Η ενάλια ή υποβρύχια αρχαιολογία έχει ως αντικείμενο τον εντοπισμό, τη μελέτη, τη διάσωση και την ανάδειξη των αρχαιολογικών ευρημάτων που βρίσκονται στην ακτή ή στον βυθό της θάλασσας, των λιμνών και των ποταμών.
Της Δέσποινας Κουτσούμπα, καταδυόμενης αρχαιολόγου της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων
Στο αντικείμενο των ενδιαφερόντων της εμπίπτουν η ιστορική εξέλιξη του εμπορίου, της ναυτιλίας, των πλοίων και των λιμανιών, αλλά και οικισμοί ή άλλες χερσαίες εγκαταστάσεις οι οποίες έχουν κατακλυστεί για διάφορους λόγους από τη θάλασσα.
Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας υπάρχουν βυθισμένοι οικισμοί, κτίρια ή λιμάνια, είτε λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας είτε λόγω τεκτονικών μεταβολών. Ιδιαίτερα οι οικισμοί της προϊστορίας βρίσκονται πολύ συχνά κάτω από τη θάλασσα. Κατά την 3η χιλιετία π.Χ., όταν εμφανίστηκαν οι πολιτισμοί του Αιγαίου, ο Μινωικός, ο Κυκλαδικός και ο Ελλαδικός, η στάθμη της θάλασσας βρισκόταν περίπου τέσσερα μέτρα χαμηλότερα από σήμερα – χωρίς να συνυπολογίσουμε τοπικά φαινόμενα, όπως οι σεισμοί, που μπορεί να βυθίσουν ακόμη περισσότερο μια περιοχή. Δηλαδή η ακτογραμμή που έβλεπαν οι Πρωτομινωίτες, οι Πρωτοκυκλαδίτες και οι Πρωτοελλαδίτες βρισκόταν περίπου εκεί που σήμερα το βάθος της θάλασσας φτάνει τα 4 μ.
Κι επειδή η θάλασσα έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή τους, δίπλα σε αυτήν έχτιζαν συνήθως τα σπίτια τους. Σήμερα αυτά βρίσκονται στον βυθό, για παράδειγμα στη θαλάσσια περιοχή της Μεθώνης Μεσσηνίας, στο Παυλοπέτρι (Ελαφόνησος-Βιγκλάφια) Λακωνίας, το Σαλάντι και στον Λαμπαγιαννά Αργολίδας.
Οι θαλασσινοί δρόμοι που ένωσαν τους λαούς
Οι πλόες στην αρχαιότητα άνοιξαν δρόμους όχι μόνο στην ανταλλαγή προϊόντων μεταξύ διαφορετικών λαών, αλλά ακόμη περισσότερο στη διάδοση και στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των πολιτισμών. Η γέννηση της ναυσιπλοΐας και του εμπορίου στην Ελλάδα ανάγονται στην προϊστορία, όπως πιστοποιήθηκε από την εύρεση λεπίδων οψιανού στη Μήλο, σε στρώμα της Μεσολιθικής εποχής (7.000 π.Χ.), στο σπήλαιο Φράγχθι της Ερμιονίδας, στα Γιούρα των Βορείων Σποράδων και αλλού. Οι μεσολιθικοί κάτοικοι του σπηλαίου Φράγχθι ζούσαν κυνηγώντας άγρια ζώα και ψαρεύοντας.
Ο οψιανός, πέτρωμα που απαντάται στη Μήλο, τη Νίσυρο και στο Γυαλί, ήταν υλικό απαραίτητο για την κατασκευή αιχμηρών όπλων με τα οποία έπιαναν τα θηράματά τους. Δεν γνωρίζουμε αν προμηθεύτηκαν τον οψιανό από τολμηρούς κατοίκους της Μήλου ή μέσω κάποιου ενδιάμεσου σταθμού. Η ύπαρξη όμως του κυκλαδικού πετρώματος στις ακτές της Πελοποννήσου δείχνει τον πρώιμο χαρακτήρα της ναυσιπλοΐας και της διακίνησης προϊόντων με πλωτά μέσα. Αλλωστε σε εκείνες τις εποχές όπου τα μέσα ήταν ελάχιστα οι δρόμοι της θάλασσας ήταν πολύ πιο πρόσφοροι για μετακίνηση και επικοινωνία σε σχέση με τα δύσβατα βουνά, γεμάτα άγρια ζώα και επικίνδυνες χαράδρες.
Από τη Νεολιθική εποχή έχουν σωθεί ολιγάριθμα ομοιώματα πλοιαρίων και ένα αναπάντεχο εύρημα, τα υπολείμματα μιας βάρκας στο λιμναίο προϊστορικό οικισμό του Δισπηλιού, στη λίμνη της Καστοριάς. Το πρωτόγονο πλοιάριο, που διατηρήθηκε έως τις μέρες μας μέσα σε στρώμα λάσπης, ήταν ένα μονόξυλο μήκους περίπου 3,30 μ. και χρονολογείται στην 5η χιλιετία π.Χ. Πρόκειται για το πιο απλό είδος ξύλινης βάρκας, που σχηματίστηκε από το σκάψιμο ενός κορμού δέντρου μέχρι να πάρει το επιθυμητό σχήμα και κινούνταν με λίγους κωπηλάτες.
Πρώτες ύλες από τις Κυκλάδες αλλά και κυκλαδικά ειδώλια έχουν βρεθεί σε πολλές προϊστορικές θέσεις, αδιάψευστοι μάρτυρες των θαλασσινών ταξιδιών των Κυκλαδιτών. Στα λεγόμενα τηγανόσχημα σκεύη, ιδιαίτερες δημιουργίες του κυκλαδικού πολιτισμού, συχνά απεικονίζονται πλοία (2800-2300 π.Χ.). Πρόκειται για μακριά και στενά πλοία με πολλά κουπιά, χωρίς πανιά. Το σχήμα τους είναι ασύμμετρο, με τη μία πλευρά να απολήγει σε ψηλό ποδόστημα που φέρει στο άκρο του ομοίωμα ψαριού (πιθανώς η πρύμνη) και στην άλλη πλευρά επέκταση της καρένας (πιθανώς πρώιμος τύπος εμβόλου στην πλώρη). Το σχήμα των πλοίων δείχνει ότι στα χρόνια αυτά σημειώθηκε πρόοδος της ναυσιπλοΐας και ότι οι Κυκλαδίτες διέθεταν γνώσεις υδροδυναμικής.
Το σπουδαιότερο όμως εύρημα για τη ναυσιπλοΐα στις Κυκλάδες είναι η τοιχογραφία της νηοπομπής από τη Δυτική οικία του Ακρωτηρίου της Θήρας. Πρόκειται ουσιαστικά για μια τοιχογραφημένη ζώνη ύψους 43 εκ. και μήκους 3,90 μ. που περιτρέχει το ανώτερο μέρος των τοίχων του δωματίου 5. Στο τμήμα που σώζεται καλύτερα αναπτύσσεται μια αφηγηματική σκηνή που περιλαμβάνει δύο πόλεις, στόλο με επτά μεγάλα πλοία πλούσια στολισμένα, άγρια ζώα, δελφίνια και πάνω από εκατό ανθρώπινες μορφές. Τα πλοία, ιστιοφόρα ή κωπήλατα, απεικονίζονται με μεγάλη λεπτομέρεια να πλέουν στη θάλασσα με τη συνοδεία δελφινιών.
Γνωρίζουμε ότι στα προϊστορικά χρόνια, αλλά και αργότερα, τα πλοία στο Αιγαίο έπλεαν κοντά στις ακτές και, για λόγους ασφάλειας, προτιμούσαν να χαράζουν πορεία μίας μέρας, το βράδυ να αγκυροβολούν σε ασφαλές μέρος και να ανοίγονται ξανά το πρωί της επομένης. Το αρχιπέλαγος των νησιών του Αιγαίου, άλλωστε, πρόσφερε αυτήν τη δυνατότητα. Τα πλοία, όμως, που εικονίζονται στην τοιχογραφία του Ακρωτηρίου με την κυρτή καρένα ήταν ικανά να πλεύσουν και σε ανοιχτές θάλασσες. Αλλωστε στη 2η χιλιετία π.Χ. πιθανώς πρώτοι οι Μινωίτες πραγματοποίησαν ταξίδια μέχρι το Δέλτα του Νείλου.