Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα Κύθηρα, σήμερα, αν όχι το σημαντικότερο, είναι η ρύπανση του υπόγειου υδροφορέα από τα απόβλητα των ελαιοτριβείων, γνωστά ως κατσίγαρο. Ο κατσίγαρος έχει τη ιδιαιτερότητα να περιέχει αυξημένο ρυπαντικό φορτίο λόγω της παρουσίας, στη σύστασή του, τοξικών ουσιών (φαινόλες) και υψηλού οργανικού φορτίου. Το πρόβλημα αυτό έχει γίνει ιδιαιτέρως αισθητό στο Λιβάδι – Κυθήρων, όπου η ρύπανση από τα τοπικά ελαιοτριβεία έχει καταστήσει ανενεργή τη γεώτρηση του Κατουνίου, ενώ κινδυνεύουν πλέον σοβαρά οι γειτονικές γεωτρήσεις.
Πρέπει να επισημανθεί ότι το πρόβλημα της ρύπανσης του κατσίγαρου δεν αποτελεί τοπικό φαινόμενο των Κυθήρων ή της Ελλάδας, αλλά παγκόσμιο. Οι ελαιοπαραγωγές χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία κτλ αντιμετωπίζουν τα ίδια σοβαρά προβλήματα. Σε αυτό το σημείο μπορεί να τεθεί το απλό ερώτημα, γιατί δεν εφαρμόζεται κάποια μέθοδος επεξεργασίας των αποβλήτων, όπως γίνεται στα οικιακά λύματα, στα λύματα ξενοδοχείων, στα λύματα πλυντηρίων κτλ.
Όσο απλό, όμως, είναι το ερώτημα, τόσο δύσκολη είναι η επεξεργασία των αποβλήτων του ελαιοτριβείου. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος του ρυπαντικού φορτίου των αποβλήτων ενός ελαιοτριβείου, πρέπει να τονιστεί, ότι 1 κυβικό αποβλήτων μίας οικίας αντιστοιχεί σε λύματα που παράγουν περίπου 7 άτομα την ημέρα, 1 κυβικό αποβλήτων ενός εστιατορίου αντιστοιχεί σε λύματα που θα παρήγαγαν περίπου 30 άτομα την ημέρα σε μία οικία, ενώ 1 κυβικό αποβλήτων ενός ελαιοτριβείου αντιστοιχεί σε λύματα που θα παρήγαγαν περίπου 180 άτομα την ημέρα σε μία οικία.
Από τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό το μέγεθος της ρύπανσης που μπορεί να δημιουργήσει ένα ελαιοτριβείο σε μία περιοχή. Δυστυχώς, όμως, μέχρι σήμερα δεν έχει προταθεί μία ολοκληρωμένη λύση, η οποία να είναι υλοποιήσιμη από τα τοπικά, μικρής δυναμικότητας ελαιοτριβεία. Πιο συγκεκριμένα, οι μέθοδοι επεξεργασίας του κατσίγαρου διακρίνονται στη πλήρη και στη μερική επεξεργασία και θα διερευνηθούν παρακάτω.
Η πλήρης επεξεργασία του κατσίγαρου, αποτελεί τη σύγχρονη μέθοδο επεξεργασίας των λυμάτων των ελαιοτριβείων και βασίζεται στη χρήση μεμβρανών (υπερδιήθηση, νανοδιήθηση, αντίστροφη όσμωση). Η μέθοδος αυτή έχει προταθεί τα τελευταία χρόνια και έχει εφαρμοστεί πιλοτικά σε μικρό αριθμό ελαιοτριβείων, ανά την Ελλάδα (Αχαΐα, Κρήτη), με ιδιαιτέρως επιτυχή αποτελέσματα. Αποδείχθηκε στη πράξη, ότι με την εφαρμογή της μεθόδου αυτής, τα λύματα «καθαρίζονται» πλήρως, οπότε και η απόρριψη τους στο περιβάλλον (έδαφος, ρέματα) δεν εγκυμονεί κανένα κίνδυνο. Με τη συγκεκριμένη μέθοδο, οι επικίνδυνες τοξικές ουσίες (φαινόλες) απομονώνονται και στη συνέχεια πωλούνται και χρησιμοποιούνται, όσο και αν ακούγεται οξύμωρο, για ευγενείς σκοπούς από φαρμακοβιομηχανίες.
Σε αυτό το σημείο γεννιέται το ερώτημα, γιατί δεν εφαρμόζεται αυτή η μέθοδος επεξεργασίας και από τα τοπικά ελαιοτριβεία, ώστε να λυθεί επιτέλους το πρόβλημα που τόσο χρόνια ταλανίζει τη κοινωνία των Κυθήρων; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στο κόστος εφαρμογής της μεθόδου αυτής, καθώς και στη βιωσιμότητά της. Είναι χαρακτηριστικό, ότι για ένα τυπικό ελαιοτριβείο που κατεργάζεται περίπου 1000 τόνους ελιές ανά εποχή συγκομιδής (ή ισοδύναμα 200 τόνους παραγόμενου ελαιολάδου), και παράγει περίπου 1μ3 αποβλήτου ανά ώρα, το κόστος αγοράς και εγκατάστασης του εξοπλισμού ανέρχεται περίπου στα 300.000 Ευρώ.
Είναι αυτονόητο, ότι ένα τέτοιο κόστος είναι απαγορευτικό για ένα ελαιοτριβείο μικρής δυναμικότητας, αφού τα έσοδα του δεν μπορούν να υποστηρίξουν μία τέτοια επένδυση. Βέβαια, κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι το κόστος αυτό μπορεί να καλυφθεί από κάποιο επιδοτούμενο πρόγραμμα. Σε αυτή, όμως την περίπτωση, το πρόβλημα θα συνεχίζει να υφίσταται, έως ότου προκηρυχθεί ένα επιδοτούμενο πρόγραμμα για την επεξεργασία των λυμάτων ελαιοτριβείου, στη συνέχεια εγκριθεί η επιδότηση και τέλος εγκατασταθεί το σύστημα. Κατά τη γνώμη μου, η πράξη μας έχει αποδείξει, δυστυχώς, ότι τέτοια μεγαλεπήβολα σχέδια συνήθως ακούγονται ωραία, αλλά σχεδόν ποτέ δεν υλοποιούνται.
Ακόμα και αν θεωρήσουμε την αισιόδοξη περίπτωση της εγκατάστασης του παραπάνω συστήματος, τότε πρέπει να λυθεί, ένα σημαντικότερο, από το κόστος εγκατάστασης, θέμα, που δεν είναι άλλο από τη βιωσιμότητα της λύσης αυτής. Δηλ. με απλούστερα λόγια, την κάλυψη του ετήσιου λειτουργικού κόστους, κατά κύριο λόγο, καθώς και σε δεύτερη μοίρα, την απόσβεση του αρχικού κεφαλαίου. Είναι σημαντικό να επισημανθεί, ότι το λειτουργικό κόστος του παραπάνω συστήματος, ανέρχεται περίπου σε 35 Ευρώ την ώρα. Αυτό σημαίνει, ότι για ένα ελαιοτριβείο μικρής δυναμικότητας, που λειτουργεί περίπου 10 ώρες την ημέρα και περίπου 25 ημέρες το μήνα, το μηνιαίο λειτουργικό κόστος ανέρχεται σε περίπου 8750 Ευρώ, ένα ποσό, δηλαδή, που δεν είναι εύκολο να καλυφθεί από τα κέρδη του ελαιοτριβείου.
Βέβαια, οι επιστήμονες που εφάρμοσαν τη λύση αυτή πιλοτικά, αναφέρουν ότι η απόσβεση του πάγιου και του ετήσιου λειτουργικού κόστους μπορεί να γίνει με τη πώληση των τοξικών ουσιών (φαινόλες), που απομονώνονται από τον κατσίγαρο, σε φαρμακοβιομηχανίες, αφού το κόστος αγοράς των ουσιών αυτών είναι αρκετά υψηλό. Όμως, πάντα κατά τη προσωπική μου άποψη, θα ήταν αστείο να προτείνω ή να θεωρήσω κάτι τέτοιο ως εφικτή λύση. Σε αυτή τη περίπτωση μάλλον πρόκειται για ουτοπία η πρόταση των επιστημόνων, αφού μπορεί θεωρητικά να γίνεται απόσβεση, αλλά στη πράξη ποιος εγγυάται ότι μετά την εγκατάσταση του συστήματος θα βρεθεί βιομηχανία που θα αγοράζει τις φαινόλες, ή ακόμα και αν βρεθεί, ποιος εγγυείται ότι θα τις αγοράζει ετησίως και διαχρονικά.
Απορρίπτοντας, οπότε, ως πρόταση την λύση της πιλοτικής πλήρους επεξεργασίας των λυμάτων ενός ελαιοτριβείου, για τους λόγους που αναπτύχθηκάν παραπάνω, οδηγούμαστε στη εξέταση της μερικής επεξεργασίας. Η μερική επεξεργασία δεν αποτελεί ολική λύση του προβλήματος, αλλά περιορισμό του. Στηρίζεται σε απλές φυσικές μεθόδους, όπως συσσωμάτωση με ασβέστη και καθίζηση, και μειώνει σε σημαντικό βαθμό το ρυπαντικό φορτίο του κατσίγαρου. Φυσικά, η μείωση του ρυπαντικού φορτίου δε σημαίνει εξάλειψη της ρύπανσης, όμως σε συνδυασμό με την κατάλληλη διάθεση των μερικώς επεξεργασμένων λυμάτων σε κατάλληλο έδαφος ή δεξαμενές εξάτμισης το πρόβλημα περιορίζεται αισθητά.
Όμως, τι σημαίνει διάθεση των μερικώς επεξεργασμένων λυμάτων σε κατάλληλο έδαφος ή δεξαμενές εξάτμισης; Ως κατάλληλο έδαφος θεωρείται έδαφος στο οποίο υπάρχει κατάλληλη καλλιέργεια, πχ ελαιόδεντρα, με αποτέλεσμα μεγάλο ποσοστό των μερικώς επεξεργασμένων λυμάτων να απορροφάται από τις ρίζες των δέντρων, καθώς και να δεσμεύεται από το έδαφος. Αποτέλεσμα του παραπάνω είναι, το ρυπαντικό φορτίο των αποβλήτων που διαφεύγουν στον υπόγειο υδροφορέα να κυμαίνεται σε ανεκτά επίπεδα και σίγουρα σε πολύ χαμηλότερα από την χωρίς επεξεργασία ρίψη του κατσίγαρου στο περιβάλλον. Παράλληλα, το ποσοστό των λυμάτων, το οποίο περιέχει φαινόλες και απορροφάται από τις ρίζες, λειτουργεί, κάτω από προϋποθέσεις, ως φυτοφάρμακο. Όπως γίνεται αντιληπτό η διάθεση των μερικώς επεξεργασμένων λυμάτων σε κατάλληλη καλλιέργεια εμπεριέχει δυσκολίες στην εφαρμογή, αφού πρέπει να ανεβρεθεί οικόπεδο αρκετών στρεμμάτων που να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις (κατάλληλη καλλιέργεια), να αγορασθεί και στη συνέχεια να ελέγχεται από ειδικευμένο προσωπικό (πχ γεωπόνους)
Οπότε, τα παραπάνω μας οδηγούν στη λύση της διάθεσης των μερικώς επεξεργασμένων λυμάτων σε λεκάνες (δεξαμενές) εξάτμισης. Σε αυτή την περίπτωση, ένα μεγάλο ποσοστό θα εξατμίζεται και κάποιο άλλο θα απορροφάται από το έδαφος. Το μόνο αρνητικό σημείο είναι ότι κατά την εξάτμιση δημιουργούνται έντονες οσμές, οι οποίες δημιουργούν σημαντικά προβλήματα στη καθημερινότητα των περίοικων. Όπως είναι φυσικό, στη περίπτωση του Λιβαδίου, κυρίως, είναι αδύνατο να δημιουργηθούν οι λεκάνες εξάτμισης, πλησίον των ελαιοτριβείων, διότι οι οσμές θα «πνίγουν» τη περιοχή.
Η λύση στο πρόβλημα αυτό είναι να επιλεχθεί μία περιοχή απομακρυσμένη, όπου θα μεταφέρονται με βυτία τα απόβλητα όλων των ελαιοτριβείων των Κυθήρων, και θα διατίθενται σε κατάλληλες λεκάνες εξάτμισης, αφού πρώτα επεξεργαστούν μερικώς (συσσωμάτωση με ασβέστη και καθίζηση). Η περιοχή αυτή θα έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτά των περιοχών που έχουν εγκριθεί από το Δήμο για την απόρριψη των αστικών λυμάτων.
Σε αυτή τη περίπτωση, το πάγιο κόστος, που θα επιβαρύνει το κάθε ελαιοτριβείο ξεχωριστά, είναι το κόστος κατασκευής, αν δεν υπάρχει ήδη, μίας στεγανής δεξαμενής, στην οποία θα αποθηκεύονται τα λύματα του ελαιοτριβείου προσωρινά. Επιπρόσθετα, το λειτουργικό κόστος, της συγκεκριμένης λύσης είναι το κόστος μεταφοράς των λυμάτων στην επιλεγμένη περιοχή, καθώς και το κόστος της ποσότητας του ασβέστη που θα απαιτηθεί καθ’ όλη τη περίοδο λειτουργίας των ελαιοτριβείων.
Το συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάλυση των παραπάνω, είναι ότι η βέλτιστη λύση, σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες που υπάρχουν στο νησί μας, είναι η τελευταία, δηλαδή της συλλογής των λυμάτων προσωρινά σε στεγανές δεξαμενές, στη συνέχεια μεταφορά τους με βυτιοφόρο σε επιλεγμένη, απομονωμένη περιοχή και τέλος την επί τόπου μερική επεξεργασία τους με ασβέστη και εξάτμιση.
Σε αυτό το σημείο, όμως, θα ήθελα να επισημάνω ότι η κάλυψη των μεταφορικών εξόδων, κατά κύριο λόγο, και της ποσότητας του ασβέστη, κατά δεύτερο, δεν πρέπει να επιβαρύνει, σύμφωνα με τη κρίση μου, αποκλειστικά τους ιδιοκτήτες των ελαιοτριβείων. Πρέπει το κοινό να καταλάβει, ότι οι ιδιοκτήτες των ελαιοτριβείων έχουν να διαχειριστούν μία «περιβαλλοντική βόμβα», της οποίας η απενεργοποίηση είναι αρκετά δαπανηρή, ώστε να θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της επιχείρησης. Είναι απαραίτητο να συνειδητοποιήσουμε, την αμφίδρομη σχέση ελαιοπαραγωγών και ιδιοκτητών των ελαιοτριβείων. Δεν μπορεί να υπάρξει η μία μεριά χωρίς την άλλη. Οπότε η κάλυψη των μεταφορικών εξόδων ή ακόμα καλύτερα η αγορά ενός βυτίου κοινής ιδιοκτησίας, όλων των ελαιοτριβείων των Κυθήρων, πρέπει να αναχθεί σε ευθύνη όλων των τοπικών φορέων και όχι μεμονωμένων ατόμων.
Όπως αποδεικνύεται και σε αυτή την περίπτωση, η προστασία του περιβάλλοντος, του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε και θα ζήσουν τα παιδιά μας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κόστος. Ψάχνοντας για τη λύση του προβλήματος προσπαθούμε να επιτύχουμε τον όσο δυνατό μεγαλύτερό «καθαρισμό» των λυμάτων, κάνοντας ταυτόχρονα εκπτώσεις στο πάγιο και λειτουργικό κόστος της τελικής λύσης. Αναρωτιέμαι, ποίος είναι, τελικά, ο βαθμός των εκπτώσεων που μπορούμε να κάνουμε στη συνείδησή μας, ώστε να εξασφαλίσουμε μία αξιοπρεπή διαβίωση σε ένα ανεκτό περιβάλλον;
Σημείωση: Οι φωτογραφίες δεν προέρχονται από το δημοσίευμα, γιατί δεν ήταν δυνατή για τεχνικούς λόγους η αντιγραφή τους από την εφημερίδα.
*Γράφει ο: ΜOΙΡΑΣΓΕΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Διπλωματούχος Μηχανικός Περιβάλλοντος
Πολυτεχνείου Κρήτης
Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός Παν Πατρών
Μεταπτυχιακό
«Δομοστατικού Πολιτικού Μηχανικού», Ε.Μ.Π.