Ο Σπύρος Γιανναράς χρησιμοποιεί το λόγο περισσότερο ως εργαλείο
στοχασμού παρά αφήγησης. Οι καλύτερες ωστόσο λογοτεχνικές σελίδες του
είναι οι βιωματικές. Και, προφανώς, όταν λέμε βιωματικές δεν εννοούμε
αυτές που εκτυλίσσονται στην Νέα Σμύρνη της μονίμου κατοικίας ή στην
Αθήνα της ανώνυμης εμπειρίας˙ εννοούμε τα Κύθηρα της παιδικής ευτυχίας,
της ψηλαφητής, της μυθικής, της συγκεκριμένης και απαράγραπτης.
Σε κάθε συλλογή του έχει κι ένα διήγημα που εκτυλίσσεται στα Κύθηρα, έναν τόπο όχι μόνον οικείο και αγαπημένο του αλλά και μια προσωπική προεικόνιση του Παραδείσου και συγχρόνως μια αναπότρεπτη ανατύπωση της προαιώνιας εκδίωξης.
Σε κάθε συλλογή του έχει κι ένα διήγημα που εκτυλίσσεται στα Κύθηρα, έναν τόπο όχι μόνον οικείο και αγαπημένο του αλλά και μια προσωπική προεικόνιση του Παραδείσου και συγχρόνως μια αναπότρεπτη ανατύπωση της προαιώνιας εκδίωξης.
Στον πρόσφατο Βασιλιά – Έρωτα υπάρχει Το Ξόδι, όπου πρωταγωνιστεί το
πηγάδι με το δροσερό νερό του, το ζείδωρο της αφοσιωμένης αγάπης σε
αντιδιαστολή προς την εμφιαλωμένη συζυγία του 21ου (που δεν διαφέρει σε
πολλά από το λογιστικό διαζύγιο ‘‘πεντέμιση μέρες με τη μάνα και μιάμιση
με τον πατέρα’’).
«Πλησίασα διστακτικά στο λουλουδισμένο κρεβάτι και κάρφωσα το βλέμμα μου πάνω της. Προς στιγμή μού φάνηκε πως την έβλεπα να αναπνέει ανεπαίσθητα και μαλακά, αλαφροπατώντας στον αφρό του ονείρου. Στάθηκα ακίνητος και παρατηρούσα, στήνοντας πραγματικό καρτέρι, τη σιγαλή αναπνοή της, έτοιμος να εντοπίσω το πρώτο ανεπαίσθητο σκίρτημα των μυών του προσώπου της. Ήμουν πάνω από σίγουρος πως αρκούσε ένα διάφανο ποτήρι απ’ το γάργαρο νερό του πηγαδιού για να ανοίξει και πάλι τα μάτια της.»
Είναι μεγάλο κρίμα που το νερό από το πηγάδι του παιδικού παραθερισμού έγινε συγκαλυμμένο μίσος πρώην συζύγων αποστειρωμένο μέσα σε πλαστικό μπουκάλι Vittel. Η συμφορά όμως είναι άλλη. Που ο συγγραφέας, βουτηγμένος τότε μέσα στην παιδική αθωότητα κι ευτυχία – ευπιστία, δεν δοκίμασε να στάξει έστω δυο σταγόνες αθάνατο νερό στα χείλη της μόλις αποθαμένης Μουλοπαναγιώταινας. Αφού δεν τό ’κανε εκείνος ποιος θα το κάνει;
Σημ.: Η φωτογραφία εικονίζει το σπίτι του Μουλοπαναγιώτη και την αυλή του όπως είναι σήμερα.
Πηγή
«Πλησίασα διστακτικά στο λουλουδισμένο κρεβάτι και κάρφωσα το βλέμμα μου πάνω της. Προς στιγμή μού φάνηκε πως την έβλεπα να αναπνέει ανεπαίσθητα και μαλακά, αλαφροπατώντας στον αφρό του ονείρου. Στάθηκα ακίνητος και παρατηρούσα, στήνοντας πραγματικό καρτέρι, τη σιγαλή αναπνοή της, έτοιμος να εντοπίσω το πρώτο ανεπαίσθητο σκίρτημα των μυών του προσώπου της. Ήμουν πάνω από σίγουρος πως αρκούσε ένα διάφανο ποτήρι απ’ το γάργαρο νερό του πηγαδιού για να ανοίξει και πάλι τα μάτια της.»
Είναι μεγάλο κρίμα που το νερό από το πηγάδι του παιδικού παραθερισμού έγινε συγκαλυμμένο μίσος πρώην συζύγων αποστειρωμένο μέσα σε πλαστικό μπουκάλι Vittel. Η συμφορά όμως είναι άλλη. Που ο συγγραφέας, βουτηγμένος τότε μέσα στην παιδική αθωότητα κι ευτυχία – ευπιστία, δεν δοκίμασε να στάξει έστω δυο σταγόνες αθάνατο νερό στα χείλη της μόλις αποθαμένης Μουλοπαναγιώταινας. Αφού δεν τό ’κανε εκείνος ποιος θα το κάνει;
Σημ.: Η φωτογραφία εικονίζει το σπίτι του Μουλοπαναγιώτη και την αυλή του όπως είναι σήμερα.
Πηγή