Η
Ιερά Μονή Αγίας Λαύρας είναι το πασίγνωστο ιστορικό μοναστήρι κοντά στα
Καλάβρυτα Αχαϊας (5 χλμ. απόσταση), στο οποίο υψώθηκε στις 18 Μαρτίου
1821 η σημαία (λάβαρο) της Ελληνικής Επανάστασης από τον επίσκοπο
Παλαιών Πατρών Γερμανό Κοτζά και τους Καλαβρυτινούς επαναστάτες.
Χτίστηκε το 961 μ.Χ.,
από έναν ασκητή της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, της
οποίας στην αρχή ήταν μετόχι. Σύντομα όμως ο αριθμός των μοναχών έφτασε
τους 1.000 και η νέα μονή ανεξαρτητοποιήθηκε κρατώντας το όνομα της
μητρικής μονής. Επί έξι συνεχείς αιώνες κράτησε η ακμή της. Το 1585
όμως πυρπολήθηκε από τους Τούρκους και οι μοναχοί της, όσοι γλίτωσαν
από τη σφαγή, σκόρπισαν στα γύρω βουνά. Αλλεπάλληλες καταστροφές ή
λεηλασίες υπέστη μετά το 1600 από σεισμό ή από τους Τούρκους, το 1770
από τους Αλβανούς και το 1826 από τον Ιμπραήμ. Όταν το 1828
ξαναχτίστηκε, πήρε πια τη σημερινή της θέση. Το 1850 χτίστηκε ο ναός της
Κοίμησης της Θεοτόκου, που βρίσκεται μέσα στον περίβολο του
μοναστηριού.
Η τελευταία μεγάλη καταστροφή έγινε το 1943
από τους Γερμανούς κατακτητές. Αυτοί, αφού κάψανε τα Καλάβρυτα και
σκότωσαν όλους τους έφηβους και άνδρες κατοίκους του χωριού, στη
συνέχεια πυρπόλησαν το μοναστήρι και όσοι μοναχοί βρίσκονταν εκεί,
φονεύθηκαν κάτω από τον ιστορικό πλάτανο που βρίσκεται στο περίβολο του
ναού.
Με
τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου ξαναχτίστηκε στη μορφή που βρίσκεται
σήμερα. Ο τύπος του είναι ο συνηθισμένος στα περισσότερα μοναστήρια:
ένας περίβολος, που στη μέση του βρίσκεται ο ναός και γύρω το συγκρότημα
των κελιών. Δεξιά της κύριας εισόδου του περιβόλου της μονής βρίσκεται
το εκκλησάκι που εκεί κηρύχθηκε και ευλογήθηκε η επανάσταση από το
Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό το 1821.
Κειμήλια: Πολύτιμος ιστορικός θησαυρός για το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας είναι το Λάβαρο
της ορκωμοσίας των αγωνιστών του 1821, η πρώτη δηλαδή σημαία του
Ελληνικού Έθνους. Επιπλέον, ο Επιτάφιος του 1754 κεντημένος στη Σμύρνη, η
εικόνα του Αγίου Γεωργίου κεντημένη στην Κωνσταντινούπολη, Ευαγγέλιο
δωρισμένο από την αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β', τα άμφια του
Παλαιών Πατρών Γερμανού, εγκόλπια, ξυλόγλυπτοι σταυροί κ.α. Στη
βιβλιοθήκη της μονής υπάρχουν 3.000 έντυπα, το αρχαιότερο από τα οποία
χρονολογείται από το 1502.
Στα ιερά λείψανα ξεχωρίζει η κάρα του Αγίου Αλεξίου του ανθρώπου του Θεού, πολιούχου των Καλαβρύτων,
δωρεά του Αυτοκράτορα Εμμανουήλ Παλαιολόγου το 1398. Υπάρχουν επίσης, η
κάρα του Αγίου Φιλαρέτου του Ελεήμονος και λείψανα του Αγίου
Παντελεήμονος, της Αγίας Παρασκευής, των Αγίων Αναργύρων κ.α.
πηγή .monastiria.gr/
Καταστροφή της Ιεράς Μονής Αγίας Λαύρας από τους Γερμανούς (14 Δεκεμβρίου 1943)
συγκλονιστικές
μαρτυρίες αυτόπτη μάρτυρα-από τις αναμνήσεις του επιζήσαντος από την
καταστροφής της Μονής της Αγίας Λαύρας, γέροντος Ευσεβίου Γιαννακάκη
Φύλαξη των κειμηλίων- πώς διασώθηκε το Λάβαρο της Επαναστάσεως του 1821
Οι Γερμανοί στη Λαύρα
Δεκέμβριος του 1943. Ή Μονή τής Αγίας Λαύρας υφίσταται βαρύ πλήγμα άπό τους Γερμανούς κατακτητές. Ό
π. Εύσέβιος έζησε άπό πολύ κοντά τήν ωμότητα τής πυρπολήσεως του
Μοναστηριού και τής εκτελέσεως των πατέρων.Γεγονότα δραματικά, πού
αποτέλεσαν σταθμό όχι μόνο στην Ιστορία τής Μονής άλλα και στην
προσωπική του πορεία’ σκηνές φρικτές, στιγμές βαθιάς οδύνης, πού
χαράχθηκαν ανεξίτηλα στην καρδιά του και στή μνήμη του.
Κάθε χρόνο, στή θλιβερή αυτή επέτειο, χρέος ιερό τον έφερνε στή Μονή
τής Μετανοίας του, γιά νά λάβει μέρος στή Θεία Λειτουργία και στο
Μνημόσυνο των εκτελεσθέντων. Τέτοια μέρα ξαναζούσε τά γεγονότα εκείνα
και μέ καταφανή συγκίνηση μιλούσε γι’ αυτά.
Τήν Κυριακή 12 Δεκεμβρίου, ανέβηκαν οί Γερμανοί στην Αγία Λαύρα.
Επισκέπτονταν συχνά το Μοναστήρι, περιεργάζονταν τα κειμήλια, έπαιρναν
το κέρασμα των μοναχών και έφευγαν. Αυτή τη φορά όμως ή συμπεριφορά
τους ήταν διαφορετική. Ό αρχηγός τους και το επιτελείο του ανέβηκαν στο
ήγουμενείο και ζήτησαν νά δουν το μοναχολόγιο. Οί στρατιώτες δέν πήγαν
όπως άλλες φορές νά δουν το Μοναστήρι, άλλα έμειναν με τους μοναχούς
κάτω στο προαύλιο. Όπως φάνηκε έκ τών υστέρων, περίμεναν εντολή νά τους
εκτελέσουν, και δέν θά γλύτωνε κανείς. Ύστερα άπό αρκετή ώρα ό αρχηγός
τους, κάποιος Τένερ, κατέβηκε. Κάθισε λίγο πιο πέρα άπό τον πλάτανο
μόνος του έπι δεκαπέντε περίπου λεπτά, με σκυμμένο το κεφάλι. Προφανώς
θά σκεπτόταν:
«’Άν σκοτώσω πρώτα αυτούς έδώ πού έχω στά χέρια μου, θά το μάθουν οί Καλαβρυτινοί και θά φύγουν».
Σφύριξε λοιπόν και έφυγαν εις φάλαγγα κατά δυάδες. Είχε ήδη
καταστρώσει το εγκληματικό του σχέδιο” θά άρχιζαν άπό τά Καλάβρυτα.
Εκείνο το πρωί ό π. Εύσέβιος δέν ένιωσε κανένα φόβο, παρ’ ότι οί
Γερμανοί δέν απομακρύνθηκαν στιγμή άπό κοντά τους. Μάλιστα, φιλόξενος
όπως ήταν, κρατούσε ένα μεγάλο δίσκο και τους προσέφερε ψωμί και τυρί,
κι εκείνοι, πού γνώριζαν τί θά ακολουθούσε, τον κοίταζαν περίεργα. Άπό
τή στιγμή όμως πού έφυγαν οί Γερμανοί, ένας αδιόρατος φόβος κυριάρχησε
στην ψυχή του.
.