15 Απριλίου 1912, ώρα 23.40. Το «αβύθιστο» υπερωκεάνιο της White Star Line που μεταφέρει 2.224 επιβάτες και πλήρωμα από το Σαουθάμπτον προς τη Νέα Υόρκη προσκρούει σε παγόβουνο και η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά: Ο Τιτανικός ξεκινά να βυθίζεται.
Της Όλγας Παρθενέα – Γεωργάτσου
Το RMS Titanic -όπως ήταν η επίσημη ονομασία του- ήταν το πλοίο που σύμφωνα με τους κατασκευαστές του θα έκανε όλο τον κόσμο να μιλά για το μεγαλείο, την πολυτέλεια, την ταχύτητα και τη δύναμή του. Εν μέρει, είχαν δίκιο, δεν υπολόγισαν όμως μια σειρά από λάθος χειρισμούς και το παγόβουνο στη μέση του Ατλαντικού ωκεανού που έμελε να οδηγήσουν στο θάνατο 1.519 ανθρώπους.
Η κατασκευή και η αναχώρηση από το Σαουθάμπτον
Ο Τιτανικός κατασκευάστηκε από το ναυπηγείο «Harland and Wolff» στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας για λογαριασμό της Βρετανικής White Star Line και αποτέλεσε ένα από τα τρία μεγαλύτερα υπερωκεάνια της εποχής που έφεραν την υπογραφή της ίδιας κατασκευαστικής εταιρείας. Κατείχε τη δεύτερη θέση μετά το RMS Olympic, με την τριάδα να ολοκληρώνει το υπερπολυτελέστατο RMS Britannic. Ο ναυπηγός αρχιτέκτονας Τόμας Άντριους ανέλαβε εξολοκλήρου το σχεδιασμό του και ήταν ένας από εκείνους που χάθηκαν στα παγωμένα νερά του ωκεανού τον Απρίλιο του 1912.
Με βάρος 52.310 τόνους, μήκος 269,06 και πλάτος 28,19 μέτρα, το RMS Titanic ήταν πράγματι αυτό που πρόδιδε η ελληνική του ονομασία. Λέγεται μάλιστα πως ήταν το μεγαλύτερο πλοίο εν πλω όταν παραδόθηκε από τους κατασκευαστές του, ενώ θεωρήθηκε ένα «σύγχρονο θαύμα» της ναυπηγικής, που έμελλε όμως να απογοητεύσει.
Το πλοίο αναχώρησε από το λιμάνι του Σαουθάμπτον την Τετάρτη 12 Απριλίου και ώρα 11.45, με καπετάνιο τον 62χρονο Έντουαρντ Σμιθ, γεμάτο από ανθρώπους που εκπροσωπούσαν δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους: Από τη μία φιλοξένησε στην Α’ Θέση μερικούς από τους πλουσιότερους ανθρώπους όλου του κόσμου και από την άλλη επιβιβάστηκαν στα χαμηλότερα καταστρώματά του μετανάστες που ξεκίνησαν από την Ιρλανδία, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Σκανδιναβία και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες με σκοπό να αναζητήσουν την τύχη τους στην στη «γη της Επαγγελίας» όπου ήλπιζαν να βρουν την ευκαιρία που περίμεναν.
Πριν τη μοιραία σύγκρουση, είχε πραγματοποιήσει δύο στάσεις, μία στο Χερβούργο της Γαλλίας και μία στο Κουίνσταουν της Ιρλανδίας. Αφού συνέλεξε και τους τελευταίους επιβάτες, κατευθύνθηκε δυτικά προς τη Νέα Υόρκη, στην οποία φυσικά ουδέποτε κατάφερε να φτάσει.
Η πρόσκρουση με το παγόβουνο, ο ανεπαρκής αριθμός λέμβων και η «καταδίκη» της Γ’ Θέσης
Τέσσερις μόλις μέρες μετά την αναχώρηση του από το λιμάνι της νότιας Αγγλίας, ο Τιτανικός προσκρούει με παγόβουνο του Ατλαντικού, 375 περίπου ναυτικά μίλια νότια του Καναδικού νησιού Newfoundland, στις 23.40 ώρα πλοίου. Το χτύπημα ήταν δυνατό, καθώς παρά τις προσπάθειες του πλοίαρχου να αποφύγει την πρόσκρουση, με πίσω ολοταχώς και στροφή αριστερά, η μεγάλη ταχύτητα πλεύσης αποδείχθηκε μοιραία. Μετά το σφοδρό χτύπημα στη δεξιά πλευρά της πλώρης, πέντε από τα δεκαέξι υδατοστεγή διαμερίσματα του κάτω μέρους εκτέθηκαν στο νερό, καθώς το παγόβουνο έσπασε τη μπροστινή βάση του πλοίου.
Αμέσως δόθηκε σήμα κινδύνου, όμως τόσο ο κατασκευαστής Τόμας Άντριους όσο και ο καπετάνιος, Έντουαρντ Σμιθ επιβεβαίωναν τους ανήσυχους επιβάτες της Α’ Θέσης πως ο «αβύθιστος» Τιτανικός μπορούσε να τα βάλει με τα νερά του Ατλαντικού και να παραμείνει ζωντανός. Όταν τα πρώτα καταστρώματα άρχισαν να πλημμυρίζουν και ο Τιτανικός δεν λάμβανε σήμα βοήθειας, ο κόσμος ξεκίνησε να επιβιβάζεται στις σωστικές λέμβους που μπορεί μεν να ήταν αρκετές όσον αφορά το νόμιμο του πράγματος, ήταν όμως ελάχιστες για το μέγεθος μιας τέτοιας κατασκευής και τον αριθμό των επιβατών που αυτή ήταν προορισμένη να φιλοξενεί. 2.224 άνθρωποι έπρεπε να χωρέσουν σε λέμβους οι οποίες μπορούσαν να απομακρύνουν από το πλοίο μόλις 1.178, δηλαδή λίγο περισσότερους από τους μισούς.