Κατά
την πρόσφατη (26-30 Νοεμβρίου 2015) επίσκεψή μας στη Μεγαλόνησο Κύπρο,
στο πλαίσιο των αδελφικών σχέσεων του Δήμου μας με το μαρτυρικό Δήμο του
κατεχόμενου Καραβά, δεν μπορούσαμε να μην επισκεφθούμε το πανίερο
σέμνωμα των Κυπρίων και έναν από τους τηλαυγείς φάρους της Ορθοδοξίας,
την Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή της Παναγίας του Κύκκου, στο
Όρος Τρόοδος. Η Μονή Κύκκου θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα κέντρα
της Ορθοδοξίας αφού εκεί φυλάσσεται η Εικόνα της Θεοτόκου που αποδίδεται
στον Ευαγγελιστή Λουκά και μεταφέρθηκε στην Κύπρο από το Μέγα Παλάτιον
της Κωνσταντινούπολης όπου φυλασσόταν κατά τον 11ο αιώνα. Τα κειμήλια,
Ιερά Λείψανα, Ιερά Σκεύη και θησαυρίσματα που κατέχει η Μονή Κύκκου
είναι αναρίθμητα και ξακουστά, ενώ συντηρεί σημαντικά ευαγή ιδρύματα.
Ανάμεσά στους θησαυρούς της Μονής συγκαταλέγεται και ένα ιερό σέμνωμα
που έχει για εμάς ιδιαίτερη αξία. Ένα ξύλινο Αντιμήνσιο του 1653 με
ενσωματωμένα Ιερά Λείψανα Αγίων, ανάμεσά τους και ικανό τμήμα Ιερού
Λειψάνου του Αγίου Μύρωνος, πολιούχου των Αντικυθήρων. Ας δούμε σύντομα
την ιστορία του αντικειμένου αυτού.
Η
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου είναι μία από τις αρχαιότερες αυτοκέφαλες
Εκκλησίες της Ορθοδοξίας και έχει κατοχυρωθεί με τον 8ο Κανόνα της Γ΄
Οικουμενικής Συνόδου της Εφέσου το 431. Λίγα χρόνια μετά, το 478, ο
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Ανθέμιος βρήκε μετά από όραμα τον τάφο και το
λείψανο του Αγίου Αποστόλου Βαρνάβα, στο στήθος του οποίου υπήρχε
αντίγραφο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου. Το Ευαγγέλιο αυτό προσέφερε ο
Ανθέμιος στον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ζήνωνα, ο οποίος και παραχώρησε
τα τρία ειδικά αυτοκρατορικά προνόμια στον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο Κύπρου:
1. Να υπογράφει με κιννάβαρι (κόκκινη μελάνη), να φέρει πορφυρούν
μανδύα και να κρατεί το αυτοκρατορικό σκήπτρο αντί για την πατερίτσα,
προνόμια που διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Η Εκκλησία της Κύπρου ήρθε
αντιμέτωπη με τις αραβικές επιδρομές του 7ου αιώνα και ο τότε
Αρχιεπίσκοπος ζήτησε βοήθεια από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ τον
επονομαζόμενο Ρινότμητο, ο οποίος τον συμβούλεψε και τον βοήθησε να
μεταφέρει το διασωθέν ποίμνιο στην περιοχή της Κυζίκου της Μ. Ασίας,
κοντά στον Ελλήσποντο, τόπο μαρτυρίου του Ιερομάρτυρος Μύρωνος. Η
Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος του 691 αναγνώρισε με τον 39ο κανόνα της τη
νέα αυτή έδρα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου στον οποίον ανατέθηκε η
διαποίμανση και της Μητροπόλεως Κυζίκου που τον 7ο αιώνα διέθετε 12
Επισκοπές και κατατασσόταν στην 5η θέση μεταξύ των υπό τον Νέας Ρώμης
Μητροπόλεων. Μετά την εκδίωξη των Αράβων, ο Αρχιεπίσκοπος και το ποίμνιο
επέστρεψαν στην Κύπρο κατά το 698 φέροντας έκτοτε και μέχρι σήμερα τον
τίτλο "Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου".
Η
Ιερά Μονή Κύκκου ιδρύθηκε στις αρχές του 11ου αιώνος με την βοήθεια του
Αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Μεγάλου Κομνηνού. Οι ανάγκες της Μονής
αυξάνονταν καθώς γιγαντωνόταν η φήμη της σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο. Η
Μονή απέκτησε πολλά Μετόχια στην Κύπρο και εκτός Κύπρου, κυρίως στη
Μικρά Ασία, τα οποία έκαναν γνωστό το όνομα της Κυκκώτισσας στην
ευρύτερη περιοχή και έτσι το Μοναστήρι άρχισε να δέχεται προσκυνητές και
δωρήματα από όλη τη Μικρά Ασία, Ιερά Λείψανα, Σκεύη και πολύτιμους
θησαυρούς που έφερναν ή έστελναν οι προσκυνητές. Παράλληλα, τα πολλά
Μετόχια εφοδίαζαν και συντηρούσαν τη Μονή σε καιρούς δύσκολους, είτε με
χρήματα είτε σε είδη και χρειώδη.
Το
Μάιο του 1641 ο Ηγούμενος της Μονής Κύκκου Νικηφόρος γίνεται
Αρχιεπίσκοπος διαδεχόμενος τον Χριστόδουλο. Ως Αρχιεπίσκοπος συνέχισε να
ενδιαφέρεται για τη Μονή και το 1653 αφιερώνει στο Μοναστήρι το ξύλινο
αντιμήνσιο με λείψανα πολλών Αγίων και με την εξής αφιέρωση:
"Ιερουργηθέν παρά του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Πάσης Κύπρου και Νέας
Ιουστινιανής Κυρίου Νικηφόρου ΑΧΝΓ". Το Αντιμήνσιο αυτό φέρει μεγάλο
τμήμα από το Λείψανο του Αγίου Μύρωνος στην αριστερή του πλευρά, στη
δεύτερη σειρά από κάτω, στην πρώτη θέση με την εξής (συνεπτυγμένη)
επιγραφή: "Ο Άγιος Ιερομάρτυς Μύρων". Το λείψανο προέρχεται μετά
βεβαιότητος από το Μετόχι της Μονής Κύκκου στην Κύζικο της Προποντίδος
όπου μαρτύρησε ο Άγιος Μύρων επί Δεκίου (μέσα 3ου αιώνος). Σήμερα το
αντιμήνσιο εκτίθεται στο Μουσείο της Μονής και θεωρείται το δεύτερο
πολυτιμότερο και σημαντικότερο κειμήλιό της μετά την Θαυματουργή Εικόνα
της Παναγίας όπως μας ανέφερε γεμάτος συγκίνηση ο Έφορος της Μονής
Ιερομόναχος π. Αγαθόνικος Κυκκώτης.
Το
Αντιμήνσιο φέρει ιερά λείψανα περίπου 50 Αγίων, πλακίδιο του 6ου αιώνα
με ελεφαντόδοντο με τον Απόστολο Πέτρο και κυκλικό καμέο (υαλόμαζα) με
τον Άγ. Δημήτριο του 12ου αιώνα. Από θρησκευτικής άποψης αποτελεί ένα
από τα ιερότερα κειμήλια της Μονής λόγω του ότι διασώζει λείψανα
διαφόρων Αγίων, τα ονόματα των οποίων αναγράφονται. Ιστορικά είναι
σημαντικό γιατί συνδυάζει τρεις διαφορετικές ιστορικές περιόδους της
Βυζαντινής εποχής. Υλικά και τεχνοτροπικά είναι επίσης σημαντικό αφού
αποτελεί το μοναδικό βυζαντινό αντικείμενο στην Κύπρο που διασώζει
ελεφαντόδοντο, ενώ γενικά τα ξύλινα αντιμήνσια είναι σπανιότατα.