Δέκα χρόνια μετά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό διέθετε μια ελάχιστη δύναμη απαρχαιωμένων τορπιλοβόλων και τριών Γαλλικών θωρηκτών που είχαν κατασκευασθεί το 1889. Η επιτακτική ανάγκη για τη δημιουργία αξιόμαχου στόλου είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του στόλου - στα τέλη του 1908 - με τέσσερα καινούρια Αγγλικά και τέσσερα Γερμανικά αντιτορπιλικά. Σε αυτά επρόκειτο να προστεθεί το Θωρακισμένο-Καταδρομικό «Γ. Αβέρωφ», η Δόξα του Πολεμικού Ναυτικού.
Για την ανανέωση του Στόλου η τότε κυβέρνηση Μαυρομιχάλη είχε απευθυνθεί στα Ναυπηγεία Ορλάντο στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου εκείνη ακριβώς την εποχή κατασκευαζόταν ένα θωρακισμένο–καταδρομικό το οποίο είχε παραγγελθεί και επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί από το Ιταλικό Ναυτικό. Όμως, η ακύρωση της παραγγελίας από τη μεριά των Ιταλών και η άμεση προκαταβολή του 1/3 της συνολικής αξίας του πλοίου επέτρεψαν την απόκτηση του θωρηκτού από την Ελλάδα.
Το ποσόν της προκαταβολής προήλθε από τη διαθήκη του Γεωργίου Αβέρωφ και ανήρχετο σε 8.000.000 εκατομμύρια χρυσές δραχμές, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 15.650.000 χρυσών δραχμών καλύφθηκε από το Ταμείο Εθνικού Στόλου (Τ.Ε.Σ.). Η κυβέρνηση δαπάνησε 23.650.000 δρχ. για την απόκτηση του. Τα 8.000.000 δρχ. προέρχονταν από το 20% της συνολικής κληρονομιάς του Γεωργίου Αβέρωφ, που παραχώρησε με τη διαθήκη του στο Ταμείο Εθνικού Στόλου το 1899 (χρονολογία δημοσίευσης της διαθήκης).
Η διαθήκη όριζε ότι το 1/5 της περιουσίας του (20 μερίδια) παραχωρείται για τη ναυπήγηση ισχυρού καταδρομικού πλοίου που θα φέρει το όνομα του και διασκευασμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει ως Εκπαιδευτικό πλοίο Σχολής Ναυτικών Δοκίμων προς την πρακτική και θεωρητική τελειοποίηση αυτών. Το υπόλοιπο ποσό 14.300.000 καλύφθηκε εξ' ολοκλήρου από το Ταμείο Εθνικού Στόλου (Τ.Ε.Σ.). Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι Τούρκοι είχαν ενδιαφερθεί για την αγορά του πλοίου
Το 10.200 τόνων θωρακισμένο εύδρομο (όπως ακριβέστερα περιγράφεται) είχε Ιταλικές μηχανές 19.000 ίππων, 22 Γαλλικούς λέβητες, Γερμανικές γεννήτριες και Αγγλικά πυροβόλα 190 και 234 χιλιοστών τύπου ARMSTRONG. Η μέγιστη ταχύτητα που ανέπτυσσε το Θωρηκτό ήταν 23 κόμβοι.
Το «Γ. Αβέρωφ» καθελκύστηκε στις 12 Μαρτίου (27 Φεβρουαρίου με το παλαιό ημερολόγιο) 1910 και την 11 Σεπτεμβρίου 1911 κατέπλευσε στο Φάληρο, όπου έγινε δεκτό από τους Έλληνες με ενθουσιασμό.αλλά άργησαν να καταθέσουν την προσφορά τους, καθώς επίσης και ότι η τότε Ελληνική κυβέρνηση πέτυχε τελική τιμή κατά 2.000.000 δρχ. μικρότερη από το ποσό που πρόσφερε το Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό για το αδελφό πλοίο "ΠΙΖΑ". Η οριστική σύμβαση της αγοράς του επικυρώθηκε στις 30 Νοεμβρίου του 1909.
Το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ», μοναδική ίσως εξαίρεση, μαζί με την προσωπικότητα και το πατριωτικό ήθος του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με τη διαμόρφωση ιστορικών γεγονότων εθνικής εμβέλειας χωρίς ουδέποτε να γνωρίσει την ήττα και την ατίμωση.
Ιστορικό Αγοράς
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η ελληνική κυβέρνηση του Γ. Θεοτόκη αποφάσισε να ενισχύσει ιδιαίτερα τον στόλο του (τότε) Βασιλικού Ναυτικού, καθώς τα υπάρχοντα πλοία είχαν καταστεί απαρχαιωμένα με την ραγδαία εξέλιξη της ναυτικής τεχνολογίας. Έγιναν αγορές αντιτορπιλικών και τορπιλοβόλων από το εξωτερικό, αλλά η πιο σημαντική κίνηση ήταν η παραγγελία και τελικά η αγορά του "Γ. ΑΒΕΡΩΦ".
Η ιταλική κυβέρνηση είχε παραγγείλει το «Pisa» στα ναυπηγεία Ορλάντο, καθώς και ένα ακριβές αντίγραφό του, το «Β». Επίσης, ναυπήγησε το απολύτως όμοιο πλοίο «Αμάλφι» στο ναυπηγείο Odero, καθώς και τα πλοία «San Giorgio» και «San Marco» στα κρατικά ναυπηγεία του Καστελαμάρε (η διαφορά που είχαν τα «San Giorgio» και «San Marco» είναι ότι κινούνταν με ατμοστροβίλους). Έκρινε όμως ότι το «Β» δεν είναι αναγκαίο και αποφάσισε να το πουλήσει.
Τότε (φθινόπωρο του 1909) ο αντιναύαρχος Γκέιμπλ, αρχηγός της βρετανικής ναυτικής αποστολής στην Τουρκία, κατάρτισε ένα πρόγραμμα ναυπήγησης νέων θωρηκτών εκτοπίσματος περίπου 10.000 τόνων για το ναυτικό των Οθωμανών, και πήγε στη Βρετανία για να προετοιμάσει συμφωνία ανάμεσα στα αγγλικά ναυπηγεία και στην τουρκική κυβέρνηση. Η τουρκική ηγεσία όμως προτιμούσε πλοία τύπου ντρέντνοτ κι όχι θωρηκτά 10.000 τόνων. Επικαλέστηκε μάλιστα ένα ερώτημα της ρωσικής κυβέρνησης για ποιο λόγο ετοιμάζεται τέτοιας έκτασης εξοπλιστικό πρόγραμμα, για να απορρίψει τις εισηγήσεις του Γκέιμπλ.
Ενώ ο οίκος Ορλάντο διαπραγματευόταν στην Αθήνα με την ελληνική κυβέρνηση την πώληση του πλοίου, αφίχθησαν στο Λιβόρνο Τούρκοι αξιωματικοί για να το εξετάσουν. Οι Τούρκοι δεν πίστευαν ότι η Ελλάδα υπήρχε περίπτωση να αγοράσει το πλοίο και γι' αυτό κινήθηκαν κάπως νωθρά. Οι απεσταλμένοι τους βρήκαν το πλοίο καλό αλλά με μικρές γαιανθρακαποθήκες, άρα ακατάλληλο για μακρούς πλόες, για τους οποίους το ήθελαν.
Αναχώρησαν για το Παρίσι, αλλά καθ' οδόν πήραν ένα τηλεγράφημα που έλεγε ότι η Ελλάδα επρόκειτο να αγοράσει το πλοίο. Επέστρεψαν άρον άρον στο Λιβόρνο και, χωρίς να ρωτήσουν πόσα προσφέρει η Ελλάδα, είπαν ότι δίνουν 250.000 στερλίνες παραπάνω προκειμένου να το πάρουν. Η απάντηση των Ιταλών ήταν ότι το πλοίο ήδη αγοράστηκε και πληρώθηκε. Η ελληνική κυβέρνηση πέτυχε τελική τιμή κατά 2.000.000 δρχ. μικρότερη από το ποσό που πρόσφερε το Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό για το αδελφό πλοίο «Pisa». Η οριστική σύμβαση της αγοράς του επικυρώθηκε στις 30 Νοεμβρίου του 1909.
Χαρακτηριστικά
Αρχική διαμόρφωση (1911-1926):
• Διαστάσεις : μήκος μεταξύ ορθίων 140,5 μ., πλάτος 21 μ., βύθισμα 7,5 μ.
• Εκτόπισμα: 10.118 τόνοι
• Μηχανή προώθησης: 2 τετρακύλινδρες παλινδρομικές ατμομηχανές τριπλής εκτόνωσης, 2 προωστήρες, 22 λέβητες υδραυλικού συστήματος Belleville, ενδεικτική ιπποδύναμη 19000 ίπποι.
• Ταχύτητα: 23 κόμβοι (την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε μειωθεί στους 16 κόμβους) με καύσιμη ύλη 1500 τόνους άνθρακα.
• Πλήρωμα : 670 άνδρες.
Για την ανανέωση του Στόλου η τότε κυβέρνηση Μαυρομιχάλη είχε απευθυνθεί στα Ναυπηγεία Ορλάντο στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου εκείνη ακριβώς την εποχή κατασκευαζόταν ένα θωρακισμένο–καταδρομικό το οποίο είχε παραγγελθεί και επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί από το Ιταλικό Ναυτικό. Όμως, η ακύρωση της παραγγελίας από τη μεριά των Ιταλών και η άμεση προκαταβολή του 1/3 της συνολικής αξίας του πλοίου επέτρεψαν την απόκτηση του θωρηκτού από την Ελλάδα.
Το ποσόν της προκαταβολής προήλθε από τη διαθήκη του Γεωργίου Αβέρωφ και ανήρχετο σε 8.000.000 εκατομμύρια χρυσές δραχμές, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 15.650.000 χρυσών δραχμών καλύφθηκε από το Ταμείο Εθνικού Στόλου (Τ.Ε.Σ.). Η κυβέρνηση δαπάνησε 23.650.000 δρχ. για την απόκτηση του. Τα 8.000.000 δρχ. προέρχονταν από το 20% της συνολικής κληρονομιάς του Γεωργίου Αβέρωφ, που παραχώρησε με τη διαθήκη του στο Ταμείο Εθνικού Στόλου το 1899 (χρονολογία δημοσίευσης της διαθήκης).
Η διαθήκη όριζε ότι το 1/5 της περιουσίας του (20 μερίδια) παραχωρείται για τη ναυπήγηση ισχυρού καταδρομικού πλοίου που θα φέρει το όνομα του και διασκευασμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει ως Εκπαιδευτικό πλοίο Σχολής Ναυτικών Δοκίμων προς την πρακτική και θεωρητική τελειοποίηση αυτών. Το υπόλοιπο ποσό 14.300.000 καλύφθηκε εξ' ολοκλήρου από το Ταμείο Εθνικού Στόλου (Τ.Ε.Σ.). Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι Τούρκοι είχαν ενδιαφερθεί για την αγορά του πλοίου
Το 10.200 τόνων θωρακισμένο εύδρομο (όπως ακριβέστερα περιγράφεται) είχε Ιταλικές μηχανές 19.000 ίππων, 22 Γαλλικούς λέβητες, Γερμανικές γεννήτριες και Αγγλικά πυροβόλα 190 και 234 χιλιοστών τύπου ARMSTRONG. Η μέγιστη ταχύτητα που ανέπτυσσε το Θωρηκτό ήταν 23 κόμβοι.
Το «Γ. Αβέρωφ» καθελκύστηκε στις 12 Μαρτίου (27 Φεβρουαρίου με το παλαιό ημερολόγιο) 1910 και την 11 Σεπτεμβρίου 1911 κατέπλευσε στο Φάληρο, όπου έγινε δεκτό από τους Έλληνες με ενθουσιασμό.αλλά άργησαν να καταθέσουν την προσφορά τους, καθώς επίσης και ότι η τότε Ελληνική κυβέρνηση πέτυχε τελική τιμή κατά 2.000.000 δρχ. μικρότερη από το ποσό που πρόσφερε το Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό για το αδελφό πλοίο "ΠΙΖΑ". Η οριστική σύμβαση της αγοράς του επικυρώθηκε στις 30 Νοεμβρίου του 1909.
Το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ», μοναδική ίσως εξαίρεση, μαζί με την προσωπικότητα και το πατριωτικό ήθος του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με τη διαμόρφωση ιστορικών γεγονότων εθνικής εμβέλειας χωρίς ουδέποτε να γνωρίσει την ήττα και την ατίμωση.
Ιστορικό Αγοράς
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η ελληνική κυβέρνηση του Γ. Θεοτόκη αποφάσισε να ενισχύσει ιδιαίτερα τον στόλο του (τότε) Βασιλικού Ναυτικού, καθώς τα υπάρχοντα πλοία είχαν καταστεί απαρχαιωμένα με την ραγδαία εξέλιξη της ναυτικής τεχνολογίας. Έγιναν αγορές αντιτορπιλικών και τορπιλοβόλων από το εξωτερικό, αλλά η πιο σημαντική κίνηση ήταν η παραγγελία και τελικά η αγορά του "Γ. ΑΒΕΡΩΦ".
Η ιταλική κυβέρνηση είχε παραγγείλει το «Pisa» στα ναυπηγεία Ορλάντο, καθώς και ένα ακριβές αντίγραφό του, το «Β». Επίσης, ναυπήγησε το απολύτως όμοιο πλοίο «Αμάλφι» στο ναυπηγείο Odero, καθώς και τα πλοία «San Giorgio» και «San Marco» στα κρατικά ναυπηγεία του Καστελαμάρε (η διαφορά που είχαν τα «San Giorgio» και «San Marco» είναι ότι κινούνταν με ατμοστροβίλους). Έκρινε όμως ότι το «Β» δεν είναι αναγκαίο και αποφάσισε να το πουλήσει.
Τότε (φθινόπωρο του 1909) ο αντιναύαρχος Γκέιμπλ, αρχηγός της βρετανικής ναυτικής αποστολής στην Τουρκία, κατάρτισε ένα πρόγραμμα ναυπήγησης νέων θωρηκτών εκτοπίσματος περίπου 10.000 τόνων για το ναυτικό των Οθωμανών, και πήγε στη Βρετανία για να προετοιμάσει συμφωνία ανάμεσα στα αγγλικά ναυπηγεία και στην τουρκική κυβέρνηση. Η τουρκική ηγεσία όμως προτιμούσε πλοία τύπου ντρέντνοτ κι όχι θωρηκτά 10.000 τόνων. Επικαλέστηκε μάλιστα ένα ερώτημα της ρωσικής κυβέρνησης για ποιο λόγο ετοιμάζεται τέτοιας έκτασης εξοπλιστικό πρόγραμμα, για να απορρίψει τις εισηγήσεις του Γκέιμπλ.
Ενώ ο οίκος Ορλάντο διαπραγματευόταν στην Αθήνα με την ελληνική κυβέρνηση την πώληση του πλοίου, αφίχθησαν στο Λιβόρνο Τούρκοι αξιωματικοί για να το εξετάσουν. Οι Τούρκοι δεν πίστευαν ότι η Ελλάδα υπήρχε περίπτωση να αγοράσει το πλοίο και γι' αυτό κινήθηκαν κάπως νωθρά. Οι απεσταλμένοι τους βρήκαν το πλοίο καλό αλλά με μικρές γαιανθρακαποθήκες, άρα ακατάλληλο για μακρούς πλόες, για τους οποίους το ήθελαν.
Αναχώρησαν για το Παρίσι, αλλά καθ' οδόν πήραν ένα τηλεγράφημα που έλεγε ότι η Ελλάδα επρόκειτο να αγοράσει το πλοίο. Επέστρεψαν άρον άρον στο Λιβόρνο και, χωρίς να ρωτήσουν πόσα προσφέρει η Ελλάδα, είπαν ότι δίνουν 250.000 στερλίνες παραπάνω προκειμένου να το πάρουν. Η απάντηση των Ιταλών ήταν ότι το πλοίο ήδη αγοράστηκε και πληρώθηκε. Η ελληνική κυβέρνηση πέτυχε τελική τιμή κατά 2.000.000 δρχ. μικρότερη από το ποσό που πρόσφερε το Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό για το αδελφό πλοίο «Pisa». Η οριστική σύμβαση της αγοράς του επικυρώθηκε στις 30 Νοεμβρίου του 1909.
Χαρακτηριστικά
Αρχική διαμόρφωση (1911-1926):
• Διαστάσεις : μήκος μεταξύ ορθίων 140,5 μ., πλάτος 21 μ., βύθισμα 7,5 μ.
• Εκτόπισμα: 10.118 τόνοι
• Μηχανή προώθησης: 2 τετρακύλινδρες παλινδρομικές ατμομηχανές τριπλής εκτόνωσης, 2 προωστήρες, 22 λέβητες υδραυλικού συστήματος Belleville, ενδεικτική ιπποδύναμη 19000 ίπποι.
• Ταχύτητα: 23 κόμβοι (την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε μειωθεί στους 16 κόμβους) με καύσιμη ύλη 1500 τόνους άνθρακα.
• Πλήρωμα : 670 άνδρες.