Ήταν κυριακάτικο δειλινό που ο Μηνάς πήρε την Κυριακούλα μαζί του. Έφτασαν μέχρι το ξεμπουκάρισμα της Κακής Λαγκάδας. Εκεί που η Κυριακούλα για πρώτη φορά πάτησε στη νέα πατρίδα της. Εκεί που τόσες φορές, κλείνοντας τα μάτια, είχε ταξιδέψει.
Εκεί που κι ο Μηνάς είχε ακουμπισμένες τις πιο έντονες θύμησές του. Πήγαν πρώτα στη λίμνα. Τα νερά της, κρυστάλλινα, καθρέφτιζαν τα πρόσωπα. Τα βοτσαλάκια που έριχναν, ρυτιδώνοντας το υδάτινο γυαλί, παραμόρφωναν τις μορφές προκαλώντας γέλιο.
Ένα γέλιο που το έπαιρνε τ’ ακίνητο αγέρι και το στροβίλιζε ανάμεσα στα περάσματα που η γη σε κείνο το μέρος, με χίλιους τρόπους, έχει σμιλευμένα. Άλλαζε ο ήχος του γέλιου, γιατί όσο επαναλαμβανόταν, τόσο και γινόταν απόμακρος.
Και κάθε που χανόταν η ηχώ νέα γέλια ανέβλυζαν για να χαθούν κι αυτά στη Κακιά Λαγκάδα με τρόπο μυστηριώδη. Τα γέλια έγιναν ααααααα και ουουουου… και οι απαντήσεις του αντίλαλου έφερναν νέα γέλια κι άλλη ξεγνοιασιά.
Κάποτε σταμάτησε η εύθυμη διάθεση. Ο Μηνάς άγγιξε με τα χέρια τους ώμους της Κυριακούλας και τη παρέσυρε σε κοινό σκύψιμο πάνω απ’ το ακύμαντο νερό. Τα πρόσωπα φάνηκαν αδελφωμένα.
Σκούρος, ευκίνητος και μακρόσυρτος όγκος τάραξε για λίγο τα νερά. Το πέρασμα ενός χελιού. Μα τούτο κράτησε μια στιγμή… και πάλι το πορτρέτο με τα δυο πρόσωπα φάνηκε ατάραχο. Τότε η Κυριακούλα ένιωσε, αντί για αγέρι, ψίθυρο να ανασαίνει ο Μηνάς της. Ψίθυρο και χάδι σιμά στο αυτί και τον λαιμό της.
Στης Κακιάς λαγκαδιάς το φαράγγι
που το πρώτο σου βήμα γροικώ
προσχωρώ στης καρδιάς την ανάγκη
στο λιμναίο γυαλί να σε δω
Η Κυριακούλα δεν κατάλαβε μια - μια όλες τις λέξεις τότε. Μα κατάλαβε, σε όλο το βάθος τούτη την ανάσα του Μηνά. Γι’ αυτό ούτε μια ακρούλα του κορμιού της, ούτε μια τρίχα από τη πλούσια και σκουρόχρωμη κόμη της δεν έμεινε δίχως ρίγος.
Μα η πλατιά και γαλάζια θάλασσα, μετά τις κροκάλες και τα βότσαλα που τη χωρίζουν απ’ τα νερά της λίμνας, σχεδόν ακύμαντη κι αυτή τους ανέμενε. Το κύμα σβησμένο, μα αδιάκοπο, έβρεχε τα ακροβότσαλα που λαμπίριζαν μετά από κάθε νέο λούσιμο.
Το κύμα ξεψυχούσε σχεδόν στα βότσαλα. Το λίγο νερό, που με την κάθε ανάσα του κουβαλούσε, απορροφιόταν σχεδόν όλο από τα διάκενα μεταξύ των πολύχρωμων και φανταχτερών κοχλιδιών κι έμενε ελάχιστο για να γυρίσει στη θάλασσα. Εκεί το προλάβαινε τ’ άλλο κύμα και τούτη η αλληλουχία εγκλώβισε τα μάτια των νέων.
-Κοίτα, Μηνά, εκεί. Για δες… Εκεί που το κύμα πέφτει πάνω στον βράχο και όχι στα βότσαλα… Κοίτα, πως τρεμουλιάζει το νερό!!! Παρατήρησαν ώρα οι νέοι το κύμα να προσκρούει στον βράχο και σαν χόρτασε το μάτι, άρχισε ο Μηνάς να μιλά και σχεδόν τραγουδιστά να συνοδεύει το κύμα.
-Αυτό, Κυριακούλα μου, είναι το αντιμάμαλο. Όταν το κύμα πέφτει σε βράχο, δεν χάνει όλη την ορμή του και γυρίζοντας είναι ακόμα δυνατό. Συναντιέται με το νέο κύμα και παλεύουν πιο θα σκεπάσει τ’ άλλο. Το νέο είναι πιο δυνατό, μα και το παλιό αντιπαλεύει. Έτσι το νερό τρεμοπαίζει, γιατί δέχεται την ορμή και των δύο. Τώρα που τα κύματα είναι απαλά… δες τι όμορφο που είναι το αντιμάμαλο!
Σαν να πιάνονται και να χορεύουν. Λες και ριγούν τα κύματα σαν ανταμώνουν τα κορμιά τους. Πόσο μοιάζει το αντιμάμαλο με τη ζωή μας, Κυριακούλα… Έρχονται σαν κύματα οι πόνοι πάνω στους ανθρώπους, τις φαμίλιες, τους λαούς. Μα έρχονται και χαρές. Πιο αδύναμες αυτές. Σμίγουν με τον νέο πόνο που ακολουθεί και τον απαλύνουν με το τρέμουλο των γλυκών αναμνήσεων και την ελπίδα για καλύτερες μέρες.
-----------------------------------
Κοσμάς Μεγαλοκονόμος
-----------------------------------
Εκεί που κι ο Μηνάς είχε ακουμπισμένες τις πιο έντονες θύμησές του. Πήγαν πρώτα στη λίμνα. Τα νερά της, κρυστάλλινα, καθρέφτιζαν τα πρόσωπα. Τα βοτσαλάκια που έριχναν, ρυτιδώνοντας το υδάτινο γυαλί, παραμόρφωναν τις μορφές προκαλώντας γέλιο.
Και κάθε που χανόταν η ηχώ νέα γέλια ανέβλυζαν για να χαθούν κι αυτά στη Κακιά Λαγκάδα με τρόπο μυστηριώδη. Τα γέλια έγιναν ααααααα και ουουουου… και οι απαντήσεις του αντίλαλου έφερναν νέα γέλια κι άλλη ξεγνοιασιά.
Κάποτε σταμάτησε η εύθυμη διάθεση. Ο Μηνάς άγγιξε με τα χέρια τους ώμους της Κυριακούλας και τη παρέσυρε σε κοινό σκύψιμο πάνω απ’ το ακύμαντο νερό. Τα πρόσωπα φάνηκαν αδελφωμένα.
Σκούρος, ευκίνητος και μακρόσυρτος όγκος τάραξε για λίγο τα νερά. Το πέρασμα ενός χελιού. Μα τούτο κράτησε μια στιγμή… και πάλι το πορτρέτο με τα δυο πρόσωπα φάνηκε ατάραχο. Τότε η Κυριακούλα ένιωσε, αντί για αγέρι, ψίθυρο να ανασαίνει ο Μηνάς της. Ψίθυρο και χάδι σιμά στο αυτί και τον λαιμό της.
Στης Κακιάς λαγκαδιάς το φαράγγι
που το πρώτο σου βήμα γροικώ
προσχωρώ στης καρδιάς την ανάγκη
στο λιμναίο γυαλί να σε δω
Η Κυριακούλα δεν κατάλαβε μια - μια όλες τις λέξεις τότε. Μα κατάλαβε, σε όλο το βάθος τούτη την ανάσα του Μηνά. Γι’ αυτό ούτε μια ακρούλα του κορμιού της, ούτε μια τρίχα από τη πλούσια και σκουρόχρωμη κόμη της δεν έμεινε δίχως ρίγος.
Μα η πλατιά και γαλάζια θάλασσα, μετά τις κροκάλες και τα βότσαλα που τη χωρίζουν απ’ τα νερά της λίμνας, σχεδόν ακύμαντη κι αυτή τους ανέμενε. Το κύμα σβησμένο, μα αδιάκοπο, έβρεχε τα ακροβότσαλα που λαμπίριζαν μετά από κάθε νέο λούσιμο.
Το κύμα ξεψυχούσε σχεδόν στα βότσαλα. Το λίγο νερό, που με την κάθε ανάσα του κουβαλούσε, απορροφιόταν σχεδόν όλο από τα διάκενα μεταξύ των πολύχρωμων και φανταχτερών κοχλιδιών κι έμενε ελάχιστο για να γυρίσει στη θάλασσα. Εκεί το προλάβαινε τ’ άλλο κύμα και τούτη η αλληλουχία εγκλώβισε τα μάτια των νέων.
-Κοίτα, Μηνά, εκεί. Για δες… Εκεί που το κύμα πέφτει πάνω στον βράχο και όχι στα βότσαλα… Κοίτα, πως τρεμουλιάζει το νερό!!! Παρατήρησαν ώρα οι νέοι το κύμα να προσκρούει στον βράχο και σαν χόρτασε το μάτι, άρχισε ο Μηνάς να μιλά και σχεδόν τραγουδιστά να συνοδεύει το κύμα.
-Αυτό, Κυριακούλα μου, είναι το αντιμάμαλο. Όταν το κύμα πέφτει σε βράχο, δεν χάνει όλη την ορμή του και γυρίζοντας είναι ακόμα δυνατό. Συναντιέται με το νέο κύμα και παλεύουν πιο θα σκεπάσει τ’ άλλο. Το νέο είναι πιο δυνατό, μα και το παλιό αντιπαλεύει. Έτσι το νερό τρεμοπαίζει, γιατί δέχεται την ορμή και των δύο. Τώρα που τα κύματα είναι απαλά… δες τι όμορφο που είναι το αντιμάμαλο!
Σαν να πιάνονται και να χορεύουν. Λες και ριγούν τα κύματα σαν ανταμώνουν τα κορμιά τους. Πόσο μοιάζει το αντιμάμαλο με τη ζωή μας, Κυριακούλα… Έρχονται σαν κύματα οι πόνοι πάνω στους ανθρώπους, τις φαμίλιες, τους λαούς. Μα έρχονται και χαρές. Πιο αδύναμες αυτές. Σμίγουν με τον νέο πόνο που ακολουθεί και τον απαλύνουν με το τρέμουλο των γλυκών αναμνήσεων και την ελπίδα για καλύτερες μέρες.
-----------------------------------
Κοσμάς Μεγαλοκονόμος
-----------------------------------
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου