Μύθοι και παραδόσεις σε συνδυασμό με την άγρια ομορφιά του τοπίου δίνουν μια μυστηριακή ατμόσφαιρα στο νησί δημιουργώντας στον επισκέπτη ένα ξεχωριστό αίσθημα μοναδικότητας.
Το απόλυτο Μεσογειακό φως, η πλούσια εναλλαγή των τοπίων καθώς και τα διάσπαρτα μνημεία του κληροδοτημένου μας πολιτισμού δηλώνουν τη μοναδικότητα των Κυθήρων, αυτού του τόπου που βρέθηκε σ' ένα σταυροδρόμι πολιτιστικών επιρροών και ισορρόπησε την ελληνική παράδοση με την επίδραση της Δύσης, πλάθοντας έναν ιδιόμορφο κοινωνικό και πολιτισμικό χαρακτήρα.
Ο πολιτισμός αποδεικνύεται μια ιδιαίτερη διάσταση της ζωής στα Κύθηρα και υποστηρίζεται ενεργά, τόσο από τον κάθε κάτοικο ατομικά, όσο και από ένα πλούσιο δίκτυο πολιτιστικών φορέων. Το ενδιαφέρον του Κυθήριου για τις τέχνες και τα γράμματα έχει οδηγήσει στην καθιέρωση θεσμών αλλά και στη συνεχή ανανέωση των ερεθισμάτων που αναζητά το φιλοπρόοδο πνεύμα του. Η ιστορική έρευνα, ευνοημένη από τις συγκυρίες, έχει στη διάθεσή της ένα από τα πιο ενδιαφέροντα αρχεία των Επτανήσων, της περιόδου των ξένων κυριαρχιών, μεγάλο σε όγκο και αξία, που στεγάζεται στο κάστρο της χώρας. Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός από εποχικές πολιτιστικές εκδηλώσεις πραγματοποιείται κάθε χρόνο, χειμώνα και καλοκαίρι σε ολόκληρο το νησί. Ο επισκέπτης θα συναντήσει εκθέσεις εικαστικών καλλιτεχνών, συναυλίες, θεατρικά δρώμενα, κινηματογραφικές προβολές, επιστημονικά συμπόσια, λαογραφικές εκθέσεις, παραδοσιακά πανηγύρια, ενημερωτικές διαλέξεις, αθλητικές συναντήσεις και θρησκευτικές τελετουργίες. Από τους πολλούς ενδιαφέροντες χώρους φιλοξενίας, ξεχωρίζουν το ανοιχτό θέατρο στο άλσος του Ποταμού, το κάστρο της Χώρας και η αίθουσα της αγοράς (Μercato) στη Χώρα.
Από τα Κύθηρα φέρεται να έχει και την προσωνυμία Κυθέρεια η Αφροδίτη, η οποία λατρεύτηκε στην αρχαιότητα με τρεις μορφές. Ως Ουρανία, θεά – προστάτης της αγάπης και του αγνού ερωτά, με κύριο τόπο λατρείας τα Κύθηρα. Ως Πάνδημος, θεά – προστάτης του σαρκικού έρωτα και της αναπαραγωγής με κύριο τόπο λατρείας την Κύπρο. Και τέλος, με τη λιγότερο γνωστή μορφή, ως Αποστρόφια, θεά που διασφάλιζε την ηθική τάξη και προστάτευε τη σύζυγο και τα παιδία, που αναφέρεται ότι λατρεύτηκε στη Θήβα και αλλού. Η ίδρυση από τα πολύ πρώιμα χρόνια ναού της θεάς στα Κύθηρα έδωσε και στο νησί τον ομηρικό χαρακτηρισμό ‘ζάθεα’ δηλαδή πανάγια.
Όσον αφορά την ονομασία Κύθηρα πρέπει να αναφερθεί ότι αποτελεί ένα από τα επτά αναφερόμενα αρχαιότερα ελληνικά τοπωνυμία, αφού είναι μεταξύ αυτών που περιέχονται σε επιγραφή που βρέθηκε στη βάση αιγυπτιακού αγάλματος, που χρονολογείται στην εποχή του Αμένοφι του Γ΄, γύρω στα 1400 π.χ.
Ετυμολογικά έχουν αναφερθεί πολλές εκδοχές για τη λέξη Κύθηρα. Ο Ησύχιος αναφέρει ότι η λέξη προέρχεται από το ρήμα κεύθω, το οποίο σημαίνει κρύπτω τον έρωτα στην κοιλία και αναφέρεται στη λατρεία της θεάς του Έρωτα, της Αφροδίτης. Η άποψη του Στεφάνου του Βυζαντίου, που αναφέρει ότι τα Κύθηρα πήραν την ονομασία τους από τον πρώτο τους οικιστή, τον Κύθηρο από τη Φοινίκη, οδηγεί σε φοινικική προέλευση του ονόματος. Αν όμως ληφθεί υπόψη η υπόθεση ότι οι Φοίνικες φέρεται να έφθασαν στα Κύθηρα τον 9ο ή 8ο π.χ. αιώνα, τότε η φοινικική εκδοχή δεν πρέπει να ευσταθεί, εκτός αν υπάρχει προγενέστερη φοινικική παρουσία στα Κύθηρα, που δεν έχει ανιχνευθεί, αφού είναι γνωστή η θαλασσοκρατία του λαού αυτού στη Μεσόγειο ήδη από τον 15ο π.χ. αιώνα.
Η ύπαρξη από την αρχαιότητα του τοπωνυμίου Φοινικούς στο νησί, όπου τοποθετείται και το λιμάνι των Κυθήρων κατά τα αρχαία χρόνια, τοπωνύμιο που δεν έχει ταυτισθεί με βεβαιότητα, πιστεύεται όμως ότι ήταν ο σημερινός Αβλέμονας ή το Διακόφτι, καθώς και η τοποθεσία Φοινικίες στα δυτικά δείχνουν τη βέβαιη φοινικική παρουσία, κατάλοιπο της οποίας πρέπει να θεωρούνται τα τοπωνυμία αυτά. Αργότερα, κατά τα μεσαιωνικά χρόνια, το νησί ήταν περισσότερο γνωστό ως Τσιρίγο, λέξη που προέρχεται από διαδοχικές παραφθορές της λέξης Κύθηρα.
Όσον αφορά την κατοίκηση του νησιού κατά τα αρχαία χρόνια οι γνώσεις μας πάνω στο θέμα αυτό πλουτίζονται συνεχώς με νέα σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα. Η περιορισμένη αρχαιολογική έρευνα στο νησί τα προηγούμενα χρόνια έχει δώσει τώρα τη θέση σ’ ένα, συνεχώς διευρυνόμενο, επιστημονικό ενδιαφέρον και τα τελευταία ευρήματα σε διάφορες περιοχές τα τελευταία χρόνια (Διακόφτι, Δραγωνάρες, Άγιος Γεώργιος στο Βουνό κ.α.) έχουν δώσει επαρκή στοιχεία ότι το νησί κατοικείται ήδη πριν το 3000 π.χ., ενώ δεν αποκλείεται πολύ σύντομα να υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις και για την κατοίκηση του νησιού από τα πρώτα χρόνια της Παλαιολιθικής εποχής.
Τα ευρήματα πάντως της αρχαιολογικής ερευνάς επιβεβαιώνουν ότι το νησί κατοικείται συστηματικά ολόκληρη τη Μινωική εποχή (3000-1200 π.χ.) και κατά τη Μυκηναϊκή (1400-1100 π.χ.) και ότι υπήρξε σημαντικό κέντρο των Μινωιτών στην προσπάθεια τους να πλεύσουν από την Κρήτη στην Πελοπόννησο και από εκεί να φθάσουν, μέχρι τη σημερινή Μεγ.Βρετανία, χρησιμοποιώντας τους τότε γνωστούς θαλάσσιους δρόμους και πλέοντας κοντά στα παράλια των βόρειων ακτών της Μεσογείου.Τα παλαιοτέρα δείγματα τοπικής κεραμικής ανάγονται στην 3η π.χ. χιλιετία και η ιδιοτυπία της συνίσταται στην ποιότητα και την επεξεργασία του ντόπιου πηλού. Αργότερα οι Κυθήριοι αγγειοπλάστες δίνουν δείγματα θαυμαστής δεξιοτεχνίας αντιγράφοντας μινωικά κυρίως αγγεία, όπως δείχνουν τα ευρήματα από τον τάφο του Λιονή, έξω από τη Χώρα.
Ο σημερινός ναός των Αγίων Αναργύρων στην περιοχή Παλιόκαστρο έχει κτισθεί με οικοδομικό υλικό από την αρχαιότητα, το οποίο πιστεύεται ότι άνηκε σε αρχαίο ναό, τελευταίες όμως έρευνες τοποθετούν το ναό της Αφροδίτης σε γειτονικό λόφο, όπου ο ναός του Αγίου Γεωργίου και όχι στην περιοχή που τον τοποθετούσαν μέχρι τώρα.
Κατά τους ιστορικούς χρόνους τα Κύθηρα, λόγω της στρατηγικής τους θέσης στην είσοδο του λακωνικού κόλπου, έγιναν συχνά αντικείμενο διαμάχης μεταξύ Αθηνών και Σπάρτης, στον έλεγχο της οποίας άνηκαν κατά το πλείστον. Όμως οι Αθηναίοι κατέλαβαν το νησί αρκετές φορές (456 π.χ. με τον Τολμίδη, 424 π.χ. με τους Νικία, Νικόστρατο και Αυτοκλή και 394 π.χ. με τους Κόνωνα και Φαρνάβαζο κατά τη διάρκεια της Περσοαθηναϊκής συμμαχίας) και εγκατάστησαν φρουρά σ’ αυτό εκδιώκοντας τις φιλοσπαρτιατικές αρχές.
Στον τομέα των τεχνών, κατά τους κλασσικούς χρόνους, τα Κύθηρα ανέδειξαν τον ποιητή Ξενόδαμο, που θεωρείτο ισάξιος του Πινδάρου (6ος π.χ. αιώνας), το διάσημο διθυραμβοποιό Φιλόξενο (5ος π.χ. αιώνας) καθώς και τον ποιητή Πτολεμαίο, το γλυπτή Ερμογένη και το μουσικό Αλέξανδρο.Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο και την παρακμή της Σπάρτης και των Αθην ακολούθησε, τα Κύθηρα έχασαν και αυτά τη σημα υ και περιέπεσαν σε μακρά παρακμή, συνέχισαν όμως να κατοικούνται κατά τη Ρωμαϊή εποχή, όπως προκύπτει από σποραδικές μαρτυρίες συγγραφέων (Πλούταρχος, Δίων Κάσιος, Στράβων) και από τα λίγα αρχαιολογικά ευρήματα, που ανάγονται στην εποχή αυτή.
Από τον 2ο μ.χ. αιώνα, στην εποχή του οποίου τοποθετείται επιγραφή, που αναφέρει ότι οι κάτοικοι του νησιού τιμούν το Ρωμαίο αυτοκράτορα Τραϊανό, μέχρι τον 6ο αιώνα τα Κύθηρα δεν αναφέρονται στις πήγες και φαίνεται ότι διέρχονται μακρά περίοδο ερήμωσης ή αραιής κατοίκησης. Η περιστασιακή κατοίκηση του νησιού πάντως και κατά τους χρόνους αυτούς, όχι μόνον δεν πρέπει να αποκλειστεί, αλλά να θεωρηθεί και ως ιδιαίτερα πιθανή, όπως προκύπτει από αγιολογικές πήγες, όπως το συναξάριο της Αγίας Ελέσας, πυ φέρεται να άθλησε και να μαρτύρησε στο νησί τον 4ο μ.χ. αιώνα. Το μαρτύριο της αναφέρεται ότι ακολούθησε μικρό κύμα προσκυνητών από την Πελοπόννησο, που μετέβησαν και εγκαταστάθηκαν στο νησί επιχειρώντας τότε μια μονιμότερη εγκατάσταση σ’ αυτό.
Σημαντικός σταθμός στην πλέον οργανωμένη κατοίκηση των Κυθήρων φαίνεται να είναι η άθληση του Οσίου Θεόδωρου στο νησί, όπου, μετά το θάνατο του (922), εμφανίζεται σημαντικός αριθμός νέων κατοίκων στα Κύθηρα. Σύμφωνα με το συναξάριο του Άγιου το νησί κατά το χρόνο της άφιξης του στα Κύθηρα είναι έρημο κατοίκων εξ αιτίας των πειρατικών επιδρομών. Από τα χρόνια αυτά πάντως μέχρι και τον 11ο αιώνα δεν υπάρχουν πάλι ιστορικές πληροφορίες και οι υποθέσεις για τα Κύθηρα κατά την εποχή αυτή βασίζονται στη μελέτη των βυζαντινών ναών του νησιού, μερικοί από τους οποίους πιστεύεται ότι ανάγονται κατασκευαστικά μέχρι και τον 9ο ή 10ο αιώνα (Άγιος Ανδρέας στο Λιβάδι). Νέα συστηματική κατοίκηση των Κυθήρων φαίνεται να αρχίζει μετά το 10ο αιώνα σύμφωνα με τη μελέτη χρονολόγησης πολλών ναών στο νησί και εντείνεται κατά το 13ο αιώνα. Κατά το 1100 αναφέρεται και ο πρώτος αναφερόμενος στις πήγες Μητροπολίτης Κυθήρων, ο Θεόκτιστος. Στα τέλη του 12ου αιώνα κυρίαρχος των Κυθήρων είναι ο Γεώργιος Παχύς από τη Μονεμβάσια, ο οποίος, όταν αποσύρεται, παραδίδει την αρχή σε έναν εκπρόσωπο μιας αρχοντικής οικογένειας επίσης από τη Μονεμβάσια, τον Ευδαιμονογιάννη. Σύμφωνα με την παράδοση, η Παληόχωρα, κτίστηκε από Βυζαντινούς έποικους στα τέλη του 13ου αιώνα, υπάρχει όμως πιθανότητα αυτό να έχει γίνει ένα ή δυο αιώνες νωρίτερα, αλλά κατά την εποχή αυτή (περίπου στο 1275), όταν το νησί επανακαταλαμβάνεται από τους Βυζαντινούς για βραχύ χρονικό διάστημα, μετά από σύντομη Ενετική κατοχή (1204 ή 1236 έως 1275), δέχεται αριθμό εποίκων από την Κωνσταντινούπολη, κατά τους χρόνους της βασιλείας του Μιχαήλ Η` Παλαιολόγου, από τους αντιτιθέμενους μάλιστα στην φιλενωτική και φιλολατινική πολιτική του αυτοκράτορα. Το 1201 οι Φράγκοι καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη και οι Ενετοί γίνονται κυρίαρχοι πολλών νησιών του Αιγαίου. Τα Κύθηρα αναφέρεται ότι περιέρχονται στον οίκο του Ενετού τυχοδιώκτη ευγενούς Μάρκου Βενιέρη το 1207, η πλήρης όμως ανάληψη της αρχής από την ενετική αυτή οικογένεια φαίνεται να συντελείται αρκετά χρόνια αργότερα στη μέση της δεκαετίας 1230-1240. Οι Βυζαντινοί επανακαταλαμβάνουν το νησί το 1269 για να το χάσουν οριστικά λίγο αργότερα, πιθανότατα μετά από συμφωνία του Νικολάου Ευδαιμογιάννη με έναν απόγονο της οικογένειας Βενιέρη στην Κρήτη και γάμο του τελευταίου με μια κόρη του Ευδαιμογιάννη. Η συμφωνία αυτή πρέπει να έγινε από πολιτικό υπολογισμό, καθώς ο Ευδαιμογιάννης πρέπει να είχε διαπιστώσει την αδυναμία του βυζαντινού κράτους να διατηρήσει τόσο απομακρυσμένα και χωρίς ιδιαίτερο στρατηγικό ενδιαφέρον εδάφη σε μια εποχή εμφανούς παρακμής του. Τα Κύθηρα έμειναν έκτοτε στην ενετική κυριαρχία μέχρι την κατάλυση της Ενετικής Δημοκρατίας το 1797 και αποτελούν μια από τις ελάχιστες ελληνικές περιοχές στην οποία διατηρήθηκε τόσο μακρά και αδιάλειπτη η ενετική κυριαρχία, αν εξαιρεθεί μια κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους με μια χλιαρή κυριαρχία των τελευταίων για βραχύ χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1715-1718.
Οι Ενετοί κράτησαν τα Κύθηρα μέχρι την οριστική κατάλυση της Δημοκρατίας τους από το Μεγάλο Ναπολέοντα το 1797 με το μικρό διάστημα της τούρκικης κατοχής μεταξύ 1715-1718, που προαναφέραμε. Και τότε πάντως η ουσιαστική κατοχή των Τούρκων φαίνεται να είχε περιοριστεί σε χρόνο πιθανόν και λιγότερο του έτους, αφού ο τούρκικος στόλος είχε χάσει τις ναυμαχίες που έδωσε με τους Ενετούς για την κυριαρχία στη θάλασσα και η τούρκικη παρουσία στα Κύθηρα είχε αποδυναμωθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην έχουν μείνει οποιαδήποτε ίχνη απ’ αυτήν. Η μακρόχρονη ενετική παρουσία στα Κύθηρα ήταν φυσικό να αφήσει εμφανή ίχνη, τα οποία διακρινονται ακόμα και σήμερα στη γλώσσα και την αρχιτεκτονική. Η έλλειψη ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για την εκπαίδευση, η οποία παρεχόταν μόνο στους ευγενείς και τους οικονομικά εύρωστους αστούς αργότερα από ιδιώτες δασκάλους και η απουσία εκτέλεσης σοβαρών δημόσιων έργων, κάποιων οχυρώσεων, κάνουν τη σύγκριση με την Αγγλοκρατία που ακολούθησε, να αποβαίνει σαφώς υπέρ της δεύτερης, θα πρέπει να σημειωθεί όμως ότι οι συνθήκες είχαν μεταβληθεί πλέον δραματικά στην Ευρώπη, όταν οι Άγγλοι διαδέχτηκαν τους Ενετούς. Εις τον τομέα της θρησκευτικής ελευθέριας, η γνωστή ανοχή των Ενετών, που είχε και πολιτικά κίνητρα, έδρασε ευεργετικά και στα Κύθηρα, όπου η αφομοίωση των καταγόμενων από την ιταλική χερσόνησο και τις λοιπές ενετικές κτήσεις από το ελληνικό στοιχείο του νησιού, ήταν πλήρης και συντελέστηκε σε πολύ συντομότερο χρονικό διάστημα απ’ ότι στα λοιπά Επτάνησα. Χαρακτηριστικά είναι και η απουσία σοβαρής αντιπαλότητας του Λατινικού με τον Ορθόδοξο κλήρο, πιθανόν λόγω της πολύ μικρής σημασίας του νησιού για τους καθολικούς, που έκανε την κυριαρχία του Ορθόδοξου στοιχείου απόλυτη. Οι ελάχιστοι καθολικοί ναοί και μονές, που αναφέρεται ότι υπήρξαν, περιήλθαν γρήγορα στα χέρια των Ορθοδόξων, οι οποίοι απορρόφησαν και τους ελάχιστους Καθολικούς της διοικητικής γραφειοκρατίας και επικράτησαν οριστικά από πολύ νωρίς.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σχέσεις με την Κρήτη καθ’ όλη τη διάρκεια της Ενετοκρατίας, κατά την οποία σχηματίστηκε και ο κύριος κορμός των οικογενειών στο νησί, που, πολλές από αυτές, φθάνουν μέχρι σήμερα. Σε πολλές περιπτώσεις τον πληθυσμό των Κυθήρων ενίσχυαν πρόσφυγες από την Κρήτη ή την Πελοπόννησο, που έφθαναν στο νησί κατά ομάδες ή μεμονωμένα και η περίπτωση τους έχει προξενήσει το ενδιαφέρον για μελέτη ειδικών επιστημόνων. Πιο σημαντική θεωρείται η εισροή προσφύγων κατά τη διάρκεια του μεγάλου Ενετοτουρκικού πολέμου (1645-1669), που κατέληξε με την πτώση της μεγαλονήσου στους Τούρκους. Μεγάλος αριθμός οικογενειών έφτασε τότε στα Κύθηρα, πολλές από τις οποίες έφυγαν αργότερα για τα αλλά Επτάνησα, ενώ άλλες έμειναν στο νησί, στο οποίο ίχνη τους βρίσκονται μέχρι σήμερα. Μεταξύ των οικογενειών που έμειναν αρκετά χρόνια στα Κύθηρα πριν καταλήξει οριστικά στη Ζάκυνθο είναι και η οικογένεια των προγόνων του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ενετικής κυριαρχίας χαρακτηριστική πληγή για το νησί απεδείχθη η πειρατεία. Συχνές επιδρομές πειρατών ρήμαζαν κυριολεκτικά τον τόπο, ενώ δεν είναι καθόλου σπάνιες και οι περιπτώσεις συνεργασίας του τοπικού πληθυσμού με πειρατικές ομάδες, ιδίως χριστιανών πειρατών που δρούσαν στο στενό της Πελοποννήσου και της Κρήτης, παρά μάλιστα τη σφοδρή αντίδραση των Ενετών, των οποίων όμως οι εκπρόσωποι σε απομακρυσμένες κτήσεις, όπως τα Κύθηρα, δεν απείχαν από τη συνεργασία με πειρατές για την πώληση της πειρατικής λείας. Το νησί ήταν απομακρυσμένο από τα κέντρα της ενετικής εξουσίας και δεν ήταν σπάνιες και οι περιπτώσεις ανοχής προς την πειρατεία της τοπικής εξουσίας ή και συνεργασίας με πειρατικά συμφέροντα, καθώς λέγεται ότι το σημαντικό μέρος της πειρατικής λείας πουλιόταν στην αγορά του νησιού. Στα τέλη του 18ου αιώνα πάντως, με την παρουσία των ανταγωνιστικών στολών των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή, περιορίστηκε σιγά-σιγά η πειρατική δράση για να εξαφανιστεί σχεδόν ολοκληρωτικά με την είσοδο του 19ου αιώνα και τους Ναπολεόντειους πολέμους. Το 1752 πάντως αναφέρεται μια μεγάλη επιδρομή Αλγερινών πειρατών, που πήραν σκλάβους πολλούς κατοίκους των Κυθήρων. Η ανασφάλεια, μαζί με την αδιαφορία των ενετικών αρχών και την καταπίεση των τοπικών αρχόντων, οδήγησε και σε επανάσταση το 1780 εναντίον του Προβλεπτή Πέτρου Μαρτσέλο, ο οποίος όμως κατόρθωσε να διαφύγει ακόμη και από απόπειρα δολοφονίας που έγινε εναντίον του τότε.
19ος αιώνας- Αγγλοκρατία - Ένωση με την Ελλάδα
Στο τέλος του 18ου αιώνα η επικράτηση της Γαλλικής Επανάστασης και του Ναπολέοντα στη συνεχεία, καθώς και η κατάρρευση της Βενετίας, έφεραν στο νησί τους Γάλλους, που το κατέλαβαν το 1797, εγκαθίδρυσαν δημοκρατικό πολίτευμα και έκαψαν, σε επίσημη τελετή, τα βιβλία των ευγενών (Libro d’ oro), δίνοντας στον πληθυσμό ελπίδες για δικαιοσύνη και ελευθέρια. Ένα χρόνο αργότερα όμως, οι Ρώσοι, σε συμμαχία με τους Τούρκους, έγιναν κύριοι του νησιού εκδιώκοντας τους Γάλλους από αυτό, δεν κατάφεραν όμως και αυτοί να το κρατήσουν για πολύ. Το 1800, με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, ιδρύθηκε το ημιανεξάρτητο κράτος των Ιονίων Νήσων, που περιλάμβανε και τα Κύθηρα. Ο όρος της διατήρησης των προνομιών των ευγενών που περιλήφθηκε στη συμφωνία προκάλεσε την εξέγερση των αστών και των χωρικών.Η αποχώρηση της μικρής φρουράς από Ρώσους και Τούρκους οδήγησε τους χωρικούς σε ένοπλη εξέγερση, η οποία κατέληξε στις 22 Ιουλίου 1800 στη σφαγή μερικών από τους ισχυρότερους ευγενείς των Κυθήρων μέσα στο παλάτι του Προβλεπτή, πάνω στο κάστρο των Κυθήρων και τη λεηλασία των σπιτιών τους με διαρπαγή και των περιουσίων τους. Για ένα μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα δεν υπήρχαν συντεταγμένες εξουσίες στα Κύθηρα και οι χωρικοί, αφού απέκτησαν καταστατικό χάρτη, με τη βοήθεια και του προοδευτικού ευγενή Εμμ. Καλούτση, μετέφεραν την έδρα της εξουσίας τους, αρχικά στο Μυλοπόταμο και αργότερα στα Αρωνιάδικα. Μάλιστα σχημάτισαν και ειδικό δικαστήριο, που συνεδρίαζε στο ύπαιθρο και τους απάλλαξε από κάθε ευθύνη για τους φόνους των ευγενών και την ιδιοποίηση των περιουσιών τους. Η περίοδος αυτή, κατά την οποία δεν υπήρχε καμία κεντρική εξουσία στο νησί, ονομάζεται περίοδος της αναρχίας και έχουν σωθεί και δημοσιευθεί αρκετά ενδιαφέροντα έγγραφα της εποχής αυτής από το Αρχείο των Κυθήρων.
Το 1807 με τη συνθήκη του Τιλσίτ τα Κύθηρα παραχωρήθηκαν και πάλι στους Γάλλους, στην εξουσία των οποίων παρέμειναν μέχρι το 1809, όποτε αγγλικά στρατεύματα καταλαμβάνουν το νησί από τους Γάλλους, όπως και τα λοιπά Επτάνησα, για να αρχίσει τότε η μακρά περίοδος της Αγγλοκρατίας στα Κύθηρα.
Χρειάστηκαν οκτώ ολόκληρα χρόνια για να παραχωρήσουν οι Άγγλοι σύνταγμα στα Ιόνια Νησιά, τα οποία διοικούσαν με έναν Αρμοστή από την Κέρκυρα και τοποτηρητές του σε κάθε νησί. Το σύνταγμα ήταν αρκετά φιλελεύθερο και επέτρεπε την έκφραση διαφόρων πολιτικών τάσεων στο κοινοβούλιο των Επτανήσων, το οποίο στη συνεχεία εξελέγη και με την ονομασία Γερουσία των Ιονίων Νήσων συμπεριέλαβε αντιπροσώπους από όλα τα νησιά. Τότε διαμορφώθηκαν τρεις κομματικές τάσεις, με τους Αγγλόφιλους Κυβερνητικούς, τους Μεταρρυθμιστές, που επεδίωκαν περισσότερες ελευθέριες και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις στα πλαίσια του καθεστώτος και τους Ριζοσπάστες, που ήταν μαχητικοί οπαδοί της Ένωσης με την Ελλάδα και καταδιώχτηκαν δεινώς με εξορίες και άλλες διώξεις από τους Άγγλους. Τους Ριζοσπάστες εκπροσώπησε από τα Κύθηρα αρχικά ο βουλευτής Γεώργιος Μόρμορης, ο οποίος συνεργαζόταν με τους βουλευτές Κυθήρων Κοσμά Πανάρετο και Γεώργιο Αρώνη-Παναγιωτόπουλο.
Με την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα το 1864 τα Κύθηρα ακολούθησαν πλέον τις τύχες του ελληνικού κράτους. Κατά την ανάγνωση του ψηφίσματος της Ένωσης στην ΙΑ’ Βουλή των Ιονίων Νήσων τα Κύθηρα εκπροσωπούσαν ο Κοσμάς Πανάρετος και ο ιατροφιλόσοφος Δημήτριος Ραπτάκης, παππούς του πασίγνωστου αργότερα σύνθετη Κλέωνα Τριανταφύλλου (Αττίκ).
Κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατία έγιναν πολλά δημόσια έργα στα Κύθηρα, τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Τα περισσότερα έγιναν με τη μέθοδο της επίταξης της εργασίας και της επίταξης των μεταφορικών μέσων (αγγαρεία). Τότε κατασκευάστηκαν το λοιμοκαθαρτήριο (Λαζαρέτα) στο Καψάλι, άρχισε η χάραξη του κεντρικού δρόμου και κατασκευάστηκαν δρόμοι για να συνδέουν τα τέσσερα διαμερίσματα, στα οποία είχε χωριστεί διοικητικά το νησί (Λιβαδίου, Καστρισιανίκων, Μυλοποτάμου και Ποταμού). Το εντυπωσιακότερο έργο αυτής της περιόδου είναι η γέφυρα στο Κατούνι, που σχεδιάστηκε από τον Άγγλο αρχιμηχανικό Τζών Μακφέϊλ, τοποτηρητή του Υπάτου Αρμοστή στα Κύθηρα και αποτελούσε τμήμα του δρόμου Λειβαδίου-Αυλαίμονα, ο οποίος ήταν τότε, όπως και κατά την Ενετοκρατία, κύριο λιμάνι των Κυθήρων. Την ίδια εποχή κατασκευάστηκαν και οι φάροι στο Καψάλι και το Μουδάρι του Καραβά.
Ο τελευταίος έχει ύψος 25μ και φώτιζε τη θάλασσα σε απόσταση 50 μιλιών. Έγιναν ακόμα πολλές άλλες γέφυρες (Ποταμός, Μυρτίδια, Καψάλι), η κεντρική αγορά στη Χώρα (Μαρκάτο), έργα ύδρευσης και αποχέτευσης και κατασκευάστηκαν αναψυκτήρια κατά μήκος του κεντρικού δρόμου. Ίσως σημαντικότερα απ’ όλα, με βάση το αποτέλεσμα, κρίνονται τα σχολικά κτίρια που κατασκευάστηκαν τότε, πολλά από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα (Μυλοπόταμο, Άγ.Θεόδωρος, Ποταμός, Μηλαπιδέα στο Λιβάδι, Χώρα, Φράτσια). Στα σχολεία αυτά που διδάσκονταν οι μαθητές με τη Λαγγαστριανή (αλληλοδιδακτική) μέθοδο, έμαθαν γράμματα οι πρώτες γενιές μαθητών της εποχής, που πήγαν σε οργανωμένο σχολείο. Είναι χαρακτηριστικό, πως οι Άγγλοι, για να πείσουν τους γονείς να στείλουν τα παιδία τους στο σχολείο, χρησιμοποίησαν διάφορα τεχνάσματα, όπως η απαλλαγή των μεταφορικών ζωών από την αγγαρεία, καθώς οι πιο πολλοί γονείς ήθελαν τα παιδία για να βοηθούν στις αγροτικές εργασίες, ενώ δεν κατανοούσαν όλοι τη χρησιμότητα της μόρφωσης. Τα αποτελέσματα της λειτουργίας πολλών σχολείων με πολλούς μαθητές, φάνηκαν αργότερα, όταν τα Κύθηρα είχαν τον πιο μεγάλο αριθμό κοριτσιών στα σχολεία τους από όλα τα Επτάνησα, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τα χρόνια αυτά, που η απόκτηση γνώσεων για τις γυναίκες εθεωρείτο άσκοπη πολυτέλεια.
Η ύπαρξη της αγγλικής διοικήσεως οδήγησε στο να αταφύγουν στα Κύθηρα, ιδίως κατά την Επανάσταση του 1821, αλλά και πριν από αυτή, λόγιοι και αγωνιστές, όπως ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Διονύσιος Πύρρος ο Θεσσαλός, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κ.α. Αργότερα το ίδιο έγινε και κατά τη διάρκεια των Κρητικών Επαναστάσεων, όποτε πολλοί Κρητικοί εύρισκαν καταφύγιο για τους ίδιους ή τις οικογένειες τους στα Κύθηρα, με τα οποία άλλωστε οι σχέσεις της Κρήτης ήταν πάντοτε στενές και αμφίδρομες. Στα Κύθηρα κατέφυγε τότε, αρκετές φορές μάλιστα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε νεαρή ηλικία, έμεινε μάλιστα στο Λειβάδι κατά τα χρόνια 1877-8,ενω και πρώτη του σύζυγος ήταν κυθηραϊκής καταγωγής, το γένος Κατελούζου.
Κατά την εποχή της Αγγλοκρατίας εντάθηκε η δειλή τάση που είχε αρχίσει από τα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας για μετανάστευση στη Σμύρνη. Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού λόγω των συνθηκών ασφάλειας, αλλά και της βελτίωσης των όρων ζωής, είχε ως αποτέλεσμα την ένταση της μετανάστευσης, γιατί, παρά την επικράτηση καλύτερων συνθηκών, το ί δεν επαρκούσε για να διαθρέψει τόσο πληθυσμό. Στη Σμύρνη ειδικά η αναγνώριση των προνομίων που ίσχυαν για τους Άγγλους και στους πολίτες των Ιονίων Νήσων, είχε ως αποτέλεσμα, όχι μόνο τη ραγδαία αύξηση του αριθμού των Κυθηρίων που αναζητούσαν την τύχη τους εκεί, αλλά και την εντυπωσιακή τους πορεία στην τοπική οικονομία, όπου αναδείχτηκαν πρωτοπόροι στη ναυτιλία, το εμπόριο και τη βιοτεχνία με αποτέλεσμα να προσελκύουν όλο και περισσότερους νέους μετανάστες από το νησί. Την ίδια εποχή άρχισε και η μετανάστευση στην Αμερική και την Αυστραλία, που έμελλε να οδηγήσει αργότερα χιλιάδες Κυθήριους στις νέες αυτές χώρες υποδοχής.
20ος αιώνας
Το κύριο χαρακτηριστικό του 20ου αιώνα στα Κύθηρα είναι η μεγάλη μετανάστευση, η οποία είχε αρχίσει, όπως είδαμε, δειλά από το 18ο αιώνα και εντάθηκε το 19ο, από τα μέσα του οποίου άρχισε το έντονο μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Σμύρνη. Η μεγάλη παρουσία κυθηραϊκής καταγωγής πληθυσμού στη Σμύρνη, που έφτασε την εποχή της καταστροφής το 1922 να αριθμεί 14.000 άτομα και ήταν η πολυπληθέστερη ομάδα από τον ελληνικής καταγωγής πληθυσμό της περιοχής, άφησε έντονα τα σημάδια της. Με κέντρο τον Κουκλουτζά η κυθηραϊκή παροικία διέθετε δικά της σχολεία και εκκλησίες και είχε σημαντική συμμετοχή σε γηροκομεία και νοσοκομεία, τα οποία συντηρούσε η ευμάρεια που προερχόταν από την επιτυχημένη παρουσία των Κυθηρίων στην οικονομική ζωή του τόπου. Δυστυχώς το ζωντανό αυτό τμήμα της Κυθηραϊκής Διασποράς είχε την τύχη του υπόλοιπου ελληνικού στοιχείου της περιοχής μετά την τραγική Καταστροφή του 1922. Οι περισσότεροι Κυθήριοι πρόσφυγες, όσοι γλίτωσαν από την τούρκικη θηριωδία, διασκορπίστηκαν σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Κύριοι τόποι προορισμού ήταν, φυσικά, η Ελλάδα, η Αίγυπτος και η Αυστραλία σε δεύτερη φάση. Οι πρόσφυγες που έφθασαν στην Ελλάδα σε πολυπληθείς ομάδες είχαν κύριους προορισμούς, την περιοχή της Αττικής, τη Θεσσαλονίκη και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Στις περιοχές αυτές ανιχνεύονται με ευκολία και σήμερα πολλά Κυθηραϊκά επώνυμα, κατάλοιπα των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Στα Κύθηρα δεν έφτασαν τότε παρά λίγες εκατοντάδες προσφύγων από τη Σμύρνη, οι περισσότεροι κυθηραϊκής καταγωγής.Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο τα Κύθηρα πέρασαν μια ολιγόμηνη, αλλά αξιομνημόνευτη, περιπέτεια, όταν προσχωρήσαν στο κίνημα του Βενιζέλου και αποτέλεσαν για λίγο καιρό Αυτόνομη περιοχή με δική της διοίκηση και υπηρεσίες και ισχυρούς δεσμούς με τη βενιζελική Κρήτη, αλλά και τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία ενίσχυε την κίνηση του Ελ.Βενιζέλου. τότε μάλιστα το ιδιότυπο κυθηραϊκό κρατικό μόρφωμα είχε κηρύξει και τον πόλεμο (!) στη Γερμανία αποδεχόμενο τα σχετικά διατάγματα του Βενιζέλου και, κατά μια εκδοχή, μετά την πλήρη επικράτηση του Βενιζέλου και την απομάκρυνση του βασιλιά, όταν διαλύθηκε και η αυτόνομη διοίκηση των Κυθήρων, οι τοπικές αρχές ‘ξέχασαν’ να αποκαταστήσουν τα πράγματα με τη Γερμανία.
Στη Γερμανοϊταλική κατοχή που ακολούθησε το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ο πληθυσμός του νησιού ανέβηκε στα 15.000 άτομα. Αρχικά το νησί είχαν καταλάβει οι Ιταλοί και αργότερα το παρέδωσαν στους Γερμανούς, που κατασκεύασαν μικρές βάσεις στο Καψάλι (Τράχηλας),Αγία Ελέσα και Καραβά. Τα Κύθηρα ήταν το πρώτο μέρος ελληνικής γης που απελευθερώθηκε από τα στρατεύματα κατοχής. Συμμαχικές δυνάμεις (κυρίως Βρετανοί) με ελληνική συμμετοχή έφθασαν με πλοία στον Αυλαίμονα από τη Μέση Ανατολή και στις 15 Σεπτεμβρίου 1944 αποβιβάστηκαν στο Καψάλι.
Στην εποχή μας μερικές χιλιάδες Κυθήριοι είναι εγκατεστημένοι στην Αθηνά και στον Πειραιά, στον οποίο υπάγεται διοικητικά το νησί από το 1928 και αποτελούν δραστήρια μέλη της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, οργανωμένα σε πολλούς συλλόγους με σημαντική δραστηριότητα. Οι σύλλογοι Κυθηρίων στο εξωτερικό προσπαθούν να διατηρήσουν τους δεσμούς με τη γενέτειρα, όμως οι νεότερες γενιές δεν έχουν την ίδια τάση για ισχυροποίηση των δεσμών αυτών, παρά την αγάπη τους για τον τόπο των προγόνων τους. Τελευταία εμφανίζεται μια ισχυρή ροπή για να αναζητήσουν τις ρίζες τους και την καταγωγή τους πολλοί ομογενείς από το εξωτερικό, που έχουν χάσει την επαφή λόγω της παρόδου πολλών χρόνων και της αποξένωσης με τον τόπο καταγωγής. Ένα δραστήριο σωματείο στην Αθηνά, η Εταιρία Κυθηραϊκών Μελετών, έχει βοηθήσει και στην κατεύθυνση αυτή κάνοντας σειρά εκδόσεων από τις πήγες της Κυθηραϊκής Ιστορίας από το πλούσιο Ιστορικό Αρχείο του νησιού, στο οποίο διατηρούνται έγγραφα από το 16ο αιώνα.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΗΓΗ .kythira.gr