Η υπ’
αριθμ. 2867/Υ1/ ΦΕΚ Β872/16.3.2020 υπουργική απόφαση περί επιβολής
απαγορεύσεως λειτουργιών σε Ιερούς Ναούς είναι απολύτως άκυρη, άλλως
ανυπόστατη, ως αντισυνταγματική
Στις 16 Μαρτίου 2020 εκδόθηκε η υπ’
αριθ. 2867/Υ1 Κοινή Υπουργική Απόφαση (Κ.Υ.Α.) με την οποία επιβλήθηκε η
«..προσωρινή απαγόρευση της τέλεσης κάθε είδους λειτουργιών και
ιεροπραξιών σε όλους ανεξαιρέτως τους χώρους θρησκευτικής λατρείας (κάθε
είδους και κάθε νομικού, κανονικού και εν γένει θρησκευτικού καθεστώτος
ναών και παρεκκλησίων, ευκτηρίων οίκων, τεμενών κ.λπ.) κάθε δόγματος
και θρησκείας..» (άρθρο 1, παρ.1).
Η ανωτέρω
υπουργική απόφαση εκδόθηκε σε συνέχεια «..της από 25-2-2020 Πράξεως
Νομοθετικού Περιεχομένου «Κατεπείγοντα μέτρα αποφυγής και περιορισμού
της διάδοσης του κορωνοϊού» (Α΄ 42) και ιδίως της περίπτωσης στ΄ της
παραγράφου 2 και της παραγράφου 4 αυτού..» (Κ.Υ.Α. 2867/Υ1, Εισαγωγή,
παρ.1).
Η ανωτέρω υπουργική απόφαση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με σειρά διατάξεων του Συντάγματος:
1. Καταρχήν, η
συγκεκριμένη υπουργική απόφαση βασίζεται σε άκυρη, άλλως ανυπόστατη,
πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Πιο συγκεκριμένα, η από 25/2/2020 πράξη
νομοθετικού περιεχομένου είναι άκυρη ως προς το εδάφιο (στ) της
παραγράφου 2 του άρθρου 1, που εντέλλει την «προσωρινή απαγόρευση της
λειτουργίας ….χώρων θρησκευτικής λατρείας…» (άρθρο 1, παρ.2, περ.στ, της
από 25/2/2020 Π.Ν.Π.).
Όμως το
Σύνταγμα στο άρθρο 48 ορίζει ρητά τις συνταγματικές διατάξεις επί των
οποίων μπορεί να επέμβει η πολιτεία με πράξη νομοθετικού περιεχομένου,
όταν η χώρα βρίσκεται σε ‘κατάσταση πολιορκίας’, δηλαδή σε συνθήκες
όμοιες με πόλεμο, όπως χαρακτηριστικά περιέγραψε ο ίδιος ο πρωθυπουργός
στο διάγγελμά του στις 17/3/2020 (σχετ… ).
Οι
συνταγματικές διατάξεις, σχετικά με τις οποίες μπορεί να εκδοθεί πράξη
νομοθετικού περιεχομένου είναι οι κάτωθι: «..5 παρ.4, 6, 8, 9, 11, 12
παράγραφοι 1 έως και 4, 14, 19, 22 παράγραφος 3, 23, 96 παράγραφος 4 και
97» (άρθρο 48 Σ).
Όπως φαίνεται
σαφώς η διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος (στην παράγραφο β’ του
οποίου θεμελιώνεται το δικαίωμα της ελευθερίας στη θρησκευτική λατρεία)
δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις αυτές.
Είναι λοιπόν
σαφές ότι ο Συντακτικός Νομοθέτης παραχώρησε τη δυνατότητα έκδοσης
πράξεων νομοθετικού περιεχομένου μόνο ως προς ορισμένες συνταγματικές
διατάξεις, γεγονός που αναγνωρίσθηκε και στη Νομολογία του Συμβουλίου
της Επικρατείας (ΣτΕ 822/1995).
Στην ανωτέρω
απόφαση ορίζεται, σχετικά με τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, ότι:
«..το Σύνταγμα ρύθμισε ειδικά και εξαντλητικά τις περιπτώσεις θέσεως
πρωτευόντων κανόνων δικαίου από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας..»
και ότι «…κανόνας δικαίου, τιθέμενος από όργανα της εκτελεστικής
εξουσίας, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων, είναι ένεκα τούτου
ανίσχυρος και δεν μπορεί, με τη μορφή του αυτή, να ισχυροποιηθεί ούτε με
αναδρομική κύρωσή του με νόμο».
2.
Επιπλέον, η ως άνω υπουργική απόφαση παραβιάζει το άρθρο 3 του
Συντάγματος στο οποίο ορίζεται ότι «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα
είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού…»…
«Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία
Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο…» (άρθρο 3 παρ.1 του
Συντάγματος).
Η υπ’ αριθμ.
2867/Υ1 υπουργική απόφαση παραβιάζει το άρθρο 3 καθότι εξισώνει την
Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος με όλες τις θρησκείες και τα δόγματα που
υφίστανται στην ελληνική επικράτεια, πρακτική που είναι απόλυτα
αντισυνταγματική για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί ρητά η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος ορίζεται από το Σύνταγμα ως η επικρατούσα θρησκεία (άρθρο 3, παρ.1) και Δεύτερον,
γιατί η πρακτική αυτή παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, εφόσον η
Ορθόδοξη Εκκλησία αντιπροσωπεύει την συντριπτική πλειοψηφία του
ελληνικού πληθυσμού.
Στο σημείο
αυτό, ως προς την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, η εν λόγω
υπουργική απόφαση παραβιάζει την πράξη νομοθετικού περιεχομένου (από
25/2/2020) στην οποία βασίζεται αφού στην ΠΝΠ αυτή ορίζεται ότι:
«….…Κατά την επιβολή των μέτρων επιλέγεται από τα αρμόδια όργανα το
ηπιότερο δυνατό για την εκπλήρωση του σκοπού του, υπό το πρίσμα της
συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας.» (από 25/2/2020 Π.Ν.Π., άρθρο 1,
παρ.2, τελευταία παράγραφος).
Στην πράξη, η
αρχή της αναλογικότητος κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 του
Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την
αναθεώρηση από την Ζ' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο οι
κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν, κατά το Σύνταγμα, να επιβληθούν στα
δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου,
πρέπει να προβλέπονται είτε απ' ευθείας από το Σύνταγμα, είτε από τον
νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της
αναλογικότητος (ΟλΑΠ 14/2001, ΑΠ 96/2010 Ε’Ποιν.Τμ.).
3.
Περαιτέρω, η συγκεκριμένη (υπ’ αριθ.2867/Υ1) υπουργική απόφαση
αρνείται, στην ουσία, την Αγία Τριάδα, εις το όνομα της οποίας
θεσπίσθηκε και υφίσταται ισχύων το Ελληνικό Σύνταγμα.
Πράγματι ως
Επικεφαλίδα/ προμετωπίδα του Συντάγματος έχει τεθεί η φράση «Εις το
όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος».
Με το να
απαγορεύει τις λειτουργίες και ιεροπραξίες στους Ορθόδοξους Ιερούς Ναούς
στην ελληνική επικράτεια η ως άνω υπουργική απόφαση αρνείται, στην
ουσία, την Παντοδυναμία του Θεού και τη θέση του στην κτίση.
Ειδικότερα, η
ως άνω υπουργική απόφαση τοποθετεί την επιστήμη, που είναι ανθρώπινο
δημιούργημα, σε θέση ανώτερη από το Θεό καθόσον τα υγιειονομικά μέτρα
προτίθενται ως κυρίαρχο μέσο προστασίας των ανθρώπων από την ασθένεια
ενώ η παρουσία στον Ιερό Ναό και η συμμετοχή στη Θεία Μετάληψη
παρουσιάζονται ως πρακτικές που μπορούν να θέσουν τους ανθρώπους σε
θανάσιμο κίνδυνο!
Επιπλέον, ο
Ιερός Ναός που είναι Οίκος του Θεού, παρουσιάζεται με την υπό κρίση
απόφαση ως απλός τόπος συνάθροισης ανθρώπων, γεγονός που επιβεβαιώνει
ότι η υπουργική απόφαση βασίζεται στην άρνηση της Παντοδυναμίας του
Θεού.
Με την
πρακτική αυτή, η συγκεκριμένη υπουργική απόφαση παραβιάζει το άρθρο 13
παρ.1 περί προστασίας της θρησκευτικής συνείδησης καθόσον η συνεχής
παρουσίαση του Τριαδικού Θεού, με τη χρήση των μέσων ενημέρωσης, ως
υποδεέστερου της επιστήμης και η προσπάθεια επιβολής της θεώρησης αυτής
στη συνείδηση των ανθρώπων στην ελληνική επικράτεια αποτελεί προσπάθεια
αλλοίωσης της θρησκευτικής συνείδησης, παρά το ότι το δικαίωμα στη
θρησκευτική συνείδηση προστατεύεται ρητά από το Σύνταγμα (άρθρο 13
παρ.1), είναι τόσο κρίσιμο ώστε περιλαμβάνεται στις Συνταγματικές
διατάξεις που δεν επιδέχονται αναθεώρηση (άρθρο 110, παρ.1 του
Συντάγματος) ενώ κάθε προσπάθεια αλλοίωσής του στοιχειοθετεί και ποινικό
αδίκημα.
Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ) (Ν.4619/2019), ορίζεται ότι: «1.
Όποιος επιχειρεί με βία ή απειλή βίας να καταλύσει, να μεταβάλει, να
αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό
πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή
θεσμούς του πολιτεύματος αυτού… τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια η
πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών.
2.
Με την ίδια ποινή τιμωρείται και: (α) όποιος επιχειρεί να τελέσει την
πράξη της προηγούμενης παραγράφου με κατάχρηση της ιδιότητάς του ως
οργάνου του κράτους…
3.
Θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του πολιτεύματος θεωρούνται στο Κεφάλαιο
αυτό: …στ) η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα και της
εκτελεστικής και της δικαστικής λειτουργίας από το Σύνταγμα και τους
νόμους… και η) η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που
προβλέπει το Σύνταγμα».
Καθίσταται
λοιπόν σαφές από τα ανωτέρω ότι η υπ’ αριθμ. 2867/Υ1 Κοινή Υπουργική
Απόφαση (Κ.Υ.Α.) περί απαγορεύσεως λειτουργιών και ιεροπραξιών στους
χώρους θρησκευτικής λατρείας είναι απόλυτα άκυρη, άλλως ανυπόστατη,
καθώς παραβιάζει τόσο άμεσα όσο και έμμεσα σειρά διατάξεων του
Συντάγματος και καθώς βασίζεται σε πράξη νομοθετικού περιεχομένου που
είναι άκυρη, άλλως ανυπόστατη, αφού δεν πληρεί τους όρους του άρθρου 48
του Συντάγματος.
Η ακυρότητα/
ανυπόστατο της ανωτέρω υπουργικής απόφασης επισφραγίζεται από το άρθρο
111 παρ.1 του Συντάγματος που ορίζει ότι: «Κάθε διάταξη νόμου ή
διοικητικής πράξης με κανονιστικό χαρακτήρα, που είναι αντίθετο προς το
Σύνταγμα, καταργείται από την έναρξη της ισχύος του».
Να αναφερθεί
στο σημείο αυτό πως η υπεροχή του Συντάγματος ως ο υπέρτατος κανόνας
δικαίου, τόσο σε σχέση με το εσωτερικό όσο και το διεθνές δίκαιο,
τονίσθηκε από τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κ. Παυλόπουλο, σε
ομιλία του στα πλαίσια της αναγόρευσής του σε Επίτιμο Καθηγητή του
Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, που έλαβε χώρα στις 22 Μαίου του 2015.
Στην ομιλία αυτή, με τίτλο «Το Σύνταγμα μεταξύ Διεθνούς και Ευρωπαϊκού δικαίου.
Η ιεραρχία
της έννομης τάξης», ο κύριος Παυλόπουλος τόνισε ότι «..Το Σύνταγμα, ως
θεμελιώδης νόμος αποτελούμενος όχι μόνον από τους κανόνες δικαίου που
περιλαμβάνει αλλά και από τις γενικές αρχές οι οποίες συνάγονται απ’
αυτούς, υπερισχύει αναποδράστως κάθε άλλου κανόνα δικαίου. Είτε αυτός
εντάσσεται στο εσωτερικό δίκαιο είτε στους κανόνες του διεθνούς δικαίου,
όπως ενσωματώνονται κάθε φορά στην έννομη τάξη μας».
Ο κ.
Παυλόπουλος τόνισε επίσης ότι «Ιδιαίτερα διαφωτιστική αυτής της νομικής
λογικής είναι η νομολογία που διαμόρφωσε η απόφαση (παραπεμπτική) του
Συμβουλίου της Επικρατείας 3242/2004 (πρβλ. όμως και τις αποφάσεις ΣτΕ
(Ολ.) 3670/2006, 3470/2011)».
Καθίσταται
επίσης σαφές από τα προεκτιθέμενα ότι το δικαίωμα της ελευθερίας στη
θρησκευτική λατρεία (άρθρο 13 παρ.2 του Συντάγματος) είναι απόλυτο, μη
επιδεχόμενο περιορισμούς κάτω από οποιοδήποτε συνθήκη, ούτε ακόμα σε
κατάσταση της χώρας σε συνθήκες πολέμου, όπως συνάγεται σαφώς από το
άρθρο 48 του Συντάγματος.
Καθίσταται
επίσης σαφές ότι η υπ’ αριθ. 2867/Υ1 Κοινή Υπουργική Απόφαση (Κ.Υ.Α.) με
την οποία επιβλήθηκε η «..προσωρινή απαγόρευση της τέλεσης κάθε είδους
λειτουργιών και ιεροπραξιών σε όλους ανεξαιρέτως τους χώρους
θρησκευτικής λατρείας είναι απόλυτα άκυρη, άλλως ανυπόστατη, ως
αντισυνταγματική.
ΠΗΓΗ romfea.gr