Κάποιος ἄνθρωπος, ἀκούσαμε στό σημερινό Εὐαγγέλιο, ἄνθρωπος πλούσιος, ἄρχοντας, (δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ Παντοκράτωρ Κύριος), ἐπρόκειτο νά κάνει ταξίδι μακρινό. Κάλεσε λοιπόν τούς δούλους τοῦ σπιτιοῦ του (ὅλους τούς ἀνθρώπους) καί τούς μοίρασε τήν περιουσία του. Ὄχι τό ἴδιο μερίδιο σέ ὅλους, ἀλλά ἀπό φιλανθρωπία κινούμενος, ἀνάλογα μέ τήν δυνατότητα, πού εἶχε ὁ καθένας νά ἀξιοποιήσει τήν περιουσία αὐτή. Δηλαδή, νά ἐργασθεῖ προκειμένου νά τήν αὐξήσει ἀκόμη περισσότερο. Ἔτσι σέ ἄλλον ἔδωσε πέντε τάλαντα – νόμισμα χρυσοῦ μεγάλου βάρους καί ἀξίας- σέ ἄλλον δύο τάλαντα καί σέ ἄλλον ἕνα. Μοίρασε τήν περιουσία του καί έφυγε γιά τό ταξίδι του.
Πέρασε καιρός πολύς καί ὁ κύριος τοῦ σπιτιοῦ κάποτε γύρισε. Φώναξε, λοιπόν, τότε τούς δούλους γιά νά τοῦ ἀποδώσουν λογαριασμό, τί ἔκαναν μέ τήν περιουσία, πού τούς ἐμπιστεύθηκε.
Πέρασε καιρός πολύς καί ὁ κύριος τοῦ σπιτιοῦ κάποτε γύρισε. Φώναξε, λοιπόν, τότε τούς δούλους γιά νά τοῦ ἀποδώσουν λογαριασμό, τί ἔκαναν μέ τήν περιουσία, πού τούς ἐμπιστεύθηκε.
Ἦρθε ὁ πρῶτος μέ χαρά καί τοῦ εἶπε:
- Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ ἔδωσες. Κοίτα, ἄλλα πέντε κέρδισα μέ τήν ἐργασία μου.
- Μπράβο σου καλέ μου καί πιστέ δοῦλε, τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος. Πάρε τώρα τήν ἀμοιβή σου , πολλαπλάσια ἀπό τόν κόπο σου. Μπές μέσα στή χαρά τοῦ Κυρίου σου, στήν εὐτυχία καί τήν μακαριότητα, στόν Παράδεισο, πού ἑτοίμασα γιά σένα.
Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τόν δεύτερο. Δύο εἶχε πάρει, ἄλλα δύο κέρδισε, ἴδια ἀμοιβή κι αὐτός : Παράδεισο!
Ἦρθε καί ὁ τρίτος:
- Κύριε, ἤξερα ἐγώ καί τό ἔλεγα πάντα, ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος σκληρός. Θερίζεις ἐκεῖ πού δέν ἔσπειρες καί μαζεύεις ἀπό αὐτά πού δέν σκόρπισες. Φοβήθηκα, λοιπόν, καί ἔφυγα καί πῆγα καί ἔκρυψα τό τάλαντό σου μέσα στό χῶμα. Νά, πάρ' το.
-Πονηρέ καί τεμπέλη δοῦλε, τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος, ἤξερες λοιπόν ὅτι εἶμαι τέτοιος πού λές. Καί γιατί δέν πήγαινες σέ μία τράπεζα νά καταθέσεις τό τάλαντό σου, ὥστε νά προσαυξήσει μέ τόν τόκο του τήν ἀξία του; γιατί τό ἀχρήστευσες μέσα στό χῶμα; πάρε το- ἀπευθύνθηκε σέ ἄλλους – καί δῶσε το σέ ἐκεῖνον πού ἔχει δέκα. Ἄχρηστος δοῦλος ἀποδείχθηκε αὐτός, ὁ ἴδιος ἀχρήστευσε τόν ἑαυτό του, δέν τοῦ ἀνήκει λοιπόν, τίποτε.
«Ἀπελθών ἔκρυψα τό τάλαντον σου ἐν τῇ γῇ».
Αδελφέ μου χριστιανέ, πρόσεξε πῶς μέ αὐτή τή φράση ὁ ἴδιος ὁ πονηρός δοῦλος καταδίκασε τόν ἑαυτό του. Εἶναι σάν νά λέει: «Γιά μένα πιά ἡ ζωή δέν ἔχει ἀξία. Ὅλα γύρω μου καί μέσα μου βαρεμάρα καί ἀνία. Καμιά ὄρεξη γιά δράση, γιά προσφορά, γιά χαρά».
Δέν εἶδε τό τάλαντο - τό χάρισμα πού φιλάνθρωπα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός; Ἀσχολήθηκε μέ τά χαρίσματα τοῦ διπλανοῦ του ζηλόφθονα; Γιατί δέν θέλησε νά τό ἀξιοποιήσει τό ταλέντο του; Τί τόν ἐμπόδισε; Φοβήθηκε ἄραγε μή χάσει κάτι; Μά, ξέχασε ὅτι γυμνός γεννήθηκε; Γιατί πάγωσε καί ἔσφιξε τά χείλη του πρός τόν ἀδελφό του, καί γιατί σφίχτηκε γροθιά τό χέρι του μή τυχόν καί βοηθήσει καί γιατί στήλωσε τά πόδια του μή τυχόν καί τρέξουν στήν ἀνάγκη τοῦ συνανθρώπου του; Καί τί κατάφερε; Θάφτηκε μαζί μέ τό τάλαντό του. Αὐτό τελικά κατάφερε. Τί κρίμα!
Η παραβολή αὐτή ὅμως, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ, μᾶς φανερώνει δύο ἀδιαμφισβήτητα πράγματα:
- Πρῶτο, πώς ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἔχουμε ταλέντα, δηλαδή χαρίσματα, καί αὐτά μᾶς δόθηκαν ἀπό τόν Θεό.
- Καί δεύτερο, ὅτι μᾶς δόθηκαν ἀκριβῶς γιά νά τά ἀξιοποιήσουμε μέ ζῆλο καί ὄρεξη καί προθυμία, χωρίς συγκρίσεις καί ξεσυνερισιές.
Ἀσφαλῶς, καί γνωρίζουμε ποιός βγαίνει κερδισμένος ἀπό αὐτή τήν κατά Θεόν καλλιέργεια τῶν χαρισμάτων. Μήπως ὁ Θεός; Ὄχι, βέβαια αὐτός εἶναι τά πάντα, αὐτός εἶναι ὁ Δωρεοδότης. Ἐσύ καί ἐγώ ἀδελφέ μου εἴμαστε διπλά κερδισμένοι ἀπό αὐτὴ τήν ἀξιοποίηση. Ἐσύ καί ἐγώ καὶ οἱ συνάνθρωποί μας, στά πρόσωπα τῶν ὁποίων διακρίνουμε τό ἱλαρό καί ἀγαθό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας. Καὶ ὅταν ἔρθει ὁ εὐλογημένος καιρός τοῦ καθενός μας, καί θά ἔρθει ὁ καιρός αὐτός κατά τήν Δευτέρα Παρουσία, τότε θά δώσει ὁ Παντέλειος καί Φιλανθρωπότατος Θεός νὰ ἀκούσουμε καί μεῖς τό: «εὖ δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ....εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου». Ἀμήν.
- Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ ἔδωσες. Κοίτα, ἄλλα πέντε κέρδισα μέ τήν ἐργασία μου.
- Μπράβο σου καλέ μου καί πιστέ δοῦλε, τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος. Πάρε τώρα τήν ἀμοιβή σου , πολλαπλάσια ἀπό τόν κόπο σου. Μπές μέσα στή χαρά τοῦ Κυρίου σου, στήν εὐτυχία καί τήν μακαριότητα, στόν Παράδεισο, πού ἑτοίμασα γιά σένα.
Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τόν δεύτερο. Δύο εἶχε πάρει, ἄλλα δύο κέρδισε, ἴδια ἀμοιβή κι αὐτός : Παράδεισο!
Ἦρθε καί ὁ τρίτος:
- Κύριε, ἤξερα ἐγώ καί τό ἔλεγα πάντα, ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος σκληρός. Θερίζεις ἐκεῖ πού δέν ἔσπειρες καί μαζεύεις ἀπό αὐτά πού δέν σκόρπισες. Φοβήθηκα, λοιπόν, καί ἔφυγα καί πῆγα καί ἔκρυψα τό τάλαντό σου μέσα στό χῶμα. Νά, πάρ' το.
-Πονηρέ καί τεμπέλη δοῦλε, τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος, ἤξερες λοιπόν ὅτι εἶμαι τέτοιος πού λές. Καί γιατί δέν πήγαινες σέ μία τράπεζα νά καταθέσεις τό τάλαντό σου, ὥστε νά προσαυξήσει μέ τόν τόκο του τήν ἀξία του; γιατί τό ἀχρήστευσες μέσα στό χῶμα; πάρε το- ἀπευθύνθηκε σέ ἄλλους – καί δῶσε το σέ ἐκεῖνον πού ἔχει δέκα. Ἄχρηστος δοῦλος ἀποδείχθηκε αὐτός, ὁ ἴδιος ἀχρήστευσε τόν ἑαυτό του, δέν τοῦ ἀνήκει λοιπόν, τίποτε.
«Ἀπελθών ἔκρυψα τό τάλαντον σου ἐν τῇ γῇ».
Αδελφέ μου χριστιανέ, πρόσεξε πῶς μέ αὐτή τή φράση ὁ ἴδιος ὁ πονηρός δοῦλος καταδίκασε τόν ἑαυτό του. Εἶναι σάν νά λέει: «Γιά μένα πιά ἡ ζωή δέν ἔχει ἀξία. Ὅλα γύρω μου καί μέσα μου βαρεμάρα καί ἀνία. Καμιά ὄρεξη γιά δράση, γιά προσφορά, γιά χαρά».
Δέν εἶδε τό τάλαντο - τό χάρισμα πού φιλάνθρωπα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός; Ἀσχολήθηκε μέ τά χαρίσματα τοῦ διπλανοῦ του ζηλόφθονα; Γιατί δέν θέλησε νά τό ἀξιοποιήσει τό ταλέντο του; Τί τόν ἐμπόδισε; Φοβήθηκε ἄραγε μή χάσει κάτι; Μά, ξέχασε ὅτι γυμνός γεννήθηκε; Γιατί πάγωσε καί ἔσφιξε τά χείλη του πρός τόν ἀδελφό του, καί γιατί σφίχτηκε γροθιά τό χέρι του μή τυχόν καί βοηθήσει καί γιατί στήλωσε τά πόδια του μή τυχόν καί τρέξουν στήν ἀνάγκη τοῦ συνανθρώπου του; Καί τί κατάφερε; Θάφτηκε μαζί μέ τό τάλαντό του. Αὐτό τελικά κατάφερε. Τί κρίμα!
Η παραβολή αὐτή ὅμως, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ, μᾶς φανερώνει δύο ἀδιαμφισβήτητα πράγματα:
- Πρῶτο, πώς ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἔχουμε ταλέντα, δηλαδή χαρίσματα, καί αὐτά μᾶς δόθηκαν ἀπό τόν Θεό.
- Καί δεύτερο, ὅτι μᾶς δόθηκαν ἀκριβῶς γιά νά τά ἀξιοποιήσουμε μέ ζῆλο καί ὄρεξη καί προθυμία, χωρίς συγκρίσεις καί ξεσυνερισιές.
Ἀσφαλῶς, καί γνωρίζουμε ποιός βγαίνει κερδισμένος ἀπό αὐτή τήν κατά Θεόν καλλιέργεια τῶν χαρισμάτων. Μήπως ὁ Θεός; Ὄχι, βέβαια αὐτός εἶναι τά πάντα, αὐτός εἶναι ὁ Δωρεοδότης. Ἐσύ καί ἐγώ ἀδελφέ μου εἴμαστε διπλά κερδισμένοι ἀπό αὐτὴ τήν ἀξιοποίηση. Ἐσύ καί ἐγώ καὶ οἱ συνάνθρωποί μας, στά πρόσωπα τῶν ὁποίων διακρίνουμε τό ἱλαρό καί ἀγαθό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας. Καὶ ὅταν ἔρθει ὁ εὐλογημένος καιρός τοῦ καθενός μας, καί θά ἔρθει ὁ καιρός αὐτός κατά τήν Δευτέρα Παρουσία, τότε θά δώσει ὁ Παντέλειος καί Φιλανθρωπότατος Θεός νὰ ἀκούσουμε καί μεῖς τό: «εὖ δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ....εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου». Ἀμήν.
Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας