Ακολουθεί το κείμενο της Πόλα Ρούπα που εστάλη στο zougla.gr και αφορά στις δίκες του Επαναστατικού Αγώνα για τη βομβιστική επίθεση ενάντια στην ΤτΕ και το ΔΝT.
Το κείμενο:
24/5/2021
Στις 14/4/2021 «έπεσε η αυλαία» για τα τέσσερα δικαστήρια που εκδίκαζαν την βομβιστική επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα στην ΤτΕ, το παράρτημα της ΕΚΤ στην Ελλάδα, και το ΔΝΤ, ενέργεια που έγινε στις 10/4/2014.
Η απόφαση να καταδικαστώ σε 6 χρόνια για ‘‘απλή συνέργεια’’ στην έκρηξη και σε 3 μήνες για ‘‘κλοπή του αυτοκινήτου’’ που χρησιμοποιήθηκε στην ενέργεια, δείχνει την τεράστια αναντιστοιχία με την πρωτόδικη δικαστική απόφαση που μου επιβλήθηκε η οποία ήταν ισόβια και 26 χρόνια κάθειρξη. Μια αναντιστοιχία που δεν αφορά (μόνο) στις αλλαγές στον ποινικό κώδικα, αλλά αντανακλά την απόσταση που υπάρχει στην κρίση διαφορετικών δικαστηρίων πάνω στα ίδια ζητήματα, η οποία απόσταση κατά κύριο λόγο οφείλεται στις διαφορετικές προσεγγίσεις των υποθέσεων που δεν θα μπορούσαν να μην έχουν και πολιτικό υπόβαθρο.
Η μανιώδης εκδικητική στάση των δύο πρωτοβάθμιων δικαστηρίων που δίκασαν εμένα και τον σύντροφο Νίκο Μαζιώτη στην εσχάτη των ποινών για την ενέργεια αυτή του Επαναστατικού Αγώνα, δεν εξηγείται από την ύπαρξη του χουντικού νομικού απολιθώματος του άρθρου 270 του Ποινικού Κώδικα για την έκρηξη, το οποίο είχε τεθεί σε ισχύ το 1969 από τη χούντα των συνταγματαρχών για να επιβάλλει ποινές ισοβίων σε όποιους επέλεγαν τις βομβιστικές επιθέσεις ως αντίσταση ενάντια σε εκείνο το καθεστώς. Εξάλλου κανένα δικαστήριο μετά τη χούντα δεν είχε επιβάλλει την ποινή των ισοβίων για καμιά βομβιστική επίθεση και το α. 270 Π.Κ ήταν στην ουσία ανενεργό ως προς την εφαρμογή της ακραίας του εκδοχής.
Μέχρι που δυο μόνο δικαστήρια επέβαλαν σε εμένα και τον Νίκο Μαζιώτη την ποινή των ισοβίων αξιοποιώντας στο έπακρο αυτό το χουντικό νομικό τερατούργημα για λόγους πολιτικής εκδίκησης. Γνωρίζοντας την ιστορία του νόμου αυτού, την είχαμε αναδείξει επανειλημμένα τόσο μέσα στα δικαστήρια όσο και με κείμενα που είχαμε δημοσιοποιήσει και μιλούσαμε για την αναγκαιότητα να αποσυρθεί. Το πώς ‘‘άντεξε’’ τόσα χρόνια, δεν αφορούσε σε αμέλεια των αναρίθμητων νομικών που είχαν ‘‘θητεύσει’’ στη νομοθετική εξουσία από το ’75 και μετά, αλλά σε συνειδητή πολιτική απόφαση, αρχικά λόγω της εκρηκτικής κοινωνικά ‘‘μεταπολιτευτικής’’ περιόδου, όπου εκδηλώνονταν πολλές και μαζικές κοινωνικές αντιδράσεις (εξεγέρσεις, άγριες απεργίες, βομβιστικές επιθέσεις κλπ). Όμως ποτέ δεν εφαρμόστηκε η ακραία του εκδοχή σε άλλες υποθέσεις μέσα στα σαράντα χρόνια από το τέλος της χούντας των συνταγματαρχών.
Στο δικαστήριο κατά τη δευτερολογία μου –μετά την πρόταση της εισαγγελέως– είπα ότι η εμμονικά εχθρική στάση των δικαστηρίων απέναντί μας συνδέεται με τις πολιτικές πιέσεις που ασκούνται πάνω στους δικαστές, οι οποίες δεν απαιτείται να είναι πάντα άμεσες, αλλά μπορεί να διαμορφώνονται μέσα σε ένα άκρως εκδικητικό πολιτικό περιβάλλον που δημιουργεί γύρω μας η εκτελεστική εξουσία και που σε συνδυασμό με την προσωπική πολιτική στάση των δικαστών αλλά και των προσωπικών τους φιλοδοξιών για επαγγελματική ανέλιξη, διαμορφώνουν τις συνθήκες για δίκες όπως αυτές που έγιναν σε πρώτο βαθμό για την ενέργεια αυτή του Επαναστατικού Αγώνα και που κατέληξαν να μας επιβάλλουν την ποινή των ισοβίων. Στους λόγους που η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία επέλεξαν τους επαγγελματίες δικαστές αντί για τους πολίτες των μικτών ορκωτών προκειμένου να δικάζουν τους δυναμικούς πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος, είχε αναφερθεί ο Ι. Μανωλεδάκης λέγοντας: ‘‘… οι δικαστές, υποκείμενοι σε ιεραρχική εξάρτηση και προσδοκώντας την επαγγελματική τους εξέλιξη μέσα σε ένα σώμα ιεραρχικά διαρθρωμένο, ενδέχεται να υποστούν πιέσεις προς την αντίθετη –την τιμωρητική– κατεύθυνση, κάτι που δεν ισχύει για τους λαϊκούς δικαστές. Όσο για την επαγγελματική σκλήρυνση των επαγγελματιών δικαστών που τους κάνει αυστηρότερους σε σχέση με τους λαϊκούς, αυτή κατά τη γνώμη μου, δεν αποτελεί προσόν, αλλά μειονέκτημα για την απονομή δικαιοσύνης’’. («Ασφάλεια και ελευθερία»)
Πέρα όμως από τους προαναφερθέντες λόγους, ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την επιβολή της εσχάτης των ποινών σε εμάς με το ‘‘όπλο’’ του χουντικού α.270 Π.Κ, μια συνειδητή πολιτική στάση υποταγής εκείνων των δικαστηρίων στις πιο ακραίες αυταρχικές εκφάνσεις της καθεστωτικής πολιτικής. Και αφού η ενέργεια αυτή του Επαναστατικού Αγώνα ήταν η μόνη βομβιστική επίθεση που στράφηκε άμεσα εναντίον της τότε τρόικας και μάλιστα, σε περίοδο που είχαν σταματήσει οι κοινωνικές αντιδράσεις ενάντια στα ‘‘μνημόνια’’, η ποινή των ισοβίων δήλωνε την πολιτική στάση υποταγής εκείνων των δικαστών στα ‘‘μεγάλα αφεντικά’’ δηλαδή, τους δανειστές του ελληνικού κράτους, δήλωνε την υποταγή στις προσταγές των ‘‘μνημονίων’’.
Η καταδίκη μου για την κατηγορία της ‘‘διεύθυνσης’’ που μου είχε επιβάλει το πρωτόδικο δικαστήριο, έπεσε καθώς μέσα από μια πιο ψύχραιμη προσέγγιση της υπόθεσης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο όχι απλώς έγινε αποδεκτό ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να βασίζεται μια τέτοια κατηγορία, αλλά έγινε αποδεκτό –κατ’ αρχήν από την εισαγγελέα– ότι μπορούν να υπάρχουν και οργανώσεις χωρίς ιεραρχία, χωρίς εξουσία, και πως μια τέτοια δομή χωρίς διευθυντές είχε ο Επαναστατικός Αγώνας. Πρόκειται για το τρίτο δικαστήριο που προχωρά σε μια τέτοια αποδοχή, γεγονός που δεν οφείλεται μόνο στην επιμονή μας να επαναλαμβάνουμε όλα αυτά τα χρόνια ότι η οργάνωσή μας δεν ήταν ιεραρχικά διαρθρωμένη και ότι έχουμε ιδεολογικό-πολιτικό πρόβλημα με τις κάθετες δομές οργάνωσης, αλλά οφείλεται και στο ότι αναλύαμε το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης για το οποίο αγωνιζόμαστε, την ακρατική κοινωνία της οριζόντιας διάρθρωσης, της ισότητας και της άμεσης δημοκρατίας.
Αναφορικά με τη κατηγορία της ‘‘συγκρότησης-ένταξης’’ σε ‘‘τρομοκρατική οργάνωση’’, υπήρχε δεδικασμένο οπότε ήταν αδύνατο να καταδικαστώ δυο φορές για την ίδια κατηγορία.
Το ζήτημα που έχει μεγάλη πολιτική σημασία είναι αυτό του δικαιώματος αντίστασης κατά το άρθρο 120 του Συντάγματος, το οποίο επιχείρησα αρχικά να αναδείξω στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο για την επίθεση στην ΤτΕ και το ΔΝΤ και με πιο συγκροτημένο τρόπο το κάναμε στο εφετείο που δικαζόταν ο σύντροφος Νίκος Μαζιώτης γι’ αυτή την ενέργεια και όπου εγώ δικαζόμουν για πλημμεληματικού χαρακτήρα κατηγορίες. Σύμφωνα με τη θέση αυτή, αφού οι ‘‘συμβάσεις δανεισμού’’ είχαν κριθεί αντισυνταγματικές από αρκετούς συνταγματολόγους λόγω των ‘‘επονείδιστων και άνομων όρων’’, –έτσι τους χαρακτήριζαν– που επέβαλαν, η ενεργοποίηση του α.120 Σ. για το λαϊκό δικαίωμα αντίστασης και ανατροπής της συνθήκης που συνιστά συνταγματική κατάλυση, ήταν δεδομένη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ήταν νόμιμη πράξη η επίθεση στην ΤτΕ και το ΔΝΤ, ενέργεια που είχε ως στόχο τα ‘‘μνημόνια’’ και την τότε ‘‘τρόικα’’.
Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με βασικό κατηγορούμενο το Νίκο Μαζιώτη, μιλήσαμε αναλυτικά και καταθέσαμε πλήθος εγγράφων με τοποθετήσεις συνταγματολόγων όπως Ο Γ. Κασιμάτης, ο Κ. Χρυσόγονος, κ.α., που κατήγγειλαν τις δανειακές συμβάσεις ως αντισυνταγματικές και την επιβολή τους ως κατάλυση του Συντάγματος. Μεταφέραμε τις θέσεις οργανώσεων και εκπροσώπων του ΟΗΕ που μιλούσαν για το ίδιο ζήτημα και αναπαρήγαγαν την ίδια θέση, αλλά και για πολιτικά στελέχη της Ε.Ε που με ωμό τρόπο δήλωναν το ‘‘ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν ισχύει για την Ελλάδα’’ (π.χ. Επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί, το 2014). Καταθέσαμε εκθέσεις-καταγγελίες του ΟΗΕ για τη σφοδρή καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα των ‘‘μνημονίων’’(π.χ. έκθεση του ΟΗΕ για τη βάναυση καταπάτηση των συνταγματικών και διεθνών δεσμεύσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα που δημοσιεύτηκε στις 7/3/2014), για τη φτώχεια και την εξαθλίωση που είχε επιβληθεί στην κοινωνική πλειοψηφία για τη διαμόρφωση όρων κοινωνικής γενοκτονίας και που για χρόνια μετά την πρώτη δανειακή σύμβαση, τίποτα δεν αλλάζει προς το καλύτερο. Όλες αυτές οι αναλύσεις τεκμηρίωναν το γεγονός ότι η χώρα για χρόνια βρισκόταν και εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια κατάσταση ανάγκης με βασικό σημείο εκκίνησης την επιβολή των μνημονιακών πολιτικών το 2010.
Η ‘‘κατάσταση ανάγκης’’ του άρθρου 25 του Ποινικού Κώδικα (‘‘κατάσταση ανάγκης που αίρει το άδικο’’) συμπεριλήφθηκε στις τοποθετήσεις μας, στο πλαίσιο διεκδίκησης με νομικούς όρους της απαλλαγής της ενέργειας αυτής του Επαναστατικού Αγώνα από τον χαρακτήρα της άδικης πράξης. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων στη χώρα βρίσκονταν –και βρίσκονται– σε συνθήκες τέτοιες που συνιστούν κατάσταση ανάγκης και παράλληλα δεν υπήρχαν –και δεν υπάρχουν– άλλα μέσα προκειμένου να ανατραπεί αυτή η συνθήκη, αφού κάθε τρόπος που επιχειρήθηκε εντός του καθεστωτικού πλαισίου νομιμότητας (ανώτατα δικαστικά όργανα, όπως το Συμβούλιο της Επικρατείας, διεθνείς οργανισμοί και θεσμοί) για να μην επιβληθούν τα ‘‘μνημόνια’’ αφού ήταν ενάντια τόσο στο ελληνικό Σύνταγμα όσο και στο ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο και να ανατραπεί αυτή η καταστροφική για την κοινωνική πλειοψηφία συνθήκη, έδειξαν ότι ήταν αναποτελεσματικά.
Αυτή η ανάλυση ήταν στο επίκεντρο των τοποθετήσεών μας και η βάση πάνω στην οποία υποστηρίξαμε πως η ενέργεια του Επαναστατικού Αγώνα και η προσπάθεια ανατροπής με κάθε μέσο των δανειακών συμβάσεων, ήταν ο μόνος δρόμος για να βγει η κοινωνία από την καταστροφική πορεία που της επέβαλαν το κράτος, οι θεσμοί της Ε.Ε., το ΔΝΤ και η υπερεθνική οικονομική εξουσία. Πως ο μόνος τρόπος ανατροπής των συνθηκών κοινωνικής γενοκτονίας, αφού εξακολουθούμε και θα συνεχίσουμε για πολλά χρόνια να βρισκόμαστε σε καθεστώς ενισχυμένης επιτήρησης, όλοι οι επονείδιστοι και αντισυνταγματικοί όροι των ‘‘μνημονίων’’ εξακολουθούν να είναι σε ισχύ ενώ το χρέος αυξάνεται και μια νέα μεγάλη οικονομική κρίση είναι προ των πυλών, ήταν και είναι η ανατροπή ‘‘από τα κάτω’’ του οικονομικού-πολιτικού καθεστώτος εξουσίας. Η απόδειξη ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος πλην της ανατροπής του πολιτικοοικονομικού συστήματος εξουσίας, είναι προϋπόθεση για να εφαρμοστεί το άρθρο 25 Π.Κ (‘‘Δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος προς αποτροπή παρόντος και αναπότρεπτου με άλλα μέσα κινδύνου…..’’).
Και οι δυο ισχυρισμοί μας αναπτύχθηκαν στο δικαστήριο, με την ‘‘κατάσταση ανάγκης’’ να ορίζει ως μη άδικη την πράξη για την οποία δικαζόμαστε ενώ με το α.120 του Σ. να την ορίζει όχι απλώς ως μη άδικη, αλλά ως δικαίωμα και καθήκον. Αναφορικά με το ζήτημα της αντίστασης στην συνταγματική κατάλυση, να επισημανθεί ότι το σύνταγμα υπερβαίνει το πολίτευμα της αντιπροσωπευτικής ‘‘φιλελεύθερης δημοκρατίας’’, αφορά όλο το φάσμα των κοινωνικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων το οποίο καταπατείται συστηματικά και συνιστά το πλαίσιο περιορισμού άσκησης της κρατικής εξουσίας το οποίο πλαίσιο, από την στιγμή που το κράτος το διαρρηγνύει, είναι υπόθεση των πολιτών να αντιδράσουν ανατρέποντάς το.
Η απόφαση του δικαστηρίου αναφέρει σχετικά με το ζήτημα αυτό πως δεν μπορεί να γίνει δεκτό το αίτημά μας να υπαχθεί η ενέργεια αυτή στο α. 120 Σ γιατί δεν είχε μαζική συμμετοχή και παλλαϊκή υποστήριξη. Συγκεκριμένα, η απόφαση αναφέρει: ‘‘Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εκ των κατηγορουμένων Νικόλαος Μαζιώτης και Παναγιώτα Ρούπα ισχυρίζονται ότι οι ενέργειές τους και εν γένει η δράση τους είναι νόμιμες βάσει του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος κατά το οποίο: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία», ήτοι ότι είχαν δικαίωμα και υποχρέωση, ως μέλη της κοινωνίας, να στραφούν κατά της κρατικής εξουσίας, η οποία, με την πολιτική που εφήρμοσε από το 2009 και μετά (μνημόνια κλπ), παραβίασε πολλές συνταγματικές διατάξεις. Και συνεχίζει η απόφαση: ‘‘Στην προκειμένη περίπτωση όμως, η δράση των κατηγορουμένων δεν εμπίπτει στην προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη, η οποία προϋποθέτει παλλαϊκή αντίσταση και λαϊκή υποστήριξη’’. Η απόφαση αυτή, παρ’ όλο που δεν έγινε δεκτό το αίτημά μας –ποια δικαστική έδρα εξάλλου θα τολμούσε κάτι τέτοιο– αποκαλύπτει πολλά, όχι μόνο μέσα από αυτά που λέει αλλά και μέσα από αυτά που δεν λέει: Στην ουσία αναγνωρίζει αρχικά ότι υπήρξε συνταγματική κατάλυση αφού δεν την αμφισβητεί και ότι το άρθρο 120 του Σ. ενεργοποιήθηκε για το δικαίωμα αντίστασης των πολιτών, ότι υπήρχε καθήκον των πολιτών για την ανατροπή των κυβερνήσεων που επέβαλαν τα ‘‘μνημόνια’’.
Αυτό από μόνο του συνιστά ένα ποιοτικό άλμα για τα δικαστικά χρονικά. Όπως επίσης, συνιστά άλμα το γεγονός ότι η απόφαση δεν αναφέρει τίποτα που να αποκλείει τη συγκεκριμένη πρακτική της βομβιστικής επίθεσης από το φάσμα του είδους αντίστασης που μπορεί να εκδηλωθεί. Δηλαδή με βάση το α. 120 Σ. βομβιστικές επιθέσεις με συγκεκριμένη και έγκυρη πολιτική στόχευση, που υπό άλλες συνθήκες χαρακτηρίζονται ως ‘‘τρομοκρατία’’, από τη στιγμή που υπαχθούν στο πλαίσιο το α. 120 Σ., δεν είναι, αλλά συνιστούν νόμιμες πράξεις. Η απόφαση ορθώς δεν αποκλείει αυτές τις πρακτικές, δεδομένου ότι η αντίσταση υπό συνθήκες συνταγματικής κατάλυσης όφειλε να είναι με όλα τα μέσα και μάλιστα, να επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα μέσω της δυναμικής της, η οποία δεν μπορεί παρά να είναι βίαιη και με μέσα, που υπό άλλες συνθήκες κρίνονται ως ‘‘παράνομα’’. Επίσης, δεν αναφέρει τον ισχυρισμό που έχει διατυπωθεί σε κάποιες περιπτώσεις, ότι το α.120 Σ. με τη φράση ‘‘οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία’’ εννοεί αποκλειστικά την απόλυτη βία και ως πρακτικές αναγνωρίζει μόνο τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, θέση που είναι λάθος αφού η βία χρησιμοποιείται ως έννοια ευρύτερη της απόλυτης βίας, γεγονός που επιβεβαιώνει η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου όπου αναφέρεται στο ‘‘σφετερισμό της λαϊκής κυριαρχίας’’ χωρίς να συμπεριλαμβάνει ως προϋπόθεση το βίαιο σφετερισμό, αλλά αντίθετα, μιλάει για ‘‘σφετερισμό με οποιονδήποτε τρόπο’’.
Η απόφαση περιορίζεται στη μη μαζικότητα της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα προκειμένου να κρίνει ότι δεν μπορεί η δράση της οργάνωσης να κριθεί νόμιμη. Δηλαδή, αν είμαστε πολλοί, θα ήταν. Αυτή η θέση παρά την υπέρβαση που προφανώς έγινε από το δικαστήριο, δεν τεκμηριώνεται από πουθενά, δεδομένου ότι δεν έχουν καταγραφεί σε αναλύσεις για το ζήτημα της αντίστασης κατ’ άρθρο 120 Σ. περιορισμοί όσον αφορά τον αριθμό και τη συμμετοχή όσων αντιστέκονται. Εξάλλου είναι σχήμα οξύμωρο να κρίνεται μια πράξη νόμιμη ή όχι με βάση τον αριθμό των ανθρώπων που συμμετέχουν σε αυτή. Πλην όμως η θέση αυτή του δικαστηρίου έκρινε πως η δράση του Επαναστατικού Αγώνα στο βαθμό που δεν ήταν μειοψηφική, θα ήταν νόμιμη, όπως θα ήταν νόμιμη συνολικά η δυναμική δράση ανατροπής του κράτους υπό τις συνθήκες συνταγματικής κατάλυσης που επέφεραν τα ‘‘μνημόνια’’.
Τον ισχυρισμό αυτό ανέπτυξα και στο εφετείο που έγινε πρόσφατα για την επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα στην ΤτΕ (ΕΚΤ) και το ΔΝΤ επιχειρώντας να απαντήσω σε ‘‘ακανθώδη’’ ζητήματα που προκύπτουν μέσα από αυτό τον ισχυρισμό και επιμένοντας ότι με βάση το ίδιο το Σύνταγμα, η δράση του Επαναστατικού Αγώνα είναι νόμιμη. Επίσης, τόνισα ότι ήταν καθήκον των πολιτών το 2010 οπότε γίνονταν οι μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στις συμβάσεις δανεισμού, να προχωρήσουν στην ανατροπή του πολιτικού συστήματος ακόμα και ενόπλως, γεγονός που επιβεβαιώνεται από αναλύσεις σχετικά με το δικαίωμα αντίστασης κατ’ άρθρο 120 Σ. Χαρακτηριστική είναι η ανάλυση του Φίλιππου Σπυρόπουλου ο οποίος στο «δικαίωμα αντίστασης» τονίζει πως ‘‘το Σύνταγμα άλλωστε, επιτρέποντας και επιβάλλοντας ταυτόχρονα αντίσταση κατά της κατάλυσης του Συντάγματος ‘‘με κάθε μέσο’’, από το πιο ήπιο μέχρι το πιο έντονο, είναι θεμιτό……’’ (σελ. 125). Αναφορικά με τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας στις πρακτικές της αντίστασης λέει πως ‘‘υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου της αντίστασης θα αποτελούσε π.χ., η ανατίναξη ενός πυρηνικού εργοστασίου, όχι όμως η ανατίναξη ενός κυβερνητικού κτιρίου κατά τις ώρες απουσίας των υπαλλήλων’’ (σελ. 119).
Η απόφαση αυτή του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου έχει την ιδιαίτερη σημασία της και θα έλεγα ότι στέλνει και ένα πολιτικό μήνυμα. Καθώς επιμείναμε και αναλύαμε με τεκμηριωμένα και έγκυρα επιχειρήματα τους ισχυρισμούς μας στα δικαστήρια για την ενέργεια αυτή του Επαναστατικού Αγώνα και καθώς είχαμε μια δικαστική απόφαση που –έστω και ως άρνηση– προσέγγισε τους ισχυρισμούς μας στο ζήτημα του δικαιώματος αντίστασης, μπορώ να πω πως οι δίκες για την επίθεση στην ΤτΕ και το ΔΝΤ απέκτησαν μια ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα και σημασία: Κατοχύρωσαν τη νομιμότητα της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα εντός της ‘‘μνημονιακής’’ περιόδου, ανέδειξαν τη νομιμότητα της επαναστατικής δράσης στην περίοδο που διανύουμε απενοχοποιώντας την ένοπλη δράση, ενώ προώθησε όσο ποτέ άλλοτε τη νομιμότητα της επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής. Μέσα στη περίοδο αυτή, ενώ όλοι οι όροι των δανειακών συμβάσεων που κατέλυσαν το Σύνταγμα βρίσκονται σε ισχύ (ενώ η συνταγματική κατάλυση παραμένει, αφού τίποτα ως σήμερα δεν ανέτρεψε αυτή τη συνθήκη), ενώ η πανδημία αναζωπυρώνει την οικονομική κρίση, το κρατικό χρέος ανεβαίνει σε όλο και υψηλότερες ‘‘κορυφές’’, η παγκόσμια οικονομία βυθίζεται στην ύφεση και οι αντικοινωνικοί όροι της εποπτείας από τους θεσμούς επιβάλλουν νέες, σκληρότερες παρεμβάσεις σύνθλιψης των εργασιακών δικαιωμάτων, διαλύουν το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και επιβάλλουν σωρεία αλλαγών στήριξης του μεγάλου κεφαλαίου και των πλουσίων εις βάρος της πλειοψηφίας του λαού, απαγορεύουν την αύξηση των κρατικών παροχών ακόμα και στον πιο ευαίσθητο τομέα, την υγεία, με αποτέλεσμα την αύξηση των νεκρών λόγω κορωνοϊού, ενώ δηλαδή, η κοινωνία βυθίζεται σε πολυδιάστατη κρίση που απειλεί την επιβίωση όλων μας, η υπεράσπιση της επαναστατικής δράσης, η υπεράσπιση του δικαιώματος του λαού να αντιστέκεται με κάθε μέσο στην εξουσία που καταπατά τα δικαιώματά του, απειλεί την αξιοπρέπειά του και την ίδια την επιβίωσή του προχωρώντας ακόμα και στην ανατροπή της, αναδείχθηκε στα δικαστήρια αυτά ως η μόνη νόμιμη και αποτελεσματική οδός για να κατακτήσει την αξιοπρέπειά του, την ευημερία του, την ελευθερία του. Για να πάρουμε όλες/όλοι τη ζωή μας στα χέρια μας.
Κλείνοντας παραθέτω τα λόγια με τα οποία τελειώνει το βιβλίο του ο Φ. Κ. Σπυρόπουλος «Το δικαίωμα αντίστασης» κατά το άρθρο 4 του Συντάγματος: ‘‘Αν η εξουσία δεν τηρεί το δίκαιο και παραβιάζει τις υποχρεώσεις της απέναντι στον πολίτη και τον λαό, κανείς δεν θα αγωνιστεί για τη διατήρησή της· αντίθετα, οραματιζόμενος κάποια άλλη δημοκρατία θα αγωνιστεί για την εμπέδωσή της, κατ’ εφαρμογή, όχι του νομικού, αλλά ενός οιονεί ‘‘φυσικού’’ δικαιώματος αντίστασης’’.
Πόλα Ρούπα μέλος του Επαναστατικού Αγώνα