Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

George Huxley: Τοπογραφία των Αρχαίων Κυθήρων

Τα ευρήματα των ανασκαφών στο Καστρί εκτείνονται χρονικά από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού μέχρι τη Mέση Βυζαντινή εποχή (η τοποθεσία οφείλει την ονομασία της σε κάστρο του 6ου μ.Χ. αιώνα). Τα περισσότερα ανήκουν στη Μεσομινωική ΙΙΙ και Υστερομινωική Ι εποχή, και μας επιτρέπουν να αναπλάσουμε σε γενικές γραμμές την ιστορία της Κρητικής αποικίας. Όσον όμως αφορά τις μεταγενέστερες εποχές, τα ευρήματα αποδείχθηκαν πολύ πτωχότερα, με αποτέλεσμα οι γνώσεις μας για την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή ιστορία των Κυθήρων να βασίζονται κυρίως στις λιγοστές μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων.
Ανασκαφή στο Καστρί (Σκάνδεια), 1963-65
Ανασκαφή στη Σκάνδεια, 1963-65Είναι προφανές ότι οι Μινωίτες είχαν επίγνωση της αξίας των Κυθήρων ως αραξοβόλι μεταξύ Κρήτης και Πελοποννήσου· υπάρχουν όμως τρεις ενδείξεις ότι κατά τη Μινωική εποχή, το νησί είχε επαφές πολύ πέρα από το Αιγαίο. Ένα δοχείο με ιερογλυφική επιγραφή της εποχής του Φαραώ Ουσερκάφ (2494-2487 π.Χ.) αναφέρεται ότι βρέθηκε στα Κύθηρα. Δεύτερον, μια σφηνοειδής επιγραφή του βασιλιά Νάραμ-Σιν, δυστυχώς σήμερα χαμένη, υποτίθεται ότι προήλθε από τάφο κοντά στο Καστρί. Τέλος, σε έναν κατάλογο τοπωνυμιών του Αιγαίου από την εποχή του Αμενόφη ΙΙΙ (π. 1400 π.Χ.), η ονομασία Kutira (Κύθηρα) εμφανίζεται μετά την τοποθεσία Nu/Nau-pi-r/l-yi, που ίσως είναι το Ναύπλιο, και πριν την Kunusa (=Κνωσός) και την Amnisa (=Άμνισος)· πιθανώς να πρόκειται για μέρος δρομολογίου. Το κείμενο καταγράφηκε μετά την εγκατάλειψη της Κρητικής αποικίας στο νησί, ίσως όμως πρόκειται για αντίγραφο προγενέστερου καταλόγου. Η ονομασία Κύθηρα δεν αποκλείεται να είναι προ-Ελλαδική. Η ρίζα Κυθηρ- συναντάται και σε άλλα αιγαιοπελαγίτικα τοπωνύμια· ως εκ τούτου, δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι ο όρος ku-te-ri-ja στα κείμενα Γραμμικής Β από την Πύλο αναφέρεται σε γυναίκες των Κυθήρων. Από τα ομηρικά όμως έπη συμπεραίνουμε ότι το νησί είχε κάποια βαρύτητα την εποχή του Τρωικού Πολέμου. Αναφέρουν τον ήρωα Λυκόφρωνα, υιό του Μάστορα[1], ο οποίος, διωγμένος από τα Κύθηρα εξαιτίας κάποιου φόνου, πήγε με τον Αίαντα και τον Τεύκρο στην Τροία, όπου και πέθανε. Το περίφημο κράνος με δόντια αγριόχοιρου που ο Μηριόνης έδωσε στον Οδυσσέα ανήκε παλαιότερα στον Αμφιδάμαντα, από τη Σκάνδεια των Κυθήρων, ο οποίος το χάρισε στον πατέρα του Μηριόνη, Μόλο. Εκπλήσσει το γεγονός ότι τα Κύθηρα δεν αναφέρονται σαν μέρος του βασιλείου του Μενελάου στον ομηρικό Κατάλογο Πλοίων. Ευρήματα από την Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α2/Β περίοδο επανακατοχής σπανίζουν, με αποτέλεσμα να μην είμαστε προς το παρόν σε θέση να γνωρίζουμε ποιες ήσαν οι συνθήκες κατά την εποχή της μεγαλύτερης Μυκηναϊκής επικράτειας και ευημερίας. Στον κατάλογο Μυκηναϊκών οικισμών μπορούμε σήμερα να προσθέσουμε τοποθεσία κοντά στη μεσαιωνική εκκλησία του Αγ. Δημητρίου στο Πούρκο, σε ύψωμα τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων βορειοδυτικά της Χώρας, όπου το 1962 συλλέξαμε πόδια κυλίκων τύπου ΥΕ ΙΙΙΒ.

Θολωτός τάφος στη θέση Λιόνι έξω από τη Χώρα ανήκει στην περίοδο μεταξύ της εγκατάλειψης της Μινωικής αποικίας και την επανακατοχή της εποχής ΥΕ  ΙΙΑ2 στο Καστρί. Δεν αποκλείεται να υπήρξε ένας βραχύβιος οικισμός κοντά στη Χώρα, κατοικούμενος από ανθρώπους που εγκατέλειψαν το Καστρί σε αναζήτηση μιας πιο υπερασπίσιμης τοποθεσίας στο νότιο άκρο του νησιού.
Η απόσταση από το Kαστρί μέχρι την οχυρωμένη πόλη στο μεσόγειο Παλαιόκαστρο συνάδει ικανοποιητικά με τα δέκα στάδια που κατά τον Παυσανία χώριζαν το λιμάνι της Σκάνδειας από την πόλη των Κυθήρων. Ως εκ τούτου αποδεχόμαστε την ταύτιση του Καστριού (ή της Παλαιόπολης) με την Ομηρική και κλασσική Σκάνδεια, και της πόλης των Κυθήρων καθώς και του ιερού της Αφροδίτης με τις αρχαιότητες στο όρος Παλαιόκαστρο. Ορισμένοι μελετητές ταυτίζουν την αρχαία Σκάνδεια με τη Σκάλα, στο Καψάλι, και την πόλη των Κυθήρων με τη σύγχρονη Χώρα, παρά το γεγονός ότι η έρευνα στην περιοχή του Καψαλιού και του κάστρου της Χώρας δεν έφερε στο φως καμία ελληνιστική αρχαιότητα· επιπλέον, αν υποθέσουμε ότι η Σκάνδεια σχετίζεται με το Καψάλι, τότε οι αρχαιότητες στο Καστρί και την γύρω περιοχή αναγκαστικά παραμένουν ανώνυμα και ανεξήγητα. Τα πιο εύφορα κτήματα και οι πλουσιότερες πηγές γλυκού νερού βρίσκονται στην κοιλάδα της Παλαιόπολης, που φαίνεται ότι κατά την αρχαιότητα ήταν το πολυπληθέστερο μέρος των Κυθήρων. Μάλιστα, τόσο πολύ είναι το νερό, που ακόμα και στην ακμή του καλοκαιριού παραμένει η μικρή λίμνη με γλυκό νερό στις εκβολές του ποταμού της Παλαιόπολης, κοντά στον Μινωικό οικισμό. Αντιθέτως, τα επιχειρήματα υπέρ του Καψαλιού και της Χώρας είναι λίγα, αν και ο θολωτός τάφο στο Λιόνι και τα πλησίον ίχνη οικισμού δείχνουν ότι στην περιοχή αυτή υπήρξαν άποικοι κατά την Υστερομινωική μάλλον παρά τη Μυκηναϊκή εποχή.
Το σπήλαιο της Αγίας Σοφίας στα Ν.Α. Κύθηρα θα μπορούσε πιθανώς να είχε χρησιμοποιηθεί ως λατρευτικός χώρος από τους Κρήτες, αλλά και αν ακόμα είχε συμβεί κάτι τέτοιο, η λατρεία δεν επέζησε της αποχώρησής τους. Μεταγενέστερα, η κυριότερη λατρεία στα Κύθηρα ήταν της Αφροδίτης, για την οποία και φημιζόταν το νησί. Ήδη στην Οδύσσεια και στους Ομηρικούς Ύμνους, η θεά προσφωνείται Κυθέρεια, ενώ η Θεογονία του Ησίοδου διηγείται πως η θεά γεννήθηκε από τον αφρό του ακρωτηριασμένου πέους του Ουρανού. Η νεογέννητη Αφροδίτη πέρασε δίπλα από τα άγια Κύθηρα προτού εξέλθει στη στεριά της Κύπρου, και ο Ησίοδος προσθέτει πως μια από τις ονομασίες της θεάς ήταν Κυθήρεια επειδή ακριβώς πλησίασε τα Κύθηρα.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως το παλαιότερο ιερό της Αφροδίτης ήταν στην Ασκαλών της Παλαιστινιακής Συρίας. Παρατηρεί ότι οι Κύπριοι ισχυρίζονται πως η λατρεία της Αφροδίτης είχε εκεί τις απαρχές της, και πως το ιερό της θεάς στα Κύθηρα ιδρύθηκε από τους εκείθεν ορμώμενους Φοίνικες. Ο Παυσανίας πίστευε ότι το ιερό της Αφροδίτης Ουράνιας στην πόλη των Κυθήρων ήταν το αρχαιότερο και ιερότερο στην Ελλάδα. Το ομοίωμα της θεάς, σημειώνει, ήταν οπλισμένο· οι Κύπριοι λάτρευαν και αυτοί μιαν αντίστοιχη οπλισμένη Αφροδίτη. Το κείμενο του Παυσανία υπαινίσσεται ότι το ιερό ευρίσκετο στην πόλη των Κυθήρων, περίπου δέκα στάδια ενδότερα, και όχι στο λιμάνι της Σκάνδειας.
Στο παρεκκλήσι του Αγίου Κοσμά, στο βουνό του Παλαιόκαστρου, βρίσκονται ενσωματωμένα υπολείμματα από κίονες και ημικίονες χωρίς ραβδώσεις, μαζί με αρχαϊκά δωρικού τύπου κιονόκρανα από πωρόλιθο, καθώς και μεγάλα κομμάτια πωρολίθινων κυβόλιθων και μέρος επιστυλίου με σταγόνες. Ο Σλήμαν πίστευε πως ο ναός της Αφροδίτης βρισκόταν κάπου εκεί κοντά· ενώ όμως μέρος ή και όλα τα αρχιτεκτονικά αυτά θραύσματα είναι πολύ πιθανό να προέρχονται από το ιερό, πουθενά στην περιοχή του Αγίου Κοσμά δεν υπάρχει κατάλληλα διασκευασμένος και επίπεδος χώρος για περίβολο. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα σώζονταν ακόμα δύο όρθιοι κίονες στην τοποθεσία Κολόνες, βαθμίδα 400 περίπου μέτρα δυτικά του Αγίου Κοσμά· εάν όμως είχε πράγματι υπάρξει εκεί ναός, το βουνό θα τον έκρυβε από τους ναυτικούς που δένανε στη Σκάνδεια. Προτείνουμε λοιπόν ως πιθανότερη τοποθεσία μια βαθμίδα στα μισά περίπου του δρόμου μεταξύ Αγίου Κοσμά και του Αγίου Γεωργίου στην κορυφή του βουνού. Το επίπεδο έδαφος εδώ συγκρατεί τοίχος από μεγάλους πολυγωνικούς ογκόλιθους που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι, όπως και τα κιονόκρανα στον Άγιο Κοσμά, αρχαϊκής περιόδου. Δυστυχώς, δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να σκάψουμε εκεί.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στα Κύθηρα τον 15ο αιώνα, ο Κυριακός Αγκωνίτης σχεδίασε ορισμένα αρχιτεκτονικά υπολείμματα. Τα ερείπια που ονομάζει ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΙΕΡΟΝ είναι πιθανόν να βρίσκονταν όχι στο όρος του Παλαιόκαστρου αλλά στη Σκάνδεια. Το σχέδιο, που φέρει επίσης τον τίτλο «ΚΥΘΗΡΑ ΜΟΕΝΙΑ» θα ταίριαζε με τα Βυζαντινά οχυρωματικά έργα στα Καστρί, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων καταστράφηκαν με τον μεγάλο σεισμό του 1798, όταν διαλύθηκαν και πολλοί από τους θολωτούς τάφους στον Ασπρόγα.
Οι Φοίνικες ιδρυτές της λατρείας της Αφροδίτης τους οποίους αναφέρει ο Ηρόδοτος παραμένουν ανεξιχνίαστοι. Ίσως πρόκειται για μακρινή ανάμνηση της παρουσίας των Μινωιτών, ο ιστορικός όμως γράφει ξεκάθαρα ότι η λατρεία ήλθε από την Παλαιστίνη και όχι από την Κρήτη. Αν και τα αρχαϊκά ευρήματά μας ήσαν ελάχιστα, ενώ στις ανασκαφές μας δεν βρέθηκαν καθόλου Φοινικικά κατάλοιπα, αυτό δεν αποδεικνύει ότι κανένας Φοίνικας δεν πάτησε ποτέ στο Καστρί. Τα φορτία των Φοινίκων ήσαν πιθανώς εύφθαρτα (λόγου χάριν μαλλί) και ίσως τα Κύθηρα τους χρησίμευαν μόνο ως προσωρινό αραξοβόλι καθ’ οδόν προς τις αποικίες της δυτικής Μεσογείου, τουλάχιστον μετά το 750 π.Χ. Επιπλέον, εκτός από λίγα κεραμικά θραύσματα, δεν βρήκαμε μέχρι σήμερα ενδείξεις κατοίκησης στο Καστρί μεταξύ του 12ου και του 6ου π.Χ. αιώνα. Η αναφορά του Ηροδότου δεν προϋποθέτει απαραίτητα ότι οι Φοίνικες εγκαταστάθηκαν στα Κύθηρα, η δήλωση όμως του Στέφανου Βυζάντιου ότι ο Κύθηρος ήταν γιος του Φοίνικα υπαινίσσεται κάποια στενότερη σχέση – εκτός βέβαια αν πρόκειται για απλή εικασία πολυμαθούς. Δεν μπορούμε πάντως να αποκλείσουμε την πιθανότητα οι Φοίνικες, σε κάποιον ανυποψίαστο χρόνο, να προσήρμοσαν κατά το δοκούν και να έφεραν στα Κύθηρα την λατρεία κάποιας αρχικά Μινωικής θεότητας.
Κατά τον Παυσανία, η λατρεία επιζούσε ακόμα στις μέρες του. Πρόσθετο αποδεικτικό στοιχείο για την επιβίωσή της έρχεται από θραύσμα επιγραφής, χρονολογούμενης μάλλον από τα χρόνια της όψιμης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Χώρας. Τα επιζώντα, άτσαλα λαξευμένα γράμματα, αναφέρονται σε θεά που θα μπορούσε να είναι η Αφροδίτη: ]ΤΩΝ ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΠΡ[· η επιγραφή λέγεται πως βρέθηκε κοντά στο Καστρί. Πολύ πρωιμότερο στοιχείο αποτελεί το σγραφφίτον HIARO στο περιστόμιο αρχαϊκού πίθου, επίσης στο Μουσείο Χώρας, που λέγεται πως βρέθηκε στην Παλαιόπολη. Η γραφή μοιάζει Αργειακή μάλλον παρά Λακωνική.
Η παρατήρηση του Αριστοτέλη ότι τα Κύθηρα ήσαν γνωστά ως Πορφυρούσα δια το κάλλος των περί αυτήν πορφυρών, είναι αποκαλυπτική, αφού τόσο οι Φοίνικες όσο και οι Μινωίτες από πολύ καιρό ασχολούντο με την παραγωγή πορφύρας, και είναι βέβαιο ότι τέτοια παραγωγή λάμβανε χώρα και στα Κύθηρα. Στα Μινωικά και μεταγενέστερα στρώματα, τόσο ανάμεσα στο Καστράκι και το Καστρί όσο και στο ακρωτήριο, βρήκαμε πολλά όστρακα από πορφυρίτη (murex). Τα περισσότερα ήσαν του είδους Murex brandaris[2], αλλά σημειώθηκαν και λίγα δείγματα των Murex trunculus και Purpura haematostoma[3]. Μεγάλες ποσότητες και των τριών ειδών χρησιμοποιήθηκαν κατά την αρχαιότητα στην παραγωγή πορφυράς βαφής.
Η βιομηχανία της πορφύρας στα Κύθηρα είναι σχεδόν βέβαιο πως ξεκίνησε κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού. Στα στρώματα της ανασκαφής όπου βρέθηκαν Μεσομινωικά αγγεία με πορφυρή βαφή υπήρχαν και όστρακα πορφυριτών, ενώ η παρατήρηση του Αριστοτέλη θα μπορούσε να έχει την έννοια ότι τα Κύθηρα ήσαν ακόμα πυγή πορφύρας κατά την εποχή του. Το τι ρόλο έπαιξαν στη εμπόριο αυτό οι Φοίνικες παραμένει άγνωστο.
[Το κείμενο αυτό αντιστοιχεί στα πρώτα δύο τρίτα περίπου του δοκιμίου του G. L. Huxley “The History and Topography of Ancient Kythera” από τον τόμο J. N. Coldstream and G. L. Huxley (eds.): Kythera: Excavations and Studies, Λονδίνο 1972. Μετάφραση: Γιάννης Σταθάτος]
Πηγή /tripelago.wordpress.com
 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου