Σε Σένα ελπίδα και χαρά μου και δόξα μου παντοτεινή,
σε Σε βασίλισσα κυρά μου, παρθένα Κακοπετριανή,
σε Σε, που τ΄άγιο σου ξωκκλήσι ειν΄ό,τι πιότερο αγαπώ
και στην καρδιά βαθειά έχω κλείσει, γλυκό θα ψάλω ένα σκοπό.
μαζί του θύμησες με δένουν κι ίμεροι πόθου τρυφερού,
όνειρα αχνά καθώς προβαίνουν μεσ’απ΄τα βάθη του καιρού.
Μπροστά στο θείο εικόνισμά Σου ώρες στεκόμουνα παιδί
κι αντίκρυζα την ομορφιά Σου, που όμοιαν δεν έχω ξαναδεί!
Κι αναθυμόμουν τη θλιμμένη σαν σ΄όνειρου υπνοφαντασιά
Την ιστορία την ξεχασμένη για την παλιά σου εκκλησιά.
Κι έβλεπα αγνή μια κάποια κόρη κρίνο λευκό της Βενετιάς
π΄αγάπησε όμορφο ένα αγόρι μ΄όλη τη φλόγα της καρδιάς!
Πιότερο αυτός την αγαπούσε μ΄αίσθημα αιθέριο ερωτικό
και να την κάνει αποζητούσε ταίρι του αχώριστο, γλυκό.
Μ΄αλλοί! Στον πόλεμον εκείνος πήγε κι αργούσε να φανεί,
μαραίνονταν ο ολόασπρος κρίνος σ΄ατέλειωτην αναμονή.
Κι ακόμα που έβλεπα θαρρούσα πως απελπίστη το στερνό
και κλείστηκε μαυροφορούσα σε μοναστήρι σκοτεινό.
Και ξάφνου αυτός ξαναγυρίζει και τη ζητάει μ’απελπισιά
καλόγρια πιά την αντικρύζει στ’άη Λευτεριού την εκκλησιά.
Ω! τι καημός ήταν εκείνος, πίκρα, λαχτάρα, σπαραγμός,
αγάπης επιτάφιος θρήνος και δίχως ταίρι χαλασμός!
Σαν πόσο κράτησε το κλάμα; Κανείς δεν ξέρει να το πει.
Κλαίγαν στο κλάμα τους αντάμα θλιμμένων αηδονιών σκοποί.
Μ’αλλοίμονο, σε λίγο η ώρα σημαίνει τ’άγριου χωρισμού
δίνει το χέρι η μαυροφόρα του πιο πικρού χαιρετισμού.
Το παίρνει αυτός και το φιλάει-ώ μαύρε αβάσταχτε καημέ-
και με λαχτάρα τη ρωτάει: ποια χάρη θέλεις από με;
Του λέει μ’ανείπωτην οδύνη «να χτίσω θέλω μια εκκλησιά»
κι αυτός στα πόδια της αφήνει πλήθος ολόχρυσα φλουριά.
Κι ύστερα εμίσεψε και πάει, δεν την ξανάδε ποτέ πια,
παρηγοριά κειός π’αγαπάει μάταια ζητάει στην ξενητειά.
Μέρες διαβήκαν κι η Μαρία συλλογιζόταν μοναχή
Τη θλιβερή της ιστορία σαν όνειρο, σαν προσευχή.
Κι ένοιωσε τότε πως στον πόνο που ‘χει η καρδιά μας, την υγειά
ξέρεις εσύ να δίνεις μόνο παρηγορήτρα Παναγιά!
Και σαν αρχοντοπούλα που ‘ναι, τέτοια μια δίνει προσταγή,
από τη Βενετιά να ρθούνε χτίστες, τεχνίτες και πουργοί.
Κι αφού συνάχτηκαν, στο χέρι το κρινοδάχτυλο κι αβρό
παίρνει χιονάτο περιστέρι και το βλογάει μ’ένα σταυρό.
Και λέει του «τώρα θα σ’αφήσω, σύρε όπου θέλει η Παναγιά,
και κει που θα σταθείς θα χτίσω στη χάρη της μιαν εκκλησιά.
Πετάει μακριά κι αυτή κοιτάζει το δρόμο του περιστεριού
Και να καθίσει τ΄αναδιάζει στο βράχο του Κακοπετριού.
Εκεί την εκκλησιά σου χτίζει κι ακόμα πλάϊ τα κελιά
κι εκεί κοπέλες συναθροίζει όπως η κλώσα τα πουλιά.
Κι ήταν η αγνότατη ζωή της για μίμηση μια προσταγή
Κ.ι ήταν η ολόλευκη ψυχή της μοναδική πάνω στη γη.
Κι έτσι περάσανε τα χρόνια στης αγιοσύνης τη γητειά
κι ήρθανε στα μαλλιά τα χιόνια και στο κορμί τα γηρατειά.
Κι έπεσε άρρωστη η Γουμένη στ’ασκητικό της το κελί
και τα κορίτσια της προσμένει να δώσει το ύστατο φιλί.
Κι αφού συνάχτηκαν τους δίνει μαζί την άγια της ευχή
και στου Αρχαγγέλου παραδίνει το χέρι, ολόφωτη ψυχή.
Και τα κορίτσια της με θρήνο ανείπωτα σπαραχτικό
στόλισαν τον ολόασπρο κρίνο σαν σε κρεβάτι νυφικό.
Και τώρα κείτεται σιμά Σου-ώ υπερκόσμια χαρμονή-
δεύτερη αυτή στην εκκλησιά σου Παρθένα Κακοπετριανή.
Κύθηρα Μάϊος 1955
Σοφοκλής Διονυσίου Καλούτσης
Πηγή