Η άλωση της Μονεμβασιάς από τους επαναστημένους Ελληνες το 1821 τα είχε όλα. Προδοσία, ίντριγκες, ωμότητα που έφτασε μέχρι την κτηνοβασία και ελληνοτουρκική συνεργασία που οδήγησε στη λύση της πολιορκίας.
Διακόσια χρόνια μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης η ελληνική πολιτεία αναμένεται να γιορτάσει, παρά τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν, εξαιτίας της πανδημίας, με πανηγυρικό και ενθουσιώδη τρόπο την έναρξή της, με πολλές και ποικίλες εκδηλώσεις και δράσεις διαφορετικού περιεχομένου και βεληνεκούς. Ένας εορτασμός που μεταξύ άλλων, αποτελεί σημαντική ευκαιρία να αναψηλαφήσουμε εκ νέου τα πολλαπλά μονοπάτια έρευνας και σκέψης γύρω από τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, αλλά και τους όρους που εκείνη η περίοδος έθεσε για την ίδρυση και τη μετέπειτα πορεία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Άλλωστε, το ξέσπασμα της Επανάστασης και τα χρόνια που ακολούθησαν, αποτέλεσαν το διάστημα εκείνο που συγκρότησε τη βάση δημιουργίας ενός νέου κράτους στα Νότια της Βαλκανικής χερσονήσου, του ελληνικού κράτους.
Θα ανέμενε βέβαια κανείς μια προσπάθεια τέτοιου μεγέθους να εντάξει στο πλαίσιο της μια συνολική κριτική αποτίμηση και μια πορεία ενδοσκόπησης στο πλαίσιο ενός ουσιαστικού αναστοχασμού της ιστοριογραφικής φιλολογίας για όλα αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν σε σχέση με αυτό το σπουδαίο, γεγονός. Αυτή η προσπάθεια θα σηματοδοτούσε στο βαθμό που θα γινόταν κάτι τέτοιο, μια απόπειρα «γεφύρωσης» ανάμεσα στην προσέγγιση που ακολουθεί η επιστημονική κοινότητα για τα γεγονότα του 1821, και η οποία σε πολλά από τα ζητήματα που μελετά έχει καταλήξει, με αυτό που ονομάζουμε «δημόσια» ιστορία και πολύ περισσότερο, με αυτό που προσδιορίζεται ως «σχολική» ιστορία. Δυστυχώς σε αυτό επίπεδο, το κενό παραμένει σημαντικό και έως τώρα αγεφύρωτο.
Τα διακόσια χρόνια ήταν μια καλή ευκαιρία να αποτελέσουν μέρος ενός ευρύτερου προβληματισμού, καθώς σκοπός της Ιστορίας δεν είναι να φτιάξει ενιαία αφηγηματικά σύνολα, με στρογγυλοποιήσεις, χωρίς γωνίες και αιχμές. Αντίθετα, είναι να καταδείξει αυτή τη συνθετότητα και την πολυπλοκότητα των φαινόμενων, αφού οι κοινωνίες συνιστούν ιδιαίτερα σύνθετα φαινόμενα και ως τέτοιες έχει αξία να μελετώνται. Η ενασχόληση με την ιστορία έχει σημασία όταν ανοίγει ερωτήματα τροφοδοτώντας τη σκέψη και όχι να δίνει έτοιμες λύσεις και απαντήσεις.
Στάθης Κουτρουβίδης, ιστορικός
Πώς έπεσε η Μονεμβασιά: Μία σχεδόν απίστευτη αλλά πέρα για πέρα αληθινή ιστορία
Η άλωση της Μονεμβασιάς κατά τους πρώτους μήνες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 δεν κατέχει στην ελληνική ιστοριογραφία δεσπόζουσα θέση, όπως αυτή που κατέχει ας πούμε η άλωση της Τριπολιτσάς (επιτυχία που εδραίωσε την Επανάσταση στην Πελοπόννησο) ή η άλωση της Καλαμάτας που ήταν η πρώτη στρατηγικά μεγάλη νίκη των επαναστατημένων.
Ωστόσο όσα συνέβησαν στη Μονεμβασιά τους πρώτους μήνες του 1821 έχουν ξεχωριστή σημασία και αξίζει να φωτιστούν σήμερα που συμπληρώνονται 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Πέρα από το γεγονός ότι η ελληνική επικράτηση στην καστροπολιτεία στο νοτιοανανατοικό άκρο της Πελοποννήσου αποτέλεσε μία ακόμη επιτυχία των επαναστατημένων, συμπεριλαμβάνει γεγονότα χαρακτηριστικής τραγικότητας, απίστευτης ωμότητας ενώ την ίδια ώρα η προσεκτική μελέτη τους σπάει πολλές φορές τα στερεότυπα με τα οποία μεγάλωσαν γενιές και γενιές Ελλήνων. Η ιστορία (και στην Μονεμβασιά) ξεπερνά με άνεση τα απλοϊκά σχήματα των «καλών Ελλήνων» και των «κακών Τούρκων» καθώς αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά ότι οι καταστάσεις είναι συνήθως πιο σύνθετες και δεν υπακούουν μόνο σε «εθνοκεντρικές» προσεγγίσεις.
Η Μονεμβασιά το 1821
Το δίχως άλλο η Μονεμβασιά αποτελούσε μία ιδιάζουσα περίπτωση στην υπό την Οθωμανική διοίκηση Πελοπόννησο. Όπως βεβαιώνουν οι ιστορικές πηγές, οι Έλληνες της μικρής πόλης ήταν πολύ λιγότεροι από τους Τούρκους (150 άτομα συνολικά οι Έλληνες, πάνω από 1000 οικογένειες Τούρκων), ωστόσο ήταν γεγονός ότι οι Τούρκοι είχαν ασπαστεί πλήρως τα ήθη και τα έθιμα (αλλά και τον τρόπο ζωής) των Ελλήνων σε ένα παράξενο ιστορικό καπρίτσιο.
Η μόνη διαφορά που χώριζε τους δύο πληθυσμούς ήταν η θρησκευτική, ωστόσο ακόμα και αυτή δεν στάθηκε εμπόδιο για μία ειρηνική ελληνοτουρκική συνύπαρξη σε μία περιοχή που χαρακτηριζόταν σε κάθε περίπτωση από έντονη φτώχεια και η επιβίωση ήταν η απόλυτη προτεραιότητα. Είναι επίσης χαρακτηριστικό και αξίζει να το αναφέρουμε ότι πολλοί από τους Τούρκους της Μονεμβασιάς είχαν ελληνική καταγωγή, οι ρίζες τους δηλαδή προέρχονταν από Έλληνες που εξισλαμίσθηκαν για «να αποφύγουν την πίεσιν των πρώτων χρόνων της δουλείας» όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Δ. Κόκκινος στο μνημειώδες εξάτομο έργο του «Η Ελληνική Επανάσταση».
Οι σχεδόν αρμονικές σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων στη Μονεμβασιά δεν εμπόδισαν το ξέσπασμα της Επανάστασης και στη συγκεκριμένη περιοχή. Έτσι και αλλιώς υπήρχαν Έλληνες μυημένοι στην Φιλική Εταιρία οι οποίοι, μόλις δόθηκε το έναυσμα, έβαλαν στις ράγες τη σχετική διαδικασία. Παρά το γεγονός ότι από καιρό υπήρχε έντονη φημολογία ότι επίκεται εξέγερση των ραγιάδων Ελλήνων, οι αγάδες της Μονεμβασιάς δεν ανησύχησαν διόλου. Η φημολογία άλλωστε αποδόθηκε σε ραδιουργίες του Αλή Πασά που εκείνη την περίοδο μαχόταν εναντίον της Υψηλής Πύλης (πολλά τουρκικά στρατεύματα ήταν απασχολημένα στις μάχες εναντίον του Αλή στην ευρύτερη περιοχή των Ιωαννίνων).
Ωστόσο όταν έφτασαν τα νέα για την κήρυξη της επανάστασης πρώτα στη Μάνη και μετά στο Γύθειο, οι Τούρκοι της Μονεμβασιάς συνειδητοποίησαν την πραγματικότητα. Αμέσως κλείστηκαν στο φρούριο της πόλης (στη σημερινή καστροπολιτεία που βρίσκεται στο μεγάλο βράχο της Μονεμβασιάς) αφού ήδη τους πολιορκούσαν σώματα ενόπλων Μανιατών στα οποία τις επόμενες ημέρες προστέθηκαν και νέα από άλλα μέρη της ευρύτερης περιοχής. Ηγούνται των εν λόγω (άτακτων) σωμάτων οπλαρχηγοί όπως ο Πιέρρος Μαγγιόρος Γρηγοράκης στον οποίο δίνεται και η Γενική Αρχηγία της επιχείρησης. Γίνεται σαφές δηλαδή ότι απουσιάζει μία κεντρική διοίκηση η οποία θα έχει και την τελική ευθύνη και το βάρος πέφτει στους οπλαρχηγούς οι οποίοι φυσικά έχουν τις δικές τους προσωπικές επιδιώξεις που έχουν να κάνουν και με τη λαφυραγωγία. Μαζί με τους Τούρκους, τέλος, στο φρούριο κλείστηκαν και ελληνικές οικογένειες.
Οι δυσκολίες της επιχείρησης και η πρώτη τουρκική έξοδος
Η προσπάθεια άλωσης ενός κάστρου, όπως ήταν αυτό της οχύρωσης της Μονεμβασιάς, για τους πολιορκητές δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση εκτός των άλλων, διότι δεν είχαν γνώση σχετικά με το πώς πολεμούν τον εχθρό με οργανωμένο τρόπο. Πέρα όμως απ’ όλα αυτά, την πολιορκία της Μονεμβασιάς δυσχέραινε η ιδιαίτερη μορφολογία της που την μετέτρεπε σε απόρθητο, φυσικό οχυρό. Είχε το προηγούμενο διάστημα ενισχυθεί με σημαντικές παρεμβάσεις εκ μέρους των Ενετών.
Επίσης, εντός του φρουρίου ο αριθμός των Τούρκων ανερχόταν στους 4.000 με αρκετά πολεμοφόδια και τρόφιμα. Μαζί με τους Μονεμβασίτες Τούρκους κλείστηκαν στο κάστρο και οι Τούρκοι από τις γειτονικές πόλεις, τους Μολάους, και από τα χωριά Πάκια, Συκιά, Φοινίκη και ακόμα 60 ακόμα οικογένειες Βαρδουνιωτών Τούρκων που δεν ακολούθησαν τους υπόλοιπους Βαρδουνιώτες που είχαν καταφύγει στην Τριπολιτσά και ορισμένοι Χριστιανοί κάτοικοι που ξέμειναν στο εσωτερικό της οχύρωσης.
Στις 28 Μαρτίου επιχείρησαν έξοδο για να καταφέρουν να πολλαπλασιάσουν τα πολεμοφόδιά τους χωρίς ωστόσο επιτυχία και γρήγορα αναγκάστηκαν να επιστρέψουν έχοντας μάλιστα και κάποιες σημαντικές απώλειες. Οι πολιορκητές αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια από τους Σπετσιώτες για να μην αντιμετωπίσουν πάλι ανάλογα φαινόμενα. Οι Σπετσιώτες ανταποκρίθηκαν αμέσως και έστειλαν μοίρα με έντεκα πλοία για να γίνει ακόμα πιο στενός ο κλοιός εναντίον των Τούρκων.
Τα προβλήματα που άρχισαν να αντιμετωπίζουν οι πολιορκημένοι δεν άργησαν να φανούν. Η έλλειψη τροφίμων αλλά κυρίως η έλλειψη νερού αύξανε τα προβλήματά τους. Αλλά ο ανεφοδιασμός και των πολιορκητών δεν ήταν εύκολος και παρά την πρόσκαιρη ενίσχυσή του από τους Σπετσιώτες, δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστεί χωρίς τροφοδοσία. Η έλλειψη και στις δύο πλευρές ήταν κυρίως σε σιτάρι.
Τα εφόδια των πολιορκημένων έφταναν για δύο μήνες, ενώ δεν υπήρχαν και οικόσιτα ζώα, λόγω της μορφολογίας του εδάφους. Τα τρόφιμα γρήγορα εξαντλήθηκαν ενώ και το νερό λιγόστευε. Στις 18 Μαΐου 150 περίπου αποκλεισμένοι τούρκοι επιχείρησαν έξοδο καταλαμβάνοντας ένα πλοιάριο που είχε ελλιμενιστεί και κατόρθωσαν να αποσπάσουν τη γέφυρα από τους επιτιθέμενους, χωρίς όμως να καταφέρουν κάτι άλλο.
Ένας Έλληνας αναπτερώνει το ηθικό των Τούρκων πολιορκημένων (και τιμωρείται σκληρά)
Η έλευση στην πολιορκία του Έλληνα Παναγιώτη Μερτσάνη από το Ναύπλιο με υπογεγραμμένες επιστολές που επιβεβαίωναν ότι ο Κεχαγιάμπεης έχει πετύχει σημαντικές επιτυχίες, αναπτέρωσε τις ελπίδες των πολιορκημένων με αποτέλεσμα να σχεδιάζουν νέες κινήσεις απεμπλοκής αλλά και αντεπίθεσής τους.
Μετά την έλευση του Μερτσάνη, του οποίου η οικογένεια είχε κλειστεί στο φρούριο, οι αποκλεισμένοι Τούρκοι επιχείρησαν έξοδο με 172 μαχητές με σκοπό να δημιουργήσουν σύγχυση στο στρατόπεδο των Ελλήνων και να τους καθηλώσουν ανάμεσα σε δύο πυρά. Η αποτυχία αυτής της εξόδου οδήγησε τους Οθωμανούς να αναμένουν την παρέμβαση των υπολοίπων Τούρκων η οποία όμως δεν θα ερχόταν ποτέ καθώς ο Κεχαγιάμπεης είχε εν τω μεταξύ ηττηθεί (κάτι που οι πολιορκούμενοι αγνοούσαν).
Ο Μερτσάνης βρέθηκε στις γραμμές των Τούρκων που επιχείρησαν την έξοδο και αιχμαλωτίστηκε από τους Μανιάτες και τους Σπετσιώτες που είχαν σπεύσει σε καταδίωξή τους. Η τιμωρία του Ναυπλιώτη Έλληνα από τους συμπατριώτες του για την προδοτική, όπως αποδείχθηκε, στάση του ήταν παραδειγματικά σκληρή. Ο Μερτσάνης δέθηκε στο στόμιο ενός μεγάλου πυροβόλου και με την εκπυρσοκρότηση τα μέλη του διαλύθηκαν στην ακτή που περιβάλλει το φρούριο.
Η πείνα μέχρι κανιβαλισμού στο φρούριο και ο ωμός ταξικός διαχωρισμός
Για να συνεχίσουν να διατηρούνται σε στοιχειωδώς ανεκτή κατάσταση, οι πολιορκούμενοι (Τούρκοι και λιγοστοί Έλληνες) αποφάσισαν να τραφούν με κεχρί το οποίο διαμοίραζαν σε ίσες μερίδες. Οι Τούρκοι αγάδες επέτρεπαν να φεύγουν από τους αποκλεισμένους χριστιανοί και μουσουλμάνοι για να μειώνεται ο πληθυσμός στο εσωτερικό προκειμένου να μπορεί να συντηρηθεί περισσότερο. Στην πορεία όμως αυτό απαγορεύτηκε, επομένως η κατάσταση συνεχώς χειροτέρευε.
Οι ισχυροί Τούρκοι βλέποντας και τις δυνάμεις να λιγοστεύουν, αλλά κυρίως τις ελπίδες τους να μειώνονται αποφάσισαν να κλειστούν στο πάνω τμήμα του κάστρου κρατώντας και όλες τις τροφές για αυτούς, αναγκάζοντας το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να τρέφεται εκτός από κεχρί και με ακάθαρτα ζώα (γαϊδούρια, σκύλους, μέχρι και ποντίκια!) Στη συνέχεια οι πεινασμένοι άρχισαν να καταναλώνουν μέχρι και τις ρίζες από τα φραγκόσυκα τηγανίζοντάς τες με λάδι.
Τόση ήταν η πείνα των αποκλεισμένων που άρχισαν να κανιβαλίζουν. Παιδιά (συνολικά επτά τουρκόπουλα), που βρέθηκαν χωρίς τους γονείς τους στα στενά της καστροπολιτείας, σφαγιάστηκαν και φαγώθηκαν από τους εγκλείστους αφού πλέον δεν υπήρχε άλλη επιλογή επιβίωσης. Η ακατάλληλη διατροφή εν τω μεταξύ προκάλεσε ενδημικές νόσους που άρχισαν να αποδεκατίζουν τον πληθυσμό.
Παρέμβαση Υψηλάντη-Η διαφωνία στις τάξεις των Ελλήνων
Στις 9 Ιουνίου 1821 η Πελοποννησιακή Γερουσία έστειλε επίσημη επιστολή στους πολιορκημένους ζητώντας τους να παραδοθούν στις ελληνικές δυνάμεις και να αποχωρήσουν χωρίς προβλήματα. Η άφιξη του Δημητρίου Υψηλάντη διαμόρφωνε νέες συνθήκες στην ηγεσία της Επανάστασης τους πρώτους μήνες αυτής. Ο Υψηλάντης αποτελούσε το πρόσωπο που ενέπνεε εμπιστοσύνη στους πολιορκημένους Τούρκους, προκειμένου εάν χρειαζόταν να προχωρήσουν σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, σε αντίθεση με τους πρόκριτους της Πελοποννησιακής γερουσίας ή τους οπλαρχηγούς που βρίσκονταν απέξω από τα τείχη της πόλης τους οποίους οι αγάδες συνέχισαν να θεωρούν «ραγιάδες».
Από την πλευρά των αποκλεισμένων ανέλαβε ο Ιμπραήμ μπουλούκμπασης να συζητήσει για την παράδοση της πόλης, τη φυγή τους με τα όπλα και την ασφαλή μετάβασή τους στο Ναύπλιο. Ο Υψηλάντης όρισε ως διαπραγματευτή τον ακόλουθό του πρίγκιπα Αλέξανδρο Καντακουζηνό να συνεχίσει εκ μέρους του τις διαπραγματεύσεις. Μεταξύ άλλων ο Καντακουζηνός, όταν έφτασε στο σημείο της πολιορκίας συνοδευόμενους από περίπου 1000 άνδρες, αξίωσε από τους πολιορκούμενους να πληρώσουν το κόστος της πολιορκίας αξίωση που απορρίφθηκε. Από την πλευρά του ο Έλληνας εκπρόσωπος απέρριψε τουρκική πρόταση σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε να παραδοθεί η πόλη αλλά όχι και το φρούριο. Ήταν μία στρατηγικά επιβεβλημένη κίνηση καθώς δεν ήταν δυνατόν το φρούριο της πόλης να παραμείνει σε τουρκικά χέρια.
Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, με την άρνηση του Καντακουζηνού, διαφώνησαν οι Έλληνες πολιορκητές. Ο λόγος ήταν καθαρά πρακτικός. Οι Μανιάτες οπλαρχηγοί, προκειμένου να πείσουν τους πολεμιστές να συνδράμουν στην επιχείρησης της άλωσης, τους είχαν υποσχεθεί πλούσια λαφυραγωγία. Αδημονώντας γι’ αυτό οι πολιορκητές πρότειναν άμεση έφοδο, ωστόσο ο πιο ψύχραιμος Καντακουζηνός απέρριψε το αίτημα και εν τέλει κατόρθωσε να επιβάλλει τη θέλησή του τα πλήθη. Οι μαχόμενοι, θα πρέπει να τονιστεί, δεν συγκροτούσαν τακτικό στρατό στον οποίο η πειθαρχία στους ανωτέρους είναι βασική προϋπόθεση της λειτουργίας του. Αποτελούσαν, αντίθετα, ανοργάνωτα τμήματα ενόπλων που είχαν πάντα κατά νου και το κέρδος.
Η ενδοτουρκική διένεξη οδηγεί στη λύση
Εντός του φρουρίου η κατάσταση είχε γίνει εντελώς απελπιστική. Οι διαθέσιμες επιλογές για τους πολιορκημένους είχαν λιγοστέψει. Διαπραγματευτικά οι Έλληνες είχαν σαφώς το πάνω χέρι και διέθεταν ευχέρια κινήσεων. Απελπισμένοι Τούρκοι έφταναν τώρα κοντά στις ελληνικές γραμμές συνοδευόμενοι από Έλληνες τους οποίους μεταμφίεζαν σε μουσουλμάνους ζητώντας έλεος. Μ’ αυτόν τον τρόπο φυγαδεύτηκαν οι περισσότεροι Έλληνες ενώ εντός φρουρίου παρέμειναν τελικά μόλις έξι ελληνικές οικογένειες των οποίων όμως ο ρόλος αποδείχθηκε κομβικός στη συνέχεια. Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι που δεν είχαν καταφύγει με τους αγάδες στο επάνω φρούριο έχασαν και τη μοναδική πηγή νερού η οποία έπεσε, μετά από σύντομη μάχη, σε ελληνικά χέρια.
Οι αγάδες, παρά το γεγονός ότι διέθεταν και τρόφιμα και νερό, αντιλήφθηκαν ότι η θέση τους ήταν εξίσου δύσκολη μ’ αυτή των υπόλοιπων Τούρκων (αν και ακόμα όχι οριακή). Επιχείρησαν τότε να χρησιμοποιήσουν τους εναπομείναντες Έλληνες του φρουρίου ως ομήρους. Τους κάλεσαν πράγματι να ανέβουν στο επάνω φρούριο, δήθεν για να τους δοθούν τρόφιμα. Τότε η κοινή μοίρα αλλά και δράση των απελπισμένων Ελλήνων και Τούρκων λειτούργησε σωτήρια για τους Έλληνες. Πριν ανέβουν στο επάνω φρούριο, οι έξι ελληνικές οικογένειες ζήτησαν τη γνώμη των Τούρκων. Εκείνοι, σοφά σκεφτόμενοι, τους απέτρεψαν είτε γιατί υπήρχε μεγάλο συναισθηματικό δέσιμο μεταξύ τους είτε γιατί φοβούνταν ότι με τους Έλληνες ομήρους, η οργή που θα γνώριζαν από τους πολιορκητές όταν η πόλη θα έπεφτε θα ήταν πολύ σκληρή.
Τα πλήθη των πεινασμένων πέρασαν στην αντεπίθεση και εφάρμοσαν τέχνασμα που τελικά αποδείχθηκε καταλυτικό στις εξελίξεις. Εν τω μεταξύ, είχε προηγηθεί η εκ νέου άρνηση του Καντακουζηνού να δεχθεί τις τουρκικές προτάσεις λέγοντας χαρακτηριστικά στους Έλληνες πολιορκημένους, αντιπροσωπεία των οποίων τον επισκέφθηκε, ότι «λυπάται πολύ που δεν μπορεί να τους σώσει και ότι τα ονόματά τους θα αναγραφούν από την ευγνωμονούσα πατρίδα εις τη σειράν των θυσιασθέντων υπέρ αυτής».
Τότε ακριβώς μπήκε σε εφαρμογή το τέχνασμα έτσι ώστε να «σπάσει» η αδιαλλαξία των Τούρκων αγάδων. Οι Τούρκοι του κάτω φρουρίου ενημέρωσαν τους αγάδες ότι τελικά ο Καντακουζηνός δεχόταν να παραδοθεί μόνο η πόλη και όχι το φρούριο. Χρειαζόταν όμως, τάχα, να υπογράψουν και οι ίδιοι τη σχετική συνθήκη. Γι’ αυτό ζητούσαν την άδεια (οι Τούρκοι του κάτω φρουρίου) να εισέλθουν στο άνω φρούριο για να επιδείξουν τα σχετικά έγγραφα. Το κόλπο έπιασε. Οι φρουροί των αγάδων άνοιξαν τις πύλες και τότε τα πληθη των «από κάτω» Τούρκων εισέβαλλαν στο άνω φρούριο απαιτώντας μία κοινή λύση για όλους τους πολιορκούμενους. Τη λύση αυτή τελικά την επέβαλλαν. Η κίνηση των Ελλήνων να ζητήσουν την τουρκική γνώμη και να μην μετατραπούν σε εργαλείο των Τούρκων αγάδων αποδείχθηκε, όπως τονίστηκε και παραπάνω, καταλυτική. Η ελληνοτουρκική συνεργασία των από κάτω υποχρέωσε τους αγάδες σε συνθηκολόγηση!
Αμέσως ο Καντακουζηνός έστειλε όρους στους αγάδες αλλά και στον υπόλοιπο πληθυσμό. Σύμφωνα μ’ αυτούς οι Τούρκοι ήταν ελεύθεροι να πάνε όπου ήθελαν αρκεί να άφηναν στα φρούρια τον οπλισμό τους. Μπορούσαν επίσης να μεταφερθούν στα Κύθηρα που όπως όλα τα επτάνησα βρίσκονταν υπό αγγλική διοίκηση. Μ’ ένα τέχνασμα όμως ο Καντακουζηνός απέφυγε αυτό το ενδεχόμενο γράφοντας στον Άγγλο διοικητή του νησιού ότι ο τουρκικός πληθυσμός που πιθανώς να εγκαταστείτο στο νησί υπέφερε από μολυσματικές ασθένειες. Εν τέλει οι περισσότεροι Τούρκοι πήραν το (θαλάσσιο) δρόμο για τα παράλια της Μικράς Ασίας. Από τους περίπου 4000 της αρχής της πολιορκίας, είχαν απομείνει εν ζωή 750.
Στις 21 Ιουλίου 1821 υπογράφηκε η παράδοση της πόλης και οι Τούρκοι αγάδες παρέδωσαν τα κλεδιά των φρουρίων στις ελληνικές δυνάμεις. Από τις 23 Ιουλίου και μετά η πόλη βρίσκεται επισήμως σε ελληνικά χέρια είδηση που προκαλεί θύελλα ενθουσιασμού στους ελληνικούς πληθυσμούς της Πελοποννήσου και τρόμο στους Οθωμανούς πολιορκούμενους της Τριπολιτσάς (η οποία λίγο αργότερα θα έπεφτε επίσης στα χέρια των, υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Ελλήνων).
Επιστημονική επιμέλεια: Στάθης Κουτρουβίδης