ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Η ιστορική πρακτική έχει κατ΄ επανάληψη καταδείξει ότι η βία σε όλες της τις μορφές αποτελεί το χειρότερο, το πιο ολέθριο κοινωνικό νόσημα. Η ενδοοικογενειακή βία δημιουργεί ψυχικά κατεστραμμένους ανθρώπους ή και εν δυνάμει εγκληματίες. Ο σχολικός εκφοβισμός, το γνωστό “bullying”, υποσκάπτει τα θεμέλια της εκπαίδευσης και υπονομεύει το όραμα για ανθρωπιστική παιδεία. Η εγκληματική βία προσβάλλει τους δημοκρατικούς νόμους, προκαλώντας ανασφάλεια, φόβο και επώδυνες απώλειες. Η «ιδεολογική» βία εκτρέφει το μίσος και το φανατισμό, επιφέρει διχόνοια απειλώντας με διάλυση τον κοινωνικό ιστό και τα έργα ειρήνης και πολιτισμού. Σε κάθε περίπτωση η βία φέρνει βία και συνιστά επιλογή και πρακτική αδιέξοδη και καταστροφική.
Το αίτημα για κοινωνική ειρήνη από κάθε σώφρονα πολίτη είναι κυρίαρχο κι επιτακτικό. Πολύ περισσότερο στην παρούσα χρονική συγκυρία, που η ελληνική κοινωνία, προσδοκώντας την αρχή του τέλους στην υγειονομική κρίση, επιβάλλεται σε πνεύμα ενότητας και αλληλεγγύης να εργαστεί σκληρά για να γιατρέψει τις ψυχολογικές και οικονομικές επιπτώσεις αυτής της κρίσης.
Η λέξη ειρήνη παράγεται ετυμολογικά από το ρήμα «είρω», που σημαίνει ενώνω. Η έννοια δηλώνει το υπέρτατο συλλογικό ιδεώδες, το αναγκαίο έδαφος για να ανθίσουν και να καρπίσουν τα έργα πολιτισμού και η συλλογική ευημερία.
Η ειρήνη χρειάζεται να ξεκινήσει από την ανθρώπινη ψυχή και γι΄ αυτό το σκοπό είναι σημαντικός ο ρόλος των παιδαγωγών, των γονέων και εκπαιδευτικών. Αυτοί αρχικά έχουν την αποστολή να εμφυσήσουν στις τρυφερές παιδικές κι εφηβικές ψυχές τις αξίες της φιλαλληλίας, της συλλογικότητας και τη νοοτροπία ψύχραιμης, νηφάλιας και διαλεκτικής αντιμετώπισης των διαπροσωπικών διαφορών και συγκρούσεων.
Κομβικής σημασίας, φυσικά, είναι και ο ρόλος των σωμάτων, που εντέλλονται την τήρηση των νόμων και τη δημόσια ασφάλεια. Είναι αυτονόητο ότι τα σώματα αυτά πρέπει να στελεχώνονται από ανθρώπους μορφωμένους, με υψηλό αίσθημα κοινωνικής ευθύνης, εκπαιδευμένους κατάλληλα και συστηματικά για κάθε τομέα που καλούνται να υπηρετήσουν. Είναι εύλογο ότι άνθρωποι, που φέρουν όπλα –πάντα με σκοπό την άμυνα τη δική τους και των πολιτών- επιβάλλεται να αξιολογούνται συστηματικά από επαγγελματίες ψυχικής υγείας για την πρόληψη συμπεριφορών έξω από τα όρια που ορίζει το καθήκον τους.
Κυρίαρχη, επίσης, αναδεικνύεται και η ευθύνη των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Σε καμία περίπτωση οι δημοσιογράφοι και γενικότερα οι αρθρώνοντες δημόσιο λόγο δεν πρέπει να «ρίχνουν λάδι στη φωτιά» του μίσους και της διχόνοιας, που προκαλείται από τα θλιβερά φαινόμενα ακραίας βίας που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας. Δεν ενέχει καμία κοινωνική χρησιμότητα η διαρκής και εμμονική αναζήτηση για απόδοση μικρότερων ή μεγαλύτερων ευθυνών ή για δικαίωση της μιας ή της άλλης πλευράς. Είναι κοινότοπο και χιλιοειπωμένο, αλλά ισχύει: «Η βία, από όπου κι αν προέρχεται είναι καταδικαστέα».
Καταληκτικά, υψίστης σημασίας είναι η κοινωνική ευθύνη των πολιτικών και της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης. Η ποιότητα του δημόσιου πολιτικού διαλόγου αποτελεί πρότυπο για τους πολίτες και στην παρούσα περίπτωση η εκτόξευση αλληλοκατηγοριών συντηρεί την κοινωνική ένταση και είναι παντελώς ασύμφορη. Έργο ιερό πρώτιστα της κυβέρνησης και συνακόλουθα της αντιπολίτευσης είναι η συλλογική ενότητα. Η βαρύτητα του δημόσιου λόγου χρειάζεται να μετατοπιστεί σε προτεραιότητες και άμεσα έργα αναφορικά με την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση της χώρας.
Είμαστε μια μικρή χώρα με αρκετά και δύσκολα προβλήματα αλλά και με θαυμαστές δυνατότητες, που έχουν πολλές φορές αναδειχτεί από το ένδοξο ιστορικό μας παρελθόν. Αν σκεφτούμε λογικά και νηφάλια, θα διαπιστώσουμε ότι είναι πολύ περισσότερα και σημαντικότερα αυτά που μας ενώνουν από όσα μας διχάζουν.
Με αφορμή και τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, ας δώσουμε τα χέρια και ας θυμηθούμε έμπρακτα τη σοφή ρήση του στρατηγού Μακρυγιάννη: «είμαστε στο εμείς κι όχι στο εγώ».