Οδηγώντας προς την Κάτω Χώρα των Κυθήρων, περνά κανείς τα Αρωνιάδικα και στα Δόκανα στρίβει αριστερά με κατεύθυνση τη δυτική ακτή του νησιού. Εδώ υπάρχει αρκετή βλάστηση, αν σκεφτεί κανείς την ερημιά που επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος του νησιού. Το πρώτο χωριό στα τρία χιλιόμετρα είναι οι Αραίοι και ακολουθεί ο Μυλοπόταμος, μια ολόκληρη αγροτική κοινότητα κτισμένη δίπλα στα ερείπια μιας βενετσιάνικης καστροπολιτείας. Τα σπίτια του σημερινού Μυλοπόταμου έχουν μορφολογική ομοιογένεια, που δίνει χρώμα στον σύγχρονο οικισμό: κάτι αντίστοιχο θα πρέπει να ίσχυε και για τη μεσαιωνική πόλη. Μέσα στο κάστρο τα σπίτια είναι κτισμένα σε συγκροτήματα διώροφων κατοικιών, λόγω της στενότητας του χώρου. Οι δύο όροφοι δεν επικοινωνούν εσωτερικά, αλλά ανέβαινες στον πάνω όροφο μέσω μιας σκάλας εξωτερικής, που κατέληγε σε πλατύσκαλο ή εξώστη. Οι ισόγειοι χώροι ήταν βοηθητικοί, όπως ακριβώς συμβαίνει και στα σύγχρονα χωριατόσπιτα, στεγάζονταν με κυλινδρικούς θόλους και θερμαίνονταν με γωνιακό τζάκι. Βασικά οικοδομικά τους χαρακτηριστικά ήταν τα φουρούσια, οι αφανείς γωνιακοί λίθοι και η αργολιθοδομή, ο «ηλιακός» εξώστης και η καμινάδα. Ένας σχετικά σύντομος περίπατος στις επάλξεις προσφέρει τη μοναδική θέα ενός πελάγους που το διεκδίκησαν όλες οι ηγέτιδες δυνάμεις της νότιας Ευρώπης στους πενήντα αιώνες της ιστορίας του νησιού. Μόλις μετά βίας ιχνηλατείς τους τελευταίους επτά αιώνες στα ερείπια του μπούργκου του Μυλοπόταμου.
Δεν μαρτυρείται, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, κάποιος νεολιθικός οικισμός ανάλογος με εκείνον της Γραμμικής Α που εντόπισε ο Γ. Σακελλαράκης στον Άη Γιώργη στο Βουνό, ή παρεμφερής με τα μινωϊκά ευρήματα (3000-1200 π.Χ.). Το Τσιρίγο πρέπει να είχε εποικισθεί από Φοίνικες και Κρήτες εμπόρους κατά το δεύτερο ήμισυ του 9ου π.Χ. αιώνα, ενώ λείψανα της Εποχής του Χαλκού στο Καστρί (Παλαιόπολη) χρονολογήθηκαν ανάμεσα στο 2500 και το 1500 π.Χ. Ακολούθησαν οι Μυκηναίοι, ενώ οι Αργίτες χρησιμοποίησαν το νέο αυτό ορμητήριό τους κατά των Σπαρτιατών, που τελικά το κατέκτησαν, το 546 π.Χ. Κατόπιν, το νησί της Κυθερείας Αφροδίτης (σημ. 1) πέρασε, διαδοχικά, από τα χέρια των Λακεδαιμονίων στα χέρια των Αθηναίων και τανάπαλιν, μέχρι που, το 21 π.Χ., ο Οκταβιανός Αύγουστος το «προίκισε» στον ευγενή Γάιο Ιούλιο Ευρυκλή.
Σε ποιον ανήκε ο Μυλοπόταμος
Το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε για την περιοχή Μυλοποτάμου είναι πως θα πρέπει να είχε κάποιο ανεξερεύνητο ιερό, είτε ίσως χρησιμοποιήθηκε ως παρατηρητήριο (βίγλα) για ναυτικές εξορμήσεις. Οι πρώτοι τέσσερις χριστιανικοί αιώνες του νησιού παραμένουν σκοτεινοί, ενώ από το 395 μ.Χ. τα Κύθηρα υπάγονται στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος ως μια αραιοκατοικημένη, άγονη περιοχή. Στα 530 μ.Χ. υποτάχθηκαν, μαζί με τα υπόλοιπα Ιόνια νησιά, στη διοίκηση της Επαρχίας της Ελλάδος, με βυζαντινό ανθύπατο (proconsul) (σημ. 2).
Γρήγορη ιστορική αναδρομή
Η νεότερη ιστορία του νησιού αρχίζει με το συνοικισμό του Αγίου Γεωργίου και με μαρτυρίες για μετάβαση, εδώ, του Αγίου Θεοδώρου και για μαρτύριο (άθλησιν) της Αγίας Ελέσσας. Επί αυτοκράτορα Κώνσταντος (641-668) η Επισκοπή Κυθήρων υπάγεται στη δικαιοδοσία του Πάπα. Επί Λέοντος Γ΄ Ισαύρου και μετά την Εικονομαχία (717-741), η εν λόγω Επισκοπή επιστρέφει στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Από ένα ανώνυμο χρονικό του 16ου αιώνα μαθαίνουμε ότι, ήδη στο ξεκίνημα του 12ου αιώνα, είχε ιδρυθεί ο συνοικισμός Παλαιοχώρας (Αγίου Δημητρίου), τα ερείπια του οποίου σώζονται σήμερα ως μοναδικό ίχνος της βυζαντινής ιστορίας του νησιού. Εκείνη την εποχή οι κάτοικοι επέλεγαν κάποιον για να τους διοικεί, κι αυτός με τη σειρά του λογοδοτούσε στο δεσπότη Σπάρτης ή στον ομόλογό του Μονεμβασίας (σημ. 3). Ο εγχώριος πληθυσμός ευγενών θα πρέπει να προερχόταν από κάστρα της Λακωνικής μέχρι το 1390-93, όταν η Ενετική Σύγκλητος υπήγαγε τα Κύθηρα στο regimen της Κρήτης. Ιδρυτές της Παλαιοχώρας πρέπει να ήταν Κωνσταντινουπολίτες που μετοίκησαν δυσαρεστημένοι από τη βαριά φορολογία του Μιχαήλ Παλαιολόγου.