Της Ελένης Μπετεινάκη**
Σήμερα το πρωί, χαράματα σχεδόν σε μια από τις συνηθισμένος βόλτες μου, με το ποδήλατό μου, βρέθηκα σε μια πλατεία που πραγματικά σφύζει από ζωή όλη μέρα και ιδιαίτερα τα πρωινά. Καφετέριες, μπαράκια, σουβλατζίδικα , μεζεδοπωλεία…Είναι η πίσω πλευρά των Δικαστηρίων, η πλατεία μπροστά από το Ταχυδρομείο. Τόπος συνάντησης εκατοντάδων Ηρακλειωτών καθημερινά… Ερημιά τέτοια ώρα, ένα δυο σκυλιά τριγύριζαν και δυο νεαρά παιδιά που μάλλον έδειχναν να πηγαίνουν για ύπνο ύστερα από ολονύχτιο ξενύχτι. Απόλυτη ησυχία τριγύρω … Κατέβηκα από το ποδήλατο και τα σκαλιά και στάθηκα για μια ακόμα φορά μπροστά σε εκείνο το μαρμάρινο άγαλμα που χρόνια τώρα στέκει εκεί αμίλητο, ακούνητο για να θυμίζει σε όλους μας πως τέτοιοι άνθρωποι δεν υπάρχουν πια….
Ίσως να υπάρχει και μια αντίστοιχη πλατεία στα Χανιά ή στα Σφακιά ή στην Ανώπολη. Δεν ξέρω για να είμαι ειλικρινής! Θυμήθηκα ξανά την ιστορία τούτου του ανθρώπου, ενός μεγάλου ήρωα. Ανατρίχιασα για μια ακόμη φορά …
Πλατεία Δασκαλογιάννη ! Ποιός προσέχει τις λεπτομέρειες, σκέφθηκα !
Ποιος ήταν ο Δασκαλογιάννης αλήθεια και πότε έζησε;
Με μια γρήγορη ματιά στο διαδίκτυο βρίσκει κανείς όλη σχεδόν την βιογραφία του κι αν ψάξει λίγο παραπέρα ίσως πραγματικά βρει ιστορίες για ένα άνθρωπο που αγάπησε πολύ τον τόπο του, την οικογένεια, το εμπόριο, την θάλασσα αλλά και τη ζωή. Γιατί μόνο αν αγαπάς τόσο πολύ τη ζωή, αντέχεις να τη δεις να τελειώνει τόσο μαρτυρικά και τόσο παράλογα, που το ανθρώπινο μυαλό μπορεί και να σαλέψει, ακούγοντας ή βλέποντας με τα ίδια του τα μάτια αυτό το φρικτό τέλος της. Έτσι κι ο Νικολός ο αδελφός του, που οι Τούρκοι τον υποχρέωσαν να δει τον αργό και μαρτυρικό θάνατο του Γιάννη Βλάχου ή Δασκαλογιάννη του αδελφού του, έχοντας τον καθισμένο σε μια καρέκλα και κρατώντας του ακούνητο το κεφάλι για να παρακολουθεί το αποτρόπαιο θέαμα, ως που λένε πως έχασε τις αισθήσεις και τα λογικά του εκείνη την μέρα…
Ήταν 17 Ιουνίου 1771…σε μια πλατεία του Χάνδακα ή μήπως του Μεγάλου Κάστρου;
Γεννιέται ανάμεσα στα 1722 και στα 1730. Αδιευκρίνιστη μέχρι σήμερα η ημερομηνία αυτή. Τόπος του η Ανώπολη Σφακίων και τ΄ όνομά του λένε πως ήταν Ιωάννης Βλάχος αλλά επειδή ήταν πολύ μορφωμένος τον αποκαλούσαν Δάσκαλο και επειδή τα προσωνύμια ή παρατσούκλια, όπως τα λέμε στην Κρήτη, ήταν πολύ συνηθισμένα από τότε στο νησί, τον αποκαλούσαν κάποιες φορές Δασκαλογιάννη ή τουλάχιστον έτσι έφτασε ως τις μέρες μας. Πολυταξιδεμένος Σφακιανός, με πατέρα πλούσιο και καραβοκύρη που τον σπούδασε όπως έκαναν τότε οι εύπορες οικογένειες στην Ιταλία και λέγανε πως ήταν ρήτορας δεινός. Μιλούσε άπταιστα Ιταλικά και Ρώσικα. Είχε μέτριο ανάστημα και ήταν χαρούμενος άνθρωπος. Η φήμη του είχε περάσει τα σύνορα του νησιού μα και της χώρας του κι έφτανε ως την Ρωσία και την αυλή της αυτοκράτειρας Αικατερίνης της Β΄. Είχε τέσσερα αδέρφια, το Νικόλαο ή Χατζή Σγουρομάλλη, τον Παύλο, το Μανούσο και τον Γεώργιο. Το όνομα της γυναίκας του ήταν Σγουρομαλλίνη ή Ξανθομαλλίνη. Καταγόταν από το Ρέθυμνο και είχαν αποκτήσει 6 παιδιά, τέσσερις κόρες και δύο γιους. Τη Μαρία, την Ανθούσα, την Ελευθερούσα, το όνομα της τέταρτης δεν έγινε ποτέ γνωστό στα γραπτά που διασώζονται, τον Ανδρέα και το Νικολάκη.
Σαν έμπορος και καραβοκύρης και ο ίδιος είχε τέσσερα τρικάταρτα καράβια και μαζί με τ’ αδέρφια του, ναυτικά «πρακτορεία» στα κυριότερα λιμάνια και σε πολλά ελεύθερα ελληνικά νησιά, όπως ήταν τα Κύθηρα.
Λόγω της ιδιοσυγκρασίας, της μόρφωσης και των ιδεών του ανακατεύτηκε στα περίφημα Ορλωφικά και δέχτηκε να συμμετέχει στο επαναστατικό κίνημα, πιστεύοντας στις υποσχέσεις της Ρωσίας για συμπαράσταση και βοήθεια. Έτσι υποκινεί την γνωστή επανάσταση των Σφακίων ή του Δασκαλογιάννη όπως την γνωρίζουμε στα 1770.
Ήταν 25 του Μάρτη όταν υψώθηκε η σημαία της επανάστασης στην Ανώπολη Σφακίων. Οι υποσχέσεις του Αλέξιου Ορλώφ αποδεικνύονται ψεύτικες, μιας και ο ίδιος αντί να έρθει στα Χανιά με τον στόλο του για βοήθεια πηγαίνει στον Τσεσμέ και συμμαχεί με τους Τούρκους. Ο Δασκαλογιάννης δείχνοντας αμέριστο θάρρος, συνεχίζει την επανάσταση του και μάλιστα δίνει μια από τις πιο μεγάλες του μάχες στα στενά της Νίμπρου για δύο ολόκληρες ημέρες. Δίνει εντολή στα γυναικόπαιδα να επιβιβασθούν στα καράβια, πληροφορία που αμέσως μαθαίνουν οι Τούρκοι και ένας πολυάριθμος στρατός 6000 αντρών καταφθάνει στην περιοχή με σκοπό να τους εμποδίσουν. Ακολουθεί σφοδρή μάχη όπου σκοτώνονται 300 Σφακιανοί από μια δύναμη 700 ανδρών στην περιοχή του σημερινού Λουτρού και οι Τούρκοι εισβάλουν στην Ανώπολη. Σκοτώνονται όλοι σχεδόν οι Κρητικοί που ήταν εκεί. Μόνο εκατό γυναικόπαιδα που αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι επέζησαν από τούτο το άγριο μακελειό. Η μανία των Τούρκων που επιτέλους εισβάλουν στην δύσβατη περιοχή δεν εξαντλείται στην αφαίρεση τόσον ψυχών αλλά συνεχίζει και εκτονώνεται και στην γη, κόβοντας δέντρα και ξεριζώνοντας ακόμα και τα αμπέλια με τις ελιές. Όσους άνδρες συλλάμβαναν τους έσφαζαν επί τόπου, ενώ τις άσχημες γυναίκες, τα παιδιά και τους γέρους τους έριχναν σε γκρεμούς για να διασκεδάσουν.
Από τούτη την φονική μάχη δεν γλιτώνουν ούτε τα αγόρια του Δασκαλογιάννη αλλά ούτε και η γυναίκα του με τις δύο μεγάλες του κόρες που βρίσκονταν ανάμεσα στα γυναικόπαιδα που θα αποβιβάζονταν στα καράβια. Τραυματίζεται η Σγουρομαλλίνη και οι δύο της κόρες πέφτουν στα χέρια των Τούρκων που όταν έμαθαν ότι είναι κόρες του, τις παρέδωσαν στο σερασκέρη*. Τότε κι εκείνος αποφασίζει να παραδοθεί στον Πασά. Οι άλλοι αρχηγοί έχουν αντίθετη γνώμη, όμως αυτός υποκύπτει στις υποσχέσεις του Τούρκου Πάσα πως δεν θα πειράξει καθόλου τα Σφακιά αν παραδοθεί. Η συνέλευση των αρχηγών της περιοχής ολόκληρης αποφασίζει να μην γίνει αυτή η παράδοση και τότε οι Τούρκοι τους περικυκλώνουν στο φαράγγι της Αράδαινας και ακλουθεί ένα δεύτερο μεγάλο μακελειό που κράτησε μέρες με πολλές βιαιοπραγίες ανάμεσα σε Τούρκους και Κρητικούς ή μη, που βρίσκονταν εκεί για βοήθεια. Τότε ο Δασκαλογιάννης φέροντας το βάρος όλης της ευθύνης για την ανελέητη καταστροφή αποφασίζει την οριστική παράδοσή του στον Πασά. Εκείνος πάλι στέλνοντας μια επιστολή μηνύει σε όλους τους αρχηγούς τα παρακάτω :
"Προς τους καπεταναίους των Σφακίων.
Με το γενικό αρχηγό σας τον οποίο θεωρώ φίλο και όχι αιχμάλωτο έδωσα τις ακόλουθες συμφωνίες που πρέπει να παραδεχτείτε όλοι, αλλιώς θα σας καταστρέψομε εντελώς.
Πρώτον: Ο αρχηγός Δασκαλογιάννης δεν θα επιστρέψει στα Σφακιά αλλά θα παραμείνει μαζί μας, για τρία χρόνια, με την περιποίηση φυσικά που απαιτεί η θέση του.
Δεύτερον : Πρέπει να δηλώσουν οι Σφακιανοί εγγράφως ότι αναγνωρίζουν την τούρκικη κυβέρνηση της Κρήτης.
Τρίτον : Οι Σφακιανοί θα εξακολουθούν να έχουν τα όπλα τους, θα διοικούνται σύμφωνα με τα έθιμά τους, και θα πληρώνουν κάθε χρόνο 5000 γρόσια."
Τα περιθώρια στενεύουν, οι αρχηγοί δέχονται την συμφωνία την οποία επικυρώνουν στέλνοντας την απάντησή τους και 500 πρόβατα δώρο και παρουσιάζονται οι ίδιοι στον Χασάν Πασά. 75 οπλαρχηγοί, ο Πρωτόπαππας και άλλοι έξι παπάδες. Όμως εκείνος τους συλλαμβάνει και του οδηγεί στο Μεγάλο Κάστρο, το σημερινό Ηράκλειο, έγκλειστους και με πολλά βασανιστήρια στις φυλακές του φρουρίου του Κούλε.
Ο Στέφανος Ξανθουδίδης γράφει σχετικά με την τελευταία πράξη αυτού του δράματος :
«… αφού εφόνευσεν τον αδελφόν του Δασκαλογιάννη Νικόλαον και άλλους τινάς, τον Δασκαλογιάννην εκράτησεν ιδιαιτέρως εις το Κονάκι, την δε κόρην του Μαρίαν έδωκεν εις τον Δεφτεντάρην. Εν έτος κατόπιν αφού μάτην δια δολίων μέσων πρασπαθήσας να φέρη εκ Κυθήρων, όπου είχον καταφύγει, και τους δύο άλλους αδελφούς του Δασκαλογιάννη απέτυχε, διατάσσει να θανατώσωσι εκδέροντες αυτόν ζώντα. Το περιστατικόν διηγήθη κατά το 1838 γέρων Οθωμανός αυτόπτης μάρτυς του τραγικού θεάματος. Εις την Πλατείαν των Τριών Καμαρών επήξαν θρόνιον ξύλινον, και αφού τον πρόσεδεσαν επ΄ αυτό, ώστε να μη δύναται να κινηθή, ήρχισεν ο δήμιος να τον εκδέρη από της κεφαλής αποσπών το δέρμα κατά λωρίδας εν μέσω των καγχασμών του Τούρκικου όχλου. Εις άλλος εκράτει καθρέπτην προ των οφθαλμών του θύματος, ερωτών, αν είναι ωραίος με τα κόκκινα και χωρίς τομάρι.Το θύμα ετήρει σιγήν μορφάζον μόνον ενίοτε εκ των φοβερών αλγηδόνων του προσήγαγον τότε και τον αδελφόν του Χατζή Σγουρομάλλην, και μόνον τότε και οι δύο αδελφοί οικτείραντες την δυστυχίαν των εξέβαλον δυνατούς μυκηθμούς. Αφού κατ ΄αυτόν τον τρόπον εθανατώθη ο μάρτυς αυτός της κρητικής ελευθερίας, αφέθη εκεί το σώμα του επί δύο ημέρας, και κατόπιν έδωκαν την άδειαν εις τέσσαρας Χριστιανούς και το έφεραν και το έθαψαν εις λάκκον, ως διηγείτο ο γέρων Οθωμανός, περί τα 10 – 15 βήματα από την Ν.Α. γωνίαν του φρουρίου Ακ- Τάμπιας, εκεί δηλ. περίπου όπου εκτίσθη τελευταίον το Βρεφοκομείον Γερωνυμάκη… ».
Στην παραπάνω διήγηση αναφέρεται επίσης πως οι άνδρες που είχαν φυλακιστεί στον Κούλε έμειναν εκεί ακόμα 3 χρόνια με φοβερά βασανιστήρια, εργαζόμενοι αλυσοδεμένοι και την διάρκεια της νύχτας σε καταναγκαστικά έργα. Στερημένοι τροφής και ύστερα από πολλές κακουχίες κατόρθωσαν κάποτε κάποιοι να αποδράσουν από την δυτική παραλία, βαδίζοντας πάνω σε βράχους ή κολυμπώντας και όσοι δεν συνελήφθησαν, κατάφεραν ύστερα από μέρες ταλαιπωριών να φτάσουν στην Μεσαρά , όπου ο Κουρμούλης τους παρέλαβε και τους έκρυψε σε σπήλαια. Εκεί απεβίωσε και ο Πρωτόπαππας. Ελάχιστοι κατάφεραν να φτάσουν στα Σφακιά.
Το 1939 το άγαλμα του ήρωα Δασκαλογιάννη τοποθετήθηκε στην πλατεία που έφερε πλέον και το όνομά του.
Θρύλος, μύθος, ιστορία …τι συνέβη στ΄αλήθεια; Κανείς δεν ξέρει , μόνο οι παραδόσεις μας λένε ότι έχει διασωθεί και εκείνο το περίφημο λαϊκό ποίημα του Σφακιανού ριμαδόρου Μπάρμπα – Παντζελιό με τους 1.034 δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, το γνωστό « Τραγούδι του Δασκαλογιάννη».
Τούτες οι θύμησες ήρθαν σήμερα…
Φρίκη και μόνο στη σκέψη, αδύνατον να χωρέσει ο ανθρώπινος νους τούτη την πράξη… Συλλογίστηκα πως σε λίγο θα γεμίσει γέλια και φωνές η πλατεία, μικροπωλητάδες και μηχανάκια σταθμευμένα παράνομα και κανένας δεν θα γυρίσει να κοιτάξει για λίγο τούτη τη μορφή.
250 χρόνια έχουν περάσει, σαν σήμερα. Εδώ,δίπλα μας στη ίδια γη που πατάμε …
Πήρα το ποδήλατο και κατευθύνθηκα στο λιμάνι…
Έφτασα μπροστά στο « Φρούριο της Θάλασσας », στον Κούλε…
-Άρχοντά μου, του ‘ πα, αντέχεις τόσο χρόνια, τόσες τρικυμίες και τόσα τερτίπια της μοναδικής ερωμένης σου, της θάλασσας ,αλλά πως,πώς άντεξες να ακούς τούτες τις κραυγές;
Αν και μπουνάτσα σήμερα, ένοιωσα κι εγώ την ταραχή . Είναι ο μόνος « ζωντανός» που έζησε μέρος της φρίκης στα σπλάχνα του…. Φωνές σαν να άκουσα, κλάματα, παρακάλεσες, πόνο πολύ… Την ίδια στιγμή ένας υπέροχος ήλιος είχε αρχίσει να ανεβαίνει σιγά σιγά σκορπώντας κάθε δυσάρεστη σκέψη, κάθε ασχήμια. Τον κοίταξα χαμογελαστή πια. Τον ένοιωσα για μια ακόμα φορά… Πότε δεν ήθελε, δεν έφταιγε αυτός… όμως τι να ΄κανε …
Πέτρα ήταν, δεν ήταν άνθρωπος …η ψυχή του όμως δεν ήταν πέτρινη,ποτές!
*σερασκέρης (διοικητής μεγάλης στρατιωτικής μονάδας )
** Η Ελένη Μπετεινάκη είναι νηπιαγωγός
ΠΗΓΕΣ :
Χάνδαξ – Ηράκλειον, Στέφανος Ξανθουδίδης, 1927
Ιστορία της Κρήτης, Θεοχ. Δετοράκης, 1990
Wikipedia.gr
Περιοδικό Στιγμές
Kairatos.gr
Cretalive.gr
Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, (απόσπασμα) Υπό έκδοση -2021
.cretalive.gr