ΓΡΑΠΤΟΝ ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ
«Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος …
Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος …»
«Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος …
Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος …»
Ὁ Χριστός στήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου παρουσίασε ἐκφραστικά τήν ἀβυσσαλέα διαφορά μεταξύ τοῦ ἀνωνύμου θά λέγαμε κεφαλαιοκράτη καί τοῦ ἐπωνύμου πτωχοῦ πού ὀνομαζόταν Λάζαρος. Χαώδης ἡ διαφορά μεταξύ τῶν δύο ἀνθρώπων. Ὁ πλούσιος εἶχε καθημερινά φαγοπότια, ἐνῶ ὁ πτωχός ζοῦσε μέ τά ψιχία τῆς τραπέζης. Ὁ πλούσιος ἦταν εὔρωστος σωματικά, ἐνῶ ὁ πτωχός «ἡλκωμένος».
Ὁ πλούσιος διασκέδαζε μέ τούς φίλους του, ἐνῶ ὁ πτωχός ζητιάνευε συντροφιά μέ τά σκυλιά. Ὁ πλούσιος φοροῦσε «πορφύραν καί βύσσον», ἐνῶ ὁ πτωχός ἦταν ρακένδυτος. Ὁ Χριστός ζωγράφισε κατά τόν καλύτερο τρόπο τήν μεγάλη ἀνισότητα μεταξύ τοῦ πλούτου καί τῆς φτώχειας, κάτι πού τό ζοῦμε ἔντονα στίς μέρες μας. Ἄλλοι μεθοῦν κι ἄλλοι πεινοῦν.
Ὅμως ἡ σωτηρία τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου καί ἡ καταδίκη τοῦ πλουσίου δέν σημαίνει ὅτι γιά νά σωθῆ κανείς πρέπει νά εἶναι πτωχός ἤ ὅτι κάθε πλούσιος καταδικάζεται. Ἡ Ἐκκλησία μας δέν βλέπει ἐξωτερικά τό θέμα τοῦ πλούτου, ἀλλά προσπαθεῖ νά εἰσέλθη στό βάθος. Δηλαδή, ἐπιδιώκει νά ἀπαλλάξει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό μεγάλο ἁμάρτημα τῆς φιλαργυρίας, πού εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχη σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, πλούσιους ἤ φτωχούς. Ὁ πλούσιος ἀπό φιλαργυρία κρατᾶ ὅλα τά ὑλικά ἀγαθά καί διακατέχεται ἀπό ἄγχος νά τά αὐξήση. Καί ὁ φτωχός ἀπό φιλαργυρία παραπονεῖται καθημερινά καί ἀποβλέπει στήν ἀπόκτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἑρμηνεύοντας τήν περικοπή, λέγει ὅτι κι ὁ Ἀβραάμ ἦταν πλούσιος, ἀλλά λόγῳ τῆς φιλοθεΐας του καί τῆς εὐσπλαγχνίας του καί τῆς φιλοξενίας του ὄχι μόνον σώθηκε, ἀλλά ἔγινε καί τύπος τῶν σωζομένων. Τό θέμα, λοιπόν, εἶναι νά ἀπαλλαγῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν φιλαργυρία ,πού δέν εἶναι τόσο ἐξωτερική πράξη, ὅσο ἐσωτερική ἐπιθυμία.
Τό θέμα τῶν πλουσίων καί τῶν πτωχῶν τό βλέπει ἡ Ἐκκλησία μας καί ἀπό μιά ἄλλη πλευρά. Πλούσιος δέν εἶναι αὐτός πού ἔχει χρήματα καί κτήματα, ἀλλά αὐτός πού ἔχει τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι τό μόνο ἀγαθό. Πτωχός δέν εἶναι αὐτός πού στερεῖται τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά αὐτός πού στερεῖται τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἑρμηνεύει καί ὁ Μέγας Βασίλειος τό χωρίο «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν, οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ». Τά ὑλικά ἀγαθά, λέγει, δέν εἶναι στήν πραγματικότητα ἀγαθά, ἀφοῦ μέ κόπο ἀποκτοῦνται καί μέ κόπο συγκρατοῦνται. Τό μόνο τελειότατο καί ὑπέρτατο ἀγαθό εἶναι ὁ Θεός. Ἄλλωστε αὐτό μᾶς λέγει κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περιγράφοντας τήν ἀποστολική ζωή : «ὡς πτωχοί, πολλούς δέ πλουτίζοντες, ὡς μηδέν ἔχοντες καί τά πάντα κατέχοντες» (Β’ Κορ. στ’, 10).
Ἐκεῖνο πού πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ εἶναι ὅτι μέ τόν Χριστό εἶναι κανείς πάμπλουτος, ἀφοῦ ἔχει τήν αἰωνιότητα.
Χωρίς τόν Χριστό εἶναι πάμπτωχος, ἔστω κι ἄν ἔχη στήν ἐξουσία του ὅλο τόν κόσμο.
Ὅμως ἡ σωτηρία τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου καί ἡ καταδίκη τοῦ πλουσίου δέν σημαίνει ὅτι γιά νά σωθῆ κανείς πρέπει νά εἶναι πτωχός ἤ ὅτι κάθε πλούσιος καταδικάζεται. Ἡ Ἐκκλησία μας δέν βλέπει ἐξωτερικά τό θέμα τοῦ πλούτου, ἀλλά προσπαθεῖ νά εἰσέλθη στό βάθος. Δηλαδή, ἐπιδιώκει νά ἀπαλλάξει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό μεγάλο ἁμάρτημα τῆς φιλαργυρίας, πού εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχη σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, πλούσιους ἤ φτωχούς. Ὁ πλούσιος ἀπό φιλαργυρία κρατᾶ ὅλα τά ὑλικά ἀγαθά καί διακατέχεται ἀπό ἄγχος νά τά αὐξήση. Καί ὁ φτωχός ἀπό φιλαργυρία παραπονεῖται καθημερινά καί ἀποβλέπει στήν ἀπόκτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἑρμηνεύοντας τήν περικοπή, λέγει ὅτι κι ὁ Ἀβραάμ ἦταν πλούσιος, ἀλλά λόγῳ τῆς φιλοθεΐας του καί τῆς εὐσπλαγχνίας του καί τῆς φιλοξενίας του ὄχι μόνον σώθηκε, ἀλλά ἔγινε καί τύπος τῶν σωζομένων. Τό θέμα, λοιπόν, εἶναι νά ἀπαλλαγῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν φιλαργυρία ,πού δέν εἶναι τόσο ἐξωτερική πράξη, ὅσο ἐσωτερική ἐπιθυμία.
Τό θέμα τῶν πλουσίων καί τῶν πτωχῶν τό βλέπει ἡ Ἐκκλησία μας καί ἀπό μιά ἄλλη πλευρά. Πλούσιος δέν εἶναι αὐτός πού ἔχει χρήματα καί κτήματα, ἀλλά αὐτός πού ἔχει τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι τό μόνο ἀγαθό. Πτωχός δέν εἶναι αὐτός πού στερεῖται τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά αὐτός πού στερεῖται τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἑρμηνεύει καί ὁ Μέγας Βασίλειος τό χωρίο «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν, οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ». Τά ὑλικά ἀγαθά, λέγει, δέν εἶναι στήν πραγματικότητα ἀγαθά, ἀφοῦ μέ κόπο ἀποκτοῦνται καί μέ κόπο συγκρατοῦνται. Τό μόνο τελειότατο καί ὑπέρτατο ἀγαθό εἶναι ὁ Θεός. Ἄλλωστε αὐτό μᾶς λέγει κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περιγράφοντας τήν ἀποστολική ζωή : «ὡς πτωχοί, πολλούς δέ πλουτίζοντες, ὡς μηδέν ἔχοντες καί τά πάντα κατέχοντες» (Β’ Κορ. στ’, 10).
Ἐκεῖνο πού πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ εἶναι ὅτι μέ τόν Χριστό εἶναι κανείς πάμπλουτος, ἀφοῦ ἔχει τήν αἰωνιότητα.
Χωρίς τόν Χριστό εἶναι πάμπτωχος, ἔστω κι ἄν ἔχη στήν ἐξουσία του ὅλο τόν κόσμο.
π.Θεολόγος Παντελῆς