ΠΡΙΝ 100 ΧΡΟΝΙΑ
1η φωτογραφία: Οι ανεμόμυλοι του Ποταμού από το αρχείο του Στράτη Θεοδωρακάκη του αείμνηστου Μαέστρου μας.
2η φωτογραφία: Οι δασκάλες και μαθήτριες του Παρθεναγωγείου Ποταμού στο προαύλιο του σχολείου, με φόντο τους ανεμόμυλους. Η φωτογραφεία ανήκει σε φίλο μου που θα την δει.... ας συμπληρώσει τα ονόματα των διδασκαλισσών.
1η φωτογραφία: Οι ανεμόμυλοι του Ποταμού από το αρχείο του Στράτη Θεοδωρακάκη του αείμνηστου Μαέστρου μας.
2η φωτογραφία: Οι δασκάλες και μαθήτριες του Παρθεναγωγείου Ποταμού στο προαύλιο του σχολείου, με φόντο τους ανεμόμυλους. Η φωτογραφεία ανήκει σε φίλο μου που θα την δει.... ας συμπληρώσει τα ονόματα των διδασκαλισσών.
Από αυτές τις
φωτογραφίες εμπνεύστηκα το κεφάλαιο "Η Μυλωνού" του βιβλίου μου "Κόρη
της Μοίρας - Η γιαγιά η Μηνού". Μικρό απόσπασμα παραθέτω.
-Μη γνοιάζεσαι, μάνα. Ούλα θα τα προσέχω. Πιλάλησε το μουλάρι και πήρε τον δρόμο για το Μεγάλο Χωριό. Έκοψαν μέσα από χωράφια και μονοπάτια και βρέθηκαν μπροστά στους δύο ανεμόμυλους του Ποταμού, βόρεια και ακριβώς πάνω από τον κύριο όγκο των οικοδομών. Στο ψηλότερο σημείο της περιοχής ήταν το μυλοστάσι κι ένα γύρω μήτε δέντρο, μήτε άλλο κτίριο έστεκε. Ο ανεμόμυλος του Κυρ – Ανέστη, ήταν ο πιο καινούργιος και ο πιο ψηλός από τους δύο. Είχε δέκα πανιά δεμένα στη φτερωτή του, που τον γύριζαν νωχελικά, ενώ ο άλλος είχε οκτώ αντένες και ισάριθμα πανιά. Εκεί ξεφόρτωσε ο Μηνάς τον Ερμή, δίχως ο μυλωνάς να φανερωθεί.
-Κυρ – Ανέεεστηηη… Πού ‘σαι; Έσυρε φωνή ο Μηνάς. Μα ο μυλωνάς παρέμενε άφαντος. Με τα πολλά έσπρωξε τη μισάνοιχτη θύρα να περάσει στα ενδότερα… και τότε φανερώθηκε γυναίκα, στητή και ομορφοκαμωμένη. Αλευρωμένη από πάνω ίσα με κάτω, δίχως να κατορθώνει το ατημέλητο ντύσιμό της να κρύβει τη ζωηράδα των τριάντα της χρόνων.
-Μη γνοιάζεσαι, μάνα. Ούλα θα τα προσέχω. Πιλάλησε το μουλάρι και πήρε τον δρόμο για το Μεγάλο Χωριό. Έκοψαν μέσα από χωράφια και μονοπάτια και βρέθηκαν μπροστά στους δύο ανεμόμυλους του Ποταμού, βόρεια και ακριβώς πάνω από τον κύριο όγκο των οικοδομών. Στο ψηλότερο σημείο της περιοχής ήταν το μυλοστάσι κι ένα γύρω μήτε δέντρο, μήτε άλλο κτίριο έστεκε. Ο ανεμόμυλος του Κυρ – Ανέστη, ήταν ο πιο καινούργιος και ο πιο ψηλός από τους δύο. Είχε δέκα πανιά δεμένα στη φτερωτή του, που τον γύριζαν νωχελικά, ενώ ο άλλος είχε οκτώ αντένες και ισάριθμα πανιά. Εκεί ξεφόρτωσε ο Μηνάς τον Ερμή, δίχως ο μυλωνάς να φανερωθεί.
-Κυρ – Ανέεεστηηη… Πού ‘σαι; Έσυρε φωνή ο Μηνάς. Μα ο μυλωνάς παρέμενε άφαντος. Με τα πολλά έσπρωξε τη μισάνοιχτη θύρα να περάσει στα ενδότερα… και τότε φανερώθηκε γυναίκα, στητή και ομορφοκαμωμένη. Αλευρωμένη από πάνω ίσα με κάτω, δίχως να κατορθώνει το ατημέλητο ντύσιμό της να κρύβει τη ζωηράδα των τριάντα της χρόνων.