Τηρώντας τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα λόγω του κορωνοϊού, τελέσαμε σήμερα στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Εσταυρωμένου Χώρας την Πανηγυρική Δοξολογία για την επέτειο των 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ακολούθησε δέηση στο Ηρώον Πεσόντων στην Πλατεία Στάη και κατάθεση στεφάνων. Οι εκδηλώσεις καλύφθηκαν από το Tsirigo FM
PHOTO CERIGO
και
Adelinfm Radiofono Kythera
Πανηγυρική Ομιλία Δημάρχου Κυθήρων κ. Ευστρατίου Αθ. Χαρχαλάκη επί τη Εθνική Επετείω των 200 ετών
από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, Κύθηρα, 25η Μαρτίου 2021.
Συμπληρώνονται σήμερα 200 ακριβώς χρόνια από την 25η Μαρτίου του 1821, από την ημέρα δηλαδή που καθιερώθηκε ως η επίσημη ημέρα έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης, καίτοι αυτή είχε κατ΄ ουσίαν ξεκινήσει νωρίτερα. Και είναι σήμερα μια χρυσή ευκαιρία να πούμε μερικά πράγματα με το όνομά τους, χωρίς να δειλιάσουμε ενώπιον των εθνομηδενιστικών και ανθελληνικών συγχρόνων τάσεων που εσχάτως επιδιώκουν την ιστορική, θρησκευτική και εθνική μας ισοπέδωση.
Η Επανάσταση του ‘21 ήταν ένα γεγονός μοναδικό όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά συνολικά για την Ευρώπη. Δεν ήταν μια απλή εξέγερση για την ανάκτηση κάποιου τύπου αυτονομίας ή την παραχώρηση ορισμένων κοινωνικών δικαιωμάτων. Ήταν μια καθολική και πάνδημη απόφαση για ανάκτηση του μεγίστου αγαθού της ελευθερίας χωρίς αστερίσκους, χωρίς υποσημειώσεις, χωρίς «ναι μεν αλλά».
Κυριαρχεί συχνά – στις τάσεις των εθνομηδενιστών και των κατ΄ επάγγελμα απάτριδων – η ανιστόρητη άποψη ότι η διοικούσα τότε Εκκλησία στάθηκε εμπόδιο στην Επανάσταση. Την απάντηση σε αυτόν τον περίτεχνα κατασκευασμένο μύθο δίνουν τα ίδια τα ιστορικά κείμενα:
Τον Ιανουάριο του 1821 ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρος Υψηλάντης γράφει προς τον επίσης μυημένο στη Εταιρεία Θεόδωρο Κολοκοτρώνη που μόλις είχε φθάσει στην Πελοπόννησο από τα Επτάνησα: «Ο Πατριάρχης βιαζόμενος υπό της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και Εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς, όμως να τα θεωρείτε αυτά ως άκυρα καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου». Εξάλλου ο Γρηγόριος ο Έ, ο Πατριάρχης του Γένους, πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή την ουσιαστική υποστήριξη στον Αγώνα. Απαγχονίστηκε από τους Τούρκους ανήμερα του Πάσχα, το 1821, στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, ενώ στις 4 Μαΐου αποκεφαλίζονται στην Κωνσταντινούπολη οι Μητροπολίτες Δέρκων Γρηγόριος, Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, Τυρνάβου Ιωαννίκιος και Θεσσαλονίκης Ιωσήφ. Για την εκτέλεση του Πατριάρχη γράφει ο Διονύσιος Σολωμός στον Ύμνο προς την Ελευθερία αυτούς τους συγκλονιστικούς στίχους:
«Όλοι κλαύστε, αποθαμμένος
Ο αρχηγός της Εκκλησιάς
Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
Ωσάν να τα νε φονιάς!
Έχει ολάνοικτο το στόμα
Π΄ ώραις πριν είχε γευθή
Τ΄ Άγιον Αίμα τ΄ Άγιον Σώμα
Λες πως θε να ξαναβγή»
Οι εκτελέσεις κληρικών είναι συνεχείς καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα. Στις 23 Ιουνίου 1821 οι Τούρκοι εκτελούν στο Μεγάλο Κάστρο της Κρήτης 10 Αρχιερείς, 17 Ιερείς και 5 Βατοπεδινούς μοναχούς, ανάμεσά τους και ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Γεράσιμος. Στις 9 Ιουλίου εκτελούνται στην Κύπρο ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός και οι Μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας. Ο κατάλογος εκτελεσθέντων Αρχιερέων και κληρικών είναι ατελείωτος. Βέβαια και στους κόλπους της Εκκλησίας υπήρξαν αντίθετες απόψεις, όπως για παράδειγμα η επιστολή του Πατριάρχη Αγαθαγγέλου του από Χαλκηδόνος προς τους Έλληνες το 1828 η οποία απαντήθηκε καταλλήλως από τον ίδιο τον Καποδίστρια. Όμως, ακόμα και αυτές οι παραφωνίες, δεν είναι ικανές να αμαυρώσουν τον ευρύτερο ρόλο της Εκκλησίας στην εθνική προσπάθεια αποτίναξης του τουρκικού ζυγού. Ρόλο που τεκμαίρεται από πολλά κείμενα και πηγές.
Η Φιλική Εταιρεία, ο κύριος δηλαδή θεσμός οργάνωσης και προετοιμασίας της Επανάστασης, μύησε στους κόλπους της σχεδόν όλους τους κοτζαμπάσηδες και Μητροπολίτες της λεγόμενης Παλαιάς Ελλάδας. Ένα απ’ τα πρώτα μέλη της Φιλικής Εταιρείας ήταν κατά το Νικόλαο Σπηλιάδη ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας). Ο Σπηλιάδης που έζησε την Επανάσταση εκ των έσω, αναφέρει ότι στη Φιλική Εταιρεία «συγκαταλέγοντο ήδη και πατριάρχαι και αρχιερείς και προεστώτες πολιτικοί των επαρχιών και πολεμικοί αρχηγοί». Ακόμα και ο μαρξιστής ιστορικός Γιάννης Κορδάτος αναφέρει: «Οι Φιλικοί επεδίωξαν να δώσουν χαρακτήρα πανεθνικόν εις την ωργανωμένην επανάστασιν και δι’ αυτόν προσηλύτισαν και μερικούς Φαναριώτας και ανωτέρους Κληρικούς».
Όλα τα επαναστατικά κείμενα αναφέρονται εκτενώς όχι μόνο στην έννοια της Πατρίδας, αλλά κυρίως στην θεμελιώδη για τους Έλληνες έννοια της Ορθόδοξης Πίστης. Ο ίδιος ο Κοραής γράφει: «Μόνο του Ευαγγελίου η διδαχή ημπορεί να σώση την αυτονομίαν του Γένους. Οι Έλληνες επολέμησαν όχι μόνο υπέρ πατρίδος, αλλά και υπέρ πίστεως».
Εξάλλου η ίδια η προκήρυξη της Επανάστασης, το κορυφαίο αυτό κείμενο του Αλέξανδρου Υψηλάντη που δημοσιεύθηκε στις 24 Φεβρουαρίου του 1821 έχει ως προμετωπίδα του το «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» και διακηρύσσει: «Στρέψατε τους οφθαλμούς σας, ω Συμπατριώται, και ίδετε την ελεεινήν μας κατάστασιν! ίδετε εδώ τους Ναούς καταπατημένους! εκεί τα τέκνα μας αρπαζόμενα διά χρήσιν αναιδεστάτην της αναιδούς φιληδονίας των βαρβάρων τυράννων μας! τους οίκους μας γεγυμνωμένους, τους αγρούς μας λεηλατισμένους και ημάς αυτούς ελεεινά ανδράποδα! Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον Ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον, να υψώσωμεν το σημείον, δι’ ου πάντοτε νικώμεν! λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα, και την Ορθόδοξον ημών Πίστιν από την ασεβή των ασεβών καταφρόνησιν. Με την Ένωσιν, ω Συμπολίται, με το προς την ιεράν Θρησκείαν Σέβας, με την προς τους Νόμους και τους Στρατηγούς υποταγήν, με την ευτολμίαν και σταθερότητα, η νίκη μας είναι βεβαία και αναπόφευκτος». Καταρρίπτεται λοιπόν, με πάμπολλα παραδείγματα, ο μύθος της δήθεν εναντίωσης της Εκκλησίας στην Επανάσταση. Εξάλλου τι καλύτερη απόδειξη υπάρχει από τους χιλιάδες νεομάρτυρες, κληρικούς και λαϊκούς, που αναδείχθηκαν μέσα στα σκληρά χρόνια της δουλείας αλλά και στην περίοδο της Επανάστασης; Ο κατάλογος όσων έδωσαν τη ζωή τους «για του Χριστού την πίστην την αγίαν και της πατρίδος την ελευθερίαν» δεν έχει τέλος.
Ο μέγας ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης γράφει: «Εν ενί λόγω η Ελληνική Επανάστασις ετίμησεν υπέρ πάσαν άλλην την ανθρωπίνην φύσιν. Διότι το λαμπρότερον, το διδακτικώτερον και το κατανυκτικώτερον όλων των θεαμάτων, όσα παριστάνει επί της σκηνής του κόσμου η ιστορία, είναι η ανέγερσις πεπτωκότος έθνους. Το δε σάλπισμα τοιούτου πολέμου είναι χερουβικός ύμνος προς τον Ύψιστον».
Λέει ο Φωτάκος: «Εὐτυχισμένη ἦταν ἡ ἡμέρα τῆς ἐπαναστάσεως τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς, διότι καὶ τότε καὶ ἀπὸ χρόνων ἀκόμη τὸ ἔθνος εἶχε τὸν θεόπεμπτον καὶ σεβάσμιον κλῆρον ὡς ὁδηγόν του. Οἱ λειτουργοὶ αὐτοὶ τοῦ ἀληθινοῦ Θεσῦ ἐφρόντισαν καὶ ἡτοίμασαν τὸ ἔθνος διὰ νὰ ἐπαναστατήση, καὶ ν᾿ ἀλλάξει τὸν ὑβριστὴν τῆς θρησκείας καὶ τῶν ἱερῶν του. Ὁ κλῆρος ὕψωσε τὴν σημαίαν τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ Ἔθνους».
Και ο Μακρυγιάννης μέμφεται όσους κατηγορούν τον κλήρο και την Εκκλησία: «...καὶ βρίζουν, οἱ πουλημένοι εἰς τοὺς ξένους, καὶ τοὺς παπάδες μας, ὁποῦ τοὺς ζυγίζουν ἄναντρους καὶ ἀπόλεμους. Ἐμεῖς τοὺς παπᾶδες τοὺς εἴχαμε μαζὶ εἰς κάθε μετερίζι, εἰς κάθε πόνον καὶ δυστυχίαν. Ὄχι μόνον διὰ νὰ βλογᾶνε τὰ ὅπλα τὰ ἱερά, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ μὲ ντουφέκι καὶ γιαταγάνι, πολεμώντας ὡσὰν λεοντάρια. Ντροπὴ Ἕλληνες».
Και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης γράφει σε επιστολή προς τον Κολοκοτρώνη μετά το θρίαμβο στα Δερβενάκια: «Γενναιότατε στρατηγέ...Ἰδοὺ ὁ Θεὸς μεθ᾿ ἡμῶν ὡς ἐπάταξεν ἔθνη πολλὰ καὶ ἀπέκτεινε βασιλεῖς κραταιούς· Ὁ Παντοκράτωρ Θεὸς δὲν μᾶς ἀφήνει εἰς τὴν διάκρισιν τοῦ ἐχθροῦ. Ὄχι, ὄχι βέβαια, ἀλλὰ εἶναι σύμμαχός μας κατὰ πάντα, καθὼς ἐμπράκτως, πολλάκις τὸ εἴδομεν καὶ ἄμποτε εἰς τὸ ἑξῆς διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς ἐνεργείας καὶ γενναιότητός σας ν᾿ ἀφανισθῇ ὁ ἐχθρὸς ἐξ ὁλοκλήρου. Εἴθε γένοιτο, γένοιτο...».
Στην αρχή της Επανάστασης όταν οι επαναστατημένοι μπήκαν στο Βαλτέτσι, το βρήκαν έρημο από κατοίκους και μόνο καμπόσοι σκοτωμένοι κείτονταν εκεί. Και εξιστορεί ο Φωτάκος: «Ασυνήθιστοι καθώς ήταν από του πολέμου τα κακά, κιτρίνισαν απ΄ το φόβο τους και δεν πηγαίνανε σιμά στους νεκρούς. Ο Κολοκοτρώνης, όμως, έβαλε και μάζεψαν τα κομμάτια τους και τα φύλαξε κ΄ είπεν: ‘Αυτοί είναι Άγιοι, θα πάνε στον Παράδεισο σαν μάρτυρες!’. Τότε ζύγωσαν οι στρατιώτες και τους θάψανε».
Βαθιά η πίστη όλου του στρατεύματος. Στα 1826, μετά τις μάχες της Αράχωβας και του Διστόμου, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης με το στρατό του ξεκίνησε να βοηθήσει την Αθήνα, που κινδύνευε από τον Κιουταχή. Λέει η σχετική πηγή: «Έφτασε στο Μοναστήρι του Αγίου Σεραφείμ, όπου είναι και το λείψανό του, τιμημένο πολύ λείψανο από τους Ρουμελιώτες. Εκεί ο Καραϊσκάκης γονατιστός στον άγιο τάφο κοντά, μ΄ όλα τα παληκάρια του, προσευχήθηκε: ‘Βοήθησέ μας, Αϊσεραφείμη, να διώξωμε τον Κιουτάγια απ΄ την Αθήνα, να γλυτώσωμε τους κλεισμένους Χριστιανούς και να κάμωμε στους Τούρκους δεύτερη Αράχωβα, και να σου φέρω χρυσό καντήλι στον τάφο σου και λαμπάδες εκατό ίσα με το κορμί μου και να στολίσω σαν παλάτι το μοναστήρι σου!’. Κι΄ όλος ο στρατός ξεσκούφωτος και γονατισμένος είπε την ίδια προσευχή».
Ο πρώτος υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, ο Φωτάκος, αναφέρει στο μνημειώδες έργο του ως αυτόπτης μάρτυρας όλων των τότε γεγονότων: «Οι αρχιερείς συγχωρούσαν εις τους ιερείς να διαβάζουν εις τας Εκκλησίας παρακλήσεις νύκτα και ημέρα προς τον Θεόν για να ενισχύση του Έλληνας εις τον μέλλοντα αγώνα. […] εσυγχώρησαν να παρακινούν κατά την εξομολόγησίν των τους Έλληνας εις την επανάστασιν, και να την θεωρούν ως συγχωρημένην θρησκευτικώς, διότι ο Θεός όλους τους ανθρώπους έπλασεν ελευθέρους. Πολλοί δεν μάλιστα των αρχιερέων ως ο Έλους Άνθιμος, έκαμαν επίτηδες και ευχάς, τα οποίας έδιδον εις τους ιερείς των επαρχιών των και τας εδιάβαζαν μετά την παράκλησιν».
Όπως κάθε εθνικός απελευθερωτικός αγώνας, έτσι και η Ελληνική Επανάσταση δεν βάδισε σε δρόμο στρωμένο με ροδοπέταλα. Τα προβλήματα που εξαρχής αντιμετώπισε ήταν τεράστια. Η χρηματοδότηση του αγώνα, ο διαγκωνισμός για τα πολιτικά αξιώματα ανάμεσα σε φατρίες και πρόσωπα, ο φρικτός εμφύλιος – η μεγάλη αυτή κατάρα της φυλής μας – ήσαν μερικές μόνο από τις προκλήσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η επαναστατημένη τότε πατρίδα μας. Τίποτε, όμως, από όλα αυτά δεν μπορεί να απομειώσει ή να παρακάμψει το λαμπρό τελικό αποτέλεσμα που ήταν η απελευθέρωση της Χώρας και η δημιουργία – μέσω και της πολιτικής και της διπλωματίας – του πρώτου ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους της νεότερης ιστορίας. Ήταν ένα θαυμαστό επίτευγμα. Ήταν κάτι που ελάχιστοι είχαν εξαρχής πιστέψει. Ήταν ένα αποτέλεσμα πολλών παραγόντων και συνθηκών που στάθηκε η αφορμή για την σταδιακή διάλυση της μέχρι τότε κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι μύθοι που καλλιεργούνται σχετικά με το 1821 είναι πολλοί. Ένθεν κακείθεν. Τα κείμενα, όμως, είναι οι πλέον αδιάψευστοι μάρτυρες των πραγματικών γεγονότων. Η κάθαρση της ιστορίας από τους μύθους είναι σήμερα απαραίτητη όσο ποτέ, εξάλλου ο ίδιος ο Εθνικός μας Ποιητής μας καλεί «να θεωρούμε εθνικόν ό,τι είναι αληθές». Άλλο πράγμα, όμως, είναι η διάλυση των μύθων και των ιστορικών παρανοήσεων και άλλο ο μηδενισμός και η ισοπέδωση που δυστυχώς κυριαρχούν στην εποχή μας.
Η τάση για ισοπέδωση και εθνομηδενισμό, η προώθηση της ιδέας της «οικουμενικής πατρίδας» που δεν έχει ιστορία, όρια, σύνορα και περιορισμούς, η άποψη ότι τα εθνικά σύμβολα δεν έχουν πλέον νόημα και συνιστούν αναχρονισμό, είναι ό,τι πιο επικίνδυνο και επιζήμιο για το μέλλον της Χώρας. Με αφορμή τα 200 χρόνια από το 1821 πρέπει υψώσουμε ένα άρρηκτο τείχος απέναντι σε όλες αυτές τις απόψεις, που δεν αποτελούν κάτι το νέο, αλλά εντάσσονται σε μια γενικότερη τάση ηθικής και εθνικής αποδόμησης της κοινωνίας μας. Από την κατάργηση του πολυτονισμού μέχρι την διαγραφή της λέξης «εθνική» από τον επίσημο τίτλο του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας το 2009, παρατηρούμε μια αλληλουχία πράξεων και γεγονότων που συντείνουν σε μια προκαθορισμένη προσπάθεια ισοπέδωσης και εθνικής απαξίας.
Για την κατάργηση του πολυτονισμού, γράφει ο Χρήστος Γιανναράς: «η επιβολή του μονοτονικού είναι στην ιστορία των Ελλήνων μια καταστροφή, ασύγκριτα ολεθριότερη από τη Μικρασιατική. Στη Μικρασιατική Καταστροφή χάθηκαν πανάρχαιες κοιτίδες του Ελληνισμού, χάθηκε η κοσμοπολίτικη αρχοντιά του, η συνείδηση ότι η ελληνικότητα είναι πολιτισμός, δηλαδή «τρόπος» βίου, όχι υπηκοότητα βαλκανικού επαρχιωτισμού. Όμως δεν χάθηκε η συνέχεια της γλώσσας του, που είναι και έμπρακτη συνέχεια της ιστορικής του συνείδησης, της ένσαρκης στον γραπτό λόγο συνέχειας του ελληνικού «τρόπου». Το μονοτονικό κατάργησε τη σημειογραφία που συνέδεε την αρχαιοελληνική φωνητική «προσωδία» με τη γραπτή αποτύπωσή της και καθιστούσε ενιαία την ελληνική γλώσσα από τον Όμηρο ώς σήμερα».
Για τη σημασία της Παιδείας, αναφέρει ο Τερτσέτης το εξής περιστατικό με τον Κολοκοτρώνη: «Ο Κολοκοτρώνης μια μέρα στο σπίτι του, στην Αθήνα, σεργιάνιζε στην κάμαρα ενώ το παιδί του ο Κολίνος έγραφε. Σταμάτησε μονομιάς και τον ρωτάει: ‘Κουλίνε, ποιο νομίζεις είναι το εθνικό σπίτι της Ελλάδος;’ Ο Κολίνος του αποκρίθηκε αμέσως: ‘Το παλάτι του Βασιλέως’. ‘Το παλάτι του Βασιλέως; Όχι!, είπε. Το Πανεπιστήμιο!’».
Η ισοπέδωση και ο μηδενισμός, η προσπάθεια εξάλειψης της Πίστεως από την Πατρίδα (σε πλήρη αντίθεση με τα διδάγματα του ΄21) συνεχίζονται: από το επίσημο σύμβολο εορτασμού των 200 ετών, αφαιρέθηκε ο Σταυρός! Ο πίνακας του Βρυζάκη με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό να ευλογεί την επαναστατική σημαία, αμαυρώθηκε πρόσφατα και ελάχιστοι έχουν αντιδράσει! Οι προτομές των Ηρώων στο Πεδίον του Άρεως και αλλού καθημερινά βεβηλώνονται από χέρια νέων ανθρώπων! Η ελληνική σημαία παραδίδεται στη χλεύη! Και το χειρότερο όλων: ορισμένοι δικαιολογούν και ενθαρρύνουν αυτές τις πράξεις στο όνομα μιας δήθεν δημοκρατίας και ενός αόριστου δικαιωματισμού. Αν τώρα, αν στα 200 χρόνια μετά το ΄21 δεν φωνάξουμε ένα βροντερό «ΩΣ ΕΔΩ!» σε κάθε τέτοια πρακτική, τότε θα είμαστε πράγματι άξιοι της μοίρας μας! Και το χειρότερο όλων, η καταστροφική υπογεννητικότητα, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια τον Ελληνισμό στον αφανισμό. Ακούμε καθημερινά για «πολιτικές ανάπτυξης» και «έργα προόδου» αλλά δεν ακούμε τίποτε για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του νούμερο ένα εθνικού κινδύνου που είναι η υπογεννητικότητα.
Σήμερα, λοιπόν, 200 χρόνια μετά το 1821, καλούμαστε όλοι να κάνουμε τον απολογισμό αυτών των 2 αιώνων εθνικής ανεξαρτησίας και ελευθερίας. Και αναμφίβολα ο ζυγός γέρνει στα θετικά. Η Χώρα μας μέσα σε αυτά τα 200 χρόνια, γιγαντώθηκε εδαφικά και πληθυσμιακά, πολέμησε με ηρωισμό τον Άξονα, απέκτησε σύγχρονες υποδομές, έγινε μέλος της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας, γέννησε Αγίους και Ήρωες, άνδρωσε μεγάλες προσωπικότητες των γραμμάτων, των επιστημών, των τεχνών και της πολιτικής, ωρίμασε και εμπέδωσε τους θεσμούς της Δημοκρατίας και του Κοινοβουλευτισμού. Βίωσε, όμως, και στιγμές εθνικής τραγωδίας. Το ‘22 στη Σμύρνη, το ‘74 στην Κύπρο, τον Εμφύλιο και τον Εθνικό Διχασμό. Ποτέ, όμως, δεν έπαψε να αναλογίζεται την τεράστια σημασία του Αγώνα του 1821 για τη σύγχρονη εθνική της συνείδηση.
Οι πρωτόγνωρες συνθήκες που ζούμε λόγω της πανδημίας δεν μας επιτρέπουν να εορτάσουμε την 25η Μαρτίου με την αρμόζουσα μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα, καίτοι την ίδια στιγμή επιτρέπονται με μια αδιανόητη ανοχή πορείες χιλιάδων πολιτών υπέρ ενός αμετανόητου καταδικασμένου δολοφόνου. Σε λίγα χρόνια, όμως, στις 3 Φεβρουαρίου του 2030, θα γιορτάσουμε μια άλλη επέτειο, άμεση απότοκο της σημερινής: την επέτειο των 200 ετών από την επίσημη ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, που δημιουργήθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 3 Φεβρουαρίου 1830. Έχουμε λοιπόν ακριβώς 9 χρόνια μπροστά μας μέχρι τότε. Μέσα στο διάστημα αυτό πρέπει να αλλάξουμε την Χώρα μας προς το καλύτερο. Να εξαλείψουμε τον εθνομηδενισμό και την ισοπέδωση, να διασφαλίσουμε ότι τα παιδιά μας θα διδάσκονται και θα μιλούν σωστά ελληνικά, ότι η βεβήλωση συμβόλων, σημαίας, ηρώων και Αγίων ΔΕΝ θα αποτελεί δικαίωμα και δεν θα περιβάλλεται με κανενός είδους ιδεολογικές αιτιολογήσεις, ότι ο όρος «εθνικός» θα επιστρέψει στον τίτλο του Υπουργείου Παιδείας όπως ισχύει στη Γαλλία, το Λουξεμβούργο, την Πολωνία, τη Ρουμανία και δεκάδες άλλες χώρες του κόσμου που σέβονται τον εαυτό, την ιστορία και τον πολιτισμό τους, ότι η Χώρα μας θα αντιμετωπίσει επιτέλους με σοβαρότητα και υπευθυνότητα το εθνικό πρόβλημα της υπογεννητικότητας προκειμένου να συνεχίσει να υπάρχει.
Και περαιτέρω, να έχουμε καταπολεμήσει τις πάγιες κακοδαιμονίες μας. Λέει χαρακτηριστικά ο Καθηγητής Βερέμης: «Μία εξ αυτών αφορά τη σχέση του πολίτη με το κράτος. Ποτέ αυτές οι σχέσεις δεν ήταν αγαθές. Ακόμα εξακολουθούμε να παίζουμε κλεφτοπόλεμο με το κράτος. Πάντα στη συνείδησή μας το κράτος παραμένει ένας δυνάμει εχθρός. Όταν μοιράζει λεφτά, μπορεί και να γίνει φίλος. Οι Άγγλοι αντιλαμβάνονται διαφορετικά τη σχέση τους με το κράτος. Η παράδοση των κλεφταρματολών εξακολουθεί να λειτουργεί. Μέσα μας έχουμε έναν κλεφταρματολό που θέλει να βγει έξω και να εκδηλωθεί». Και όταν ο Καθηγητής ερωτάται «τελικά να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια με το κεφάλι ψηλά;» απαντά: «Φυσικά να γιορτάσουμε. Αλλά και να διδαχτούμε. Αν δεν καταπολεμήσουμε τις κακοδαιμονίες μας δεν θα πάμε μπροστά. Εορτασμός των 200 χρόνων με πολύ μυαλό».
200 χρόνια μετά το 1821. Πρέπει να είμαστε περήφανοι; ΝΑΙ! Πρέπει να ανησυχούμε για το μέλλον; Πάλι ΝΑΙ! Διότι τίποτε δεν είναι δεδομένο, τίποτε δεν παραμένει σταθερό αν εμείς οι ίδιοι δεν διασφαλίζουμε καθημερινά όλα τα εθνικά μας κεκτημένα και δίκαια. Αν θέλουμε το Έθνος μας να συνεχίσει να υπάρχει τότε θα πρέπει να επενδύσουμε στην Παιδεία, στην Εθνική Παιδεία που αποτελεί τη μόνη δημοκρατική οδό μέσω της οποίας θα εξαλειφθούν σταδιακά τα φαινόμενα του εθνομηδενισμού και της ισοπέδωσης. Ναι, είμαστε πολίτες του κόσμου, αλλά πάνω και πέρα απ΄ όλα είμαστε Έλληνες και ούτε θα ντρεπόμαστε να το διαλαλήσουμε, ούτε θα φοβόμαστε να κάνουμε το Σταυρό μας έξω από τις Εκκλησίες, ούτε θα δειλιάζουμε τιμώντας τη Σημαία και τα Εθνικά μας Σύμβολα!
Οδεύοντας προς το 2030, προς τα 200 χρόνια από την επίσημη ανεξαρτησία της Ελλάδος, ας πάρουμε ως παρακαταθήκη τα σοφά λόγια του Κολοκοτρώνη, όπως ο ίδιος τα είπε στην ομιλία του στην Πνύκα το Νοέμβριο του 1838, απευθυνόμενος προς τους νέους της εποχής. Σε 3 διδάγματα εστιάζει: στην αποφυγή της διχόνοιας, στη διαφύλαξη της Ορθόδοξης Πίστης και στην απόκτηση της Παιδείας. Ας τον ακούσουμε:
«Παιδιά μου!
Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!
Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ' επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει.
Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος.
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία και την φρόνιμον ελευθερία».
ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ ‘ 21!