Για τις παλιές αγάπες μην πάψεις ποτέ να μιλάς.
Ακόμα και αν έσβησαν δεν θα λησμονηθούν ποτέ.
Λένε πως οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο.
Το"Μάρθα" σήμερα θυμίζει μια παλιά αγαπημένη μελωδία, μια ζακυνθινή αρέκια.
Το περίφημο "Μάρθα" των αδελφών Μοίρα.
Βίος πολυτάραχος και πολυκύμαντος.
Γεννήθηκε στο Πέραμα το 1968.
Καθελκύστηκε,αρχικά, ως πλοίο ανοικτού τύπου.
Στην πορεία μετασκευάστηκε σε πλοίο κλειστού τύπου.
Ναυπηγήθηκε για τη γραμμή Κυλλήνης-Ζακύνθου.
Πέρασε για ένα διάστημα και από τη γραμμή του Σαρωνικού.
Η φιγούρα του είναι συνδεδεμένη με το λιμάνι της Ζακύνθου.
Συνοδοιπόρος και ανταγωνιστής για χρόνια με το "Πρωτεύς" του κ.Τυρογαλά.
Από τις αρχές της δεκαετίας του '80 προστέθηκε στην ζακυνθινή παρέα τους και το πρώτο "Ζάκυνθος" της ΑΝΕΖ.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80 το "Μάρθα", το "Πρωτεύς"και το "Ζάκυνθος" ανταγωνίζονταν για τα καλά σε μια γραμμή που το καλοκαίρι αυξανόταν κατακόρυφα η κίνηση και το μικρό λιμάνι τότε της Κυλλήνης δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει τα πλοία της Κεφαλλονιάς και της Ζακύνθου.
Οι μεγάλες ουρές των αυτοκινήτων δημιουργούσαν συχνά ένα χάος στην Κυλλήνη.
Στα τέλη της δεκαετίας του '80 αλλάζουν άρδην οι ισορροπίες.
Δρομολογείται το "Δημήτριος Μοίρας" στην ζακυνθινή γραμμή και το "Μάρθα"παίρνει μετάθεση για τη γραμμή των Κυθήρων.
Το στίγμα του "Ζάκυνθος"σβήνεται οριστικά λίγο έξω από την Κυλλήνη τον Δεκέμβριο του 1989.
Θα αντικατασταθεί από το "Ζάκυνθος Ι", το οποίο είναι το μοναδικό πλοίο που παραμένει ακόμα στις γραμμές της Κυλλήνης.
Το "Μάρθα" γράφει ιστορία στο Τσιρίγο.
Και το 1992 το "Μάρθα"θα κληθεί να βοηθήσει το "Ιόνιον" των Σταθάκη-Μανούσου που είχε ναυαγήσει κοντά στην Γραμβούσα της Κρήτης.
Ο καπετάν-Βασίλης Λεονταράκης, από τα Κύθηρα, μιλά για το "Μάρθα" με το οποίο ταξίδεψε ως καπετάνιος:
«Το «Μάρθα» ήταν πολύ συμπαθητικό καραβάκι. Το πλοίο είχε και ένα μικρό προπελάκι. Δεν είχε, βέβαια, ταχύτητα. Και παρόλο που κάποια στιγμή του άλλαξαν τις μηχανές και του έβαλαν μεγαλύτερες, εντούτοις και πάλι δεν πήρε πολλά πράγματα από ταχύτητα. Οι προπέλες δεν ήταν ανάλογες με το πλοίο και τις μηχανές, δεν ταυτίζονταν όλα αυτά. Το πλοίο ξεκίνησε να γίνει παντόφλα. Στην πορεία, όπως, αποφασίστηκε να το κάνουν κλειστού τύπου και να πάει να δουλέψει στη Ζάκυνθο. Έτσι έμεινε η παλιά παντόφλα και πάνω του χτίστηκε ένα άλλο πλοίο. Ήταν κατά κάποιο τρόπο «πλοίο διπλού τοιχώματος». Το πλοίο ήρθε, τελικά, να δουλέψει στη γραμμή Κυλλήνης-Ζακύνθου όπου έφερε πραγματικά την τουριστική επανάσταση στη Ζάκυνθο. Αυτό ήταν το πρώτο πλοίο κλειστού τύπου στη γραμμή της Ζακύνθου. Το «Πρωτεύς» ήρθε αργότερα. Η κυρία Μάρθα Μοίρα είχε αναφέρει χαρακτηριστικά στον καπετάν-Βασίλη ότι το πρώτο φορτίο του «Μάρθα» στη γραμμή της Ζακύνθου ήταν μια γίδα με πέντε επιβάτες. Όσο παράξενο και αν ακούγεται, μπορεί και να είναι αληθινό".
Το 1992, ο καπετάν-Βασίλης Λεονταράκης θα ζήσει μια απίστευτη εμπειρία, καθώς θα κληθεί από τον ΜηνάΣιγάλα να μεταφέρει τα οχήματα από το "Ιόνιον" στο "Μάρθα". Ο καπετάνιος που είχε για χρόνια ταξιδέψει με το "Ιόνιον" έσπευσε αμέσως να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο αγαπημένο πλοίο.
Ο ίδιος αναφέρεται στο γεγονός σε μια παλιά συνέντευξη που είχε δώσει στοArxipelagos.com:
«Πήρα ένα σήμα από το λιμεναρχείο για να πάμε να πάρουμε τα οχήματα από το «Ιόνιον». Το σήμα όριζε ότι το όλο operation θα πραγματοποιηθεί με ευθύνη των δύο πλοιάρχων. Και, συνιστούσε μόνο να γίνει η επιχείρηση με καλές καιρικές συνθήκες.
Πράγματι, πήγαμε, ρίξαμε τον καταπέλτη στον καταπέλτη του «Ιόνιον» και πήραμε όλα τα οχήματα από το «Ιόνιον» και μαζί με αυτά και μία μπουλντόζα 70 τόνων. Και πήγαμε στη Νεάπολη και αποβιβάσαμε τα αυτοκίνητα. Το πλοίο έμεινε σκαρωμένο στη Γραμβούσα μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου 1992, ανήμερα του Αγίου Νικολάου.
Την ημέρα εκείνη έφυγε από τον κόσμο ο καπετάν-Γιώργης ο Σιγάλας και την ίδια ημέρα εχάθηκε και το «Ιόνιον» από την επιφάνεια της θάλασσας. Εβυθίσθη την ημέρα εκείνη. Μέχρι την ημέρα εκείνη φαινόταν το κατάρτι του. Και στους δύο μήνες που μεσολάβησαν το πλοίο έγερνε ολοένα και περισσότερο κάθε μέρα που περνούσε, μέχρι που χάθηκε οριστικά".
Όταν ο ίδιος αντίκρυσε το «Ιόνιον» σκαρωμένο πάνω στο βράχο ένιωσε πολύ άσχημα, δύσκολα συναισθήματα, μιας και στο πλοίο αυτό μεγάλωσαν και τα τρία του παιδιά. Και δεν θα ήθελε ποτέ να έχει την τύχη να αναλάβει ο ίδιος αυτή τη μεταφορά των οχημάτων από το αγαπημένο του πλοίο. Όμως, έπρεπε να το κάνει για να τιμήσει αυτή τη λαμαρίνα που ήταν εκεί και πάλευε με τα κύματα να βυθιστεί.
Φωτογραφία - κείμενο: Αντώνης Λαζαρής