...O αείμνηστος
δημοδιδάσκαλος Γιάννης Π. Κασιμάτης στο βιβλίο του με τίτλο «από την
παλαιά και σύγχρονη Κυθηραϊκή ζωή», που εξέδωσε το 1957,
γράφει χαρακτηριστικά στη σελίδα 259: «Κατά την 4ην Σεπτεμβρίου το πρωί
(…) Εν τούτω τω μεταξύ οι Γερμανοί τρομοκρατημένοι έτρεχον ένας-ένας
εις τον μόλον ή και μερικοί κολυμβώντες και επιβιβάζοντο εις το καΐκι».
Στη σελίδα 260: «Οι γερμανοί εγκατέλειψαν το Κυθηραϊκόν έδαφος περί την
δεκάτην και ημίσειαν ώραν της τετάρτης Σεπτεμβρίου 1944 υπό τας αράς και
την αγανάκτησην των κατοίκων της νήσου»….. στην ίδια σελίδα πιο κάτω αναφέρει:
«Οι γερμανοί έφυγον εκ της νήσου μας κακήν κακώς, πράγματι δεν έπρεπε
να φύγουν ατιμωρητί Εις τούτο συνετέλεσε η δράσις των ανταρτών του
Ε.Λ.Α.Σ.»
Στο νησί τις επόμενες μέρες επικράτησε ησυχία και σάς μεταφέρω τι αναφέρει ο ίδιος Κυθήριος συγγραφέας στο τέλος της πιο πάνω σελίδας: «Τώρα ευρισκόμεθα πλέον υπό πλήρη Εαμικήν κυριαρχίαν».
Το
σημαντικότερο που είχαμε να κάνουμε εμείς οι αντιστασιακοί αυτές τις
πρώτες μέρες στα μόλις απελευθερωθέντα Κύθηρα ήτανε να φυλάμε το
μεγαλύτερο φυλάκιο των Γερμανών, αυτό κοντά στη Χώρα, στην τοποθεσία
«Τράχηλας». Το φυλάγαμε σε 24ωρο βάση, γιατί είχε μείνει άκαυτο πολεμικό
υλικό και υπήρχε κίνδυνος για σοβαρά ατυχήματα.
Έτσι
φτάσαμε στις 10 του Σεπτέμβρη. Είμαι σκοπός –βάρδια στον Τράχηλα, (στο
φυλάκιο των Γερμανών).Η βάρδια μου άρχισε τα μεσάνυχτα 12.00΄ της 10ης
/9, και θα τελείωνε 04.00΄ της 11ης του μήνα. Είναι μια νύχτα σκέτη
μαγεία, απόλυτη άπνοια, με ένα κατακάθαρο ουρανό και ένα φεγγάρι, που
μόλις συμπλήρωσε το πρώτο του τέταρτο και έχει περάσει τα μεσοούρανα. Η
ώρα έχει φτάσει 02.00΄. Ξαφνικά μού φαίνεται πως ακούγεται βόμβος
αεροπλάνου. «Τέντωσα» τα αυτιά μου και σε λίγο ακόμη βεβαιώθηκα ότι
όντως ήτανε αεροπλάνο. Ο βόμβος σε λίγο έγινε πιο, έντονος και κράτησε
περίπου ένα τέταρτο της ώρας. Ύστερα, σιγά-σιγά άρχισε ν’ απομακρύνεται
από λίγο- λίγο κι ακόμα λίγο μετά χάθηκε.
Δεν
μπορώ να σάς περιγράψω την περιέργειά μου. Τι να ήτανε ο νυχτερινός
επισκέπτης;; τέτοιο περιστατικό εκείνη την περίοδο δεν ήτανε καθόλου
συνηθισμένο. Δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσει η βάρδια μου να πάω στη
Χώρα να μάθω τι έγινε, τι συνέβη τη νύχτα.. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή
ήρθε η ώρα και μαζί της και ο αντικαταστάτης μου, ο οποίος δεν είχε
πάρει χαμπάρι τίποτα, γιατί απλώς κοιμότανε. Έφυγα ολοταχώς, δεν ξέρω
γιατί αυτή η τόση περιέργεια, κάποια προαίσθηση;;… Ίσως… Πήγα στο σπίτι
μας, το οποίο ήτανε ένα πάρα πολύ μεγάλο σπίτι, ουσιαστικά ήτανε δύο
διπλανά συνεχόμενα σπίτια, εκ των οποίων οι γονείς μου είχανε μετατρέψει
το ένα σε ξενοδοχείο από το 1934 και το οποίο ήτανε και το μόνο
ξενοδοχείο τότε, τουλάχιστο στο νότιο νησί. Βρήκα μια ασυνήθιστη
αναστάτωση, ήτανε όλοι στο πόδι. Τι είχε συμβεί;;…. Από το αεροπλάνο
είχανε πέσει 11 κομάντος αλεξιπτωτιστές, Βρετανοί. Δέκα υπαξιωματικοί,
με επί κεφαλής ένα υπολοχαγό ονόματι Thomson…(πρέπει εδώ να κάνω μία
διευκρίνιση κι αυτό, γιατί όλοι οι άλλοι συγγραφείς μιλάνε για 8
αλεξιπτωτιστές, λοιπόν, οι αλεξιπτωτιστές ήτανε 11, απλά, τους τρεις,
όπως εξηγώ αμέσως πιο κάτω, με τους οποίους εγώ έτρεχα όσο χρόνο μείναμε
στο νησί, δεν τους έβλεπαν και δεν τους προσμετρούσε κανείς κι έτσι
έμεινε η εντύπωση για 8). Μόλις λοιπόν τούς τακτοποίησαν στα δωμάτια,
πήγα κ’ ‘γω στο δικό μου και αμφιβάλλω αν από τις εντυπώσεις και την
αγωνία έκλεισα μάτι.. Πάντως το πρωί που κυκλοφόρησα και πήγα στους
«δικούς μας», μού είπανε ότι με ψάχνουνε οι ιθύνοντες. Πήγα, τούς βρήκα
και μού ανήγγειλαν ότι ο Thomson, ζήτησε ένα δικό μας, από την οργάνωση,
για οδηγό και σύνδεσμο. Ο σύνδεσμος έπρεπε να μιλάει Αγγλικά ή Ιταλικά.
Μιλούσα Ιταλικά από παιδί, που κατόρθωσε να μού μάθει η μακαρίτισσα η
μάνα μου, που ήτανε από τη Σμύρνη και είχε τελειώσει το Ομήρειο
διδακτήριο, εκεί, εκτός από άψογα Ελληνικά, είχε διδαχθεί και Γαλλικά
αλλά και Ιταλικά. Τα Γαλλικά δεν τα αποδέχτηκα, όμως μπόρεσε και μου
έμαθε Ιταλικά, με τα οποία με καλοδέχτηκε ο Thomson, γιατί μ’ αυτά
μπορούσαμε να συνεννοούμαστε πάρα πολύ ικανοποιητικά..
Μετά
από λίγο φύγαμε με τον Thomson και δύο ακόμη δικούς του, προς κάποιους
προορισμούς που αυτός υπεδείκνυε. Για δύο και μισή μέρες τριγυρίσαμε όλο
το νότιο μισό του νησιού. Κυριολεκτικά με ξεποδαριάσανε. Το τελευταίο
απόγευμα μού λέει κάποια στιγμή: «Τώρα θα πάμε στην Αγία Πελαγία»!!!!
Ορίστε;;; (αυτό το ’πα από μέσα μου). Πάντως δε χάρηκα καθόλου και τού
είπα ότι η Αγία Πελαγία απέχει 25χλμ. Με καθησύχασε λέγοντας μου: Όχι σ΄
αυτή, σε μια άλλη, που δεν πρέπει να είναι πιο μακριά από μία ώρα.
Συνήλθα, γιατί θυμήθηκα την πράγματι κοντινή μας Αγία Πελαγία στη
Φελλωτή προς την οποία φύγαμε αμέσως. Και εδώ συνεχίστηκε το
ξεποδάριασμα, γιατί ψάξαμε όλη την ευρύτερη παραλιακή ζώνη και το
σούρουπο μάς οδήγησε στο παραλιακό σημείο, που αυτός είχε επιλέξει,
λέγοντας μας «εδώ θα κάτσουμε». Είχε πια σχεδόν νυχτώσει, η κάλμα που
επικρατούσε τη νύχτα της 10ης προς 11η του μήνα συνεχιζότανε, το σημείο
που είχε επιλέξει για να καθίσουμε είχε μέτωπο προς την ανατολή και το
φεγγάρι αυτή τη μέρα ήτανε κατά τρεις μέρες πιο γεμάτο και ακριβώς
απέναντί μας.. Ακριβώς μπροστά μας ήτανε μια λουρίδα θάλασσα, στην
πραγματικότητα ένας υγρός καθρέφτης, τον οποίο το απέναντι φεγγάρι τον
έβαφε χρυσοκόκκινο. Καθόμασταν αμίλητοι και απολαμβάναμε αυτή την ανεπανάληπτη, θεσπέσια εικόνα που είχαμε μπροστά μας, ο Thomson, δεν ήτανε καθόλου ομιλητικός και έτσι την απόλυτη ησυχία δεν την διατάρασσε τίποτα.
Κάποια
στιγμή, σε μισή ώρα περίπου απ’ όταν είχαμε καθίσει εκεί, ξαφνικά, ένα
μακρύ κανό με ένα επιβάτη και ένα μόνο κουπί παρουσιάστηκε μπροστά μας
και διατάραξε την απόλυτη ηρεμία του χρυσοκόκκινου καθρέφτη, που δε
χορταίναμε να παρατηρούμε. Αμέσως ο υπολοχαγός έβγαλε ένα φακό από το
σακίδιό του και μ’ αυτόν έκανε κάποια σινιάλα προς το κανό, απ’ όπου
αμέσως πήρε απάντηση. Στη συνέχεια σηκώθηκε και τράβηξε προς την κοντινή
μας αμμουδιά, που ήτανε λίγο πιο πέρα και προς την οποία πήγαινε και το
κανό. Αντάλλαξε κάποιες κουβέντες με το μουσαφίρη και επέστρεψε σε μας,
να μάς πει να πάμε μαζί του στην παραλία, γιατί θα ερχότανε βάρκα να
μας πάρει…Είχε έλθει
τορπιλάκατος και όπως αργότερα, που ο Thomson έγινε κάπως πιο ομιλητικός
μού εξήγησε, αυτά τα σκάφη, όταν προσέγγιζαν περιοχές, από άγνωστες ως
επικίνδυνες, έσβηναν τις θορυβώδεις ντιζελομηχανές και συνέχιζαν
κινούμενα από ηλεκτροκινητήρα, τον οποίο τροφοδοτούσαν μπαταρίες.
Έτσι η κίνηση ήτανε εντελώς αθόρυβη. Τα φώτα εν τω μεταξύ, λόγω
πολέμου, σβηστά- (black out), οπότε η τορπιλάκατος ήτανε στα 500 μέτρα
και δεν είχαμε πάρει χαμπάρι τίποτα.
Εμείς
από την οργάνωση είχαμε ειδοποιηθεί ότι τώρα πια κάποια στιγμή θα
έλθουνε οι δικοί μας απ’ «έξω». Μάς είχανε εξηγήσει ότι θα πρέπει να
τούς υποδεχτούμε με εγκαρδιότητα και αγάπη, γιατί κι αυτοί είχανε
πολεμήσει για τους ίδιους σκοπούς που πολεμήσαμε και μεις, ενάντια στον
ίδιο εχθρό κ.τ.λ. Ακόμη ότι θα πρέπει να τούς υποδεχτούμε με αγκαλιές
και φιλιά κ.ά. Εμείς αυτά τα είχαμε εντελώς συνειδητοποιήσει κι έτσι
μόλις εγώ μπήκα στο καραβάκι όλους τούς αγκάλιαζα και τούς φιλούσα και
σας βεβαιώνω με απόλυτη ειλικρίνεια, ότι και όλοι οι ναύτες και οι
αξιωματικοί του καραβιού με υποδέχτηκαν με τα ίδια αισθήματα, εγώ
τουλάχιστον δεν εντόπισα καμία υποκρισία. Με τον Υπολοχαγό προσπαθήσαμε
να πείσομε τον κυβερνήτη να πάμε στο Καψάλι, αφού δεν υπήρχε κανένας
κίνδυνος. Αυτός στην αρχή ήτανε κάπως δισταχτικός, αλλά τελικά επείσθη
και ξεκινήσαμε κάποια στιγμή για το μικρό αυτό ταξίδι όχι περισσότερο
από 4 μίλια. Φτάσαμε γρήγορα, φουντάραμε τούς χαιρετίσαμε και ρίξανε τη
βάρκα για να μάς βγάλουνε έξω.
Ανεβαίνοντας
προς τη Χώρα πήρα θάρρος και ρώτησα τον Υπολοχαγό κάποια πράγματα που
με είχαν εντυπωσιάσει κι αυτός, επί τέλους, απαντούσε. Κάποια στιγμή μου
είπε να πάω μαζί τους την επομένη, που θα φεύγανε για Ιταλία και σε
δυο-τρεις μέρες θα επιστρέφαμε. Δεν δέχτηκα την πρόσκληση, αφού, εμείς
όπως νόμιζα, ουσιαστικά το σκοπό μας τον είχαμε εκπληρώσει.
Τη άλλη μέρα φύγανε.
Οι
επόμενες μέρες κυλήσανε ήρεμα και φτάσαμε στο απόγευμα της 15ης του
μηνός. Με κάποιους φίλους ήμασταν στην Πλατεία. της Χώρας. Ξαφνικά
κάποιος από την παρέα παρατηρεί κάτι στο βάθος της προς τη δύση
θάλασσας, προς την οποία είχαμε απεριόριστη ορατότητα. Μάς το είπε και
στρέψαμε όλοι την προσοχή μας προς τα κει, όπου δεν αργήσαμε να
αναγνωρίσουμε ότι διαγράφονταν σιλουέτες βαποριών, τα οποία είχαν
κατεύθυνση προς το νησί. Σε λίγο ακόμη τα βαπόρια φάνηκαν καλύτερα,
φάνηκε ότι ήταν πολλά και διαρκώς στο βάθος παρου-σιαζόντουσαν κι άλλα.
Σταθήκαμε παρατηρώντας για κάμποση ώρα και όταν ύστερα από λίγο
υποπτευθήκαμε ότι τα βαπόρια κρατούνε πορεία προς το Καψάλι,
ξαμοληθήκαμε όλοι και άλλοι πήραν κατεύθυνση προς το Κάστρο, άλλοι προς
το Καψάλι και άλλοι προς διάφορα σημεία με πολλή καλή ορατότητα. Πολλά
από τα βαπόρια μπήκαν στο όρμο του Καψαλιού και όσα απ’ αυτά ήταν
αποβατικά πλησιάσανε έξω κι έξω στην αμμουδιά, όπου βγάλανε αμέσως
αυτοκίνητα, κυρίως τζιπάκια κ.ά.. ελαφρά οχήματα.
Εγώ
ήμουνα μ’ αυτούς που πήγαμε στο Καψάλι. Βέβαια η ατμόσφαιρα έγινε
αμέσως πανηγυρική, εορταστική, χαρούμενη. Σε 2-3 μέρες με άλλα βαπόρια,
που διαρκώς πήγαιναν και ερχόντουσαν, ήρθανε και οι πρώτοι δικοί μας,
Έλληνες, οι οποίοι αυτοί οι πρώτοι ήτανε Ιερολοχίτες. Εμείς μέρες πριν,
που άρχισε να διαφαίνεται ότι κάποια στιγμή θα έλθουν οι σύμμαχοι, οι
δικοί μας, είχαμε γεμίσει τους τοίχους με συνθήματα, όπως:
«Καλώς ήρθατε, αγαπημένα μας αδέλφια» ΕΑΜ.
«Καλώς ήρθατε, ηρωικοί μας σύμμαχοι» ΕΑΜ.
Δεν
μπορώ να σάς περιγράψω την απογοήτευση και πικρία μας, όταν είδαμε
κάποιους Ιερολοχίτες να πηγαίνουν τελείως εν ψυχρώ να κλωτσάνε με μανία
το σημείο του τοίχου που έγραφε ΕΑΜ, για να το γκρεμίσουνε και να
εξαλειφθεί το ΕΑΜ.
Πολλοί από μας, όπως κι εγώ ψιθυρίσαμε: «Παναγιά μου τι μας περιμένει».
Αυτή η κίνηση κράτησε η ίδια μέχρι τις 26
του Σεπτέμβρη, όπου εκείνη τη μέρα το απόγεμα ήρθε στο Καψάλι κάποιο
Αγγλικό αντιτορπιλικό προερχόμενο από το Μπάρι, το οποίο μετέφερε τον
τότε Υπουργό της Κυβέρνησης εξωτερικού Παναγιώτη Κανελλόπουλο μαζί με
κάποιους αξιωματικούς Έλληνες και κάποιους στρατιώτες συνοδούς. Στον
Κανελλόπουλο έγινε υποδοχή και δεξίωση, έμεινε το βράδυ στα Κύθηρα και
την επομένη έφυγε για την Καλαμάτα. Την ίδια μέρα, 27/9/44, το πρωί στις
10 έπιασε στο Καψάλι το Ελληνικό Αντιτορπιλικό «Θεμιστοκλής», το οποίο,
μαζί με δύο ακόμη Αγγλικά αντιτορπιλικά, φέρανε μια μοίρα του Ιερού
Λόχου, 550 περίπου άνδρες. Γίνανε υποδοχές, τελετές και άλλες
εκδηλώσεις, μέχρι και τις 5 Οκτωβρίου, όπου έφυγαν και τα τελευταία
συμμαχικά καράβια.
Στο
νησί από κει ΄και μετά και μέχρι τις 18 Ιανουαρίου του 1945 παρέμεινε η
πολιτοφυλακή του ΕΑΜ, η οποία ήταν και το μόνο όργανο τάξης στο νησί.
Αργότερα οι εξελίξεις ήταν αυτές που ίσχυσαν και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
και λίγο πολύ τις γνωρίζουμε όλοι.
Μανόλης Δαπόντε
http://manolisdaponte.blogspot.com
ΦΩΤΟ-ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΩΤΑ ΠΟΛΙΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου