Ζούσε στα Φράτσια ένας άνθρωπος με καταγωγή από την Κάρπαθο και παντρεμένος με Φρατσιώτισσα, ο μαστρο-Γιώργης. Ο μαστρο-Γιώργης ήταν εντελώς τυφλός και παρ’ όλ’ αυτά άριστος τεχνίτης της πέτρας. Εκτός από τις πέτρες για οικοδομικές εργασίες πελεκούσε και μυλόπετρες ολοστρόγγυλες για αλευρόμυλους και ελαιοτριβεία˙ καταλαβαίνει κανείς τι ακρίβεια χρειαζόταν, πόσο τέλεια εφαρμογή˙ και όλα αυτά τυφλός. Κάθε χτύπημα που έκανε στην πέτρα δεν ήξερε πού πάει κι ωστόσο πάντα πήγαινε στο σωστό σημείο.
Μια φορά θέλανε να βαθύνουνε το πηγάδι στα Μυρτίδια που έχει πολύ μεγάλο βάθος και δεν βρίσκανε κανέναν να κάνει τη δουλειά. Ανέλαβε εκείνος, ο τυφλός! Κι έπρεπε ταυτόχρονα να αντλείται και το νερό από μέσα, χωρίς μοτέρ βέβαια. Υπήρχε κίνδυνος κατάρρευσης κάθε στιγμή. Και έκανε και χρήση εκρηκτικών μέσα στο πηγάδι. Είχε γίνει θέμα εκείνη την εποχή˙ μπορεί κανείς να βρει αναφορές στις τοπικές εφημερίδες.
Εκτός από όλες αυτές τις δουλειές που έκανε ασχολιόταν και με τα χωράφια του γιατί εκείνη την εποχή κάθε σπίτι είχε την δική του παραγωγή, τα σιτάρια του, τα λαχανικά του, τα ζώα του κλπ, το κάθε σπίτι είχε απ’ όλα. Πήγαινε, λοιπόν, ο μαστρο-Γιώργης στο χωράφι και ήξερε πού να δέσει το ζώο σε μέρος που να έχει χόρτα, ήξερε να μην κάνει λάθος. Γνώριζε και πήγαινε στο κάθε χωράφι που ήθελε να πάει, άλλο εδώ άλλο εκεί. Πέρναγε μέσα από το χωριό, ας πούμε από του πεθερού μου το σπίτι κι ήτανε απ’ έξω η μάνα του πεθερού μου, «Γεια σου κυρα-Κώσταινα» την χαιρετούσε, χωρίς να την βλέπει, αν ήταν η πεθερά μου, «Γεια σου Μαρία», χωρίς να του έχουν μιλήσει˙ ήξερε σε ποιο σπίτι ήταν απ’ έξω, παρακάτω «Γεια σου Βάσω», ήξερε με ποιον μιλούσε.
Μια φορά πηγαίνοντας σε κάποιο χωράφι του που ήταν προς Άγιο Ηλία, ο γάιδαρος άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε προς Βιαράδικα. Όταν προχώρησε εκατό-διακόσια μέτρα πιο κάτω (αυτός ήταν πάνω στον γάιδαρο, δεν είχε επαφή με το έδαφος), σταματάει τον γάιδαρο και λέει «Πάμε λάθος» και τον γυρίζει πίσω και πάει από κει που θέλει να πάει! Του λέει κάποιος λοιπόν «Πώς το αντιλαμβάνεσαι σε ποιο χωράφι πας;». «Από τη μυρωδία!», του απαντάει. «Κι εδώ πώς κατάλαβες;». «Έχει άλλη μυρωδία ο δρόμος!», του ξανααπαντάει. Έτσι έλεγε. Τώρα έκανε πλάκα; Πιθανόν να ισχύει…
Άλλη φορά, ήτανε στο καφενείο στην πλατεία κι έπιασε βροχή καταρρακτώδης και σηκώνεται να φύγει από το καφενείο υπό βροχήν για να πάει στο σπίτι. Ένας γείτονάς του και συνομήλικός του μάλλον, ηλικιωμένος κι αυτός, σηκώθηκε να πάει μαζί του και του λέει «Πρόσεχε γιατί λίγο πιο πέρα έχει κάτι χαντάκια, πρόσεξε μην πέσεις μέσα,» -τότε ήταν χώμα όλοι οι δρόμοι κι οι πλατείες- «μην πέσεις μέσα στα νερά». Λέει τότε ο μαστρο-Γιώργης «Εσύ το νου σου κι έγνοια σου για μένα» και ξεκινάνε για το σπίτι. Μόλις φτάνουνε στο σημείο αυτό, ο ανοιχτομάτης βροντάει μέσα στα χαντάκια, βάζει τις φωνές «Βόηθα Γιώργη», τον πιάνει ο Γιώργης ο τυφλός, τον βγάζει από τις λάσπες, τον παίρνει από το χέρι και τον πάει στο σπίτι!
Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος, που ίσως ήτανε αγράμματος αλλά κι αν ήξερε κάποια γράμματα αυτά θα ήταν ελάχιστα, όταν το 1979 μπήκαμε στην ΕΟΚ, στις συζητήσεις στα καφενεία έλεγε: «Εγώ δεν θα ζω τότε που εσείς θα είσαστε δούλοι των Ευρωπαίων. Θα σας φέρουν δικό τους νόμισμα, θα σας φέρουνε και θα τρώτε τη σκαρταδούρα τους. Θα δείτε πολύ άσχημα πράγματα. Εγώ δεν θα ζω τότε αλλά εσείς θα υποφέρετε από αυτούς.»
Τότε που τα έλεγε, ούτε εφημερίδα έβλεπε να διαβάσει, ένα-δυο πράγματα τα μάθαινε από το ραδιόφωνο και από τις συζητήσεις των καφενείων. Και μην τα βλέπουμε αυτά με τα σημερινά μας χάλια αλλά να σκεφτούμε την εποχή που τα έλεγε. Η ρητορική ερώτηση «Θα μείνουμε σε μια αγορά 10 εκατομμυρίων Ελλήνων όταν μπορούμε να συμμετάσχουμε στην Κοινή Αγορά των 280 εκατομμυρίων Ευρωπαίων;» διαφήμιζε στην σκέψη κάθε νοήμονος τον κοινό ευρωπαϊκό παράδεισο που μας περίμενε με ανοιχτές αγκάλες…
Τελικά η φύση είχε προικίσει αυτό τον άνθρωπο να βλέπει πιο καθαρά κι από τον πιο ανοιχτομάτη. Ίσως και η κοινωνία εκείνης της εποχής που έδινε μεγαλύτερη σημασία στα στοιχειώδη, στα χρειώδη και όχι σε περιττές πολυτέλειες και ματαιοδοξίες να έκανε φανερό στο μυαλό του αυτό που ξεχνούσαν τα σαΐνια της ευρωπαϊκής αυταπάτης: Άμα χαθεί η αυτάρκεια ιδίως στα τρόφιμα χάνεται και η ελευθερία, ατομική και συλλογική, κοινωνική και εθνική. Η κρίση του ήταν στηριγμένη όχι σε ψευδή στοιχεία και μπόλικη μαγειρική αλλά στην αδιάψευστη αίσθηση της εμπειρίας, της απλής αλήθειας, του λαϊκού ήθους ότι τίποτα δεν χαρίζεται και κάποτε θα ζητηθεί αντάλλαγμα πολλαπλάσιο από κάθε κίβδηλο δώρο.
ΣΗΜ.: Οι πίνακες που πλαισιώνουν το κείμενο είναι έργα του Νίκου Χουλιαρά.
http://dragonerarossa.gr