Η κατάρα ανήκει στο χώρο της μαγείας και συνηθίζεται από την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες μας. Από την κατάρα της μούμιας του Τουταγχαμών, μέχρι την κατάρα των γονέων μας στη νεοελληνική πραγματικότητα. Πολλές φορές οι κατάρες εκστομίζονταν από απλοϊκές γυναίκες και ιδιαίτερα γραϊδια του λαού μας, αλλεπάλληλες και χειμαρώδεις, όπως αυτές που κατέγραψε η λαϊκή μούσα στα Κύθηρα που έχουν γλωσσικό και λαογραφικό ενδιαφέρον. Υπάρχουν κατάρες ειρωνικές και κατάρες εν είδει λογοπαιγνίου π.χ. ναι, νέκρα να σε κόψει, όχι, οχιά να σε φάει, μου άνοιξαν, ν’ ανοίξει ο λάκκος τους κ.τ.λ. Πολλές φορές τις κατάρες συνοδεύουν χειρονομίες και πράξεις μιμικές ή συμβολικές, όπως είναι η μούτζα, ή το χτύπημα του εδάφους με την παλάμη. Η κατάρα συνήθως λέγεται, αλλά πολλές φορές γράφεται για να προφυλάξουν κάτι από κλοπή. Παλαιότερα στα μαθητικά βιβλία που ήταν πολυτιμότατα, οι μαθητές έγραφαν «Ετούτο το βιβλίο είναι δικό μου κτήμα κι όποιος μου το αφαιρέσει, το χεράκι του να πέσει» Στην παρακάτω Τσιριγώτικη ρίμα η παθούσα, θύμα κλοπής, περιέρχεται τους δρόμους και καταριέται φωνάζοντας δυνατά και με φριχτά λόγια το δράστη, συνάμα δε τον απειλεί ότι θα πάει στη μάντισσα του χωριού για να τον αποκαλύψει με τον λούπινα. Δηλαδή πολλές φορές ο λαός προσπαθούσε να ανακαλύψει τον κλέφτη με τρόπο εντελώς μαγικό, που δεν είχε τίποτα το κοινό με ανώτερες δοξασίες περί του θείου. Με ίδιες μεθόδους προσπαθούσαν να αποτρέψουν μια κατάρα. Έπαιρναν λοιπόν αυτές που καταγίνονταν μ’ αυτά το όσπριο λούπινο το έριχναν μέσα σε ένα καντήλι πάνω στο τραπέζι και μουρμούριζαν ακατάληπτα λόγια. Κατόπιν αυτού πίστευαν ότι ο δράστης παρουσίαζε τυμπανισμό και έτσι προδιδόταν η πράξη του.
Είδατε εκειά καμώματα, είδατε καταντία;
δε ξαναματακούστηκε τέτοιου λογού κλεψία!
Όλο το ψωμοτύρι μου κι ενού όργου πλαγιομάνους
και τα βουτυροκάκαδα, ένα ρογί κοντόγιομο
πρωτόρακο για τρίψιμο που το ΄χα για ξαρωστικό,
όλα μου τα σηκώσανε, που Θεέ μου να μη σώσουνε.
Εκειά ‘ μουνε οψές απροσαργά κι έφυγα πρι μουρτζώσει,
κατέω δα το βόρτο μου, πως το ‘χα μανταλώσει!
Μόν’ όποιος μου το άνοιξε, ο λάκκος του ν’ ανοίξει
και η μαυροκουτρούλα του να ν τονε διαλαλήσει!
Το χέρι που μου τ’ άνοιξε να βγάλει συραγκάθι
κι αν έχει ανθρώπους ποτ’ αλλού, μαύρα χαμπάρια να ‘χει!
‘Πο σκοτωμό κι από πνιμό ως το πρωί να σώσει,
γιότσα, κακό να ν τονε βρει και στρόφος να ν του δώσει.
Όπου να ειδώ το χέρι του στην κούνια με καρμπόνι,
περίδρομο στο δάχτυλο, κουκούδι στο σαγόνι!
Μ’ ηύρανε χήρα μ’ ορφανά και με μ παιζογελούνε,
ετσά και τα δικά τουνε παρακαλώ να ιδούνε!
Μα ‘γω θα πάω στ’ Αγγελικώ το λίμπινα να βάλει
κι όποιος εκείνος μ’ έκλεψε, τούμπανο θα τον κάμει.
Λοιπό το νου σας χωριανοί κι όποιος γενεί νταβούλι
εκείνοσάς μου τ’ άνοιξε το βόρτο στο Λακκούδι!
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Όργο (το)= τμήμα χωραφιού
Πλαγιόμανας(ο)=χονδρό κουκκί
Βουτυροκάκαδα(τα)=τα υπολείμματα της αποβουτύρωσης
Ρογί(το)μικρό πήλινο αγγείο λαδιού
Πρωτόρακο(το)=η δυνατή ρακή που βγαίνει στην αρχή της απόσταξης
Ξαρρωστικό=δυναμωτικό, φάρμακο
Απροσαργά=αργά το βράδυ
Πριν μουρτζώσει=πριν νυχτώσει
Βόλτο(το)=καμάρα
Μαυροκουτρούλα(η)=η μαύρη κεφαλή
Συραγκάθι(το)=φλόγωση του άκρου δαχτύλου
Γιότσα(η)=αποπληξία
Στρόφος(ο)=πόνος δυνατός, στρίψιμο του εντέρου
Καρμπόνι(το)=απόστημα στο πρόσωπο, άνθραξ
Περίδρομος=απόστημα στα νύχια, τριγυρίστρα
Κουκούδι(το)=σπυρί, εξάνθημα
Λούμπινας( το όσπριο λούπινο)