Στα μέσα του Ιανουαρίου του 1983 η 42χρονη Χρυσούλα γέννησε το τέταρτο παιδί της. Η ψυχολογική της κατάσταση δεν ήταν καλή. Επί σειρά ετών αντιμετώπιζε ψυχικά προβλήματα και μπαινόβγαινε στο ψυχιατρείο αλλά το τελευταίο διάστημα οι προσωπικοί της δαίμονες την βασάνιζαν αφόρητα.
Η Χρυσούλα, ενώ βρισκόταν ακόμη στην κλινική και κρατώντας στην αγκαλιά της το λίγων ωρών μωρό της, αποκάλυψε στη μητέρα της Βασιλική, πως τα χαμένα μωρά της δεν δόθηκαν για υιοθεσία, όπως της είχε πει, αλλά βρίσκονταν θαμμένα, σε ένα λάκκο, στο υπόγειο του σπιτιού της, σε ένα μικρό χωριό της Λακωνίας.
Πολλές φορές η μητέρα της την ρώτησε αν λέει την αλήθεια και η εκείνη της απαντούσε μονότονα «ναι». Ωστόσο, η ηλικιωμένη γυναίκα δεν την πίστεψε. Γνώριζε καλά τον εύθραυστο ψυχικό κόσμο του παιδιού της και η ομολογία ήταν τόσο σοκαριστική που μόνο αποκύημα της φαντασίας της θα μπορούσε να είναι, σκέφτηκε. Την παρηγόρησε και λίγες ημέρες αργότερα η γυναίκα, μαζί με το νεογέννητο μωρό της, επέστρεψε στο αγροτόσπιτο της οικογένειας όπου την περίμενε ο 58χρονος σύζυγος της Βασίλης.
Η Χρυσούλα, λίγες ημέρες αργότερα, αποκάλυψε στο σύζυγο της πως είπε τη φρικτή αλήθεια για την τύχη των παιδιών τους στη μητέρα της και εκείνος την χτύπησε πολύ άσχημα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που υπέφερε στα χέρια του άνδρα της. Για χρόνια ξεσπούσε την οργή του πάνω της και εκείνη υπέμενε γιατί, όπως θα έλεγε αργότερα, φοβόταν για τη ζωή της. Αυτή τη φορά, όμως, αποφάσισε να βάλει τέλος στη φρίκη. Γι’ αυτό μίλησε και πάλι στη μητέρα της εκλιπαρώντας την να την πιστέψει και εκείνη με τη σειρά της, σοκαρισμένη, πήγε στην αστυνομία και κατήγγειλε τη δολοφονία των εγγονιών της από τα χέρια του ίδιου τους του πατέρα.
Ο Βασίλης ήταν παλιός γνώριμος των αρχών. Είχε συλληφθεί στο παρελθόν για υποθέσεις ναρκωτικών και είχε εκτίσει ποινή κάθειρξης.
Το Μάρτιο του 1983 ο Βασίλης Τ. οδηγήθηκε στην αστυνομία. Αρχικά, υποστήριξε πως οι ισχυρισμοί της πεθεράς του και της γυναίκας του δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και έδωσε τη δική του εκδοχή λέγοντας πως το τεσσάρων μηνών κοριτσάκι του είχε πεθάνει στο νοσοκομείο Παίδων και το δεκαοκτώ μηνών αγοράκι είχε δοθεί από τη γυναίκα του «στους γύφτους γιατί ήταν άρρωστο». Αυτά ήταν μερικά από τα σενάρια που έλεγε, εδώ και καιρό, στους γείτονες και στους συγγενείς του όταν ρωτούσαν για τα παιδιά. Άλλοτε έλεγε πως τα είχε δώσει για υιοθεσία σε εύπορες οικογένειες και άλλοτε ότι τα είχε στείλει σε ίδρυμα.
«Αποφάσισα να δώσω τέλος στη μίζερη ζωή τους»
Η πραγματικότητα, όμως, ήταν διαφορετική. Όταν ο 58χρονος αποφάσισε να μιλήσει η αλήθεια ήταν σαρωτική με τους αστυνομικούς να μην πιστεύουν στα αυτιά τους. «Έλεγα στη γυναίκα μου να το πετάξουμε στα σκαλιά κάποιου σπιτιού στην πόλη. Κι εμείς θα ησυχάζαμε από αυτόν τον μπελά και αυτό θα έβρισκε ζεστασιά σε οικογένεια. Η Χρυσούλα δεν ήθελε επειδή έλεγε ότι δεν θέλει κανένας ένα άρρωστο παιδί στο σπίτι του. Μετά της έκανα άλλη πρόταση. Της είπα να το πετάξουμε στη θάλασσα ή σε κάποια ερημιά. Ούτε και αυτό το ήθελε. Όταν, άλλη φορά, της είπα να ανοίξουμε λάκκο στο κατώι και να το χώσουμε, εκείνη είπε εντάξει, να το βάλουμε εκεί μέσα. Όταν αποφασίσαμε να θάψουμε και το δεύτερο παιδί, δεν μας πήρε πολύ να συζητάμε. Κάναμε ότι κάναμε και το πρώτο. Το θάψαμε κι αυτό στο κατώι εκεί, κοντά στο άλλο να έχει παρέα», περιέγραψε ο άνδρας στους αστυνομικούς και συμπλήρωσε: «Τα λυπήθηκε η ψυχή μου και αποφάσισα να δώσω τέλος στη μίζερη ζωή τους».
Ο αγρότης έθαψε το πρώτο του παιδί στο υπόγειο του σπιτιού της οικογένειας τον Οκτώβριο του 1979 γιατί ήταν, όπως είπε, φιλάσθενο. Το δεύτερο παιδί θάφτηκε στον ίδιο λάκκο τον Δεκέμβριο του 1982. «Ήταν άρρωστα. Δεν μπορούσαν να γίνουν καλά. Άμα δεν με έπιαναν θα συνέχιζα και με τα άλλα δύο παιδιά μου. Ναι, θα τα είχα θάψει κι αυτά ζωντανά» ήταν η σοκαριστική ομολογία του.
Όταν ρωτήθηκε η γυναίκα του, ισχυρίστηκε πως ήταν παρούσα μόνο στο άνοιγμα των λάκκων και όχι στο θάψιμο των παιδιών τα οποία, όπως αποκάλυψε, θάφτηκαν ζωντανά!
Η αστυνομία άρχισε να ερευνά το σπίτι του ζευγαριού σε μια προσπάθεια να επιβεβαιώσει την τραγική ιστορία. Ο 58χρονος υπέδειξε στις αρχές το σημείο όπου στο υπόγειο του σπιτιού είχε θάψει τα δύο παιδιά του. Σκάβοντας σε βάθος εξήντα εκατοστών βρέθηκε, σε μερική αποσύνθεση, το άψυχο σώμα του αγοριού, καθώς είχε θαφτεί 3 μήνες νωρίτερα. Οι αστυνομικοί χρειάστηκαν σκαπτικό μηχάνημα για να εντοπίσουν λίγα μόνο οστά από το κοριτσάκι το οποίο είχε θαφτεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα και το σημείο είχε σκεπαστεί από μεγάλες πέτρες.
Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση ο θάνατος του αγοριού επήλθε συνεπεία αναρρόφησης, ενώ έφερε κατάγματα στα πλευρά, τραύματα στο κεφάλι και σε άλλα σημεία του σώματος. Τα ρεπορτάζ της εποχής αναφέρουν πως ο πα-τέρας έθαψε το παιδί ζωντανό και για να μην κλαίει, την ώρα που το σκέπαζε με χώμα, το κλωτσούσε και το χτυπούσε.
«Τα λυπήθηκε η ψυχή μου»
«Ήταν άρρωστα, δεν γίνονταν καλά. Τα λυπήθηκε η ψυχή μου και αποφάσισα να δώσω ένα τέλος στη μίζερη ζωή τους. Βρήκα τη λύση του θανάτου για να ησυχάσουν και αυτά κι εμείς», έλεγε και ξανάλεγε στους αστυνομικούς, την ώρα που με ψυχραιμία παρακολουθούσε την εκταφή.
Η αποκάλυψη που έκανε το 5χρονο αγόρι της οικογένειας ήρθε να επισφραγίσει την σοκαριστική πραγματικότητα και το δράμα που παιζόταν καθημερινά πίσω από τις κλειστές πόρτες του σπιτιού της οικογένειας. «Ο πατέρας μου μια φορά άρπαξε ένα κλαδευτήρι και με κυνηγούσε να μου κόψει το κεφάλι. Δεν με έπιασε. Έτρεξα και ξέφυγα. Θα μου το έκοβε στ’ αλήθεια», είπε το παιδί με αφοπλιστική ειλικρίνεια στους αστυνομικούς.
Ο Βασίλης Τ. οδηγήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης και ισχυρίστηκε ότι ήταν ψυχοπαθής στην προσπάθεια του να αποφύγει την καταδίκη. Όπως είπε, η γυναίκα του έμπαινε συνεχώς στο ψυχιατρείο και εκείνος ήταν υποχρεωμένος να φροντίζει μόνος του τα παιδιά τα οποία ήταν φιλάσθενα. Τότε, ισχυρίστηκε, αποφάσισε να τα σκοτώσει για να μην υποφέρουν ούτε αυτά ούτε αυτός.
Τελικά, το δικαστήριο τον καταδίκασε δις εις θάνατον, ενώ η σύζυγος του αθωώθηκε και οδηγήθηκε στο ψυχιατρείο.