι. Όταν φτάσουν στα σπίτια τους, με τον καπνό της λαμπάδας ή του κεριού τους κάνουν το σχήμα του σταυρού στην κυρία είσοδο του σπιτιού τους. Μετά ανάβουν το καντήλι, το οποίο προσπαθούν να κρατήσουν τουλάχιστον σαράντα ημέρες.
Στις 10 το βράδυ στολισμένοι ξεκινούν για την εκκλησία, να παρακολουθήσουν την Ακολουθία της Αναστάσεως. Τη Λαμπρή φορούν τη πιο λαμπρή στολή τους. Οι περισσότεροι έχουν ράψει καινούρια ανοιξιάτικα ρούχα. Είναι τόσο όσο όμορφες οι Ελαφονησιωτοπούλες τη νύχτα της Ανάστασης, ώστε βλέποντάς της ο άγνωστος σε μας κάτοικος του νησιού, συνέθεσε την παροιμία: “Μάη μην πάρεις γάιδαρο και τη Λαμπρή γυναίκα”.Τα παιδιά κρατούν τις λαμπάδες, που τους έχουν φέρει οι νονοί τους και οι μεγάλοι αγοράζουν από το παγκάρι λευκά κεριά για το Άγιο φως. Η εκκλησία τώρα είναι στολισμένη με κορδέλες λευκές. Η χαρά διαδέχτηκε το πένθος. Η ζωή νίκησε το θάνατο. Όλοι είναι ντυμένοι με ζωηρά ανοιξιάτικα ρούχα. Πάει η “μαυρίλα της Μεγάλης εβδομάδας”.
Λίγα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα, τα φώτα της εκκλησίας σβήνουν και ο παπάς βγαίνει από την Ωραία Πύλη με τη λαμπάδα του αναμμένη ψάλλοντας το "Δεύτε λάβετε φως..." και μεταλαμπαδεύει το Αναστάσιμο Φως στους πιστούς. Στη συνέχεια μεταλαμπαδεύεται το Ανέσπερο Φως από λαμπάδα σε λαμπάδα κι από λιανοκέρι σε λιανοκέρι. Κατόπιν βγαίνουν όλοι έξω όπου ο παπάς διαβάζει το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως.
Μόλις πει το "Χριστός Ανέστη" χτυπούν οι καμπάνες χαρμόσυνα, αρχίζουν οι ομοβροντίες των βαρελότων, ενίοτε και δυναμίτιδων, και γενικά δημιουργείται πανζουρλισμός. Αρχίζουν τους ασπασμούς, δίνοντας το φιλί της αγάπης. Όταν ο παπάς τελειώσει το Ευαγγέλιο, κατευθύνεται στην είσοδο της εκκλησίας. Τον ακολουθούν μόνο οι ψάλτες και ελάχιστοι πιστοί, κυρίως όσοι θέλουν να μεταλάβουν. Οι υπόλοιποι,λόγω της “διαμαρτυρίας του στομάχου τους”,κατευθύνονται στο σπίτι τους όπου τους περιμένει η αχνιστή μαγειρίτσα.
Φεύγοντας παίρνουν μαζί τους το αναμμένο κερί της Αναστάσεως, προσπαθώντας να μη τους το σβήσει το ανοιξιάτικο αεράκι. Όταν φτάσουν στα σπίτια τους, με τον καπνό της λαμπάδας ή του κεριού τους κάνουν το σχήμα του σταυρού στην κυρία είσοδο του σπιτιού τους. Μετά ανάβουν το καντήλι, το οποίο προσπαθούν να κρατήσουν τουλάχιστον σαράντα ημέρες.