ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΜΑΡΥΣΙΑ
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ;
Στο παιδί της
πλατείας Κάνιγγος
- Παππού – παππού! Έκανα κι εγώ καλά το μάθημα…
21 Δεκεμβρίου 201…, έλαμψε το δωμάτιο από το χαμόγελο της 11χρονης εγγονούλας. Και πριν πει λέξη ο κ. Νίκος, όρμησε ο μικρότερος αδελφός της:
- Ποιο μάθημα, Αντιγόνη; Έγινες κυρα – δασκάλα; χαμογέλασε ο παππούς σκεπάζοντας τη θλίψη του.
- Πολλά γίνονται, Φοίβο μου. Η κυρία Ρόζα είχε προετοιμάσει τα παιδιά της Έκτης τάξης, να κάνουν εκείνα το μάθημα της 21ης Δεκεμβρίου, πριν από τις διακοπές. Όσα ήθελαν, να παρουσιάσουν χριστουγεννιάτικα διηγήματα, με συντομία, από εκείνα που τους είχε δώσει σε φωτοτυπίες. Ή κάποιο άλλο.
- Εσύ, Αντιγόνη;
- Είπα την ιστορία του Βάνκα1, που μου την είχες μάθει, παππού. Και έκανε μεγάλη εντύπωση.
- Να την μάθει κι ο Φοίβος;
- Ο Ρώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ έγραψε για τη μεγάλη λύπη του Βάνκα, του Ιβάν Ζούκοφ. Ήταν εννιά χρονών, δισάρφανος. Και τον έστειλε ο φτωχός παππούς του από το χωριό στη Μόσχα, σε ένα τσαγκαράδικο, για να μάθει την τέχνη. Τέσσερις μήνες το αφεντικό τον χτυπούσε άδικα. Κάποτε τον έσυρε στην αυλή και τον έδερνε, γιατί, την ώρα που κουνούσε το μωρό, τον πήρε ο ύπνος. Και στο τσαγκαράδικο τον βασάνιζαν όλοι οι παραγιοί. Για φαγητό του δίνανε δυο ξεροκόμματα και λίγο κουρκούτι, το ίδιο κάθε μέρα.
- Παππού, διακόπτει ο Φοίβος, αυτά τα βάσανα ήταν σαν εκείνα του Χριστού μας.
- «Στα ξένα χέρια», θυμάται ο κύριος Νίκος το αριστούργημα του Μαξίμ Γκόρκι. Συνέχισε Αντιγόνη μου..
- Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλοι είχαν φύγει, ο μικρός αρχίζει να γράφει ένα γράμμα. Κρατούσα το βιβλίο τού παππού με το διήγημα και διάβασα στην τάξη μερικά λόγια: «Πολυαγαπημένε μου παππού Κωσταντή Μακάριτς. Σου γράφω γράμμα. Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα… Δεν έχω πια ούτε πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απόμεινες. Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω. Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια, που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μού ’δωσε μια στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου… Ο εγγονός σου Ιβάν Ζούκοφ, ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΠΑΠΠΟΥ, ΕΛΑ».
Όταν τέλειωσε το γράμμα ο Βάνκας, το έβαλε σ’ ένα φάκελο, όπου έγραψε: ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ. ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ. Και πρόσθεσε: Κωσταντή Μακάριτς. Αμέσως μετά έτρεξε και έριξε «το πολύτιμο μήνυμά του» στο κοντινότερο ταχυδρομικό κουτί. ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ.
- Δεν πήγε το γράμμα!
Φώναξε ταραγμένη μια συμμαθήτριά μου. Ο Βάνκας είχε ξεχάσει να γράψει στο φάκελο το όνομα του χωριού. Και συγκινήθηκε η Πέγκη, παππού. Η Πέγκη τέσσερις μήνες δεν είχε μιλήσει ποτέ. Δεν ξέρουμε γιατί. Σήμερα ακούσαμε τη φωνή της! Η δασκάλα μας νομίζω δάκρυσε. Και δυο συμμαθητές μας έβαλαν τα κλάματα…
- Πώς όχι; Πώς όχι, παιδιά μου… Και η Πέγκη… Μπράβο Αντιγόνη!
Ο κύριος Νίκος σταμάτησε. Μόνο…
- Πηγαίνετε για λίγο στη γιαγιά…
∽ Το παιδάκι της πλατείας Κάνιγγος ∽
Ο ηλικιωμένος κύριος μένει ακόμη πολύ λυπημένος. Είναι συνεχώς απέναντί του η πρωινή συνάντηση. Ενώ καθόταν έξω από το καφενείο που συμπαθούσε, δίπλα στην πλατεία Κάνιγγος, σήκωσε τα μάτια από την εφημερίδα. Μπροστά του στεκόταν ένας μικρούλης, τεσσάρων – πέντε χρονών; Κοίταζε τον κύριο Νίκο. Χωρίς να ζητά τίποτε… Στα καστανά, υπομονετικά μάτια του παιδιού δεν πρέπει να υπήρχε μόνο η αναμονή μιας μικρής βοήθειας. Και φόβος; Ντροπή;
- Από πού είσαι, παιδί μου;
Απάντησε μ’ έναν ελάχιστο, ακαθόριστο ψίθυρο. Ίσως είπε «Συρία». Γιατί να ρωτήσει ο ευαίσθητος άνθρωπος; Ποτέ ξανά. Τον φτωχό να μην τον ρωτάμε.
Θέλησε να δώσει ένα μικρό χαρτονόμισμα. Μα... δεν χωρούσε. Δεν χωρούσε στη χουφτίτσα του μικρού… Χάιδεψε το προσφυγάκι και του είπε να βάλει στην τσέπη του το διπλωμένο χαρτονόμισμα. Αμέσως μετά, ο κύριος Νίκος σαν να χάθηκε κάποιες στιγμές. Δεν είδε να φεύγει το τόσο μικρό παιδί της βουβής ανάγκης. Τον εξόριστο άγγελο του κόσμου μας.
«Τα ερείπια των παιδιών του, γίνονται τα δικά μας ερείπια»2.
«Ω π ε ν ι χ ρ α α λ λ’ υ π ε ρ τ ά τ η ε υ τ υ χ ι α
τ ο υ π τ ω χ ο ύ!»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
- Αντιγόνη, Φοίβο… Να σας πω κι εγώ δυο ιστορίες; Από τους θησαυρούς που μας χάρισε ο άγιος συγγραφέας, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης3.
Στο νησί του, τη Σκιάθο, ζούσε και η θεια-Αχτίτσα με τα ορφανά εγγονάκια της, το Γέρο και την Πατρώνα. Δεν τους μιλούσε
με τα πραγματικά τους ονόματα, για να μην της θυμίζουν τους χαμένους, τον άντρα και την κόρη της. Και δεν είχε στον ήλιο μοίρα, ανάτρεφε τα παιδιά κάνοντας ό,τι περνούσε από τα χέρια της.
Βοτάνιζε, μάζευε ελιές για τους χωριανούς, ξενοδούλευε. Από κούμαρα έβγαζε ρακί. Και τι δεν έκανε… Για «τα αξιολύπητα, τα καημένα»… Πρώτα απ’ όλα όμως ήταν «Η σταχομαζώχτρα» - κι ας την κορόιδευαν οι φαρμακερές γλώσσες. Κάθε Ιούνιο, στην απέναντι Εύβοια, μάζευε τα στάχυα, που έπεφταν απ’ τα δεμάτια των θεριστών. Γέμιζε τρεις – τέσσερις σάκους και εξασφάλιζε το ψωμί της χρονιάς.
Το έτος όμως, 187…, ποιες αμαρτίες πλήρωνε η πικρή γη; Ελάχιστα τα στάχυα, πουθενά ελιές, φτώχεια ακόμη και στις κουμαριές. Αφορία παντού! Ένας ασυνήθιστος, άγριος, αδιάκοπος χειμώνας έκανε μεγαλύτερη τη δυστυχία. Γρήγορα τελείωναν τα ξύλα, που έφερνε από τα δάση η Αχτίτσα, το σπιτικό ήταν παγωμένο. Βοριάς «χιονιστής» φυσούσε και τις παραμονές των Χριστουγέννων, Ο Γέρος δεν έβρισκε ούτε ψίχουλα στο ντουλάπι. Πήρε ένα κομμάτι κρυσταλλιασμένο χιόνι, για να ξεγελάσει την πείνα του μαζί με την Πατρώνα.
Το πρωί της παραμονής, στην πόρτα τους ο παπα – Δημήτρης.
- Καλώς τα ’δέχθης, είπε στη γιαγιά. Έλαβα ένα γράμμα για σένα...
Για την Αχτίτσα; Ποιος θα της έγραφε; Και όμως. Ο εξαφανισμένος, στην Αμερική τόσα χρόνια γιος της, ο Γιάννης, την θυμήθηκε. Με γράμμα, με τις περιστάσεις της ξενιτιάς και ένα «συνάλλαγμα».
- Πόσα χρήματα; διακόπτει ο Φοίβος.
- Ούτε ο ιερέας, ούτε ο δάσκαλος μπορούσαν να καταλάβουν. Ο κυρ – Μαργαρίτης, ο πολυτεχνίτης, είπε ότι έκανε να δίνει στη
μάνα λιγότερα από δέκα τάλιρα. Ευτυχώς, τότε φάνηκε περαστικός έμπορος από τη Σύρο. Κοίταξε το «συνάλλαγμα¨.
- Συναλλαγματική για δέκα αγγλικές λίρες. Σίγουρα.
Και τελικά, μέτρησε στο χέρι της θειας – Αχτίτσας, μπροστά στα «έκθαμβα μάτια της» εννιά γυαλιστερές λίρες!
- Θαύμα, μονολογεί η Αντιγόνη.
Θαύμα, που έγινε καθαρά πουκαμισάκια, νέα πέδιλα για τα παιδιά και καινούρια, «άδολη» μαντήλα της γιαγιάς, της σταχομαζώχτρας! Τα δικά τους Χριστούγεννα έμοιαζαν με ηλιόλουστο όνειρο.
Πήρε μια ανάσα ο κ. Νίκος. Ανυπομονούσε όμως η Αντιγόνη.
- Η δεύτερη ιστορία, παππού;
- Ναι, η ιστορία της «’Πηρέτρας». «Υπηρέτρα» είχε ονομάσει ο μπαρμα – Διόμας τη γερόντισσα βάρκα του. Χωρίς σύνταξη, μόνον μ’ αυτήν είχε απομείνει. Και τον υπηρετούσε. Στο ψάρεμα, σε μεταφορές, να βγάζει το ψωμί το δικό του και της Ουρανιώς, της θυγατέρας του, του μοναδικού δικού του ανθρώπου. Στην Υπηρέτρα έλεγε και τα παράπονά του: «Βασανισμένο μου κορμί, τυραγνισμένα νιάτα…»
Το μεσημέρι της παραμονής των Χριστουγέννων, σαλπάρησαν για το γειτονικό νησί, την Τσουγκριά και εκεί γέμισε σχεδόν η βάρκα με όρνιθες, τυριά και άλλα αναγκαία. Σύντομα βρέθηκε στα μισά του θαλασσινού δρόμου της, και ξαφνικά… Ο γαϊδαράκος, ο συνταξιδευτής του μπαρμπα – Διόμα. χτύπησε δυνατά τη σανίδα της Υπηρέτρας, έσπασε το μαδέρι της και αμέσως αναποδογύρισε, με όλα της τα υπάρχοντα στα κύματα. Ο ναυαγός κρεμάστηκε από τα πλευρά της και, κολυμβητής σαν το χέλι, πάλευε να μη βουλιάξουν. Η πιστή Υπηρέτρα τον κρατούσε μέχρι τώρα στη ζωή και, στα τελευταία της, απόδιωχνε το θάνατό του!
Στο μεταξύ το Ουρανιώ περίμενε.
- Πέρασαν τα μεσάνυχτα, κι ο πατέρας μου!
Τότε, κρυμμένη στο σκοτεινό εξώστη, παρακολουθούσε την ετοιμασία των γειτόνων για τη γιορτινή λειτουργία. Κάποια στιγμή ήρθε ο φοβερός λόγος:
- Ο γείτονας είπαν πως βούλιαξε. Σπαρακτική κραυγή ακούστηκε…
- Χριστέ μου..! Έκανε το σταυρό της η Αντιγόνη.
Ξημέρωνε και η θεία της κόρης, που σπάραζε από τον πόνο, δεν μπορούσε να την παρηγορήσει.
Στη θάλασσα, ενώ υπήρχε ακόμη αρκετό φως μετά το ηλιοβασίλεμα, ένα μεγάλο τρεχαντήρι έτυχε να πλησιάζει τον γέροντα και διέκρινε τη ναυαγισμένη Υπηρέτρα, σαν φωλιά αλκυόνης πάνω στα κύματα. Σε λίγο ο μπαρμπα – Διόμας, μόλις άκουσε κουπιά να πλαταγίζουν κοντά του, ευθύς λιποθύμησε, ύστερα από δύο ωρών μάχη με το Χάρο. Οι καλοί κωπηλάτες τον ανέβασαν στο τρεχαντήρι, κατάφεραν να τον ξαναφέρουν στη ζωή και τον άφησαν γερό στο λιμάνι του.
Έτρεξε κι αγκάλιασε την Ουρανιώ, με τα δάκρυα τής ευτυχίας της. Ο πατέρας δεν έφερε ούτε μυζήθρες, ούτε αυγά, αλλά το σκληραγωγημένο, το θαλασσόδαρτο άτομό του με τα στιβαρά χέρια, ικανά, ακόμη κάποια χρόνια, να πασχίζουν για τον επιούσιον. «Ω πενιχρά, αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!», εξηγεί ο παππούς το λόγο του ανυπέρβλητου, Σκιαθίτη – που στα περισσότερα χρόνια του ήταν πολύ φτωχός.
∽ Το μήνυμα του Βρέφους της Βηθλεέμ ∽
Άλλαξε θέμα ο κ. Νίκος.
- Παιδιά μου, φτάνουν τα Χριστούγεννα. Ποια δώρα θέλετε; Παιγνίδια, καινούρια μπουφάν;
- Τίποτε από αυτά, απαντά ο Φοίβος. Προτιμώ ένα βιβλίο του Τσέχωφ. Εσύ κυρα – δασκάλα;
- Δύο βιβλία του Παπαδιαμάντη. Το ένα θα το χαρίσω στην Πέγκη. Για να μιλάει, για να την ακούμε. Σε παρακαλώ, παππού!
Ο ηλικιωμένος κύριος κατευθύνθηκε στο τηλέφωνο, γρήγορα. Δεν έπρεπε να φανούν τα δάκρυά του.
- Παρακαλώ… Κύριε Άλκη, στείλτε μου τρία βιβλία…
Τα βιβλία της αγάπης. Με το χρόνο, θα βοηθούν την Αντιγόνη και το Φοίβο να γίνονται όλο και καλύτεροι άνθρωποι. Να βάνουν το λιθαράκι τους στο κτίσιμο ενός ανθρώπινου κόσμου. Όπου, πρώτα – πρώτα, ας μην υπάρχουν εκατομμύρια καταφρονεμένα, ταπεινωμένα παιδιά, ακόμη και σε χειρότερη κατάσταση από τα εγγόνια του Κωσταντή Μακάριτς, της θειας – Αχτίτσας και από το παιδάκι της πλατείας Κάνιγγος.
Ο κ. Νίκος κοιτάζει τη συνομιλήτρια και το συνομιλητή του. Μεγάλωσαν! Κοντά τους ζει τα Χριστούγεννα της Ελπίδας; Της αμυδρής Ελπίδας. Αλλά πολύτιμης…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Άντον Τσέχωφ, Διηγήματα, μτφρ. Κυριάκος Σιμόπουλος, Θεμέλιο. Συμπεριλαμβάνεται στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» της Α΄ Γυμνασίου.
2. Από το κείμενο «Ο άγγελος της ιστορίας με τις λέξεις του να οπισθοχωρούν». του Μπάμπη Μπαλτά. Η Εφημερίδα των Συντακτών, 20-11-2020.
3. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης δεν είδε, όσο ζούσε τυπωμένο βιβλίο του. Η εξαιρετική «Ιστορία της Ελληνικής
Επαναστάσεως» του Σκώτου ιστορικού George Finlay, που είχε μεταφράσει υποδειγματικά ο Σκιαθίτης, εκδόθηκε 100 χρόνια μετά την ολοκλήρωσή της, το 2008, από το «Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία».