“Κυρίες και κύριοι
Καλώς ήρθατε στον Καβομαλιά.
Χωρίς να είμαι εγώ ο οικοδεσπότης, χωρίς να είμαι εγώ καν συμπατριώτης ή συγχωριανός, σάς καλωσορίζω στα χώματα μιας άλλης Ελλάδας. Δεν είναι εδώ η Ελλάδα η γνωστή, η διάσημη, η λαμπερή, η πολυδιαφημισμένη, η πολυτελής και ξακουστή, η παραθαλάσσια χώρα των διακοπών. Βρισκόμαστε στην άλλη Ελλάδα που δεν την άγγιξε το μαγικό ραβδί της τουριστικής ανάπτυξης, η terra incognita κάποιων ελληνικών βουνών, ποταμών και σπηλαίων, η άγνωστη γη των ορεινών χωριών, η ξεχασμένη στις σελίδες κάποιας παμπάλαιης γεωγραφίας, η εντελώς άλλη Ελλάδα, τα χαρίσματα της οποίας είναι βαθιά και καλά κρυμμένα.
Ο τίτλος «ανεξερεύνητη» είναι τίτλος τιμής για αυτή την δεύτερη Ελλάδα. Τίτλος τιμής σε ό,τι έμεινε ξεχασμένο και ανέγγιχτο: στα δάση και τα άγνωστα θαμνοτόπια, στα ορεινά χωριά και τους τελευταίους τους κατοίκους που τα κρατούν ζωντανά, στα παντέρημα ξωκλήσια που σώζουν ιερές μνήμες αλλά και αριστουργήματα της βυζαντινής τέχνης, στους ήσσονος τουριστικής αλλά μείζονος συναισθηματικής αξίας χαμένους αρχαιολογικούς τόπους τους ευλογημένους από τα κείμενα του Ηρόδοτου και του Στράβωνα, στις αμέτρητες εικόνες, ήχους αρώματα και γεύσεις μιας όμορφης και παράξενης πατρίδας. Σε μια γωνιά από αυτή τη δεύτερη Ελλάδα σας καλωσορίζω σήμερα.
Πρωτοπέρασα από τον Καβομαλιά με το πλοίο της γραμμής από τον Πειραιά (προ αμνημονεύτων χρόνων) και θυμάμαι το μαύρο του αιώνια τα ραγμένου κάβου που μου έλεγαν οι ψαράδες θείοι και παππούδες μου. Ξανάρθα πολλά χρόνια μετά στην περιοχή πολλές φορές. Μια φευγαλέα εντύπωση που κράτησα μέσα μου - σαν εικόνα που ξεχώρι σε μέσα από τους χιλιάδες τόπους των δημοσιογραφικών χαρτογραφικών μου εξορμήσεων - απαντάει στο ερώτημα τι είναι τα Βάτικα και ο Καβομαλιάς.
Τυπικά είναι νοτιοανατολική άκρη της Λακωνίας. Τι ξέρουν οι ταξιδιώτες από εδώ; Λίγα πράγματα. Κυρίως το περιλάλητο Ελαφονήσι με τις υπερδιάσημες αμμουδιές του και τη Νεάπολη, ως παράκτια πύλη για τα Κύθηρα. Και μετά; Το «μετά» είναι ένα ταξίδι πασπαλισμένο με τη μυστηριακή γοητεία ενός τόπου άγνωστου και απείρως γοητευτικού. Λόφοι με ελαιώνες, πουρνάρια και μυγδαλιές κατηφορίζουν σε απόκρημνες ακτές με κρυμμένες αμμουδιές, χωριά που κρύβουν κάτω από τα κατάλευκα σπίτια με τα κόκκινα κεραμίδια μια μεγάλη ναυτική παράδοση, ασβεστολιθικά βουνά διάτρητα από μοναδικής ομορφιάς σπήλαια, πουρναροτόπια και λειμώνες γεμάτοι σπάνια αγριολούλουδα και φωλιές τσακαλιών, απολιθωμένα δάση κεντημένα από την αλμύρα και χωράφια σπαρμένα με κοχύλια εκατομμυρίων ετών, ασκηταριά κρυμμένα από τους ανθρώπους αλλά όχι από το Θεό, στολισμένα από κάποιο ταπεινό χρωστήρα με λαμπερές ακόμη αγιογραφίες, βυθισμένες αρχαίες πολιτείες και ελαιώνες κεντημένοι με ξεχασμένα χωριά, ορθοπλαγιές, ψαραδολίμανα, παλιά πειρατικά λημέρια δίπλα σε χρυσές απέραντες αμμουδιές και αλμυρές λίμνες γεμάτες πουλιά. Και στη άκρη ο πιο μυθικός κάβος του ελληνικού αρχιπελάγους, ο μέγας Μαλέας, αυτός που στοίχειωνε τους αρχαίους πορτολάνους, ο φορτωμένος με θρύλους και τρομερές ιστορίες, το λίκνο λογοτεχνών και ποιητών να στέκει πάνω από τις υποθαλάσσιες αβύσσους, υψώνοντας γρανιτένιο αυχένα μέσα στα τρία πέλαγα: και σήμερα ακόμη ο περίπλους του σου σφίγγει την ψυχή, ας είναι και μπουνάτσα.