Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Κύθηρα...

Δεν είναι τυχαίο που η θεά του έρωτα Αφροδίτη, διάλεξε τα Κύθηρα για να αναδυθεί. Τα Κύθηρα, ένας ιδιότυπος τόπος εξ αιτίας της γεωγραφικής τους θέσης, με επιρροές από το Αιγαίο και το Ιόνιο, χωνευτήρι διαφορετικών πολιτισμών, που  διαμόρφωσε με το πέρασμα των χρόνων δικό του χαρακτήρα και ύφος. Πράσινο νησί με καθαρές θάλασσες, αμμουδιές, οροπέδια που άλλοτε ανηφορίζουν σε ψηλές κορυφές και άλλοτε βυθίζονται απότομα στη θάλασσα, σχηματίζοντας κρυφούς όρμους και ανοιχτές παραλίες στον άνεμο.
Η πραγματικότητα μας πάει σ' έναν τόπο μύθου, ίσως όχι τόσο απρόσιτο όσο παρουσιάζεται από τη λογοτεχνική παράδοση αλλά με έντονα τα σημάδια του. Αρκεί να περπατήσεις στις ακρογιαλιές και ν' αγναντέψεις στον ορίζοντα το ηλιοβασίλεμα.
Κάπου εκεί, όπου ο ουρανός συναντάει τη θάλασσα, χρωματίζοντας την με τις βαθυκόκκινες ανταύγειες του, δεις τη γέννησης τη Αφροδίτης, της κόρης του Ουρανού και της Θάλασσας.


Κάπου εκεί, από το φοβερό χτύπημα του Κρόνου, να δείς  ένα κομμάτι από τον απέραντο ουρανό να πέφτει μέσα στη ζωοδότρα θάλασσα κι αυτή να το τυλίγει με τον αφρό της.
Να νοιώσεις στη ψυχή σου την πνοή του του Ζέφυρου και να δεις τη νεογέννητη θεά να βγαίνει από το βυθό της θάλασσας μέσα σ' ένα κοχύλι.
Η αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία για τα Κύθηρα είναι η Ιλιάδα (Κ 261-270), όπου γίνεται λόγος για τον Κυθήριο πολεμιστή Αμφιδάμαντα από τη Σκάνδεια: "Του Αμύντορα Ορμενίδη απ' τον Ελεώνα
μια φορά του πήρε αυτό το κράνος ο Αυτόλυκος,
σαν το γερό του τρύπησε το σπίτι
κι ύστερα τό 'δωσε στον Αμφιδάμαντα απ' τα Κύθηρα, απ' τη Σκάνδεια».

Τα Κύθηρα κατοικήθηκαν απο Μινωίτες Κρήτες κατά την πρώιμη Χαλκοκρατία, ιδρύοντας οικισμό κοντά στο Καστρί. Ο οικισμός στο Καστρί εγκαταλείπεται γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα. Στις αρχές του 14ου π.Χ. αι. ο ερημωμένος οικισμός χρησιμεύει ως βάση για το χτίσιμο μιας Μυκηναϊκής αποικίας. Από το νησί πέρασαν και οι Φοίνικες, αν και δεν υπάρχουν αρχαιολογικές μαρτυρίες γι' αυτό, οι οποίοι καθώς αναφέρεται από τον Ηρόδοτο(1,105) έχτισαν το ονομαστό στην αρχαιότητα ιερό της Κυθέρειας Αφροδίτης, της οποίας τη λατρεία φαίνεται, ότι μετέφεραν από την Ανατολή. Το ιερό αυτό θεωρείται ότι βρίσκεται στο ύψωμα Παλιόκαστρο, όπου βρισκόταν και η οχυρωμένη ακρόπολη.
Το νησί από τον 8ο έως τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. είχε αποικιστεί από Αργείους Δωριείς, οι οποίοι όμως εκδιώχθηκαν, κατόπιν πολέμου, από τους Σπαρτιάτες. Στα διοικητικά μέτρα που πήραν, περιλαμβανόταν η εγκατάσταση μόνιμης φρουράς και η θέσπιση του θεσμού του Κυθηροδίκη, διοικητή του νησιού που στελνόταν κάθε χρόνο από την Σπάρτη.

Στην αρχαιότητα ήταν σημαντικός σταθμός για τη ναυσιπλοΐα μεταξύ Ελλάδος και Αιγύπτου ή Λιβύης. Εξαιτίας της στρατηγικής του θέσης, το νησί υπήρξε μήλον της έριδος για Σπαρτιάτες και Αθηναίους. Από τον Πελοποννησιακό πόλεμο μέχρι το 300 π.Χ. περίπου, το νησί βρέθηκε αρκετές φορές υπό την κατοχή του ενός ή του άλλου. Η γειτνίαση του νησιού με το κράτος της Σπάρτης προσέφερε στους μεν Αθηναίους τη δυνατότητα ενός εξόχου ορμητηρίου εναντίον των αντιπάλων Λακεδαιμονίων, για τους δε Σπαρτιάτες η κυριαρχία τους στο νησί εξασφάλιζε τα νώτα τους.
Κατά τους πρώτους αιώνες του Βυζαντίου το νησί ήταν σχεδόν έρημο.

Κατά τον 4ο αιώνα στο νησί κατέφυγαν ασκητές από την Πελοπόννησο. Ανάμεσά τους η Αγία Ελέσσα η οποία έχει συνδεθεί με ποικίλους μύθους και προς τιμήν της έχει χτισθεί και η ομώνυμη μονή. Οι πειρατικές επιδρομές των Σαρακηνών, ειδικά αυτών της Κρήτης, ήταν συχνές γύρω στον 9ο αιώνα και ανάγκασε πολλούς από τους κατοίκους να καταφύγουν στην Πελοπόννησο. Η κομβική όμως θέση του νησιού για τη ναυσιπλοΐα απέτρεψε την εγκατάλειψή του.
Η νίκη του Νικηφόρου Φωκά επί των Σαρακηνών στην Κρήτη και η διάλυση του Αραβικού κράτους επέτρεψαν στα Κύθηρα να γνωρίσουν περίοδο ανάπτυξης, ευημερίας και εμπορικών σχέσεων με την Πελοπόννησο, ειδικά τη Μονεμβασιά. Τελικά το νησί περιήλθε στην ιδιοκτησία των Ευδαιμογιάννηδων (ή Δαιμονογιάννηδων) από τη Μονεμβασιά.
Το 1204, κατά τη διάρκεια της Δ' Σταυροφορίας τα νησιά περιήλθαν στους Βενετούς, από τους οποίους ορίστηκε διοικητής με τον τίτλο του μαρκησίου, ο Μάρκο Βενιέρι, ο οποίος είχε ήδη εξασφαλίσει σημαντικότατα φέουδα στην Κρήτη, αφήνοντας σκιώδεις κυβερνήτες στο νησί τους Δαιμονογιάννηδες. Οι Βενιέρηδες μαζί με άλλους φεουδάρχες εξεγέρθηκαν εναντίον της Μητροπολιτικής Βενετίας και όταν ηττήθηκαν, τα Κύθηρα προσαρτήθηκαν στις Ενετικές κτήσεις και ανήκαν στον δούκα της Κρήτης ως τον 17ο αιώνα.
 Το 1537 ο Χαϋρεδίν Μπαρμπαρόσα λεηλάτησε τα Κύθηρα, αιχμαλωτίζοντας 7.000 κατοίκους από την τότε πρωτεύουσα Aγιο Δημήτριο (σημερινή Παλαιόχωρα).
Μέχρι το 1571 (ναυμαχία της Ναυπάκτου) τα Κύθηρα υπέστησαν, λόγω του ενετο-τουρκικού πολέμου, σοβαρή πληθυσμιακή μείωση από των φόβο των επιδρομών. Η λήξη αυτού του πολέμου σήμανε  την αναδιοργάνωση των Κυθήρων και την τόνωσή τους από την μητροπολιτική Βενετία, για την οποία αποτελούσαν σημαντικό στρατηγικό σημείο.

Κατά το 17ο αιώνα, καθώς όλο και περισσότερες Ενετικές κτήσεις πέφτουν στα χέρια των Τούρκων, στο νησί καταφεύγουν πρόσφυγες από την Κρήτη και την Πελοπόννησο. Το 1715, κατά τον ενετο-τουρκικό πόλεμο, το οχυρό του Καψαλίου παραδίδεται στους Τούρκους από το Βενετό Προβλεπτή της νήσου Marceli κατόπιν συνθηκολογήσεως. Το 1718 το νησί επανέρχεται στους Βενετούς με τη συνθήκη του Πασσάροβιτς. Αυτό ήταν και το μόνο διάστημα που τα Κύθηρα γνώρισαν Τουρκική κατοχή.
Το 18ο αιώνα τα Κύθηρα γνωρίζουν αλματώδη ανάπτυξη, που συνεχίστηκε και μετά την κατάλυση της βενετικής κυριαρχίας με τη συνθήκη του Καμποφόρμιο (1797), η οποία έφερε τα Επτάνησα υπό την κυριαρχία των Γάλλων, που μόλις είχαν εγκαταστήσει Δημοκρατία στη χώρα τους και έδωσαν νέα ελπίδα για απελευθέρωση στους κατοίκους. Το 1798 οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να παραδώσουν το νησί στο Ρωσοτουρκικό στόλο. Μέχρι το 1800 οπότε και ιδρύθηκε η Πολιτεία των Επτά Νήσων στο νησί επικράτησαν έντονες αντιθέσεις με αιματηρές συμπλοκές. Η Πολιτεία αυτή και το Σύνταγμα του 1803 αποτέλεσε μια από τις πρώτες εκφάνσεις ελληνικής ανεξαρτησίας που έμελλε να κορυφωθεί στην Επανάσταση του 1821. Η δεύτερη Γαλλοκρατία (1807-1809) διέψευσε τις ελπίδες των κατοίκων για ανεξαρτησία, ενώ το Ιόνιο Κράτος που προήλθε από τη Συνθήκη των Παρισίων του Νοεμβρίου του 1815, υπήρξε ένα αγγλικό προτεκτοράτο. Οι Κυθήριοι προσπάθησαν επανειλημμένα να αποτινάξουν τον Αγγλικό ζυγό και να ενωθούν με την Ελλάδα, πράγμα που κατορθώθηκε το 1864, όταν τα Ιόνια νησιά δόθηκαν προίκα στον τότε βασιλέα της Ελλάδας Γεώργιο.
Η αρχιτεκτονική του νησιού είναι παράδοξη με ετερόκλητα στοιχεία από τα Επτάνησα, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. Στη Xώρα, Το μεσαιωνικό κάστρο δεσπόζει σε ύψωμα, αγναντεύοντας το Kρητικό πέλαγος και το διπλό λιμανάκι του Καψαλιού. Χαρακτηριστικά είναι τα κάτασπρα σπίτια της Χώρας μπροστά στο Κάστρο, με τα σοκάκια και τις καμάρες σε έντονο κυκλαδίτικο ύφος.
Η Παλαιόχωρα με τα κτίσματα του 13ου αιώνα, ήταν η βυζαντινή πρωτεύουσα του νησιού και βρίσκεται στο βορειότερο μέρος ενός απόκρημνου βράχου, ο οποίος εμφανίζεται στη μέση του φαραγγιού της Κακής Λαγκάδας. 
Από τα πιό γραφικά και χαρακτηριστικά ψαροχώρια των Κυθήρων, ο Αβλέμονας, βρίσκεται κοντά στις παραλίες της Παλιόπολης με το Λουτρό της Αφροδίτης και το ονειρικό Καλαδί. Στη Παλιόπολη, υπήρχε το αρχαίο λιμάνι της Σκάνδειας, υπολείμματα του οποίου διακρίνονται ακόμα στο βυθό. Στα ανοικτά της περιοχής, βυθίστηκε το πλοίο του Ελγιν που μετέφερε τα ιερά μάρμαρα του Παρθενώνα.
Αξίζει να  δεί κανείς, τις βυζαντινές εκκλησίες στο Μέσα Βούργο, το μικρό μεσαιωνικό κάστρο στην είσοδο του λιμανιού του Αβλέμονα, το φαράγγι της Κακής Λαγκάδας, τον καταρράκτη στη Φόνισσα, το ξυλόγλυπτο τέμπλο της Παναγιάς της Ορφανής, την παλιά πέτρινη γέφυρα του Μάκβελ, το νησάκι Αντικύθηρα όπου ανακαλύφθηκε το περίφημο γλυπτό "Ο 'Εφηβος των Αντικυθήρων" και τον Μυλοπόταμο.
Το χωριό Μυλοπόταμος είναι ένα από τα ωραιότερα μέρη των Κυθήρων. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι τα νερά και η πλούσια βλάστησή του. Βρίσκεται στην δυτική πλευρά του νησιού και απέχει 15km περίπου από το λιμάνι του Καψαλιού. Το όνομά του έχει άμεση σχέση με το παρελθόν του, αφού στην περιοχή υπήρχαν πολλοί υδρόμυλοι για την άλεση του σιταριού. Εδώ  υπάρχουν και μερικές πέτρινες πλύστρες ρούχων, που χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα από τις γυναίκες του χωριού.
 Στο μοναδικό τοπίο της Νεράιδας ή Φόνισσας, αντικρύζεις ένα θέαμα που δεν συναντά κανείς εύκολα στα Ελληνικά νησιά. Πλούσια βλάστηση, τα νερά  που καταλήγουν εδώ πέφτοντας από ένα υψηλό σημείο, σχηματίζουν έναν μικρό καταρράκτη. Στην βάση του καταρράκτη βρίσκεται μια μικρή λίμνη βάθους τριών μέτρων. Το όνομα Φόνισσα συνδέεται με μια ιστορία, που οι λεπτομέρειές της έχουν πια ξεχασθεί. Ο θρύλος λέει, ότι δυο γυναίκες μάλωναν στην κορυφή του γκρεμού απ' όπου πέφτει το νερό και πάνω στην ένταση της στιγμής, η μια απ' αυτές έσπρωξε και σκότωσε την άλλη.
Στην ίδια περιοχή, βρίσκεται το σπήλαιο της Αγ. Σοφίας, το οποίο βρίσκεται σε μια απόκρημνη περιοχή 60 μέτρα πάνω από την θάλασσα. Πολλοί αναρωτιούνται αν το σπήλαιο ήταν ποτέ ιερό των νυμφών, όμως είναι σίγουρο ότι είχε λατρευτική χρήση κατά τα μετέπειτα χριστιανικά χρόνια. Αυτό βεβαιώνεται από την ύπαρξη ενός τέμπλου από αγιογραφίες, που χρονολογούνται από τον 12ο-13ο αιώνα μ.X. και από την ύπαρξη του ναού της Αγ. Σοφίας εσωτερικά.
Το τέμπλο έχει ζωγραφιστεί με την τεχνική του fresco και ανάμεσα στις μορφές, που απεικονίζονται είναι αυτές της Αγ. Σοφίας και των τριών θυγατέρων της (Αγάπη, Πίστη, Ελπίς). Το σπήλαιο έχει συνολική έκταση 2.000 m2, ενώ η τουριστική διαδρομή έχει μήκος 200 μέτρα περίπου. Οι σταλακτίτες και σταλαγμίτες του σπηλαίου παρουσιάζουν αξιοσημείωτη χρωματική ποικιλία, με διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου, του άσπρου και του μαύρου. Πολλές φορές, ανάλογα με τις βροχοπτώσεις της χρονιάς σχηματίζονται λίμνες.
Η Κάτω Χώρα είναι το ιστορικότερο τμήμα του χωριού. Κατά μήκος του πολύ στενού δρόμου που οδηγεί στην πλατεία, υπάρχει πολύ πυκνή δόμηση.

Αυτή η πυκνότητα δηλώνει την ανάγκη προστασίας των κατοίκων την εποχή των κουρσάρικων επιδρομών. Μόλις φθάνουμε στην πλατεία το πρώτο εγκαταλειμμένο κτίριο που βλέπουμε είναι το παλαιό σχολείο του χωριού. Στα αριστερά του βρίσκεται η πύλη του Κάστρου της Κάτω Χώρας, ένα από τα τέσσερα του νησιού. Η πύλη αυτή διακοσμείται από χαρακτηριστικά σύμβολα της Ενετικής Αυτοκρατορίας. Ένα απ' αυτά είναι ο φτερωτός λέοντας, ο οποίος παριστάνεται κρατώντας ένα ευαγγέλιο.
Στο ευαγγέλιο αναγράφεται η φράση γραμμένη στα Λατινικά "Pax tibi Marce Evagelista meus", η οποία μεταφράζεται "Ειρήνη σε σένα Μάρκο Ευαγγελιστά μου". Κατά την Ενετική παράδοση αυτήν την φράση την είπε ένας άγγελος στον Ευαγγελιστή κατά την διάρκεια ενός τρικυμιώδους θαλασσινού ταξιδιού μεταξύ Αιγύπτου και Ακουιλίας. Επίσης η χρονολογία 1565, που βρίσκεται στην ίδια θέση, είναι το έτος επισκευής του φρουρίου. Μέσα στο σχολείο, μέχρι πρίν λίγα χρόνια υπήρχε μια θαυμάσια τοιχογραφία fresco με την αναπαράσταση ελαφιού.
Οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι στο Κάστρο κατοικούσαν πενήντα οικογένειες Ενετών στρατιωτών, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι και για την άμυνα του φρουρίου κατά των κουρσάρων. Εσωτερικά μπορεί να δεις εύκολα την διαρρύθμιση των διώροφων σπιτιών, και ενα σημαντικό αριθμό Βυζαντινών Εκκλησιών.
Κρήτες, Φοίνικες, Έλληνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Ενετοί, ’γγλοι έφτιαξαν έναν ιδιόμορφο πολιτισμό, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά, που ισορροπεί την Ελληνική παράδοση με την επίδραση της Δύσης δεμένες αρμονικά.

Ταξίδι στα Κύθηρα για πολλούς σημαίνει νοσταλγική περιπλάνηση σε μέρη, ονειρικά, όπως ο ρομαντισμός του Watteau έφερε ως τις μέρες μας μέσα από το πασίγνωστο έργο του "Επιβίβαση για το νησί των Κυθήρων"(L' Embarquement pour l' ile de Kythere).
 Ο μύθος των Κυθήρων ή του νησιού του έρωτα, έχει βαθιές ρίζες στη Γαλλική και Ιταλική παράδοση, σήμερα και στην Νεοελληνική. Ταξίδι στα Κύθηρα, είναι ένα ταξίδι που περνά απο τον Κάβο Μαλέα, ανέμους , κύματα, μακρινό, δύσκολο.

Ένα νησί για το οποίο οι ταξιδιώτες ξεκινούν μα ποτέ δε φθάνουν. Όσο μένει στο βάθος του ορίζοντα, διατηρεί την απρόσιτη λάμψη του σαν τόπος συνεχούς προορισμού, ανέφικτου ονείρου και εξιδανικευμένης αίγλης. Συνυφασμένα από την αρχαιότητα με το μύθο της Αφροδίτης, με την ομορφιά και τον Έρωτα, είναι η παραδεισένια χώρα της ουτοπίας αλλά και τόσο απτή και πραγματική!
 

’ρθρο της Κ.Κατσώρη
πηγή http://users.otenet.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου