Τό νησί τών Κυθήρων,σεμνύνεται γιά τήν προστάτιδά του- Παναγία τήν Μυρτιδιώτισσα-. Η χαριτόβρυτη εικόνα της,μεγαλοπρεπής καί επιβλητική, ανακαλύφθηκε, καθώς λέει η παράδοση,στήν τοποθεσία - Μυρτίδια-, σέ περιοχή τότε έρημη καί κατάφυτη από μυρσίνες.
Από τότε η προστασία της απλώνεται καί αγκαλιάζει όλο τό νησί.
Ηταν Φεβρουάριος τού 1892.Τέσσερις ψαράδες, μπήκαν σέ μία βάρκα στό Καψάλι,τό λιμάνι τού νησιού, καί ανοίχτηκαν στό πέλαγος γιά νά ψαρέψουν. Ηταν απόγευμα καί ο καιρός θαυμάσιος.Προσπάθησαν γιά πολλή ώρα νά βγάλουν δολώματα, αλλά δέν τά κατάφεραν.Δέν μπορούσαν επομένως νά βγάλουν ούτε ψάρια. Η ώρα περνούσε κι έπεφτε η νύχτα. Στίς 10μ.μ βρίσκονταν στά Αντικύθηρα χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Αποφάσισαν τότε νά πάρουν τόν δρόμο τής επιστροφής.Ο καιρός όμως άρχισε νά χαλάει.Φυσούσε γαρμπής κι αργότερα όστρια-σορόκος.Τό σκοτάδι ήταν πυκνό καί δέν διέκριναν πιά τό Καψάλι, γι αυτό δέν μπόρεσαν νά καταλάβουν καί τήν μεταβολή τού καιρού.Νόμιζαν πώς έπλεαν πρός τό Καψάλι, ενώ πραγματικά έπλεαν πρός τόν Πειραιά. Στό μεταξύ, όσο προχωρούσε η νύχτα, τόσο δυνάμωνε η τρικυμία.Τά κύματα ορμούσαν ακάθεκτα στήν μικρή βάρκα.Λόγω βλάβης, τό νερό άρχισε νά μπαίνει από τά ύφαλα καί ν’απειλεί μέ άμεσο καταποντισμό. Οι δυστυχείς ψαράδες,πέταξαν στήν θάλασσα δίχτυα,παραγάδια καί σχοινιά γιά νά ανακουφίσουν τήν βάρκα.Ομως τό νερό, εξακολουθούσε νά μπαίνει από παντού.Αποφάσισαν τότε νά σπάσουν προσεκτικά τήν στάμνα τού νερού, γιά ν’ αδειάζουν μ’αυτήν τά νερά τής βάρκας.Τήν έσπασαν όμως αδέξια, γι αυτό δέν μπορούσε νά χρησιμοποιηθεί. Ανοιξαν τότε τρύπες στά φλασκιά,αλλά τά φλασκιά ήταν μικρά καί τό νερό τής βάρκας πολύ. Δέν άργησαν νά δοκιμάσουν καί τό μαρτύριο τής δίψας, γιατί η στάμνα μέ τό γλυκό νερό, δέν υπήρχε πιά. Απελπισμένοι απ’τίς δικές τους προσπάθειες, στράφηκαν στήν Κεχαριτωμένη τών Μυρτιδίων.Προσεύχονταν μέ πίστη καί δάκρυα καί ζητούσαν τήν βοήθειά της. Κι εκείνη δέν άργησε ν’απαντήσει. Κάποια στιγμή, τούς φάνηκε πώς είδαν στήν άκρη τής βάρκας μία σεβάσμια μαυροφόρα,η οποία αμέσως εξαφανίστηκε. Τό όραμα αυτό, άν καί στιγμιαίο, τούς έδωσε θάρρος. – Παιδιά μήν φοβάστε, φώναξε ο καπετάνιος. Η Μυρτιδιώτισσα είναι μαζί μας! Αμέσως η θάλασσα γαλήνεψε, ο άνεμος κόπασε καί οί ψαράδες, μέ ευχαριστίες καί δοξολογίες πρός τήν Θεοτόκο, έπιασαν τά κουπιά. Οταν ξημέρωσε, κατάλαβαν πόσο είχαν παρεκκλίνει από τήν πορεία τους. Μπροστά τους ορθωνόταν τό ακρωτήριο Ταίναρο. Τά Κύθηρα φαίνονταν πολύ μακρια. Αρχισε τώρα νά φυσά απαλός πουνέντες. Υψωσαν τό πανί κι έβαλαν πλώρη γιά τό νησί τους.Ο αέρας όλο καί δυνάμωνε κι έκανε τό πλεούμενο νά πετά στά κύματα.Ο τιμονιέρης- πράγμα θαυμαστό-, δέν μπορούσε ν’αλλάξει κατεύθυνση.Η κατεύθυνση ήταν μία. Τό λιμανάκι τών Μυρτιδίων. Καθ’οδόν διασταυρώθηκαν μέ τό πλοίο τής γραμμής καί οί επιβάτες τούς κοίταζαν μέ έκπληξη καί απορία.Ο αέρας δυνάμωσε ακόμη. Τώρα η βάρκα, μόλις άγγιζε τά κύματα.Πλησίαζαν ολοταχώς στό ιερό καθίδρυμα τής Παναγίας. Μόλις βγήκαν στήν στεριά, αγκάλιαζαν χαρούμενοι ο ένας τόν άλλον καί ασπάζονταν τούς βράχους τής ακτής. Αμέσως, χωρίς χρονοτριβή, ξεκίνησαν ξυπόλητοι γιά τόν ιερό ναό τών Μυρτιδίων.Εκεί, γονατιστοί μπροστά στήν Αγία εικόνα, ευχαρίστησαν μέ δάκρυα τήν Θεομήτορα, γιά τήν ανέλπιστη σωτηρία τους. Από τότε ακολουθούσαν κάθε χρόνο, τήν περιφορά τής Αγίας εικόνας στά χωριά τού νησιού, τήν υποβάσταζαν καί διανυκτέρευαν μαζί της, σέ κάθε σταθμό.
Εμφανίσεις καί θαύματα τής Παναγίας.Ι.Μ.Παρακλήτου
ekklisiaonline.gr